Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

Η ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ, ΔΟΞΑΣΜΕΝΗ, ΤΙΜΗΜΕΝΗ, ΒΑΣΙΛΕΙΑ ΤΟΥ ΘΕΟΥ – ΑΡΧΙΜ. ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ


Εὑρισκόμεθα εἰς τὴν ἐκκλησίαν. Εἶναι ὁ πιὸ κατάλληλος τόπος γιὰ νὰ δοῦμε τὸν οὐρανόν. Ἀλλὰ ποιο εἶναι τὸ παράθυρο; Πῶς θὰ τὸ ἀνοίξωμε; Μὰ εἶναι τόσο ἁπλό. Παράθυρο εἶναι ἡ θεία λειτουργία τὴν ὁποίαν ἐπιτελοῦμε. Ἐπειδὴ ὅμως πρόκειται νὰ ρίξωμε τὰ βλέμματά μας σὲ τόσο πνευματικὰ πράγματα, ἂς στρέψωμε τὴν ψυχή μας πρὸς τὸ Ἅγιον Πνεῦμα καὶ ἂς τὸ παρακαλέσωμε νὰ ρίξη τὸν προβολέα του στὰ σκοτάδια τῆς σκέψεώς μας, γιὰ νὰ μᾶς φωτίση νὰ νοιώσωμε, νὰ πιστέψωμε, νὰ καταλάβωμε, νὰ κάνωμε κτῆμα μας ὅλα ἐκεῖνα ποὺ γίνονται καὶ λέγονται καὶ ἀκούονται κατὰ τὴν θείαν λειτουργίαν. [...]

Ὥστε τὸ παράθυρό μας εἶναι θεία λειτουργία, τόσο γνωστὴ εἰς τὴν ζωή μας, τὴν ὁποίαν ἔχομε συνηθίσει ἀπὸ τὰ παιδικά μας χρόνια καὶ ποὺ ὅμοιό της δὲν ὑπάρχει τίποτε οὔτε εἰς τὴν γῆ οὔτε εἰς τὸν οὐρανόν.

Πῶς ἀρχίζει λειτουργία; «Εὐλογημένη βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. Ἀμήν». Γιατί ἀρχίζει ἔτσι ὁ ἱερεύς; Τί θέλει νὰ πῆ; Μπροστά μας ἀνοίγει ὁ Χριστὸς ἕνα ἐξαίσιο θέαμα. Μπροστά μας παρουσιάζει μιὰ οὐράνια ὀπτασία. Μπροστά μας ὁ Χριστὸς ἀνοίγει τὴν βασιλείαν του. Ὅπως πηγαίνεις σὲ ἕνα κατάστημα καὶ σοῦ ἀνοίγει ὁ ἔμπορος τὸ τόπι τοῦ ὑφάσματος καὶ τὸ βλέπεις, τὸ πιάνεις, δοκιμάζεις τὴν ἀντοχή του, βλέπεις τὴν ὀμορφιά του καὶ λὲς αὐτὸ θὰ ἀγοράσω, ἔτσι κάνει ἐκείνην τὴν ὥρα ὁ Χριστός. Μπροστὰ στὰ μάτια μας ἀνοίγει τὴν βασιλείαν του,νὰ τὴν δοῦμε, νὰ τὴν νοιώσωμε, νὰ τὴν χορτάσωμε καὶ νὰ ποῦμε: Αὐτὴν διαλέγω καὶ ἐγὼ γιὰ τὴν ζωή μου. Ἄραγε τὸ νοιώθει ἡ ψυχή μας αὐτό;

Ὁ ἱερεὺς τὸ καταλαβαίνει τὴν ὥρα ἐκείνην εἰς τὸ θυσιαστήριον. Κτυπᾶ δυνατὰ καρδιά του, πάει νὰ τυφλωθῆ, ὅπως τυφλώθηκε Παῦλος στὸν δρόμο πρὸς τὴν Δαμασκόν, ὅταν εἶδε τὸν Χριστόν (Πράξ. 9, 3-9). Τὰ μάτια του τὰ πνευματικὰ βλέπουν τὸ ἐκθαμβωτικὸ φῶς τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτὸ γεμάτος ἔκστασι ξεσπᾶ· «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος». Ἡ δόξα σου στὴν βασιλεία σου, Χριστέ μου, γεμίζει τὰ πάντα. Ἔχετε δεῖ, ὅταν στολίζουν τὴν νύφη γιὰ νὰ τὴν φωτογραφήσουν, πῶς τὸ μεγάλο πέπλο της πιάνει ὅλο τὸ δωμάτιο καὶ τὰ κράσπεδα τοῦ ἱματίου της καλύπτουν τὸ δάπεδο, γιὰ νὰ δείξουν τὴν δόξαν της καὶ τὴν ὀμορφιά της; Ἔτσι ἀκριβῶς ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ τὴν ὥρα ἐκείνην ἁπλώνεται εἰς ὅλον τὸν χῶρο μπροστὰ στὰ μάτια μας.

Ποιά εἶναι αὐτὴ ἡ εὐλογημένη, ἡ δοξασμένη, τιμημένη, ἀνώτερη ἀπὸ κάθε ἄλλο βασιλεία; Εἶναι βασιλεία τῶν οὐρανῶν, βασιλεία τοῦ Θεοῦ· εἶναι παράδεισος, εἰς τὸν ὁποῖον μᾶς ἔβαλε Χριστός· εἶναι ἁγία μας Ἐκκλησία. Βασιλεὺς εἶναι τρισήλιος Θεός, Πατήρ, Υἱὸς καὶ τὸ Ἅγιον Πνεῦμα. Ὑπηρέται τοῦ βασιλέως εἶναι οἱ ἄγγελοι καὶ οἱ ἀρχάγγελοι, θρόνοι, ἀρχαί, ἐξουσίαι, κυριότητες, δυνάμεις, τὰ πολυόμματα χερουβὶμ καὶ τὰ ἑξαπτέρυγα σεραφίμ. Στρατηγοὶ τοῦ βασιλέως εἶναι οἱ ἅγιοι. Βασίλισσα εἶναι ἡ Κυρία Θεοτόκος. Στρατιῶτες πιστοὶ εἶναι οἱ χριστιανοί, ὅσοι εἶναι ἕτοιμοι νὰ ἀκολουθήσουν τὸν Χριστὸν ὅ,τι καὶ ἂν τοὺς κοστίση, ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ εἶναι πρόθυμοι νὰ φέρουν τὸ τιμημένο ὄνομά του, ὅλοι ἐκεῖνοι ποὺ ἀποτελοῦν τὴν Ἐκκλησίαν του. Ὅλοι λοιπόν, ὁ Χριστός, οἱ ἅγιοι, ἡ Θεοτόκος, οἱ ἄγγελοι, οἱ πιστοὶ ὅλων τῶν αἰώνων κατὰ τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας εἶναι μαζί μας.

Ἑπομένως, ὅταν λέγη ὁ ἱερεὺς «Εὐλογημένη ἡ βασιλεία τοῦ Πατρός», ξεχνάει τὸν ἑαυτόν του, τὸ σπίτι του. Ξεχνάει τὸν κόσμο, ὅλα ἐκεῖνα ποὺ βλέπει, καὶ προσηλώνει τὴν καρδιά του καὶ τὴν σκέψι του σὲ ἐκεῖνα ποὺ καταλαβαίνει, τὰ μυστικά, τὰ ἀόρατα, ποὺ τοῦ παρουσιάζει μπροστά του ὁ Χριστός. Γι’ αὐτὸ ἀκριβῶς, νοιώθοντας τὴν δόξαν τοῦ Χριστοῦ, τοῦ οὐρανίου βασιλέως, μὲ γόνατα ποὺ τρέμουν, μὲ ψυχὴ ποὺ πάει νὰ λυγίση κάτω ἀπὸ τὸ βάρος τῆς εὐθύνης, μὲ μάτια ποὺ διεισδύουν εἰς τὰ μυστήρια τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, τρεμάμενος λέγει· «Ὅτι πρέπει σοι πᾶσα δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις»· Σὲ ἐσένα, Χριστέ μου, ποὺ εἶσαι τόσο δοξασμένος, ποὺ δορυφορεῖσαι ἀπὸ τόσους ἁγίους καὶ ἀγγέλους, σὲ ἐσένα ἁρμόζει ἡ δόξα καὶ ἡ τιμὴ καὶ ἡ προσκύνησις. Μπροστά μας λοιπὸν ὁλόκληρη ἡ Ἐκκλησία. Μπροστά μας παρὼν ἀληθινά, οὐσιαστικά, μυστικὰ ὁ Χριστὸς! «Οὗ εἰσιν δύο ἢ τρεῖς συνηγμένοι εἰς τὸ ἐμὸν ὄνομα» (Ματθ. 18, 20), ἐκεῖ ἀνάμεσά τους εἶμαι καὶ ἐγώ, λέγει ὁ Χριστός. Αὐτὸ γίνεται τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας. Συνεπῶς τί εἶναι ἡ λειτουργία μας; Θὰ ἔχετε παρατηρήσει στὴν λευκὴ ὀθόνη τοῦ κινηματογράφου πῶς ἕνας ἄνθρωπος, ἕνα τοπίο ποὺ ἐμφανίζεται στὸ βάθος, μακριὰ σὰν σημάδι, σιγὰ σιγὰ μεγεθύνεται καὶ ἀποκαλύπτεται ὁλοκάθαρα. Αὐτὸ εἶναι ἡ λειτουργία· μπροστὰ στὰ μάτια μας σιγὰ σιγὰ ἀποκαλύπτει τὸν Χριστὸν καὶ τὴν βασιλείαν του. Ὁ Χριστός, ὅπως τότε ποὺ ἐδίδασκε, ὅπως τότε ποὺ ἔκανε τοὺς χωλοὺς νὰ πηδοῦν καὶ νὰ περιπατοῦν, τοὺς τυφλοὺς νὰ ἀναβλέπουν, τοὺς νεκροὺς νὰ ἐγείρωνται, ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι μπροστά μας αὐτὴν τὴν ὥρα. Δὲν τὸν φέρομε ἁπλῶς στὴν σκέψι μας, ἀλλὰ πραγματικὰ ἔρχεται μπροστά μας, γίνεται παρὼν Ἐκεῖνος, ὁ διδάσκαλος, ὁ προφήτης, ὁ θαυματουργός. Εἶναι τώρα μπροστά μας ὁ Χριστὸς ποὺ σταυρώθηκε, ποὺ ἀναστήθηκε, ποὺ ἀναλήφθηκε!

Ὅλα αὐτὰ ποὺ βλέπομε ἐδῶ μέσα, οἱ πολυέλαιοι, ὁ ἱερεύς, ἡ ἁγία Τράπεζα, τὸ Εὐαγγέλιον, τὰ τίμια δῶρα, ἡ εἴσοδος μικρὰ καὶ μεγάλη, τὰ πάντα γίνονται σημάδια τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ. Ἑπομένως, μὲ τὴν θείαν λειτουργίαν συνεχίζομε τὸ ἔργο τοῦ Χριστοῦ καί, κάθε φορὰ ποὺ τὴν τελοῦμεν, εἶναι σὰν νὰ ἕλκωμε καὶ φέρωμε κοντά μας τὸν ἴδιον τὸν Χριστόν. Αὐτὸ λέγει καὶ εὐχή· « ἄνω τῷ Πατρὶ συγκαθήμενος καὶ ὧδε ἡμῖν ἀοράτως συνών»· εἶσαι ἐπάνω στὸν οὐρανὸ καὶ ταυτόχρονα ἀόρατα, ἀληθινὰ ὅμως, ἐδῶ ἐνώπιόν μας. Γιαὐτὸ καὶ ἱερεύς, ὅταν θέλη νὰ κοινωνήση, τὸν κοιτάζει μὲ τὰ μάτια τῆς ψυχῆς του καὶ τοῦ μιλάει στὸ δεύτερο ἑνικὸ πρόσωπο·«Καὶ καταξίωσον τῇ κραταιᾷ σου χειρὶ μεταδοῦναι ἡμῖν τοῦ ἀχράντου σου σώματος καὶ τοῦ τιμίου σου αἵματος». Ἐσύ, Χριστέ μου, μὲ τὴν κραταιάν σου καὶ πανακήρατον χεῖρα δῶσε μου τὸ ἄχραντον σῶμα σου καὶ τὸ τίμιον αἷμα σου. Ἂν ἔχωμε μάτια πνευματικά, μποροῦμε νὰ νοιώσωμε ὅτι ἐνώπιόν μας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός. Τί θὰ κάνης ὅταν, ἐκεῖ ποὺ κάθεσαι, δῆς κάποιον ποὺ τὸν ἀγαπᾶς; Θὰ τρέξης κοντά του. Ἡ λειτουργία εἶναι μία κίνησις, ἕνα τρέξιμο, μία προσπάθεια νὰ ἁρπάξω τὸν Χριστόν, νὰ τὸν πιάσω.

Θυμᾶστε τὴν Μαγδαληνή; Ὅταν κατάλαβε ὅτι μπροστά της εἶχε τὸν Χριστόν, «ραββουνί», διδάσκαλέ μου, τοῦ λέγει καὶ πάει νὰ ἀκουμπήση τὸ ἱμάτιόν του, τὸ σῶμα τοῦ ( Ἰω. 20, 16-17). Θυμᾶστε τὴν αἱμορροοῦσαν; Ἐκεῖ ποὺ τόσο πλῆθος ἀνθρώπων συνέθλιβε τὸν Χριστόν, ἐκείνη ἐπῆγε νὰ τὸν ἀκουμπήση μὲ πίστι καὶ μὲ δέος (Λουκ. 8, 42-48). Θυμᾶστε τὸν Θωμᾶ; Ἔβαλε τὰ χέρια του στὶς πληγὲς καὶ φώναξε· « Κύριός μου καὶ Θεός μου» ( Ἰω. 20, 27-28). Αὐτὸ κάνομε καὶ ἐμεῖς τὴν ὥρα τῆς λειτουργίας. Καὶ ἐρωτᾶμε μετὰ ποῦ εἶναι ὁ Χριστός! Νά τος! Μπροστά μας εἶναι, μαζί μας εἶναι, πλάι μας εἶναι. «Ὁ διδάσκαλος πάρεστι καὶ φωνεῖ σε» ( Ἰω. 11, 28), εἶχαν πεῖ στὴν Μαρία ποὺ ἔκλαιγε γιὰ τὸν νεκρὸ Λάζαρο, τὸν ἀδελφό της. Στὴν λειτουργία ὁ διδάσκαλος, ὁ Χριστός, εἶναι παρὼν καὶ μᾶς φωνάζει τὸν καθένα μὲ τὸ ὄνομά μας. Ὅσοι τὸ νοιώθουν, πετοῦν σπίθες τὰ μάτια τους καὶ ζοῦν τὴν χαρὰ τοῦ Χριστοῦ. Τὰ πάντα πεπλήρωται χαρᾶς. Τὰ πάντα πεπλήρωται φωτός. Τὰ πάντα δοξολογοῦν τὸν Χριστόν. Ἑπομένως, ὅταν κανεὶς ἔρχεται εἰς τὴν λειτουργίαν, πρέπει νὰ ἔρχεται μὲ τὴν σκέψι ὅτι ἔρχεται νὰ ἀνταμώση τὸν Χριστὸν καὶ ἀκόμη μὲ τὴν λαχτάρα νὰ τὸν ἀκουμπήση, ὅπως λέγει ὁ Μεθόδιος· «ἁγνεύω σοι καὶ λαμπάδας φαεσφόρους κρατοῦσα, νυμφίε, ὑπαντάνω σοι» (Συμπόσιον 11, ΒΕΠΕΣ, τ.18, στχ. 20-21). Νυμφίε Χριστέ, διατηρῶ τὸν ἑαυτόν μου ἁγνὸν καὶ καθαρὸν καὶ κρατῶ φωτεινὲς λαμπάδες στὰ χέρια μου, γιὰ νὰ σὲ ὑποδεχθῶ. Ἔτσι πρέπει νὰ ἐρχώμεθα εἰς τὴν θείαν λειτουργίαν, ἡ ὁποία εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς βασιλείας του.

ΠΗΓΗ : ΑΙΜΙΛΙΑΝΟΥ ΣΙΜΩΝΟΠΕΤΡΙΤΟΥ ΑΡΧΙΜ., ΘΕΙΑ ΛΑΤΡΕΙΑ - ΠΡΟΣΔΟΚΙΑ ΚΑΙ ΟΡΑΣΙΣ ΘΕΟΥ, εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου