Σάββατο 25 Ιουνίου 2016

ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΠΑΝΤΕΣ - ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ πρ. ΝΕΑΣ ΖΗΛΑΝΔΙΑΣ κ. ΙΩΣΗΦ

Δίπτυχο Μηνολόγιο Ι.Μ. Αγίας Αικατερίνης Θεοβαδίστου Όρους Σινά.

Ἡ Κυριακὴ μετὰ τὴν Πεντηκοστὴ εἶναι ἀφιερωμένη στὴ μνήμη ὅλων τῶν Ἁγίων ποὺ λάμπουν στὸ νοητὸ οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας: Τῶν ἀρχαίων Πατριαρχῶν, τῶν Προφητῶν καὶ τῶν Δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, τῶν Ἁγίων ποὺ λάμπουν στὸ νοητὸ οὐρανὸ τῆς Ἐκκλησίας: τῶν ἀρχαίων Ἀποστόλων, τῶν Μαρτύρων, τῶν Ἱερομαρτύρων, τῶν Ὁμολογητῶν, τῶν Πατέρων καὶ τῶν Ὁσίων τῆς Καινῆς, ὅλων ἐκείνων ποὺ τὰ ὀνόματά τους μᾶς εἶναι γνωστά, ἀλλὰ κι ἐκείνων ποὺ δὲν τὰ γνωρίζουμε, μὰ τὰ ξέρει ὁ Θεός. Τῶν Ἁγίων Πάντων!

Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ καὶ μετὰ θάνατον αὐτοὺς ποὺ ζήσανε κατὰ Θεόν. Τοὺς πιστοὺς ποὺ κάμανε ζωὴ τους τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου. Τοὺς Χριστιανοὺς ποὺ μὲ λόγια καὶ μὲ ἔργα ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους στὸ Χριστό, ἀγωνίστηκαν τὸν καλὸ ἀγῶνα τῆς εὐσεβείας, ἐκαθάρισαν τὸν ἑαυτό τους μὲ τὴ μετάνοια ἀπὸ ὅλα τὰ ψεκτὰ πάθη, μιμήθηκαν κατὰ δύναμη τὸν Χριστὸ στὴν ἀνεξικακία, τὴν πραότητα, τὴν ἐλεημοσύνη, τὴ φιλανθρωπία, τὴν ταπείνωση, τὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἀγάπη. Ἐκείνους ποὺ σήκωσαν ὑπομονετικὰ τὸν σταυρὸ τοῦ Χριστοῦ κι ἀκολούθησαν τὸν ἀνηφορικὸ δρόμο τῆς εὐαγγελικῆς ἀρετῆς καὶ ἔγιναν, μὲ τὴ χάρη τοῦ Παναγίου Πνεύματος, Ἅγιοι. Ὅπως τὸ ζητάει ἀπὸ ὅλους ὁ Θεός: «Ἅγιοι γίγνεσθαι, ὅτι Ἅγιος εἰμί» (Λευιτ. 19, 2). Ἔτσι, δίδει τὸ ὄνομά τους στὰ παιδιά της, ἀνεγείρει ναοὺς πρὸς τιμήν τους, ἱστορεῖ τὸ εἰκόνισμά τους, ἀσπάζεται τὰ λείψανά τους, τοὺς πλέκει ὕμνους ἐπαινετικοὺς καὶ γιορτάζει τὴ μνήμη τους. Ὅλες οἱ ἡμέρες τοῦ χρόνου εἶναι ἀφιερωμένες στὴ μνήμη τῶν διαφόρων Ἁγίων καί, βεβαίως, τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου. Κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς μνήμης τους, ἐκτὸς ἀπὸ τὴ Θεία Λειτουργία ποὺ τελεῖ γιὰ νὰ τοὺς τιμήσει, τοὺς δοξάζει μὲ ὕμνους καὶ ᾠδὲς πνευματικές, προβάλλει τὴν εἰκόνα τους σὲ ἀσπασμό, παρουσιάζει στοὺς πιστοὺς τὸν βίο τους καὶ τὴ διδασκαλία τους, καὶ διηγεῖται τὴν τελείωσή τους, εἴτε αὐτὴ συντελέστηκε εἰρηνικά, εἴτε μὲ μαρτύριο. Ἔτσι καὶ ἐμεῖς διδασκόμαστε, παραδειγματιζόμαστε καὶ φιλοτιμούμαστε νὰ τοὺς μιμηθοῦμε.

Κατὰ τὴν Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ ὅλους μαζὶ τοὺς Ἁγίους, ἀπὸ κοινοῦ, καὶ τοὺς ὑμνεῖ μὲ ἕναν ὕμνο, ἕναν ἔπαινο, μιὰ δοξολογία, μιὰ ἑορτή. Ὄχι μόνο γιατὶ ὅλοι τους, καίτοι εἶναι τόσα ἑκατομμύρια, στὴν πραγματικότητα εἶναι ἕνα – ὅπως παρατηρεῖ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς – ἑνωμένοι μεταξύ τους κατὰ τὴν εὐχὴ τοῦ Κυρίου: «ἵνα ὦσιν ἕν» ( Ἰωάν. 17, 12), ὅπως ὁ Ἴδιος μὲ τὸν οὐράνιο Πατέρα Του, ἀλλὰ καὶ διότι, κατὰ τὴν περίοδο τοῦ Τριωδίου καὶ τοῦ Πεντηκοσταρίου μᾶς ἐφανέρωσε καὶ μᾶς ἐδίδαξε τὸ πῶς δημιουργήθηκε ὁ κόσμος ἀπὸ τὸν Θεό, πῶς ὁ Ἀδὰμ διώχτηκε ἀπὸ τὸν Παράδεισο ἐξ αἰτίας τοῦ ἁμαρτήματός του, πῶς ὁ παλαιὸς περιούσιος λαὸς Ἰσραὴλ δέχθηκε τὴν κλήση τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μὲ τὶς ἀτελείωτες παραβάσεις του ἀπομακρύνθηκε ἀπὸ τὴν οἰκειότητα τοῦ Θεοῦ, πῶς ὁ Μονογενὴς Υἱὸς καὶ λόγος τοῦ Θεοῦ ταπεινώθηκε καὶ ἔγινε ἄνθρωπος, ἐδίδαξε τὶς αἰώνιες ἀλήθειες, ἐφανέρωσε τὸ Ὄνομα τοῦ Θεοῦ στοὺς ἀνθρώπους ( Ἰωάν. 17, 6), «διῆλθεν εὐεργετῶν καὶ ἰώμενος πάντας τοὺς καταδυναστευομένους ὑπὸ τοῦ διαβόλου» (Πράξ. 10, 38) γιὰ νὰ εἰσπράξει, στὸ τέλος, τὴν ἀχαριστία μας καὶ τὴν ἀγνωμοσύνη μας ποὺ Τὸν ἀνέβασε στὸν Σταυρό, ὅπου ἀπέθανε γιὰ τὶς ἁμαρτίες μας καὶ θάφτηκε κατόπιν ὡς ἄνθρωπος, ἀλλὰ ἀναστήθηκε ὡς Θεὸς τὴν τρίτη ἡμέρα, καὶ τὴν τεσσαρακοστὴ ἀναλήφθηκε στοὺς οὐρανοὺς καὶ ἐπέστρεψε ἐκεῖ ἀπὸ ὅπου κατέβηκε, κι ἀφοῦ, μαζὶ μὲ τὸ ἀνθρώπινο Σῶμα Του καὶ τὴν ἀνθρώπινη Ψυχή Του, κάθισε στὰ δεξιὰ τοῦ Πατρός, ἔστειλε ἀπὸ ἐκεῖ, τὴν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς, τὸ Πανάγιο Πνεῦμα, ἀφοῦ, λοιπόν, ὅλα αὐτὰ τὰ παρουσίασε καὶ τὰ ὕμνησε ἡ Ἐκκλησία, τώρα προσθέτει αὐτὸ ποὺ ἔλλειπε. Μᾶς παρουσιάζει, δηλαδή, πόσο πολλοὺς καὶ ὡραίους καρποὺς ἐμάζεψε γιὰ τὴν αἰώνια ζωὴ καὶ βασιλεία ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ δύναμη τοῦ Παναγίου Πνεύματος. Αὐτοὶ οἱ ὡραῖοι καὶ εὔχυμοι καρποὶ εἶναι οἱ Ἅγιοι. Γι’ αὐτό, λοιπόν, τοὺς παρουσιάζει ὅλους μαζὶ τὴν φερώνυμη Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων ἡ Ἐκκλησία καὶ ἀποδίδει σὲ ὅλους ἀπὸ κοινοῦ τὸν ὕμνο καὶ τὴν τιμή. Ἔτσι ἡ Κυριακὴ τῶν Ἁγίων Πάντων εἶναι, κατὰ κάποιον τρόπο, ἡ σύνοψη καὶ ὁ ἐπίλογος ὅλης τῆς μεγάλης ἐκκλησιαστικῆς περιόδου τοῦ Κατανυκτικοῦ Τριωδίου καὶ τοῦ Τριωδίου τῶν Ρόδων (Πεντηκοσταρίου), ἡ συγκεφαλαίωση ὅλων τῶν μηνυμάτων ποὺ ἐπὶ δεκαοκτὼ ὁλόκληρες ἑβδομάδες συστηματικὰ ἔστελνε ἡ Ἐκκλησία στὰ παιδιά της.

Στὸ εὐαγγελικὸ ἀνάγνωσμα τῆς ἡμέρας, ποὺ εἶναι μία ἀνθολόγηση ἀπὸ τὸ 10ο καὶ το 19ο κεφάλαιο τοῦ κατὰ Ματθαῖον Ἁγίου Εὐαγγελίου, ἀναφέρονται οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου: «Πᾶς ὃς ἂν ὁμολογήσει ἐν ἐμοὶ ἔμπροσθεν τῶν ἀνθρώπων, ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ ἔμπροσθεν τοῦ Πατρός μου τοῦ ἐν οὐρανοῖς» (Ματθ. 10, 32). Στὸ σημεῖο αὐτὸ ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς κάνει μία βασική, ὅσο καὶ λεπτὴ παρατήρηση, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ κριτήριο Ὀρθοδοξίας: Ὁ Χριστὸς εἶπε: «ὅποιος “μὲ” ὁμολογήσει θὰ ‘’τὸν’’ ὁμολογήσω». Ἀνάμεσα στὸ «ἐν ἐμοὶ» καὶ στὸ «μὲ» καὶ ἀνάμεσα στὸ «ἐν αὐτῷ» καὶ «αὐτῷ», ὑπάρχει πολὺ μεγάλη ἀπόσταση. Λέγοντας ἐν ἐμοί, φανερώνει πὼς ἀπὸ μόνος του ὁ ἄνθρωπος δὲν μπορεῖ νὰ ὁμολογήσει τὸ ὄνομα τοῦ Θεοῦ. Μόνο μὲ τὴ βοήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ μπορεῖ κανεὶς νὰ φανερώσει θαρρετὰ τὴν πίστη του καὶ τὴν εὐσέβειά του. «Χωρὶς ἐμοῦ», εἶχε πεῖ ἄλλοτε ὁ Κύριος, «οὐ δύνασθε ποιεῖν οὐδέν» ( Ἰωάν. 15, 5). Οἱ Ἅγιοι Μάρτυρες καὶ Ὁμολογητὲς ἐμαρτύρησαν καὶ ὁμολόγησαν τὴν πίστη τους μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Χριστοῦ καὶ στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ. Ἔφθασαν στὴν τελειότητα τῆς Ὁμολογίας καὶ τοῦ Μαρτυρίου μὲ τὸν Χριστὸ καὶ διὰ τοῦ Χριστοῦ. Ὄχι μόνοι τους! Ὄχι μὲ τὶς δικές τους μονάχα δυνάμεις καὶ προσπάθειες. Ἐκεῖνοι ἔβαλαν τὴν καλή τους διάθεση καὶ τὴν προθυμία, ἀλλὰ ὁ Χριστὸς ἑτοίμασε τὴ θέλησή τους (πρβλ. Παροιμ. 8, 35). Αὐτὸς τοὺς ἐνθάρρυνε, τοὺς ἐστήριξε, τοὺς ὁδήγησε στὴν καλὴ ὁμολογία καὶ μαρτυρία τῆς πίστεως. Λέγοντας πάλι ὁ Κύριος: «ὁμολογήσω κἀγὼ ἐν αὐτῷ» μπροστὰ στὸν οὐράνιο Πατέρα μου, δείχνει καὶ δηλώνει τὸ ἀπαραίτητο τῆς δικῆς μας καλῆς διαθέσεως, ἐμμονῆς καὶ καρτερίας χάριν τῆς εὐσεβείας. Ἂν ἔλεγε: «ὁμολογήσω κἀγὼ αὐτόν», τότε, πουθενὰ δὲν θὰ φαινόταν ἡ ἀνάγκη τῆς δικῆς μας προσπάθειας καὶ συνεργείας. Ὅμως ἐμεῖς πρέπει νὰ δώσουμε στὸν Κύριο τὴν ἀφορμὴ γιὰ νὰ μιλήσει φανερὰ γιὰ μᾶς στὴ μέλλουσα ζωή. Ἡ δική μας προσπάθεια γιὰ τὴν σωτηρία μας θὰ Τοῦ ἐπιτρέψει νὰ μᾶς συστήσει καὶ νὰ μᾶς γνωρίσει στὸν Οὐράνιο Πατέρα Του, γιὰ νὰ γίνουμε κληρονόμοι τῆς Βασιλείας Του.

Οἱ Ἅγιοι Πάντες, κατὰ ταῦτα, διὰ τοῦ Χριστοῦ καὶ μὲ τὸν Χριστὸ ἔφτασαν στὴν ἁγιότητα. Ὅσοι, ἀντίθετα, ἀρνήθηκαν τὴν πίστη καὶ τὴν εὐσέβεια, τὴν ἀρνήθηκαν ἐπειδὴ παραθεώρησαν τὸν Χριστὸ καὶ τὸν ρόλο Του στὴ ζωή τους. Προχώρησαν μόνοι τους, βασιζόμενοι στὶς δικές τους δυνάμεις καὶ προσπάθειες, στὸν ἀτομικό τους ἀγῶνα, στὴν προσωπική τους καλὴ διάθεση καὶ μόνο. Ὅμως ὅλα αὐτὰ εἶναι πομφόλυγες (=σαπουνόφουσκες), ποὺ κάποια στιγμὴ θὰ διαρραγοῦν καὶ θὰ διαλυθοῦν. Ὁ Χριστὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ δημιουργεῖ τὴν ἰσχυρὴ θέληση γιὰ ἀγῶνα σωτηρίας. «Ἑτοιμάζεται θέλησις παρὰ Κυρίου», τονίζει ἡ Γραφὴ (Παροιμ. 8, 35). Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ οὐσία καὶ τὸ ἀντίκρυσμα ὅλων τῶν ἀρετῶν. Χωρὶς Αὐτὸν ὅλες οἱ θεωρούμενες καλωσύνες καὶ ἀρετὲς εἶναι ματαιότητες. Ὁ Χριστὸς εἶναι ὁ λόγος, ἡ πεμπτουσία, δηλαδή, καὶ ἡ ἐντελέχεια ὅλης τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Χωρὶς Αὐτὸν δὲν ὑπάρχει πνευματικὴ ζωή, ἀλλὰ ἐπίφαση ζωῆς, πλάνη καὶ ἀπώλεια. Ἐκεῖνος εἶναι ἡ Ὁδός, ποὺ ὑποχρεωτικὰ πρέπει νὰ βαδίσει ὅποιος ὀρέγεται νὰ φθάσει στὸν Πατέρα καὶ νὰ κληρονομήσει τὴ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ἀλήθεια. Χωρὶς Αὐτὸν καμμιὰ ἰδέα ἢ ἔννοια δὲν μπορεῖ νὰ ὁδηγήσει τὸν ἄνθρωπο στὴν τελειότητα. Ὁ Χριστὸς εἶναι ἡ Ζωή. Ὅποιος δὲν Τὸν ζεῖ μὲ ταπείνωση μέσα στὴν Ἐκκλησία μὲ τὰ Ἅγια Μυστήρια, μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸν πνευματικὸ πατέρα, καὶ μάλιστα στὸν Ἐπίσκοπό του, ὁ ὁποῖος βρίσκεται εἰς τύπον καὶ τόπον Χριστοῦ, μὲ διάθεση μαθητείας, μὲ δάκρυα μετανοίας, μὲ ἐσωτερικὴ καλλιέργεια διὰ τῆς προσευχῆς, αὐτός, οὔτε ἔχει ζωή, οὔτε πρόκειται νὰ ἀποκτήσει τὴν αἰώνια ζωή. Οἱ Ἅγιοι ὅλοι περπάτησαν τὸν Χριστὸ ὡς δρόμο, μὲ χάρτη τὸ Ἅγιο Εὐαγγέλιό Του. Γέμισαν τὴν καρδιά τους καὶ τὸν νοῦ τους μὲ τὸν Χριστὸ ὡς τὴ μοναδικὴ Ἀλήθεια, ἀφήνοντας κατὰ μέρος τὴ μωρία τῆς δῆθεν σοφίας τοῦ κόσμου καὶ τὴν κενὴ ἀπάτη τῆς φιλοσοφίας (Κολασ. 2, 8) καὶ τῆς ὁποιασδήποτε ἰδεολογίας. Οἱ Ἅγιοι ὅλοι ἔζησαν τὸν Χριστὸ ὡς ζωή, μὲ τὴν ἀδιάκοπη καὶ καθαρὴ προσευχή τους, μὲ τὴν ἄσκηση καὶ τὴ σταύρωση τοῦ θελήματος τῆς σαρκός, μὲ τὰ δάκρυα τῆς μετανοίας τους, μὲ τὴ συμμετοχή τους στὸ Δεσποτικὸ Δεῖπνο τῆς Θείας Λειτουργίας καὶ τὴν τροφή τους μὲ τὸ Ἄχραντο Σῶμα Του καὶ τὸ Τίμιο Αἷμα Του, μὲ τὴ διαρκῆ ἐκζήτηση τῆς Δικαιοσύνης Του γι᾽ αὐτούς, γιὰ τὴν Ἐκκλησία καὶ γιὰ τὸν κόσμο ὅλο. Οἱ Ἅγιοι ὅλοι ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸν ὡς τὸν μόνο ἀληθινὸ Θεὸ καὶ Σωτῆρα τοῦ κόσμου, μὲ τὴν βοήθεια τοῦ ἰδίου τοῦ Χριστοῦ, καὶ μὲ τὸν τρόπο ποὺ Αὐτὸς θέλησε γιὰ τὸν καθένα τους: Ἄλλοι μὲ αἱματηρὸ μαρτύριο, καὶ ἄλλοι μὲ τὸ ἀναίμακτο μαρτύριο τῆς Χριστιανικῆς ἀσκήσεως καὶ ὑπακοῆς. Οἱ Ἅγιοι ὅλοι δὲν ντράπηκαν ἂν φέρουν πάνω τους τὰ στίγματα τῆς ταπεινώσεως, τοῦ Πάθους καὶ τῆς πτωχείας τοῦ Χριστοῦ, ὅπως Ἐκεῖνος τὸ ἐζήτησε, καὶ μὲ ὁποιονδήποτε τρόπο Ἐκεῖνος θέλησε γιὰ τὸν καθένα. Ἔτσι, ἡ ζωή τους –ὅπως ὑπογραμμίζει ὁ μακαριστὸς π. Ἰουστίνος Πόποβιτς– εἶναι ἡ ζωὴ τοῦ Χριστοῦ παρατεινόμενη στοὺς αἰῶνες.

Τὸ ἀποστολικὸ ἀνάγνωσμα τῆς Κυριακῆς τῶν Ἁγίων Πάντων (Ἑβρ. 11, 33-40 καὶ 12, 1-2) τονίζει ὅτι ἐκεῖνο ποὺ χαρακτήριζε ὅλους ἀνεξαιρέτως τοὺς Ἁγίους, ἦταν ἡ φλογερή, ἀσάλευτη καὶ ζωντανὴ πίστη στὸ Θεὸ καὶ στὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ τὸν κόσμο. Αὐτὴ ἡ πίστη τοὺς ἔδωσε τὴ δύναμη νὰ νικήσουν καὶ νὰ καταβάλουν βασιλεῖς ἰσχυροὺς ποὺ ἐνέπνεαν τρόμο. Αὐτὴ τοὺς ἔκαμε νὰ ζήσουν μὲ δικαιοσύνη καὶ ὑπακοὴ στὸ νόμο τοῦ Θεοῦ. Αὐτὴ τοὺς ἀξίωσε νὰ δοῦν νὰ πραγματοποιοῦνται οἱ ὑποσχέσεις ποὺ τοὺς εἶχε δώσει ὁ Θεός. Μὲ αὐτὴ τὴν πίστη βουλώσανε τὰ στόματα λιονταριῶν, ὅπως ὁ Προφήτης Δανιήλ. Μὲ αὐτὴν ἔσβησαν τὴ δύναμη τῆς φωτιᾶς, ὅπως οἱ Τρεῖς Παῖδες στὸ φοβερὸ καμίνι τῆς Βαβυλῶνος. Μὲ αὐτὴν ἀντιμετώπισαν τὴν ἀπειλὴ τῆς σφαγῆς, δυνάμωσαν καὶ γιατρεύτηκαν ἀπὸ ἀρρώστιες ποὺ τοὺς βασάνιζαν, ἀναδειχτήκανε τρανοὶ καὶ ἀνίκητοι σὲ πολέμους καὶ τρέψανε σὲ φυγὴ τὶς φάλαγγες τῶν ἐχθρῶν, ὅπως ὁ Μωυσῆς καὶ ὁ Ἰησοῦς τοῦ Ναυῆ, ἢ ὁ Μέγας Κωνσταντῖνος. Αὐτὴ ἡ πίστη τοὺς ἔκαμε νὰ ὑπομείνουν καρτερικὰ ἀνήκουστα βασανιστήρια, νὰ ἀρνηθοῦν τὴν ἀπαλλαγὴ ἀπὸ τὰ κολαστήρια ποὺ τοὺς πρόσφεραν οἱ διῶκτες τους μὲ ἀντάλλαγμα τὴν ἄρνηση τοῦ Θεοῦ, γιατί ἡ πίστη αὐτὴ τοὺς ἔκανε νὰ προσδοκοῦν τὸ καλλίτερο ἀπὸ τὸ Θεὸ καὶ ὄχι ἀπὸ τοὺς ἀνθρώπους. Ἡ πίστη αὐτὴ τοὺς ἔδωσε τὸ κουράγιο καὶ τὴ δύναμη νὰ ἀντέξουν τὶς κοροϊδίες καὶ τοὺς ἐξευτελισμούς, τὸ ξύλο καὶ τὴ φυλακή. Νὰ ἀψηφήσουν λιθοβολισμούς, ὅπως ὁ Πρωτομάρτυρας Στέφανος καὶ μαχαιρώματα καὶ πικρὸ θάνατο, ὅπως ὁ ἴδιος ὁ θεῖος Παῦλος ποὺ τὰ γράφει αὐτά, ὁ ὁποῖος καὶ περιπαίχτηκε, καὶ μαστιγώθηκε, καὶ ραβδίστηκε, καὶ φυλακίστηκε, καὶ λιθοβολήθηκε καὶ στὸ τέλος σφάχτηκε σὰν κουρμπάνι ἀπὸ τοὺς διῶκτες τῆς Ἐκκλησίας στὴ Ρώμη, γιὰ τὴν πίστη του καὶ γιὰ τὴ μαρτυρία τοῦ ὀνόματος τοῦ Κυρίου. Ἡ πίστη στάθηκε γιὰ ἄλλους αἰτία νὰ περιφέρονται δεξιὰ-ἀριστερὰ σὰν ἀνέστιοι, φορώντας γιὰ ροῦχα τους προβιὲς καὶ γιδοτόμαρα, ὑστερούμενοι τὰ ἀναγκαῖα τῆς ζωῆς, γεμάτοι θλίψεις καὶ κακοπάθειες, προκειμένου νὰ τὴν κρατήσουν ἀλώβητη, νὰ μὴν ἀρνηθοῦν τὴν ἀλήθεια τοῦ Θεοῦ, νὰ μὴν ἐγκαταλείψουν τὴν πατροπαράδοτη εὐσέβεια. Ἄλλοι πάλι ζήσανε ἔτσι ἀπὸ μία ἰδιαίτερη ἔφεση πρὸς τὴν τελειότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς καὶ τῆς πλήρους ἀφιερώσεως στὸ Θεό, ὅπως οἱ Ὅσιοι, οἱ μεγάλοι ἀσκητὲς καὶ ἀναχωρητὲς τῆς ἐρήμου, ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστής, ὁ Ἀντώνιος, ὁ Παχώμιος, ὁ Εὐθύμιος, ὁ Θεοδόσιος, ὁ Σάββας, ἡ Συγκλητικὴ καὶ τόσοι ἄλλοι. Ὁ κόσμος ὅλος δὲν στάθηκε ἄξιος αὐτῶν τῶν εὐλογημένων ἀνθρώπων, οὔτε καὶ μποροῦσε κὰν στὸ ἐλάχιστο νὰ συγκριθεῖ μαζί τους.

Βέβαια ἡ πίστη δὲν εἶναι ἀγαθὸ ποὺ διατίθεται στὸ ἐμπόριο. Πρόκειται γιὰ μία ἀπὸ τὶς τρεῖς μέγιστες καὶ βασιλικὲς ἀρετές, ἀντάμα μὲ τὴν ἐλπίδα καὶ τὴν ἀγάπη καὶ εἶναι δῶρο Θεοῦ. Καὶ γιὰ νὰ λάβουμε τὸ δῶρο τῆς πίστεως θαρρῶ πὼς δὲν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος παρὰ νὰ μιμηθοῦμε τὸν πατέρα τοῦ παιδιοῦ ἐκείνου ποὺ βασανιζόταν ἀπὸ ἀκάθαρτο πνεῦμα ἄλαλο, ὁ ὁποῖος ὅταν ἐλέγχθηκε ἀπὸ τὸν Χριστὸ γιὰ τὴν ἀπιστία του, «εὐθέως κράξας… μετὰ δακρύων ἔλεγε. Πιστεύω, Κύριε. Βοήθει μου τῇ ἀπιστίᾳ».

Οἱ Ἅγιοι Πάντες τὸ ἔλαβαν, τὸ καλλιέργησαν, τὸ αὔξησαν. Καθὼς τὸ αὔξησαν, ἔλαβαν ὡς δῶρο καὶ τὴν ἐλπίδα «ὡς ἄγκυρα ἀσφαλῆ τὲ καὶ βεβαία» γιὰ τὸν πλοῦ τοῦ πολυτάραχου ὠκεανοῦ τοῦ βίου, μέχρι τὸν ἐλλιμενισμὸ στὸ ἀκύμαντο λιμάνι τῆς Βασιλείας. Καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ τὴν ἀγάπη, τὴν κορυφαία ὅλων τῶν ἁγίων ἀρετῶν, ἡ ὁποία καὶ ὁδηγεῖ τὸν ἄνθρωπο στὴν ὁμοίωση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι». Ἔτσι, ὅλοι οἱ Ἅγιοι, καταθέτοντας τὸ φιλότιμό τους καὶ τὴν καλὴ διάθεσή τους, ἀξιώθηκαν ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ νὰ πιστέψουν στὸν Χριστό, καὶ νὰ πάθουν γιὰ χάρη Του, καὶ νὰ δεχθοῦν τὴν ἐλπίδα τῆς δωρεᾶς Του, καὶ νὰ ἀποκτήσουν τὴν ἀγάπη Του. Αὐτὸ σημαίνει πολὺ ἁπλὰ ὅτι ἀφοῦ ἐπάλαιψαν καὶ ἐτήρησαν τὸ «κατ’ εἰκόνα», τότε τοὺς δόθηκε τὸ χάρισμα νὰ φθάσουν στὸ «καθ’ ὁμοίωσιν» τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι καὶ ὁ σκοπὸς τῆς ζωῆς καὶ ὁ ἀκρότατος στόχος τοῦ ἀνθρώπου.

Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς μᾶς συνιστᾶ, μὲ τὴν εὐκαιρία τῆς ἑορτῆς τῶν Ἁγίων Πάντων: «Τιμήσωμεν, οὖν καὶ ἡμεῖς, ἀδελφοί, τοὺς Ἁγίους τοῦ Θεοῦ. Τιμήσωμεν δὲ πῶς; Ἐὰν κατὰ μίμησιν ἐκείνων καθάρωμεν ἑαυτοὺς ἀπὸ παντὸς μολυσμοῦ σαρκὸς καὶ πνεύματος καὶ ἀποστῶμεν τῶν κακῶν τέως διὰ τῆς ἀποχῆς τούτων πρὸς ἁγιωσύνην φερόμενοι». Ἄμποτε, μὲ τὶς θεοπειθεῖς εὐχὲς ὅλων τους!...

ΠΗΓΗ : "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ", ΙΟΥΝΙΟΣ 2008, αριθ. 194,  σελ. 8 κ.ε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου