Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

«ΕΙ ΚΑΙ ΝΕΚΡΟΝ ΜΕ ΑΝΕΣΤΗΣΕΣ, ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΒΟΛΕΤΟΝ ΝΑ ΛΕΙΤΟΥΡΓΗΣΕΙΣ, ΟΥΔΕ ΝΑ ΕΠΙΧΕΙΡΙΣΘΗΣ ΠΛΕΟΝ ΤΑ ΘΕΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ»

Ο Μέγας Βασίλειος ιερουργών. Ταξιάρχες - Καστοριάς 1356.
Κάποιος Ιερεύς ήταν στην επαρχία του Μεγάλου Βασιλείου καθαρός και χρήσιμος, ο δε παμπόνηρος διάβολος, όπου φθονεί πάντοτε τους δούλους του Θεού, τι ποιεί ; Ήταν τον καιρό εκείνο σιμά εις το σπίτι του Ιερέως μια γυνή μοιχαλίς, και όλως διόλου εις την διαβολικήν αγάπην της μοιχείας παραδεδομένη. και τί ποιεί ; παρακινεί αυτήν ο διάβολος εις έρωτα, να κάμει αισχράν μίξιν με τον δούλον του Θεούτον Ιερέα εκείνον, και πολύν καιρόν επείραξεν αυτόν, ο δε Ιερεύς, όταν είδεν αυτήν παντελώς νικημένην υπό του διαβόλου, φοβούμενος τον Θεόν, δεν έστερξε ποτέ να συντύχει με εκείνην. Και όταν είδεν ο μισόκαλος διάβολος την υπομονήν του Ιερέως, τί ποιεί ; έφθασεν η Εορτή των Γενεθλίων του Χριστού και ένας χριστιανός καλέσας αυτόν εις την τράπεζάν του, να τον φιλεύσει, ο Ιερεύς έπιεν οίνον πολύν, και εμέθυσε πάρα πολύ. Όταν επέρασε πολλή νύκτα, εσηκώθη ο Ιερεύς και υπήγεν εις σπίτι του. και όταν έφθασεν έκρουσε την θύραν και δεν άκουσε κανείς, διότι η πρεσβυτέρα του έτυχε τότε και εκοιμάτο βαρέως. η δε πονηρά εκείνη μοιχαλίς γυνή, ως ήκουσεν αυτόν εχάρη πάρα πολύ. Ο δε Ιερεύς, επειδή ήτον πολύ μεθυσμένος, έπεσεν εμπρός εις την θύραν του σπιτιού του, και εκοιμήθη. Τότε εκείνη η κακότροπος γυνή ήλθε, και έπεσε σιμά εις αυτόν και αυτός, από την πολλήν μέθην, ενόμισεν ότι είναι η πρεσβυτέρα του, και εποίησεν (αλλοίμονον) την πονηράν εκείνην πράξιν της αμαρτίας. Μετά δε ταύτα ελησμόνησε την τόσην μεγίστην αμαρτίαν. και αφού επέρασαν ημέραις, υπήγε να λειτουργήσει, και εκεί όπου ελειτούργει μέσα εις το άγιον Θυσιαστήριον (ώ του θαύματος) τον είδεν η πρεσβυτέρα του ωσάν αράπην μαύρον, διότι πρωτύτερα όταν ελειτούργει, τον έβλεπε όπου έλαμπεν σαν τον ήλιον. Λοιπόν η πρεσβυτέρα αυτού όταν είδε το τοιούτον μυστήριον, έλεγε μετά κλαυθμού. αλλοίμονον, τί έπαθα η ταλαίπωρος και τίς εξηπάτησε τον άνδρα μου, και δεν είναι δεκτός μέσα εις τον Θείον Ναόν, εσιώπησεν όμως έως ότου ετελείωσε την Θείαν Λειτουργίαν. Και αφού ετελείωσε, και επήγαν εις το σπίτι τους, λέγει προς αυτόν μετά δακρύων. Αλλοίμονον, εις εσένα, αλλοίμονον, ποίος ήσουν πρώτα, και πώς κατήντησες τώρα. Αλλοίμονον και εις εμένα, διότι πρώτα ήσουν Άγγελος, τώρα έγινες διάβολος. Λέγει της ο Ιερεύς. τί λέγεις, ώ ταλαίπωρη, πόθεν με γνωρίζεις ότι ήμην Άγγελος, και τώρα έγινα διάβολος ; Λέγει του η πρεσβυτέρα. όταν ελειούργεις πρωτύτερα, είχες χάριν εκ Θεού, και έλαμπε το πρόσωπόν σου ωσάν τον ήλιον, τώρα δε ελειτούργεις, και εστεκώσουν μέσα εις τον ναόν ωσάν αράπης. Τότε, ο Ιερεύς μόλις κατενόησε και ενθυμήθη, ότι μή θέλων έκαμε την αμαρτίαν, επείδή και εκείνη η κακότροπος γυνή το έλεγε φανερά εις όλην την χώραν.

Τότε ο Ιερεύς έλαβε την πρεσβυτέραν του, και επήγαν αντάμα εις τον Μέγαν Βασίλειον και εξομολογήθηκαν. και ο Άγιος θέλοντας να τους θεραπεύσει, τους εκανόνισε να κάμουν ένα χρόνον ξηροφαγίαν, και μετανοίας χιλίας πάσαν εσπέραν. Τότε λέγει προς αυτούς, σύρετε, τέκνα μου, και όταν σωθεί ο χρόνος, πάλιν να ελθήτε εδώ, δια να σου συγχωρήσω να λειτουργείς. Και ωσάν ήλθε ο χρόνος, επήγεν ο Ιερεύς μετά της συζύγου αυτού εις τον Μέγαν Βασίλειον. και πάλιν ο Άγιος, ως καλός Πατήρ και διδάσκαλος, ενουθέτησεν αυτούς, και τους παρεκάλεσε πολλά, να κάμουν τον αυτόν κανόνα και άλλον ένα χρόνον ακόμη. Και αυτοί πάλιν εδέχθησαν τον λόγον του Αγίου μετά χαράς. Και ωσάν ετελείωσαν και εκείνον τον χρόνον, ήλθαν πάλιν εις τον Άγιον και αυτός μετά χαράς τους εδέχθη. και με πολλάς διδαχάς και νουθεσίας τους παρεκάλεσε να κάμουν και άλλον χρόνο. Και ωσάν ετελείωσαν και εκείνον τον χρόνον και έγιναν τρεις χρόνοι, πάλιν ήλθον εις τον Άγιον, και έτυχε την ημέραν εκείνην, και απέθανεν ένας χριστιανός σιμά εις την Μητρόπολιν. Ήταν δε μέγας ο Άρχων εκείνος, και έκραξε και τον Μέγαν Βασίλειον με τους κληρικούς του όλους. ο δε Άγιος έκραξε και αυτόν τον Ιερέα, τον ποτέ ανάξιον, και λέγει του. σύρε, ώ αδερφέ, και λάβε κι σύ το επιτραχήλιόν σου, και έλα εις τον νεκρόν. Υπήγε λοιπόν, και επήρε το επιτραχήλιόν του, καθώς του είπε ο Άγιος, και υπήγε, και ηύρε τους Ιερείς, όπου έψαλλαν το λείψανον. Και πρώτον μεν ο Αρχιερεύς είπε την ευχήν επάνω εις το λείψανον, είτα οι επίλοιποι, αυτός δε ο Ιερεύς εφοβείτο δια την αναξιότητά του, και ότι υπήρχε και εξ ευτελούς χωρίου. απορρίψας όμως πάντα φόβον, υπήγε και αυτός σιμά εις τον νεκρόν. και λαβών το θυμιατόν ήρχισε να λέγει την ευχήν. Και ώ του θαύματος, όταν είπεν. Ότι συ ει η Ανάστασις, και τα λοιπά της ευχής, ευθέως ανέστη ο νεκρός, και εκάθισε, και όλοι άρχισαν και έλεγαν, το, Κύριε ελέησον, και εδόξασαν τον Θεόν, όπου δίδει τοιαύτην εξουσίαν εις τους ανθρώπους. Άνθρωπος, όπου ήταν ακόμη εις την αμαρτίαν, να αναστήσει νεκρόν ; δόξα τη αυτού φιλανθρωπία και ευσπλαχνία. Αφού δε εκάθισεν ο νεκρός, λέγει μεγαλοφώνως και μετά παρρησίας μεγάλης προς τον Ιερέα. Τί λοιπόν ώ Ιερεύ ; ει και νεκρόν με ανέστησες, αλλά δεν είναι βολετόν να λειτουργήσεις, ουδέ να επιχειρισθής πλέον τα Θεία Μυστήρια. διότι αν και με ανέστησες, αλλά δια τον πολύν μόχθον και κόπον, και τας νηστείας, και τας προσευχάς, και τας ξηροφαγίας και αγρυπνίας, όπου εποίησας τους τρεις χρόνους, πατακαλώντας τον Θεόν, δι΄ αυτό δεν παρείδεν ο Κύριος, την δέησίν σου. Τότε ο ταπεινός εκείνος Ιερεύς, λαβών την απόφασιν, επορεύθη εις τον οίκον αυτού, χαίρων και ευλογών τον Θεόν.

Βλέπετε, αδελφοί, πώς, εάν κάποιος φθείρη την παρθενίαν του, δεν ημπορεί να ιερωθεί, ή να λειτουργεί ; να γένη άγιος και θαυματουργός δύναται, αλλά εις τον βαθμόν της Ιερωσύνης δεν ημπορεί να έλθει……………

ΠΗΓΗ : ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ, «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», τευχ. 74, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1998, σς. 103-106.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου