Τρίτη 31 Μαΐου 2016

Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ ΟΡΟΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ Α΄ - ΤΟΥ ΕΘΝΕΓΕΡΤΗ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΥ ΑΘΗΝΩΝ ΚΑΙ ΠΑΣΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ κ.κ ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ


Τό θέμα αύτό: «Ή Ορθοδοξία, όρος έπιβίωσης τοϋ Ελληνισμού» θά ήταν ίσως, ύπό άλλες συνθήκες, καί σάν τίτλος καί σάν ούσία αύτονόητο. Σήμερα όμως δέν φαίνεται νά συγκεντρώνει τή γενική άποδοχή. Άντιθέτως, ή πρόταση άμφισβητειται σημαντικά, μιά και άναζητοϋνται ή προβάλλονται άλλα κυρίως ερείσματα γιά τήν έπιβίωσή μας ώς λαού καί ώς έθνους. [...]

Ό όρος παράδοση είναι εύρύτατος. Περιλαμβάνει τά έπί μέρους έκεϊνα στοιχεία άπό τά όποια άπαρτίζεται ή έθνική ταυτότητα καί συντηρείται ή έθνική αύτοσυνειδησία. Ή παράδοση έξασφαλίζει τήν πολιτιστική συνοχή των γενεών καί οίκοδομεί τό λαμπρό οικοδόμημα τού μέλλοντος. Είναι ή άριστοτελική «έντελέχεια» πού συγκροτεί καί ζωογονεί όλο τό θεσμό τού Γένους, διασώζοντας στίς λεπτομέρειες έναν ολόκληρο κόσμο βιωμάτων, έπιδιώξεων, τάσεων, κλίσεων, ροπών πού άπαρτίζουν τή ζωή τού λαού μας καί έπιτρέπουν στόν Έλληνα νά είναι ο,τι άκριβώς είναι. Τής παραδόσεώς μας αύτής δύο βασικά καί κεφαλαιώδη γνωρίσματα είναι ή ομοιογένεια καί ή ορθόδοξη πνευματικότητα. Ή παράδοσή μας έχει μιά ριζική καί μοναδική ένότητα, ολα της τά στοιχεία τελούν σέ άλληλεξάρτηση, καί τό ένα συμπληρώνει τό άλλο. Ξεκινώντας άπό τήν έποχή τού άρχαίου κλασσικισμού ή παράδοσή μας μπήκε στό χιλιόχρονο βυζάντιο, έπεβίωσε στίς δύσκολες ώρες τής δουλείας χωρίς νά χάσει τά μορφολογικά της στοιχεία και συντρόφευσε τόν νεοέλληνα σέ κάθε πτυχή τής ζωής του. Άλλ’ ή ομοιογένεια αύτή δέν μπορεί νά έξηγηθή άνεξάρτητα καί άποκεκομμένη άπό τήν ορθόδοξη πνευματικότητα. Ή άχραντη Ορθοδοξία διεπότισε βαθειά καί πλατειά τόν κορμό, τίς ρίζες καί τούς κλάδους τού έθνικού μας δένδρου, σέ τρόπο τέτοιο πού κάθε άπόπειρα διαχωρισμού της νά συνιστά θανάσιμη άπειλή γιά τό έθνος μας. Έτσι ή παράδοσή μας σηματοδοτεϊται ώς «ελληνορθόδοξη», τό δέ θρησκευτικό στοιχείο άνομολογείται ότι συνιστά τήν ειδοποιό διαφορά της άπό τίς παραδόσεις άλλων λαών.

Κατά τόν Έσελιγκ, σοφό καθηγητή τής βυζαντινής καί νεωτέρας ελληνικής λογοτεχνίας στό Πανεπιστήμιο τοϋ Λέϋδεν τής 'Ολλανδίας, ό Χριστιανισμός έδημιούργησε «τήν τοϋ ελληνικού έθνους ένότητα, τήν όποίαν ούδεμία πολιτική είχε κατορθώσει μέχρι τότε νά πραγματοποιήσει» («Ακτίνες» 1978, σ. 292). Καί ό Σπ. Ζαμπέλιος έχει τή γνώμη πώς χωρίς τήν πνευματικήν έπανάστασι τού Χριστιανισμού μέσα στόν έλληνικόν χώρον «τό όνομα τής Ελλάδος δέν ήθελεν ίσως υπάρχει σήμερον ή έντός βιβλιοθηκών καί εις σοφών τινων άναμνήσεις». Άλλά καί ό σοφός Ρώσος θεολόγος π.Γ. Φλωρόφσκυ, κρίνοντας τήν σημασίαν τής Ορθοδοξίας γιά τήν Ελλάδα, άποφαίνεται: «Ό Ελληνισμός έχει αποκτήσει αιώνιον χαρακτήρα, μέσα είς τήν Εκκλησίαν. "Εχει ένσωματωθή είς τήν σάρκα της, έχει γίνει αιώνια κατηγορία τής Χριστιανικής ύπάρξεως».

Γι’ αύτό καί Ελληνικότητα καί Ορθοδοξία ήσαν ανέκαθεν τά άνεκτίμητα άγαθά πού έκαλοϋντο νά ύπερασπισθούν οί βυζαντινοί καί μεταβυζαντινοί Πατέρες μας, μέ κύριο καί φυσικό πρωταγωνιστή κάθε φορά τόν ίερό μας Κλήρο. Αύτός ό Κλήρος στάθηκε πάντοτε πρόμαχος τής έλληνορθοδοξίας καί διεκινδύνευσεν, ύπό τήν πνοήν τής έκκλησιαστικής του ήγεσίας, καί αύτήν τήν ζωήν του χάριν τού Γένους μας. Άπό τίς τάξεις του άνεπήδησαν οί μεγάλοι πρόμαχοι τής παραδόσεώς μας, οί ένθερμοι θιασώτες καί άνακαινιστές της, αύτοί πού κρατώντας στό ένα χέρι τό σταυρό καί στό άλλο τή σημαία έγραψαν άνεξίτηλες σελίδες έπών στήν ιστορία μας καί άνεδείχθησαν οί μείζονες τών άναμορφωτών τής κοινωνικής καί τής έθνικής μας ζωής. Τή μεγάλη άλήθεια τής σημασίας τού έλληνορθόδοξου ράσου, ώς συμβόλου λευτεριάς καί νίκης, γιά όλο τό Γένος μας, μοϋ ύπενθύμισε πρό εβδομάδων πολιός γέρων Ηγούμενος Μονής άκριτικού μας νησιού, ήρωας ό ίδιος στή διάρκεια τοϋ Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στηθείς πρό 6 βημάτων τοϋ γερμανικού εκτελεστικού άποσπάσματος γιά τήν άποφασιστικήν συμβολήν του πρός φυγάδευσιν 'Ελλήνων καί συμμάχων άξιωματικών είς τήν Τουρκίαν όταν μέ πρωτόφαντο ένθουσιασμόν κινών τό χέρι του τό δεξιό έπανελάμβανε ρυθμικά : «Καλόγερος, παπάς-τό ράσο του σημαία-ή νίκη είναι βεβαία».

Αύτή ή 'Ορθοδοξία διεμόρφωσε στά χρόνια τοϋ Βυζαντίου τήν οϋσιαστική ταυτότητα τοϋ λαοϋ μας. Ή μεγάλη αύτή διεργασία άρχισε άπό τόν β' αιώνα καί έφθασε στό άποφασιστικό της στάδιο τόν δ' αιώνα μέ τούς μεγάλους Καππαδόκες. Τότε πάρθηκαν οί μεγάλες άποφάσεις πού διέπλασαν οριστικά τήν Ορθοδοξία στούς βυζαντινούς χρόνους. Καί τότε ήταν πού ή 'Ορθοδοξία αύτή άνοιξε μέ έκλεκτική διάθεσι τούς κόλπους της γιά νά ένστερνισθή ό,τι άπό τήν άρχαία κλασσική έλληνική άρχαιότητα προσεφέρετο γιά άφομοίωση, καί τότε ή άλληλοπεριχώρηση άμοιβαίως τών στοιχείωνΈλληνισμού καί Χριστιανισμού, διέπλασαν τήν Έλληνορθοδοξία, αύτήν γιά τήν όποίαν ό Στήβεν Ράνσιμαν θά ύπογραμμίσει έμφαντικά: «Οί Έλληνες έχουν μιά κληρονομιά γιά τήν όποια μπορούν νά αίσθάνωνται ύπερήφανοι, μιά κληρονομιά πού δέν πρέπει νά χαθή μέσα στίς έναλλασσόμενες ύλικές καταστάσεις. Στούς σκοτεινότερους αιώνες τής Ελληνικής Ιστορίας ή Εκκλησία ήταν έκείνη ή όποία, παρόλες τίς πολλές δυσκολίες,τίς πολλές άπογοητεύσεις καί αύτές άκόμη τίς ταπεινώσεις, μπόρεσε όχι μόνο νά προσφέρει πνευματική άνακούφιση, άλλά καί νά συντηρήσει καί διατηρήσει τίς παραδόσεις τοϋ Ελληνισμού. Οί μοντερνιστές έχουν συχνά ύποτιμήσει τόν ρόλο της ύπογραμμίζοντας τό κενό, τό χάσμα πού ύπάρχει μεταξύ τού άρχαίου καί τοϋ χριστιανικού κόσμου. Αλλά τό χάσμα δέν ήταν άγεφύρωτο. Οί Μεγάλοι Πατέρες τής Εκκλησίας διέσωσαν πολλά άπό τά πιό ώραΐα πού είχε ή άρχαία έλληνική σκέψη καί τό άρχαίο έλληνικό πνεύμα καί τά παρέδωσαν στήν Εκκλησία ώς αύτή τήν ήμέρα. Ό έθνισμός μπορεϊ νά γίνει κακό πράγμα. Όμως ενα αίσθημα έθνικής ταυτότητος πού νά μή βασίζεται σέ φιλόδοξο σωβινισμό άλλά σέ μιά μακριά παράδοση πολιτιστικών άξιών είναι ζήτημα γιά νόμιμη καύχηση καί περηφάνεια («Ή Δράσις μας» τ. 207/1983 σ.9)

Ή σημαντική βέβαια αύτή σύνθεση δέν έγινε εύκολα, ούτε έμεινε χωρίς άντιδράσεις. Ήδη άπό τήν έποχή τού Βυζαντίου παρουσιάσθησαν προσπάθειες γιά μιά άπ’ εύθείας έπανασύνδεση τού Ελληνισμού μέ τό άρχαίο έλληνικό πνεύμα. Τίς εκπροσωπούσαν κατά βάσιν ό Μιχαήλ Ψελλός, ό Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, ό Βησσαρίων, κ.ά., πού δέν κατάφεραν τό σκοπό τους στήν Ανατολή. Ό λαός μας δέν φάνηκε άπό τότε πρόθυμος νά άσπασθή τό κλασσικό όνειρο τών αίθεροβαμόνων έμπνευστών του καί τό άπέρριψε, άντίθετα πρός τή Δύση όπου αύτό βρήκε διέξοδο καί καρποφόρησε προετοιμάζοντας τήν Αναγέννηση. Ή Δύση άνέκαθεν αίσθάνθηκε τή διαφορότητά της άπό τήν Ανατολή. Καί γι’ αύτό έφρόντισε νά καταπνίξει κάθε έκφραση αύθεντικής ανατολικής ζωής. 'Επιδίωξη άνέκαθεν των Φράγκων ύπήρξεν ό ενταφιασμός τοϋ Βυζαντίου γιατί αϋτό εκπροσωπούσε τή Ρωμηοσύνη, ιδέα πολύ ενοχλητική γιά τή Φραγκία. Τρεις συντεταγμένες οριοθετούν τό Βυζάντιο: Ό Ελληνισμός -ή Νέα Ρώμη- καί ή Ορθοδοξία. Εναντίον καί τών τριών έστόχευσαν οί Φράγκοι μέ ποικίλους καί έν πολλοϊς άνέντιμους τρόπους. Δέν βλάπτει έδώ νά θυμηθούμε πώς ό 'Ελληνισμός είχε πολύ πριν άπό τήν "Αλωση αρχίσει νά άρδεύεται πνευματικά άπό τόν σχολαστικισμό τής Δύσεως. Τό 1204 μέ τή λατινική κατάκτηση τού Βυζαντίου οί Φράγκοι έπεδίωξαν τήν διά παντός τρόπου άφάνισί του, άλλά άπέτυχαν. Άπέτυχαν καί τό 1453 παραδίδοντας ούσιαστικά άνυπεράσπιστη τήν ’Ανατολή στά χέρια τών βαρβάρων όθωμανών. Καί άς μή ξεχνούμε πώς ή ρήση τοϋ Λουκά Νοταρά ότι είναι «προτιμότερον φακιόλιον τουρκικόν άπό καλύπτραν λατινικήν» έκφράζει τήν οδυνηρή συνειδητοποίηση τού πραγματικού κινδύνου καί τών φορέων του γιά τήν έλληνική μας αύτοσυνειδησία καί έπιβίωση. Έτσι σ’ όλη τή διάρκεια τής τουρκικής σκλαβιάς, τό ρωμαίικο έμεινε ούσιαστικά άδούλωτο, ένώ οί μισσιονάριοι τής Εύρώπης άλώνιζαν κυριολεκτικά τόν τόπο κινούμενοι σάν σέ «ξέφραγο άμπέλι» άναγκάζοντας τό λαό νά άντιτάξει άπέναντι στόν κίνδυνο τού έκλατινισμού τήν ϊδια άντίσταση πού είχε έπιδείξει καί άπέναντι τοϋ κινδύνου τών έξισλαμισμών. Είναι άληθινό θαύμα τής θείας πρόνοιας πώς αύτός ό λαός κατώρθωσε μέσα στά δύσκολα έκεϊνα χρόνια νά διατηρήσει άνόθευτη τήν ταυτότητά του καί νά ίσχύσει έκεΐνο πού ό Κ. Παπαρρηγόπουλος άναφέρει, ότι δηλ. τό «έθνος τοϋ 1821 ήταν τό ίδιον καί άπαράλλακτον τό έθνος τοϋ 1453».

Ατίθαση ή ρωμηοσύνη ύψώθηκε γιγάντια έμπρός στήν άπειλή έξ Ανατολών καί άπό Δυσμών. Πώς νά λησμονήσει κανείς τούς έκβιασμούς τών λατίνων κατά τήν ψευδοσύνοδον τής Φεράρας - Φλωρεντίας ; Καί πώς νά λησμονήσει σταθμούς σάν τό 1204, τό 1453, τό 1830, τό 1922 όπου οί ίδιες πάντα δυνάμεις έθεταν στό στόχαστρό των τήν ϊδια πάντα ρωμηοσύνη, τόν ίδιο λαό, τό ϊδιο Γένος; Σ’ αύτή τήν άναμέτρηση ή Ορθοδοξία ύπήρξε τό σημαντικότερο έρεισμα τών Ελλήνων. Καί όπως συνέβη μέ τούς Τούρκους, έτσι συνέβη καί μέ τούς λατίνους. Τό έθνος τό έλληνικό έμεινεν άμεικτον, «ώσπερ τό ύδωρ καί τό έλαιον». Καμμία δύναμις δέν κατώρθωσε νά ύπερκεράσει τήν σαφή διαχωριστική γραμμή, έκείνη πού ώθησε τό Γένος νά παραμείνει «μονήρες καί άνάδελφον», τήν 'Ορθοδοξίαν, τήν γραμμήν πού οριοθετούσε έπί αιώνες τήν ταυτότητα καί τήν συνείδηση τοϋ λαού μας. Γι’ αύτό καί τό έθνος έφθασε στόν άγώνα τοϋ 1821 μέ ακμαίο τό φρόνημά του καί μέ βαθειά επίγνωση τής ταυτότητός του, ώς τοϋ ρωμαίικου έλληνορθόδοξου γένους. Καί μέ αύτό τό φρόνημα πολέμησε τόν κατακτητή γιά νά αναβιώσει τό όραμα τής ρωμηοσύνης, γιά νά στήσει καί πάλιν τήν καταλυθεϊσα βυζαντινή αύτοκρατορία.

Όμως, μέ τήν άπελευθέρωση μπαίνουν σέ εφαρμογή τά σχέδια γιά τήν ούσιαστική συρρίκνωση τής ρωμηοσύνης, γιά τόν έξανδραποδισμό της. Πρώτα-πρώτα ιδρύεται γεωγραφικά περιωρισμένη έλεύθερη Ελλάδα, σάν κράτος - ή «Έλλαδίτσα» όπως τήν χαρακτηρίζει ό π. Ί. Ρωμανίδης - καί άκολουθεΐ άμέσως «ή καλλιεργημένη ύστερία τών “διαφωτισμένων” γραικών γιά τά “φώτα” τής Εύρώπης πού μάς ξαναδίδουν συνείδηση τής άρχαιοελληνικής μας καταγωγής καί δόξας καί ή άποστροφή τους γιά ό,τι θύμιζε Βυζάντιο καί Ορθοδοξία». «Όλα τά χριστουγεννιάτικα καί τά πασχαλινά διηγήματα - θά γράψει ειρωνικά ό Παπαδιαμάντης - δέν πρέπει πλέον νά βλέπωσι τό φώς ... Μή, θρησκευτικά, πρός Θεοϋ. Τό έλληνικόν έθνος δέν είναι βυζαντινόν. Εννοήσατε; Οί σημερινοί Έλληνες είναι κατ’ εύθειαν διάδοχοι τών αρχαίων. Έπειτα έπολιτίσθησαν, έπροώδευσαν καί αυτοί. Συμβαδίζουν μέ τά άλλα έθνη». Ακόμη καί καινούργια γλώσσα κατασκευάζει άπό τό Παρίσι ό Κοραής, γιά νά «καθαρεύουν οί Έλληνες άπό τίς βάρβαρες άλλοιώσεις, πού έφερε στή γλώσσα τους τό Βυζάντιο καί ή τουρκοκρατία» (Βλ. Χρ. Γιανναρά: Ή REVANCHE τής Εύρώπης, «Ή νεοελληνική ταυτότητα» σ. 70-71).

ΠΗΓΗ : ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΟΥ Κ. ΠΑΡΑΣΚΕΥΑΪΔΗ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΣ, Η ΟΡΘΟΔΟΞΙΑ, ΟΡΟΣ ΕΠΙΒΙΩΣΗΣ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟΥ, ΒΟΛΟΣ 1998, σσ. 1-8


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου