Τμήμα της αυλής του κελλιού του Αγίου στην Παναγούδα. |
Έχουμε, Γέροντα, την απορία,
γιατί ο Θεός επιτρέπει αθώοι και δίκαιοι άνθρωποι να συκοφαντούνται και να
υποφέρουν, ενώ ένοχοι και άδικοι, μένουν ελεύθεροι και κανείς δεν τους πειράζει
;
Να σας πω μια ιστορία
για να καταλάβετε πώς ενεργεί ο Θεός. Κάποτε ένας ασκητής που έβλεπε την αδικία
στον κόσμο και προσευχόταν στο Θεό για να του φανερώσει γιατί οι δίκαιοι κι
ευλαβείς υποφέρουν, ενώ οι αμαρτωλοί αδικούν και πλουτίζουν και κανένας δεν
τους πειράζει. Τότε μια φωνή του υπέδειξε να κατέβει στον κόσμο και να
παρακολουθήσει τους ανθρώπους. Πράγματι, εκείνος πήρε το ραβδί του και τον
τρίχινο τορβά του και πήγε σ΄ ένα λιβάδι που το διέσχιζε ένας πολυσύχναστος
δρόμος. Εκεί υπήρχε ένα αιωνόβιο δέντρο και μια βρύση όπου σταματούσαν οι
περισσότεροι διαβάτες. Ο ασκητής, για να μην τον βλέπουν οι περαστικοί, μπήκε
μέσα στην κουφάλα του μεγάλου δένδρου και κάθισε για να μπορεί να παρακολουθεί
τους ανθρώπους. Κανόνισε έτσι τη θέση του, που να μπορεί ο ίδιος να βλέπει,
αλλά να μην γίνεται αντιληπτός. Άρχισε την ευχή και ησύχαζε. Μόνο όταν άκουγε
βήματα, άνοιγε τα μάτια του και διέκοπτε την προσευχή. Μετά από λίγη ώρα,
έφτασε στην βρύση ένας πλούσιος καβάλα στ΄ άλογό του. Κατέβηκε, ήπιε νερό και
κάθισε στο πεζουλάκι να ξεκουραστεί. Έβγαλε το πουγκί του και άρχισε να μετράει
τα φλουριά. Αφού βεβαιώθηκε για μια ακόμα φορά ότι είναι πολλά, τα ξανάβαλε
στην τσέπη του, αλλά χωρίς να το καταλάβει, με την πρώτη κίνηση που έκανε, του
έπεσε στα χορτάρια. Έκλεισε λίγο τα μάτια του, κοιμήθηκε για μερικά λεπτά και
αφού ένιωσε ξεκούραστος, καβαλίκεψε τ΄ άλογό του κι έφυγε. Μετά από λίγο, ήρθε
στη βρύση ένας άλλος πεζοπόρος, ο οποίος είδε στα χορτάρια το πουγκί, το πήρε
αμέσως και τρέχοντας απομακρύνθηκε, ακολουθώντας διάφορα δρομάκια μέσα στα
χωράφια. Ο ασκητής μέσ΄ απ΄ το παρατηρητήριό του παρακολουθούσε τους διαβάτες
εντυπωσιασμένος. Μεσολάβησε ένα δίωρο ησυχίας, το οποίο ο ασκητής αξιοποίησε
πνευματικά, ζητώντας απ΄ το Θεό να φωτίσει τους ανθρώπους. Μετά φάνηκε κι ένας
τρίτος διαβάτης. Ήταν ένας φτωχός άνθρωπος, που πήγαινε στην πόλη για μερικά
ψώνια. Κάθισε στη βρύση, άνοιξε το μαντίλι με το ψωμί και τις ελιές κι έφαγε.
Ήπιε και λίγο νερό και ξάπλωσε στα χορτάρια για να ξεκουραστεί. Δεν πρόλαβε
όμως ο άτυχος, γιατί φάνηκε ο πλούσιος που είχε χάσει το πουγκί του κι
εξαγριωμένος όρμησε πάνω του και του ζητούσε τα φλουριά. Εκείνος δεν
καταλάβαινε τί του έλεγε και του αρνιόταν κάθε ενοχή. Το αποτέλεσμα ήταν ο
πλούσιος να τον χτυπήσει αλύπητα και να τον σκοτώσει. Έψαξε μετά τα ρούχα του,
αλλά δεν βρήκε τα φλουριά κι έφυγε λυπημένος. Ο ασκητής παρακολουθούσε τα όσα
συνέβαιναν κι έκλαιγε, γιατί είδε τον χαμό του φτωχού ανθρώπου. Είχε
συγκλονιστεί και θέλησε να ζητήσει απ΄ τον Κύριο να μάθει τί συνέβαινε :
"Κύριε πώς επιτρέπει η αγαθότητά σου τέτοια αδικία ; Άλλος έχασε τα
φλουριά, άλλος τα βρήκε και άλλος φονεύθηκε άδικα".
Γέροντα, πραγματικά
ήταν μεγάλη αδικία αυτό που έγινε, είπε ο νεώτερος απ΄ τους μοναχούς.
Πρέπει να ξέρουμε,
πατέρες, ότι ο Θεός επιτρέπει να γίνονται μερικά πράγματα, άλλοτε κατά
παραχώρηση και άλλοτε κατ΄ οικονομία. Ο ασκητής που παρακολουθούσε απ΄ το δέντρο,
το τι γινόταν στους ανθρώπους δεν ήξερε τί είχε συμβεί στη ζωή τους. Γι΄ αυτό ο
Κύριος έστειλε έναν άγγελο και τον ενημέρωσε : "Αυτός που έχασε τα φλουριά
ήταν γείτονας αυτού που τα βρήκε, τον οποίο είχε εκμεταλλευτεί παλιά,
αγοράζοντας κάποιο κτήμα του σε πολύ χαμηλή τιμή. Αυτός πάλι που άδικα
σκοτώθηκε είχε κάνει κάποτε έναν φόνο και ζητούσε απ΄ το Θεό να τον τιμωρήσει
με τον ίδιο τρόπο. Ο πλούσιος επίσης ήταν πλεονέκτης και φιλάργυρος και γι΄
αυτό ο Θεός επέτρεψε να πέσει στο αμάρτημα του φόνου για να πονέσει η ψυχή του
και να έρθει σε μετάνοια". Γι΄ αυτό δεν πρέπει να πολυεξετάζουμε την κρίση
του Θεού και τα σχέδια που έχει για τον καθένα.
ΠΗΓΗ : ΠΡΕΣΒ. ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ
ΤΑΤΣΗ, ΔΙΗΓΗΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΓΕΡΟΝΤΑ ΠΑΊΣΙΟ,
Α΄ ΕΚΔΟΣΗ, ΚΟΝΙΤΣΑ 2004.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου