Σάββατο 25 Οκτωβρίου 2014

Η ΤΙΜΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΔΗΜΗΤΡΙΟΥ – ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΑΡΜΕΝΟΠΟΥΛΟΥ


Στὴ διάρκεια τῆς γιορτῆς τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τὸν ὁποῖο ἐγὼ ἀναγνωρίζω ὅτι εἶναι ὁ πιὸ γενναῖος ἀπὸ τοὺς ἄριστους ἀγωνιστὲς τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἡ ὁποία ὑπερέχει κατὰ πολὺ ἀπ’ ὅλες τὶς κοσμικές, ὅπως ἔχουν ἐπιθυμήσει νὰ τὴν τελοῦν, ἔχουν ὅλοι εὐνοϊκὴ διάθεση, πιστεύω, ὅσοι καὶ ὅπου συμμετέχουν μὲ τὸ νοῦ καὶ τὴν καρδιά· γιατὶ τὸ μέγεθος τοῦ οὐρανοῦ καὶ τὴν ὀμορφιὰ τοῦ ἥλιου καὶ τὶς ἀνταύγειες τοῦ φεγγαριοῦ καὶ τὴν ἐπέτειο τοῦ Δημητρίου στὴ Θεσσαλονίκη δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ὑπάρχει προσέλευση ὁποιουδήποτε ρήτορα, ποὺ νὰ μὴν τὴ θεωρεῖ θαῦμα. […]

Ἀλλὰ τί νὰ πρωτοπῶ σ’ αὐτὸ τὸ σημεῖο; Ποιόν νὰ ἐπαινέσω πρῶτα μὲ ὅση ἱκανότητα λόγου διαθέτω; Ποιόν ἀπὸ τοὺς δυό, αὐτὸν ποὺ ἐπαινεῖται ἢ τὸν ἴδιο τὸν ἔπαινο; Γιατὶ αὐτὴ ποὺ τὴν ἐπαινοῦμε, φανερὰ ἐπαινεῖται μαζὶ μὲ τὸν ἔπαινο, ὅταν ἐπαινεῖται μὲ λόγους. Αὐτὸς λοιπὸν ποὺ τὸν ἐπαινοῦμε ἐδῶ ὁ γενναῖος ἄριστος ἀγωνιστὴς ἀπὸ ὅλους, ὅσοι εἶχαν τὴν καλὴ τύχη κάποτε νὰ γίνουν περίπου σὰν αὐτόν, ποὺ ἔχει συμμετάσχει στὴ φύση κάθε ἀγαθοῦ, πιστεύω ὅτι ὑπερέχει λαμπρὰ καὶ σὲ ὅσα φαίνονται καὶ σὲ ὅσα γίνονται ἀντιληπτὰ μὲ τὸ νοῦ, γιατὶ μόνος στὴ γῆ ἔχει γεμίσει μὲ ἀκένωτες πηγὲς μύρων ἀπὸ τὸ Θεό, ἀκόμη καὶ ἂν ὅσοι ἀντλοῦν συνέχεια ἀπὸ αὐτὲς εἶναι ἀπὸ ὁλόκληρη τὴ γῆ, ὅπως ἀκριβῶς καὶ εἶναι, καὶ ἔχει λάβει ἀπὸ ἐκεῖ τὴ χάρη καὶ ξεχειλίζει τὸ πέλαγος τῶν θαυμάτων καὶ τῶν ὑπερφυσικῶν φαινομένων. Ἐπειδὴ εὐεργετεῖ κάθε φορὰ τὴν πόλη του καὶ ὅλους σὲ κάθε μέρος τῆς οἰκουμένης, ποὺ ὑποφέρουν καὶ στὸ σῶμα καὶ στὶς ἐργασίες τους καὶ στὴν ψυχή τους καὶ γιὰ τοὺς ὁποίους ἐπικαλεῖται τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, ἡ ἔκφραση τῆς τιμῆς περνᾶ διαδοχικὰ ἀπὸ ὅλες τὶς πόλεις μὲ τὴν τελετὴ καὶ τὰ ἄσματα.

Ὁλοφάνερα ἡ πόλη καὶ πατρίδα του, ποὺ τοῦ ἐκφράζει τόσο πολὺ τὴν τιμή της, κατέχει τὴν πρώτη θέση ἀπὸ ὅλες τὶς ἄλλες. Γιατὶ εἶναι πλούσια στὴ σκέψη καὶ στὸ λόγο καὶ στὴ λατρεία τοῦ Θεοῦ σὲ μεγαλύτερο βαθμὸ ἀπὸ αὐτές, ἂς ἐξαφανιστεῖ ὁ φθόνος, ἂς ἀπομακρυνθεῖ ἡ μομφὴ (ὁ ψόγος) αὐτῶν ποὺ λένε τὴν ἀλήθεια ἀκόμη καὶ γιὰ τοὺς πιὸ οἰκείους, καὶ νὰ ἐπαναλάβουμε ὅτι ἔχει ξεχωρίσει ἀπὸ τὶς πόλεις, ἀπὸ τὶς ὁποῖες καὶ γνωρίζει καλὰ καὶ ἔχει κατορθώσει νὰ δίνει ὡς ἀντιστάθμισμα στὴ θεία εὐεργεσία, ὅσα βέβαια ἔχουν τὴ δυνατότητα οἱ ἄνθρωποι. […]

Ἐγὼ λοιπόν, παρόντες ἀκροατές, ἔτσι μπορῶ καὶ νὰ σκεφτῶ καὶ νὰ μιλήσω γι’ αὐτὴ τὴ γιορτή, δὲν γνωρίζω ὡστόσο ἂν μπορῶ ἀντάξια· τὸ γνωρίζει ἡ λογικὴ στάθμη τῆς εἰλικρίνειάς σας, ὁ κανόνας τῆς ἀκρίβειας αὐτῶν ποὺ ἔχουν γίνει, ἡ λυδία βάσανος τῶν πιὸ καλῶν, ἡ ἀδέκαστη κρίση τῶν λόγων. Ἡ πόλη σας ὅμως γι’ αὐτὴν τὴν εὐστροφία τοῦ πνεύματος καὶ τὴ σοφία ἡ ἴδια ἀναγνωρίζεται συνάμα καὶ ἀπὸ ὅλα καὶ ἀπὸ ὅλες, καὶ τὰ ἔθνη καὶ τὶς πόλεις, ὅσα καὶ ὅσες ὑπάρχουν σὲ κάθε μέρος τῆς οἰκουμένης, καὶ θαυμάζεται πολὺ καθὼς πρέπει, ὄχι μόνο γιατὶ ἔχει συνθέσει τέτοια προεόρτια μὲ ἄσματα ἀνώτερα ἀπὸ λόγο – αὐτὸ βέβαια ἂν καὶ εἶναι σπουδαῖο, ἔχει συγκριθεῖ μὲ δεύτερο λόγο μὲ ἐκεῖνο ποὺ πρόκειται νὰ ποῦμε – ἀλλὰ γιατὶ κατάλαβε ὅτι ὁ πολιοῦχος της, ἡ μεγάλη δόξα τῶν μαρτύρων, ἐκεῖνο ποὺ ταιριάζει σ’ αὐτὴν καὶ τὸν λατρεύει μὲ διαφορετικὸ τρόπο, γιορτάζει μαζὶ καὶ δοξάζεται μὲ τὴ Θεομήτορα, ποὺ εἶναι πράγματι ἀνώτερη ἀκόμη καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγγέλους στὸν οὐρανό. Γιατὶ αὐτὴ μόνη, μιὰ καὶ ἔχει ξεχωρίσει πάρα πολὺ ἀπὸ τὶς ἄλλες πόλεις, ἔπρεπε νὰ ἔχει ἐπινοήσει σωστὰ καὶ αὐτό, δηλαδὴ νὰ ἀνυμνεῖται μαζὶ μὲ τὴν Πάναγνο, τὴν ἀνώτερη σὲ δόξα ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, ὁ ἁγνὸς καὶ στὸ σῶμα καὶ τὴν ψυχὴ Δημήτριος, ὁ ὁποῖος συμβίωσε σωστὰ στὴ γῆ μὲ τὴν ἁγνότητα τῆς παρθενίας καὶ μαζὶ μὲ τὶς ἄλλες ἀρετὲς ἀνταγωνιζόταν τὰ ἐπουράνια καὶ τὰ ἄυλα μὲ τὸ σῶμα καὶ ἔχει ἐξαγνιστεῖ μὲ τὸ λουτρὸ τοῦ αἵματος καὶ τοῦ μαρτυρίου, τὸ ὁποῖο καθαρίζει τὴν ψυχὴ περισσότερο ἀπὸ κάθε ὕσσωπο, σὲ βαθμὸ ποὺ δὲν μολύνεται ἀπὸ ἄλλες ἀκαθαρσίες, ἀφοῦ εἶδε τὸν οὐράνιο ἄνθρωπο στὴ γῆ καὶ αὐτὸν ποὺ πολιτεύεται καὶ τότε καὶ τώρα στοὺς οὐρανούς, γιατὶ ἔχει ἀπομακρυνθεῖ μόνος του ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φύση. […]

Σχετικὰ ὅμως μὲ τὴ γιορτὴ καὶ τὴν τωρινὴ ἱερὴ πανηγυρικὴ προσέλευση, θὰ ποῦμε λίγα λόγια, καὶ ἀπὸ ποῦ ξεκίνησε καὶ μὲ ποιόν τρόπο τὴν ἐπινόησαν ἔτσι, ἂν φαίνεται καλό, ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα. Καὶ ὁ λόγος ἔχει σκοπὸ νὰ στραφεῖ σ’ ὅσους δὲν γνωρίζουν –ἂν βέβαια κάπου ὑπάρχουν κάποιοι– μὲ πόση σύνεση καὶ εὐσέβεια καὶ ἀγάπη στὸ Θεὸ καὶ ἱκανότητα ἔχουν ἐπινοήσει αὐτὸ τὸ ξεκίνημα τῆς ἑορτῆς. Ἡ πόλη ποὺ γέννησε αὐτὸν τὸ μεγάλο ἀθλητὴ τὸν τιμᾶ καὶ στὴ διάρκεια ὁλόκληρου τοῦ χρόνου, γιὰ ὅσες δωρεὲς καὶ χάρες δέχεται ἀπὸ αὐτὸν ἀπὸ τοὺς οὐρανούς, τὸν τιμᾶ ἀνυμνώντας μὲ πάθος. [...]

Ἀλλ’ ὅμως τί εὔνοια, ἀκόμη καὶ ἂν γίνεται αὐτὴ τὴν ἕκτη ἡμέρα κοντὰ σ’ αὐτὸν τὸ ναὸ τῆς Θεοτόκου, στὸν ὁποῖο καὶ κατὰ τὴν ὁποία ἔχουμε λάβει ἀπὸ τὴν παράδοση νὰ ἑορτάζουμε κάθε φορὰ παράλληλα μὲ τὸ πάθος τοῦ Κυρίου καὶ τὴ μητέρα τοῦ Θεοῦ, γιατὶ τότε αὐτὴ τὴ μέρα, ὅταν οἱ Ἰουδαῖοι ἔμπηξαν στὴ γῆ τὸ σταυρὸ τοῦ Σωτήρα, ἦταν παροῦσα καὶ τὰ μητρικά της σπλάγχνα ὑπέφεραν μαζὶ μὲ τὸ γιό της, ἐπινόησε λοιπὸν σωστὰ ἡ πόλη γι’ αὐτοὺς τοὺς λόγους νὰ γιορτάζει μαζὶ μὲ αὐτὴν καὶ ὁ μάρτυρας, ποὺ εἶναι μιμητὴς τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ λοιπὸν γίνεται ἀπὸ αὐτὴν κάθε χρόνο, ἐπειδὴ ἡ πόλη τιμᾶ στὴν ἐπέτειο τὸν πολιοῦχο της ἀκόμη καὶ μὲ νηστεία, ἐξαγνίζοντας ἀπὸ ἐδῶ καὶ τὰ σώματα καὶ τὶς ψυχές τους, ποὺ ξεκινᾶ στὴν ἀρχὴ τοῦ μήνα, ὅταν ἔγινε τὸ μαρτύριό του, τὴν ὁποία ἐφαρμόζει τὶς Κυριακὲς καὶ τὶς Τετάρτες, ψάλλει γιορτάζοντας ἀπὸ πρὶν τὸν καλλίνικο μάρτυρα μὲ κανόνες καὶ ξένα μουσικὰ μελωδικὰ μέλη καὶ ἀπευθύνει θερμὲς παρακλήσεις.

Ἡ πόλη λοιπὸν ἀντιλήφθηκε ὅτι πρέπει νὰ κάνει αὐτὸ τὸ πράγμα τὴν ἕκτη ἡμέρα τῆς ἑβδομάδας ποὺ πέφτει πρὶν ἀπὸ τὴν κύρια γιορτὴ αὐτοῦ τοῦ μεγάλου μάρτυρα, ἀκόμη βέβαια καὶ ἂν ψάλλει μέλη σ’ αὐτὴν καὶ πανηγυρίζει γιορτάζοντας ἀπὸ πρὶν αὐτὸν μαζὶ μὲ τὴ Θεοτόκο, ἀναμιγνύοντας ἄρρητα μουσικὰ μέλη μὲ πολὺ εὐχάριστα μουσικὰ μέλη τοῦ μάρτυρα.

Ἔτσι λοιπὸν ἔχουν τὰ πράγματα καὶ μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο ξεκίνησε ἡ γιορτή. Ποιά ὅμως εἶναι ἐκεῖνα ποὺ ἀντιλαμβάνονται οἱ δύο βασικότερες αἰσθήσεις, ἡ ἀκοὴ καὶ ἡ ὅραση; Συμβαίνει καὶ ἀπόλαυση καὶ ἔκπληξη. Ἀπὸ τὴ μία λοιπὸν ἐδῶ ἡ ἀκοὴ ἀπολαμβάνει τὰ παρόντα, ἀκούγοντας θεϊκὰ ἄσματα, ἀνώτερα ἀπὸ τῶν Σειρήνων, νιώθει ὅμως ἔκπληξη ἡ ὅραση, βλέποντας τὸ θέαμα, ποὺ εἶναι πάνω ἀπὸ ὅλα, ὄχι γιατὶ βλέπει τὸ θεϊκὸ ἥρωα ἀνάμεσα στοὺς μάρτυρες, νὰ βρίσκεται μαζὶ μὲ τὴν πάναγνη μητέρα τοῦ Θεοῦ στὶς θέσεις τους– θὰ μποροῦσε νὰ τὸν χαρακτηρίσει κάποιος φωτεινὸ ἀστέρι ποὺ ἀκολουθεῖ τὴ λαμπρὴ σελήνη ἢ λαμπρότητα μαργαριταριοῦ νὰ λάμπει μαζὶ μὲ τὴν ἀκτινοβολία ἑνὸς πολύτιμου λίθου, αὐτὸ βέβαια εἶναι καὶ εὐχάριστο καὶ χαριτωμένο καὶ ἱερὸ θέαμα – ἀλλὰ γιατὶ βλέπει τὴν προστάτιδα ὅλου τοῦ κόσμου, ὄρθια, τί θέαμα ποὺ προκαλεῖ ἀληθινὰ ἔκπληξη σὲ ὅλους, σὰ νὰ στέκεται ὅλη γεμάτη ἀγωνία, τείνοντας ἱκετευτικὰ τὰ χέρια, σὲ ποιόν ὅμως καὶ γιὰ χάρη ποιοῦ, παρὰ στὸ Θεὸ ποὺ γέννησε αὐτὴ μὲ ὑπερφυσικὸ τρόπο, καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο αὐτὸς ἔχυσε τὸ αἷμα του, ἀφοῦ κατέβηκε στὴ γῆ καὶ ἔγινε ἄνθρωπος γιὰ χάρη του, καὶ τὸν ἄριστο ἀγωνιστὴ τοῦ Χριστοῦ Δημήτριο, νὰ στέκεται δίπλα σ’ αὐτὴν ἔνοπλος, κρατώντας τὴ λόγχη, φέροντας τὴ μάχαιρα, ὅλη γεμάτη ἀνδρεία, ἕτοιμη γιὰ τὴν ἄμυνα τῶν ἐχθρῶν, ποὺ κατακόβει σχεδὸν τοὺς ἐχθρούς μας ἀλύπητα, χωρὶς νὰ κινεῖ ἀρκετὰ τὴ λόγχη, ὅσο ἀναμένει τὴ δίκαιη ἔκβαση ἀπὸ τὴν ἱκεσία τῆς Θεομήτορος. Γιατὶ αὐτὴ βέβαια ὡς μητέρα Θεοῦ, παρακαλεῖ θερμὰ γιὰ χάρη μας, καὶ ὁ Θεὸς ἀκούγοντας βέβαια προσεχτικὰ μὲ εὐχαρίστηση τὸ κάλεσμα τῆς μητέρας του, θὰ δώσει ἐντολὴ στὸ μάρτυρά του νὰ βαδίσει ἐναντίον τῶν ἐχθρῶν μας. Καὶ αὐτὸς σὰν γενναῖος ὁπλίτης τοῦ Θεοῦ, θὰ πάρει τὴν ἐντολὴ καὶ θὰ μᾶς προστατεύσει ἰσχυρὰ –γιατὶ εἶναι φιλόπατρις στὸ συναίσθημα– ἐμᾶς ποὺ ἔχουμε στραφεῖ στὸ Θεό. Τί εἶναι λοιπὸν πιὸ πράο ἀπὸ αὐτὸ τὸ ἄκουσμα; Τί εἶναι πιὸ ἐκπληκτικὸ ἀπὸ αὐτὸ τὸ θέαμα; Μὲ τί ἄλλο λοιπὸν θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ἐλπίσει ἢ τὴν ἐξασθένηση τῶν ἐχθρῶν ἢ νὰ ἔχει θάρρος γιὰ τὴ σωτηρία του, παρὰ μὲ αὐτὸ τὸ θέαμα; Γιατὶ ὅταν ἡ πάναγνη μητέρα τοῦ Θεοῦ φαίνεται νὰ στέκεται ἱκετευτικὰ καὶ ὁ ἱερὸς μάρτυρας, ποὺ πέτυχε ὡραία νίκη, ἔνοπλος κοντά της, πῶς δὲν πρέπει νὰ διατηροῦν λαμπρὲς ἐλπίδες οἱ ἐγκωμιαστὲς καὶ οἱ ἱκέτες τους; Γιὰ ποιούς ἄλλους παρὰ γι’ αὐτοὺς βρίσκονται σὲ τόσο μεγάλη ἀγωνία ἡ ἀληθινὴ Μητέρα τοῦ Θεοῦ καὶ ὁ ἀγωνιστὴς ποὺ πράγματι μιμήθηκε τὸ Χριστό;

Αὐτὴ λοιπὸν εἶναι ἡ ἀρχὴ τοῦ ἑορτασμοῦ, ποὺ γίνεται τὴν παραμονὴ αὐτῆς τῆς γιορτῆς, αὐτὸς εἶναι ὁ τρόπος τῆς σύνθεσης τῶν ἀσμάτων, γιὰ τὰ ὁποῖα δὲν ξέρω ἂν πρέπει νὰ θαυμάζει κανεὶς ἐδῶ μᾶλλον τὶς τολμηρὲς ἐνέργειες τῆς πόλης ἢ ἂν πρέπει νὰ παραδεχτεῖ τὸ ἦθος τῶν ἔργων. Τόσα καὶ τέτοια τὰ προεόρτια τοῦ ἱεροῦ Δημητρίου, ποὺ εἶναι γεμάτα ἀπὸ τὴ θεϊκὴ γιορτὴ καὶ τὴ χαρά, τῶν ὁποίων ἡ τωρινὴ προεόρτια χάρη εἶναι σὰν κορωνίδα καὶ κορυφή, ὄχι μόνο μὲ τὸ νὰ ὑπερέχει αὐτὴ ἀπὸ ἐκεῖνες στὰ ἄσματα, ἀλλὰ καὶ μὲ τὸ νὰ ἀκολουθεῖ ἀμέσως μετὰ ἀπὸ αὐτὴν ἡ κύρια γιορτὴ σὰν ἥλιος, γιατὶ μᾶς στέλνει τὶς ἀκτίνες καὶ μᾶς φωτίζει μὲ λαμπρὸ φῶς. Ἂν ὅμως τὰ πρόθυρα τοῦ ναοῦ εἶναι τόσο ὄμορφα καὶ πάνω ἀπὸ κάθε περιγραφή, ποιός πρέπει νὰ θεωροῦμε ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ ναὸς καὶ ποιός θὰ τολμοῦσε νὰ εἰσχωρήσει στὰ ἄδυτά του; Καὶ ἄν, ἐπαναλαμβάνω, τὰ προεόρτια τοῦ Δημητρίου εἶναι τόσο πανέμορφα, ποιος θὰ εἶχε τὸ θάρρος νὰ ἐπαινέσει μὲ λόγο τὴν κύρια γιορτή, γιὰ τὴν ὁποία μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο γίνονται αὐτὰ ἐκ τῶν προτέρων, ἂν δὲν ἔχει περιέλθει σὲ ἔκσταση; Καὶ πολὺ περισσότερο συνοψίζοντας κανεὶς ὁλόκληρη τὴν ἑορτή, ἡ ὁποία μὲ τὴ φήμη τοῦ θαύματος φτάνει στὰ πέρατα τῆς οἰκουμένης καὶ ἡ ὁποία μιμεῖται τὴν ἐγκόσμια τάξη μὲ τὴ σωστή της ὀργάνωση σὲ ὅλα, μὲ τὸ νὰ ὑμνεῖ συνέχεια ὁλόκληρο τὸ μήνα, μὲ δώδεκα στὸ μεταξὺ προεόρτια καὶ κάθε μία χωριστὰ μὲ μεθεόρτια μετὰ τὴ γιορτή, ὑμνώντας πάνω ἀπὸ τὸ μέτρο στὶς μὲν πρῶτες καθορισμένα καὶ στὶς ἄλλες συνέχεια, τὴν ὁποία ἀπὸ παντοῦ σπεύδουν νὰ τὴν ἀκούσουν, καὶ στὴν ὁποία ὑποχωρεῖ κάθε εὐχαρίστηση καὶ ἀπόλαυση μουσικοῦ μέλους; Δὲν μπορεῖ κανεὶς νὰ τὴν συγκρίνει μὲ ἄλλη, καὶ μοῦ φαίνεται ὅτι καὶ ὅλα τὰ ὑπερκόσμια συμμετέχουν στὴ χαρά της. [...]

Σὲ ὅσους συμβαίνει νὰ βλέπουν ἐπιφανειακὰ αὐτὴ τὴν ἐξωτερικὴ λάμψη, ὅπως ἀκριβῶς οἱ ζωντανοὶ μὲ τὶς αἰσθήσεις, καθόλου ὅμως δὲν ἐμβαθύνουν μὲ τὸ νοῦ τους, ὥστε νὰ προχωρήσουν περισσότερο, μόνο ἡ πόλη ποὺ τελεῖ αὐτὴ τὴ γιορτὴ μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο εἶναι ἄξια θαυμασμοῦ καὶ ἐπαίνου καὶ φαίνεται ὅτι εἶναι πάνω ἀπὸ ὅλες, γιατὶ ξέρει νὰ τιμᾶ τὸ δεσπότη καὶ πολιοῦχο της μὲ πολλὴ εὐχέρεια καὶ εὔνοια, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ φαίνεται ὅτι τὸν τιμᾶ περισσότερο ἀπ’ ὅ,τι ταιριάζει σὲ ἱερὸ μάρτυρα. Ὅσα ὅμως ἔρχονται κατόπιν νὰ κατανοήσουμε σὲ πόσο μεγάλη θέση ὁ ἑορταζόμενος ἱερὸς μάρτυρας βρίσκεται στοὺς οὐρανοὺς καὶ πόσα ἄφησε μὲ τὴ θέλησή του στὴ γῆ γιὰ τὸ δεσπότη του καὶ τὸ δεσπότη τῶν ὅλων καὶ πόσα βρῆκε καὶ στὸν οὐρανὸ καὶ στὴ γῆ, ἄλλα ἀκατανόητα καὶ ἄλλα ἀνείπωτα, καὶ πόσες καὶ ποιές εὐεργεσίες κάνει συνέχεια στὴν πόλη ποὺ τὸν γιορτάζει μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο καὶ δίνει καὶ ἀνταποδίδει καὶ σ’ ὅλη τὴν πόλη καὶ στὸν καθένα χωριστά, μποροῦν νὰ θαυμάζουν καὶ νὰ τιμοῦν περισσότερο αὐτόν, θαυμάζοντας τὴ διευκόλυνση ἀπὸ τὸν οὐρανὸ μὲ διάφορα μέσα σὲ ὅλους καὶ τὴν ἀπαράμιλλη γενναιότητα, τὴν εὐμενὴ διάθεση καὶ τὴ φιλοπατρία του, παρὰ νὰ ἐπαινοῦν τὴν προθυμία τῆς πόλης ποὺ τόσο τὸν ὑμνεῖ καὶ τὴ δυνατὴ ἀνταπόδοσή της ἀπὸ εὔνοια· πράγμα τὸ ὁποῖο συμβαίνει καὶ σ’ αὐτοὺς ποὺ βλέπουν μὲ σύνεση ἕνα εὔφορο χωράφι καὶ τοὺς γεωργοὺς ποὺ τὸ φροντίζουν φιλότιμα καὶ νὰ ἐπαινοῦν λιγότερο αὐτοὺς ἀπ’ ὅ,τι τὸ χωράφι, ἐκεῖνο ἐννοοῦν ἀσφαλῶς, ὅτι ἡ πολλὴ καρποφορία του κάνει ἐκείνους νὰ κουράζονται πάντοτε γι’ αὐτὸ καὶ νὰ εἶναι γλυκὸ τὸ αὐλάκι ποὺ ἀνοίγουν σ’ αὐτὸ καὶ νὰ ρίχνουν ἄφθονα τὸ σπόρο, γιατὶ περιμένουν ἀπὸ ἐκεῖ ξανὰ νὰ χαροῦν ἀρκετὰ τοὺς κόπους τους· διαφορετικὰ λοιπὸν ἡ αἴσθηση κρίνει αὐτὰ τὰ πράγματα, ὅταν βλέπει ἐπιφανειακὰ τὰ φαινόμενα, καὶ διαφορετικὰ τὰ κρίνει ὁ νοῦς ὅταν τὰ ἐξετάζει σὲ βάθος.

Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ νομίζουν ὁρισμένοι ὅτι σχεδὸν τὸ προσπεράσαμε σὰν νὰ ἔχουμε ξεχάσει ὅτι ὑπάρχει, ἐκεῖνο λοιπὸν τώρα θὰ πῶ μόνο καὶ θὰ τερματίσω τὸ λόγο, ποιά δηλαδὴ ἱερὴ ἐπέτειο καὶ θεία πομπὴ κάνει ὁλόκληρη ἡ πόλη του μετὰ τὴν τωρινὴ προεόρτια χάρη μὲ ὡραία ἐπιδεικτικὴ ἐμφάνιση, ποὺ παρόμοια μὲ αὐτὴν δὲν ἔχει γίνει ποτὲ ἀπὸ κανέναν, ἢ περίπου, οὔτε τόσο μεγαλοπρεπὴς ἀνάλογα μὲ αὐτή. Δὲν μπορῶ νὰ πῶ ποιός δὲν θαυμάζει τὴ χάρη ἢ τὴν τόλμη της, ποὺ μέσῳ τῆς λεωφόρου ἀπὸ τὴν Καταφυγή, ποὺ τὴν ὀνομάζουν ἔτσι, γιατὶ αὐτὸς ὁ ἄριστος ἀγωνιστὴς σύμφωνα μὲ τὴν ἐντολὴ ποὺ πῆρε νὰ πάει σ’ αὐτὸ τὸ μέρος εἶχε καταφύγει ἐκεῖ καὶ κρυβόταν γιὰ λίγο, ὅταν τὸν ἀναζητοῦσαν, δίνοντας τόπο στὴν ὀργή, σύμφωνα μὲ τὴν παροιμία –γιατὶ ὑπάρχουν σ’ αὐτὸ τὸ μέρος ὑπόγειες στοές, ὅταν μᾶς καταδιώκουν ἀπὸ ἐδῶ– φτάνει στὸν ἱερὸ καὶ περίφημο ναό του μὲ ὠδὲς καὶ θεϊκοὺς ὕμνους καὶ πολλὴ φωτοχυσία, μὲ ἀποτέλεσμα ὅλοι οἱ δρόμοι νὰ ἀστράφτουν ἀπὸ φῶς, παριστάνοντας τὸ πάθος του κατὰ μίμηση τοῦ Χριστοῦ καὶ τὴν προσαγωγή του στὸ μαρτύριο μὲ συνοδεία ἀπὸ αὐτὸ τὸ σημεῖο, ὅπως ἔπρεπε νὰ γίνει γιὰ ἕναν ἐπιφανὴ καὶ σπουδαῖο στρατάρχη, ποὺ φάνηκε ὅτι ἄλλαξε τὴν πατροπαράδοτη Θρησκεία. […]

Ὅμως Μητέρα τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ, πιστεύουμε καὶ ὁμολογοῦμε ὅτι ἐσὺ εἶσαι πράγματι ἡ Θεοτόκος, ποὺ ἔχεις γεννήσει ἄρρητα γιὰ χάρη μας τὸν ἕνα Θεὸ τῆς Τριάδος! Σὺ ποὺ προορίστηκες παλιὰ ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ χωρέσεις τὸ πλήρωμα τῆς θεότητάς του καὶ ἀξιώθηκες λόγῳ τῆς ὑπερβολικῆς ἁγνότητάς σου, ὁ ἀπὸ ἐδῶ οὐράνιος καὶ θεῖος ναὸς καὶ θεῖος θρόνος καὶ θεία σκηνὴ καὶ βασιλεία τοῦ Θεοῦ καὶ ἔμψυχος θάλαμος καὶ τὸ θησαυροφυλάκιο ποὺ ἁρμόζει στὸ Θεό, ποὺ σὲ ἔχουν ἀποκαλέσει ἔτσι οἱ ἱεροὶ ἄνθρωποι, τὸ πρυτανεῖο τῶν θείων καὶ ἀνθρώπινων χαρίτων, ἡ κατάλυση τοῦ ἁμαρτήματος τῶν πρωτόπλαστων, ἡ ἀρχὴ τῆς εὐγονίας τοῦ γένους μας –γιατὶ μὲ τὸ θεῖο σου τέκνο ἔγινες αἰτία νὰ ἀναστηθεῖ ξανὰ τὸ γένος μας στὴ γῆ καὶ νὰ γίνει ὅπως εἶχαν προφητέψει οὐράνιο ἀντὶ ἐπίγειο– τὸ πιὸ γαλήνιο λιμάνι ἐκείνων ποὺ βασανίζονται ἀπὸ ὁποιαδήποτε τρικυμία καὶ γενικὰ τὸ μεγάλο καταφύγιο ὅλων ἐκείνων ποὺ ἁμαρτάνουν· εἶσαι λοιπὸν ἡ θερμὴ ἐξιλέωση τοῦ γένους μας καὶ τὸ σεμνὸ κόσμημα καὶ τὸ στήριγμα τῆς σωτηρίας.

Ἐπίσης, Δημήτριε, εἶσαι τὸ μέγα καὶ ἱερότατο ὄνομα τῶν ἄριστων ἀγωνιστῶν τοῦ Χριστοῦ, τὸν ὁποῖο ἔχεις ἀγαπήσει ὑπερβολικά, ἔχεις ἀκολουθήσει ἀληθινὰ καὶ ἔχεις ἐπιτελέσει κάθε του πρόσταγμα, καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο παραμέλησες ὅλες τὶς ἀπολαύσεις τῆς ἐπίγειας ζωῆς. Γιατὶ πρόσθεσες στὴν καρδιά σου ὄχι ρευστὸ πλοῦτο καὶ ἐφήμερη δόξα, ἀλλὰ σταθερό, ποὺ παραμένει, καὶ γιὰ τὸν ὁποῖο μὲ τὴ θέλησή σου ἔχυσες τὸ αἷμα σου καὶ πέθανες πρὶν ἀπὸ τὴν ὥρα σου καὶ ἀνῆλθες ἢ ἐπανῆλθες σ’ αὐτὸν μὲ χαρά. Γιατὶ φαίνεσαι ὅτι ἀπὸ ἐκεῖ ἀλήθεια ἦρθες ἐδῶ πρῶτα μὲ τὴ γέννηση, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ἐπανῆλθες μὲ τὴν ἀναγέννηση τοῦ μαρτυρίου. Ἐσὺ εἶσαι ποὺ αὐξάνεις τὶς ἀρετὲς τῆς Θεσσαλονίκης σου καὶ ἐλαττώνεις τὶς κακὲς στιγμές, καὶ νὰ ποῦμε γενικὰ ἐξαφανίζεις τὴ φθορά τους· γιατὶ εἶσαι προστάτης της καὶ ὑπερασπιστὴς καὶ φύλακας καὶ σωτήρας καὶ ἀξιόπιστος φρουρὸς καὶ πολιοῦχος καὶ ὁποιοδήποτε ἄλλο σωτήριο ὄνομα ὑπάρχει.

ΠΗΓΗ : Ἅγιος Δημήτριος, ἐκδ. Ζῆτρος, 2004.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου