Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

ΚΑΙΝΟΦΑΝΕΙΣ ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ ΕΝΟΨΕΙ ΤΩΝ ΔΙΑΛΟΓΩΝ – ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΨΑΝΗ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

Μακαριστός Γέρων Γεώργιος Καψάνης -
Καθηγούμενος Ι.Μ.Γρηγορίου του Αγίου Όρους.
Η στασιμότης στὴν ἐξέλιξι τῶν Θεολογικῶν Διαλόγων δὲν σημαίνει ἀδράνεια ἀπὸ πλευρᾶς τῶν θεολόγων ποὺ ὁραματίζονται μία οἰκουμενιστικὴ-συγκρητιστικὴ ἑνότητα τοῦ Χριστιανικοῦ κόσμου.

Φαίνεται ὅτι κάποιοι θεολόγοι ἐργάζονται γιὰ νὰ δημιουργήσουν τὶς θεολογικὲς γραμμές, στὶς ὁποῖες θὰ ἤθελαν νὰ ὠθήσουν τὶς συνοδικὲς διαδικασίες τῶν ῾Ιεραρχιῶν τῶν ῾Αγιωτάτων ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν ἢ ἐνδεχομένως καὶ μιᾶς μελλούσης πανορθοδόξου συνόδου.

᾿Εργάζονται, ὥστε τὸ ἔργο τους νὰ ἀποτελέσῃ τὶς προτάσεις ἢ τὸ περιεχόμενο τῶν «φακέλων» ποὺ θὰ προωθηθοῦν ὡς ὑλικὸ γιὰ τὴν συνοδικὴ ἀπόφανσι.

῾Η ἐργασία τους ἐνίοτε ἔχει ἀκαδημαϊκὸ χαρακτῆρα, ἄλλοτε ὅμως ἀποτελεῖ τὴν ὁλοκλήρωσι τοῦ ἔργου εἰδικῶν ἐκκλησιαστικῶν ἐπιτροπῶν.

᾿Αναγγέλλεται νέα ὤθησις στοὺς διαχριστιανικοὺς Διαλόγους μετὰ τὴν ἐκλογὴ τοῦ νέου Πάπα τῆς Ρώμης. ῾Η ἀνθρωπότης ἐξ ἄλλου δέχεται πιέσεις νὰ προχωρήσῃ σὲ μορφὲς παγκοσμιοποιήσεως, μία ἀπὸ τὶς ὁποῖες εἶναι ἡ θρησκευτικὴ ἑνοποίησις, ποὺ στὸν χριστιανικὸ κόσμο ἐννοεῖται ὡς παγχριστιανικὴ ἑνότης.

῾Η δογματικὴ συνείδησις τοῦ πληρώματος τῆς ᾿Εκκλησίας δὲν συμφωνεῖ μὲ θεολογικὲς προτάσεις ποὺ παρακάμπτουν τὴν διαχρονικὴ Πίστι τῆς ᾿Εκκλησίας.

Στὴν συνέχεια ἀναφερόμαστε σὲ δύο θέματα ποὺ τὸν τελευταῖο καιρὸ προκαλοῦν τὴν συνείδησί μας, ἴσως καὶ ἄλλων ᾿Ορθοδόξων Χριστιανῶν.

Το πρώτο θέμα ἀφορᾶ τὸ Filioque, τὸ ὁποῖο ἀπετέλεσε κατὰ τὸν 11ο αἰῶνα τὴν αἰτία τοῦ σχίσματος ᾿Ανατολῆς καὶ Δύσεως καὶ μέχρι σήμερα μία μόνιμη θεολογικὴ διαφορά.

῾Η πορεία πρὸς τὴν ἕνωσι ποὺ ἐπαγγέλλεται ὁ Θεολογικὸς Διάλογος ᾿Ορθοδόξων καὶ Ρωμαιοκαθολικῶν ἀπαιτεῖ ἐπίλυσι, ἐκτὸς τῶν ἄλλων θεολογικῶν διαφορῶν, καὶ αὐτοῦ τοῦ ἀκανθώδους προβλήματος.

Στὸ περιοδικὸ S.O.P. (τεύχη 294/2005 καὶ 296/2005) παρουσιάζεται ἡ διατριβὴ τοῦ θεολόγου κ. Μιχαὴλ Σταύρου, στὴν ὁποία ἑρμηνεύεται τὸ Filioque ὡς μία ἄλλη ἐξίσου ὀρθόδοξη ἐκδοχὴ τῆς περὶ ἐκπορεύσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος παρακαταθήκης τοῦ Συμβόλου Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως.

῾Η διατριβὴ ἔχει θέμα «῾Η Τριαδολογικὴ διδασκαλία τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη (1197-1269) - κριτικὴ ἔκδοσις, μετάφρασις καὶ ἑρμηνευτικὰ σχόλια τῶν θεολογικῶν γραφῶν».

᾿Εγκρίθηκε μὲ βαθμὸ ἄριστα στὶς 8-12-2004 ἀπὸ ἐπιτροπὴ ἀποτελουμένη ἀπὸ ἐκπροσώπους τοῦ Πανεπιστημίου τῆς Σορβόννης, τοῦ Καθολικοῦ ᾿Ινστιτούτου τῶν Παρισίων, τοῦ ᾿Ορθοδόξου Θεολογικοῦ ᾿Ινστιτούτου Παρισίων «῞Αγιος Σέργιος» καὶ τοῦ Πανεπιστημίου ᾿Οξφόρδης.

῾Η ἐπιτροπὴ «ὑπεγράμμισε τὴν σπουδαιότητα αὐτῆς τῆς ὀγκώδους μελέτης ἐξ 700 σελίδων ποὺ προσφέρει γιὰ πρώτη φορὰ μία πλήρη ἀνασκόπησι τῆς θεολογικῆς σκέψεως ἑνὸς βυζαντινοῦ μοναχοῦ καὶ σοφοῦ τοῦ 13ου αἰῶνος, ποὺ μὲ τὶς θεολογικές του συγγραφὲς ἐρεύνησε τὴν ὑπέρβασι τοῦ προβλήματος τοῦ Filioque, ποὺ ἤδη ἀπὸ τὴν ἐποχὴ αὐτὴ ἔθετε σὲ ἀντιπαράθεσι τὴν ᾿Ορθόδοξη θεώρησι τῆς ἐκπορεύσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος πρὸς τὴν λατινικὴ ἑρμηνεία».

῾Ο Νικηφόρος Βλεμμύδης, φιλόσοφος καὶ θεολόγος ἐλάχιστα γνωστός, ποὺ ὅμως ἔζησε στὸ περιβάλλον τῶν θεολογικῶν συζητήσεων μὲ τοὺς Λατίνους τῶν ἐτῶν 1234 καὶ 1250, στὸ θεολογικό του ἔργο προσπαθεῖ νὰ συμβιβάσῃ τὴν ἐκπόρευσι τοῦ Πνεύματος ἐκ μόνου τοῦ Πατρός, μὲ τὸ Filioque.

῾Ο κ. Μιχαὴλ Σταύρου ἂν καὶ δὲν ἀρνεῖται τὴν θεολογία τοῦ ἁγίου Φωτίου καὶ ὅλων τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας, ποὺ ἐπέμεναν στὴν «ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς» ἐκπόρευσι τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, τὴν χαρακτηρίζει ὡς φωτιανισμό, δηλαδὴ ὡς διδασκαλία ἄκαμπτη καὶ χωρὶς πληρότητα.

Παρουσιάζει τὸν Νικηφόρο Βλεμμύδη νὰ τὴν συμπληρώνῃ μὲ μία ἄγνωστη μέχρι τὴν ἐποχή του ἑρμηνεία τῆς διδασκαλίας τῶν Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ μάλιστα τῶν ἁγίων ᾿Αθανασίου καὶ Γρηγορίου Νύσσης «περὶ τῆς διὰ τοῦ Υἱοῦ αἰωνίου ἐκπορεύσεως τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος»· νὰ «ἐπιβεβαιώνῃ κατὰ τρόπο παράδοξο ὅτι τὸ Πνεῦμα ὑπάρχει διὰ τοῦ Υἱοῦ χωρὶς νὰ ἔχῃ τὴν ὕπαρξή του ἐξ αὐτοῦ ἀλλὰ ἐκ τοῦ Πατρὸς μόνον καὶ νὰ ἀναπτύσσῃ κατὰ τρόπο πρωτάκουστο στὴν βυζαντινὴ θεολογία μία τριαδολογία ποὺ ἀναφέρεται πραγματικὰ στὴν σχέση Υἱοῦ-Πνεύματος».

῾Ο κ. Μιχαὴλ Σταύρου μὲ τὴν ἐργασία του ἐπιστρατεύει τὴν συλλογιστικὴ τοῦ Νικηφόρου Βλεμμύδη, ἐπιδιώκοντας νὰ προσφέρῃ ἕναν τρόπο ἐξόδου «ἀπὸ τὸ ἀδιέξοδο τῆς στείρας ἀντιπαραθέσεως μεταξὺ τῆς χριστιανικῆς ᾿Ανατολῆς καὶ Δύσεως γύρω ἀπὸ τὸ θέμα τοῦ Filioque».

᾿Αποσιωπᾶ τὴν μεταγενέστερη τοῦ Βλεμμύδη πλουσιωτάτη πατερικὴ γραμματεία καὶ συνιστᾶ ἐπιστροφὴ στὶς «κοινὲς ἐνοράσεις (intuitions communes) τῆς χριστιανικῆς πνευματολογίας τῶν πρὸ-Νικαιανῶν Πατέρων, τῶν διεσπαρμένων σὲ ᾿Ανατολὴ καὶ Δύσι».

Προτείνει σὰν τρόπο ἀναζητήσεως τῆς ἑνότητος τῶν Χριστιανῶν τὴν «βαθύτερη διερεύνησι τῶν δογματικῶν μας πηγῶν» καὶ τὴν «διαμόρφωσι κοινῶν πλαισίων μὲ τὶς μεταγενέστερες θεολογικὲς ἔννοιες», δηλαδὴ τὴν χρησιμοποίησι τῆς πρώιμης πατερικῆς ὁρολογίας στὴν ὑπηρεσία τῶν συγκρητιστικῶν τάσεων τῆς ἐποχῆς μας, θεωρώντας ὡς δεδομένο ὅτι «Filioque» καὶ «ἐκ μόνου τοῦ Πατρὸς» ἐκπόρευσις τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος ἀποτελοῦν νόμιμες καὶ συμπληρωματικὲς ἐκφράσεις τῆς ἰδίας ᾿Ορθοδόξου Πνευματολογίας.

Πρέπει ὅμως νὰ παρατηρήσουμε ὅτι μὲ τὴν ὅλη προσέγγισι τοῦ θέματος ἀπὸ τὸν Βλεμμύδη, ὁ ὁποῖος προσπαθεῖ νὰ δώσῃ μία ἀποδεκτὴ ἀπὸ ᾿Ορθοδόξου πλευρᾶς ἑρμηνεία τοῦ Filioque, δημιουργεῖται σύγχυσις τῶν φυσικῶν καὶ ὑποστατικῶν ἰδωμάτων τῶν θείων Προσώπων τῆς ῾Αγίας Τριάδος, θείας οὐσίας καὶ θείων ἐνεργειῶν, θεολογίας καὶ οἰκονομίας. ᾿Επιπλέον ἐκλογικεύεται τὸ Τριαδικὸ Μυστήριο μὲ τὴν ἀνεπίτρεπτη εἴσοδο τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς στὴν ἐνδοτριαδικὴ ζωή. Παρερμηνεύονται τὰ σχετικὰ πατερικὰ κείμενα.

῾Η κατὰ τὸν συγγραφέα τῆς διατριβῆς ἀνακάλυψις τῆς νέας ἑρμηνευτικῆς τῶν σχετικῶν πατερικῶν χωρίων ἀπὸ τὸν Βλεμμύδη, δὲν εἶναι παρὰ μία ἄλλη ἐκδοχὴ τῶν θέσεων τῆς λατινικῆς διδασκαλίας καὶ τῶν λατινιζόντων θεολόγων τῆς ἐποχῆς του, ἡ ὁποία δὲν συνιστᾶ ᾿Ορθόδοξη Πνευματολογία.

Το δεύτερο θέμα ἀφορᾶ τὸν Διάλογο μὲ τοὺς ᾿Αντιχαλκηδονίους. Αὐτὸς ὁ Θεολογικὸς Διάλογος ἔχει τελειώσει μὲ τὰ γνωστὰ πορίσματα (Κοινὲς Δηλώσεις τῶν ἐτῶν 1989, 1990, καὶ Προτάσεις τοῦ 1993).

Οἱ ἐπιφυλάξεις πολλῶν Θεολόγων καὶ ἐν γένει μεγάλου μέρους τοῦ ᾿Ορθοδόξου πληρώματος ἀπέναντι στὰ Πορίσματα αὐτὰ ὑποχρεώνουν, ὅσους τὰ ὑπερασπίζονται, νὰ ἐπανερμηνεύσουν-διασαφήσουν κάποια ἀσαφῆ σημεῖα τους καὶ νὰ ἀντικρούσουν τὰ ἐπιχειρήματα ποὺ ἔχουν διατυπωθῇ ἐναντίον τους (περιοδ. «᾿Επίσκεψις», τεῦχ. 647/30.4.2005), ὥστε τὰ Πορίσματα νὰ γίνουν ἀποδεκτὰ ἀπὸ τὸ πλήρωμα τῆς ᾿Εκκλησίας.

Στὴν προοπτικὴ αὐτὴ κινεῖται καὶ τὸ πρόσφατο ἄρθρο τοῦ καθηγητοῦ κ. Γεωργίου Δ. Μαρτζέλου, «᾿Ορθοδοξία καὶ αἵρεση κατὰ τὸν ἅγιο ᾿Ιωάννη τὸ Δαμασκηνὸ» (περιοδ. «Θεολογία», τόμ. 75, τεῦχ. 2/2004, σελ. 593-609).

῾Η βασικὴ θέσις τοῦ ἄρθρου εἶναι ὅτι οἱ ᾿Αντιχαλκηδόνιοι ἔχουν ᾿Ορθόδοξο Πίστι, γεγονὸς τὸ ὁποῖο ὀνομάζεται «ἰδεολογικὴ ᾿Ορθοδοξία», παρότι εἶναι χωρισμένοι ἀπὸ τὴν ᾿Εκκλησία ἀπὸ τότε ποὺ ἀρνήθηκαν τὸν ῞Ορο τῆς Δʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καὶ ἔχασαν τὴν «ἐκκλησιολογική» τους ᾿Ορθοδοξία.

῎Εχοντας ἑπομένως τὴν «ἰδεολογικὴ» ᾿Ορθοδοξία μποροῦν νὰ ἑνωθοῦν μὲ τὴν ᾿Εκκλησία, ἂν ἀποδεχθοῦν τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους Δʹ, Εʹ, Ϛʹ καὶ Ζʹ.

Δὲν πρέπει νὰ ἀπαιτηθῇ ἀπὸ αὐτοὺς νὰ ἀποκηρύξουν τὴν Χριστολογία τους, γιατὶ δῆθεν εἶναι ἀπόλυτα σύμφωνη μὲ τὴν Χριστολογία τοῦ ἁγίου Κυρίλλου. ῾Η ἀποδοχὴ τῶν Συνόδων θὰ ἀποκαταστήσῃ τὴν «ἐκκλησιολογική» τους ᾿Ορθοδοξία, τὴν ὁποία καὶ μόνο στεροῦνται.

Στήριγμα γιὰ τὴν ἀνάπτυξι αὐτῆς τῆς ἀπόψεως παρέχει στὸν κ. Μαρτζέλο ἡ παρερμηνεία τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ, καὶ συγκεκριμένα τοῦ χωρίου «οἱ προφάσει τοῦ ἐν Χαλκηδόνι συντάγματος τοῦ τόπου ἀποσχίσαντες τῆς ὀρθοδόξου ᾿Εκκλησίας, τὰ δὲ ἄλλα πάντα ᾿Ορθόδοξοι ὑπάρχοντες», ὡσὰν τὸ «ἄλλα πάντα» νὰ περιλαμβάνῃ καὶ τὴν Χριστολογική τους διδασκαλία.

Καὶ διερωτᾶται κανείς:
Μποροῦμε, ἑρμηνεύοντες τὴν ἔκφρασι «τὰ δὲ ἄλλα πάντα ὀρθόδοξοι ὑπάρχοντες», νὰ ἀγνοήσουμε τὴν πλούσια ἀντιμονοφυσιτική, ἀντισεβηριανή, γραμματεία τοῦ ἁγίου ᾿Ιωάννου τοῦ Δαμασκηνοῦ ;

Μποροῦμε ἀκόμη περισσότερο νὰ ἀγνοήσουμε τὴν πλούσια πατερικὴ καὶ συνοδικὴ παράδοσι, ἡ ὁποία καταλογίζει στοὺς ἀντιχαλκηδονίους αἱρεσιάρχες αἱρετικὴ Χριστολογία ;

Καὶ ἐπὶ τέλους, ἡ ἄρνησις καὶ ἡ πολεμικὴ τοῦ δογματικοῦ ῞Ορου τῆς Δʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου δὲν σημαίνει δογματικὴ διαφοροποίησι στὴν Χριστολογία ;

Τὸ θεολογικὸ τέχνασμα, νὰ θεωροῦνται οἱ ᾿Αντιχαλκηδόνιοι «ἰδεολογικῶς» ᾿Ορθόδοξοι καὶ «ἐκκλησιολογικῶς» αἱρετικοί, εἶναι αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ περίμεναν οἱ ἐπιδιώκοντες ἐσπευσμένες ἑνώσεις γιὰ νὰ ξεπεράσουν τὸ ἀδιέξοδο, στὸ ὁποῖο εἶχαν περιέλθει ἀπὸ τὴν δημοσίευσι τῶν Πορισμάτων τοῦ Διαλόγου μέχρι σήμερα λόγῳ τῆς πληθωρικῆς ἀμφισβητήσεώς των.

᾿Ελπίζουμε ὅτι σύντομα θὰ δημοσιευθῇ ἀπάντησις στὴν θεωρία αὐτή, ὥστε αἱ ἱεραὶ Σύνοδοι τῶν ᾿Ορθοδόξων ᾿Εκκλησιῶν ἢ ἡ μέλλουσα σύνοδος, ποὺ θὰ διαχειρισθοῦν τὰ συμπεράσματα καὶ τὶς προτάσεις τοῦ Θεολογικοῦ αὐτοῦ Διαλόγου νὰ ἔχουν ὑπ᾿ ὄψιν τους ὅτι αὐτὴ δὲν συμφωνεῖ μὲ τὴν διαχρονικὴ Πίστι τῆς ᾿Εκκλησίας, ὅπως τὴν εὑρίσκουμε καταγεγραμμένη στὰ κείμενα κορυφαίων Πατέρων τῆς ᾿Εκκλησίας καὶ τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Σύμφωνα μὲ αὐτὴ τὴν Πίστι, οἱ ἀντιχαλκηδόνιοι αἱρεσιάρχαι Διόσκορος καὶ Σεβῆρος ἔχουν αἱρετικὴ Χριστολογία.

Στὴν προοπτικὴ ἑπομένως τῆς ἑνώσεώς τους μὲ τὴν ᾿Εκκλησία οἱ ᾿Αντιχαλκηδόνιοι πρέπει νὰ ἀποκηρύξουν τὴν Χριστολογία αὐτὴ καὶ τοὺς διδασκάλους της, διότι ἡ ἀποκήρυξίς των μαζὶ μὲ τὴν ὁμολογία τῆς ᾿Ορθοδόξου Πίστεως συνιστοῦν τὸ δογματικὸ περιεχόμενο τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων.

Διαφορετικά, μὲ τὴν ψιλὴ ἀποδοχὴ τῶν Συνόδων, «χωρὶς δηλαδὴ τὸ δογματικό τους περιεχόμενο», οἰκοδομοῦμε μία ἐπίπλαστη ἑνότητα, ἄγνωστη στὴν ἱστορία τῆς ᾿Εκκλησίας.

ΠΗΓΗ : «ΠΑΡΑΚΑΤΑΘΗΚΗ», αρ. 43, ΙΟΥΛΙΟΣ-ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ 2005, σσ. 3-5.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου