Κυριακή 12 Ιουνίου 2016

"ΤΟΝ ΕΧΑΪΔΕΥΣΕΝ ΕΙΣ ΤΟ ΠΡΟΣΩΠΟΝ ΕΚΕΙΝΟ ΤΟ ΑΡΡΗΤΟΝ ΚΑΙ ΓΛΥΚΥΤΑΤΟΝ ΒΡΕΦΟΣ"


"Είδον γαρ αληθώς αδελφόν, και ου ψεύδομαι, όστις ήλθεν εις έκστασιν καθήμενος εν νυκτί πανσελήνω, εν βαθυτάτη ερημία. Άκρα σιγή. μηδενός ανθρώπου ή καλύβης εκείθεν. Και αγρυπνών και ευχόμενος, του εφάνη φωνή πτηνού λιγυρά, και του είλκυσεν όλον τον νουν και του επήρε πάσαν την αίσθησιν. Και ηκολούθει οπίσω αυτής, να ιδή πόθεν εξέρχεται αυτή η τόσον γλυκεία φωνή. Και κοιτάζων ως έξαλλος ένθεν κακείθεν - πλην όχι με πόδας και οφθαλμούς, αλλ΄ εν εκστάσει βλέπει και περιπατεί - και προχωρών είδεν υπέρλαμπρον φως, πλήρες ευωδίας και χάριτος. Και αφήσας το κελάηδημα του πτηνού υψώθη ή μάλλον ηχμαλωτίσθη εις την θεωρίαν του απλέτου φωτός. Και βαδίζων ως σαλός εμβήκε εις μίαν οδόν ωσεί χιόνα λευκήν. Ένθεν κακείθεν τα τείχη εισιν αδαμάντινα. Όλα εκείθεν απόρρητα διηγήσεως. Έσωθεν δε επιβλέψας, είναι Παράδεισος ωραιότατος, παντοία άνθη κεκοσμημένος. Όλα χρυσόφυλλα, όπου δεν ημπορεί γλώσσα ανθρώπου να τα ειπή, αλλ΄ ωσάν παλαβός τα κοιτάζει και όλος αιχμάλωτος τα θαυμάζει. Και προχωρών, εις το μέσον είναι μέγα, χιονόλευκον,  ουρανομήκες παλάτιον. Και εις την θύραν ίστατο η Κυρία μας Θεοτόκος, η Βασίλισσα των Αγγέλων, η μόνη αναψυχή μας, η άρρητος ευωδία και παράκλησις πάσης ψυχής Χριστιανών. βαστάζουσα ως χιόνα το χιονόλευκον βρέφος εις την αγκάλην της, λάμπον υπέρ μυρίους ηλίους. Και, αφού επλησίασεν εκείνος  ο αδελφός, έπεσεν ως υιός τη μητρί αυτού, όλος φλεγώμενος έρωτι θείω. Και τον ενηγκαλίσθη ως γνήσιον τέκνον και κατεφίλησεν. Ω έρως αγάπης Θεού ! Ω αγάπη Μητρός προς υιόν ! Τον ησπάσθη ως τέκνον της. Τον εγέμισεν άρρητον ευωδίαν. Και με είπεν εκείνος ο αληθής ότι μέχρις όλα τα έτη του ενθυμούμενος τη θεωρίαν αισθάνεται ευωδίαν και γλυκασμόν στην ψυχήν του. Τον εχάιδευσεν εις τον πρόσωπον με του παχουλό Του χεράκι εκείνο το άρρητον και γλυκύτατον βρέφος. Επληροφορήθη εκ της μητρός και μυστήριον, όπου θερμώς την εδέετο επί ημέρας πολλάς. Και ο υιός πάλιν τον είπεν ότι, δια να απολαύσης τοιαύτην χαράν, πρέπει να αγωνίζεσαι πάσχων εφ΄ όρου ζωής.

Και ούτως αναχωρών εξήρχετο πάλιν όθεν εισήλθε χωρίς να το θέλη. Και όσον εμάκρυνεν ήκουσε πάλιν την φωνήν του πτηνού, όπου τον ηχμαλώτησεν εν αρχή. Και κοιττάζων επάνωθεν είδεν ένα μεγάλο πουλί μυριόχρωμον όπου με τα πτερά του εσκέπαζεν όλον εκεί τον Παράδεισον. και γύρωθεν θρόνοι. και πουλάκια μικρά εκάθηντο ομοιόμορφα και έκαμναν εκείνην την άρρητον μελωδίαν, και διασκέδαζαν όσοι ήσαν εκείθεν. Ο δε εωρακώς πάλιν ήλθεν εις τον εαυτόν του και ευρέθη εκεί όπου ήτον προτού αυτά να ιδή".

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ, ΕΚΦΡΑΣΙΣ ΜΟΝΑΧΙΚΗΣ ΕΜΠΕΙΡΙΑΣ, ΕΚΔΟΣΙΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ, ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ 1996,  264 κ.ε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου