Έμεινε λοιπόν πάλιν εις
το σπήλαιον ο ιερός Σίμων (καθώς και ο Μέγας Αντώνιος εις το μνήμα),
αγωνιζόμενος πολλούς χρόνους και υπομένων πάσαν κακοπάθειαν, και πολλοί από
πολλά μέρη του Όρους επήγαιναν εις αυτόν ("Ου γαρ δύναται, κατά το θείον
λόγιον, πόλις κρυβήναι επάνω όρους κειμένη"), και ωφελούντο ψυχή τε και
σώματι. διότι και διακρίσεως χαρίσματι επλούτει, διά να εγηγεί τας
θείας Γραφάς και να δίδει και άλλας ψυχοφελείς συμβουλάς, και προορατικού
χαρίσματος αξιωθείς, επρόλεγε τα μέλλοντα. Πλην, αυτός εις ταύτα παντελώς δεν
ηρέσκετο ούτε ευχαριστείτο, μισώντας ως ταπεινόφρων την εξ ανθρώπων τιμήν και
αποφεύγοντας την ενόχλησιν των πολλών, επειδή του εγίνετο εμπόδιο εις την
ησυχίαν του. διά το οποίον αίτιον, διελογίζετο να αναχωρήσει εις τόπον
ερημικώτερον. Αλλ΄ ο Θεός όπου προνοεί και φροντίζει διά την κοινήν ωφέλειαν
των ανθρώπων, τον εμπόδισεν από τον τοιούτον σκοπόν, με το μέσον της
παναχράντου αυτού Μητρός. και τί λογής, έρχομαι να το διηγηθώ και
προσέχετε, ότι κατά αλήθειαν, πολλής προσοχής είναι άξιον.
Εκεί οπού μίαν νύκτα
προσηύχετο ο Όσιος, βλέπει πάλιν το σπήλαιον γεμάτον από φωτοχυσίαν θεϊκήν, και
αισθάνετο πολλήν ευωδίαν, και ελάμβανε πνευματικήν ευφροσύνην.
ακούει δε και θείαν φωνήν οπού του έλεγεν έτζι. "Σίμων, Σίμων,
φίλε πιστέ και λάτρη του Υιού μου, μη αναχώρει των ώδε, ότι εις φως τέθεικά σε
μέγα, και μέλλω να δοξάσω τον τόπον τούτον με το όνομά σου". Ο δε
ταπεινότατος Σίμων, δεν πιστεύει εις την οπτασίαν. φοβείται μήπως
είναι τέχνη του πονηρού και παγίδα. διότι έτρεμε πολλά τον λόγον όπου
λέγει ο Απόστολος, ότι ο αρχέκακος μετασχηματίζεται εις άγγελον φωτός. δι΄
αυτήν την αιτίαν είχε πάλιν τον ίδιον σκοπόν, και εστοχάζετο πάλιν πού να υπάγει
να ησυχάσει. Ήσαν δε τότε ημέραι όπου επλησίαζεν η εορτή των Γενεθλίων του Σωτήρος
Χριστού. και μίαν νύκτα προβαίνοντας έξω από το σπήλαιον, βλέπει θέαμα φοβερόν. του
φαίνεται ωσάν να εχωρίζετο ένας αστήρ από τον ουρανόν, και εστέκετο επάνω εις
την αντίκρυ πέτραν, όπου είναι τώρα κτισμένο το σεβάσμιον μοναστήριον. αυτήν
την οπτασίαν πολλές νύκτες την έβλεπεν ο Άγιος, αλλά, καθώς είπομεν, εφοβείτο
μήπως ήτο καμμίαν πλάνη του εχθρού. ωστόσον, ήλθεν αυτή η κύρια νύκτα
των Γενεθλίων του Χριστού, και τότε δεν βλέπει μόνον τον αστέρα, ότι κατέβει
άνωθεν και εστάθει αντίκρυ επάνω της πέτρας, αλλά ακούει και θείαν φωνήν οπού
του έλεγεν έτζι. "εδώ πρέπει να θεμελιώσεις, ω Σίμων, το κοινόβιόν
σου και να σώσεις ψυχάς, και πρόσεχε καλώς.. μην απιστήσεις, ως
πρότερον, εγώ θέλω είμαι βοηθός σου. βλέπε, μη αμφίβαλε, διά να μη
πάθεις κανένα κακόν". Ακούει δε την θείαν ταύτην και αγγελικήν φωνήν τρεις φορές, οπού έλεγε τα
αυτά λόγια. όθεν γίνεται όλος έντρομος και ενθουσιών, και του
εφαίνετο (καθώς έλεγεν αυτός ύστερον εις τους μαθητάς του), ότι ευρέθη εκεί εις
την Βηθλεέμ της Ιουδαίας μαζί με τους ποιμένας, και ήκουε μελωδίαν αγγελικήν
όπου έψαλλον εκείνα τα θεοχαρίτωτα λόγια. "δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί
γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία. μη φοβήσθε υμείς. ιδού
ευαγγελίζομαι υμίν χαράν μεγάλην, ήτις έσται παντί τω λαώ". Τότε λέγει,
άρχισε να μου φεύγει ο τρόμος και η έκστασις και ευφραινόμην πνευματικώς, ωσάν
να έβλεπα παρούσαν την Δέσποιναν Θεοτόκον και τον Δίκαιον Ιωσήφ με τους υιούς
του, και τον Κύριόν μας νήπιον εσπαργανωμένον μέσα εις την φάτνην.
ΠΗΓΗ : Ο ΒΙΟΣ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΣΙΜΩΝΟΣ ΤΟΥ ΑΘΩΝΙΤΟΥ,
ΙΕΡΑ ΜΟΝΗ ΣΙΜΩΝΟΣ ΠΕΤΡΑΣ, ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 1995, σελ. 20 κ.ε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου