Κατ’ ἀρχήν θέλω νά εὐχαριστήσω τήν ὀργανωτική ἐπιτροπή γιατί μοῦ ἐμπιστεύθηκε τήν διαπραγμάτευση τοῦ θέματος: «Ἡ ἐγκυρότης τῶν ‘‘Μυστηρίων’’ τῶν Παπικῶν καί Προτεσταντῶν». Εἶναι ἕνα θέμα πού δέν μπορεῖ νά ἐξαντληθῆ στά ὅρια μιᾶς περιορισμένης εἰσηγήσεως τῶν εἴκοσι λεπτῶν. Θά προσπαθήσω ὄμως νά ἐπισημάνω τά κυριότερα σημεῖα τῆς πατερικῆς παραδόσεως, ὥστε νά φανοῦν, ἀφ’ ἑνός μέν ἡ θεολογική ὠριμότητα καί ἡ σύνεση τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἀφ’ ἑτέρου δέ ἡ διάκριση καί ἡ πνευματική εὐελιξία πού εἶχαν κατά τήν ἐξάσκηση τῆς ποιμαντικῆς τους ἀποστολῆς, γιά τό καλό τῶν ἐμπιστευμένων σ’ αὐτούς ψυχῶν καί ὅλου τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας. Μέ ἁδρές γραμμές θά παρουσιαστῆ ὁ συνδυασμός τῆς αὐστηρότητος τῆς ἀκριβείας, ὥστε νά ἀποφύγουν τίς ἀλλοιώσεις στήν πίστη, μέ τά φιλάνθρωπα καί συγκαταβατικά περιθώρια τῆς οἰκονομίας, χρησιμοποιῶντας «τρόπους εὔλογους» γιά νά γλυτώσουν ψυχές ἀπό τόν ὄλεθρο. Θά δοθοῦν σαφεῖς ἐνδείξεις καί παραδείγματα τῶν τρόπων χρήσεως τῆς ἀκριβείας «ἐν οἷς δεῖ» καί τῆς οἰκονομίας «ἐν οἷς ἐνδείκνυται».
Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς θέλω νά
τονίσω ὅτι τό ἰσχύον κριτήριο τῆς Ἐκκλησίας εἶναι, ὅτι σέ θέματα πίστεως «οἰκονομία οὐ χωρεῖ». Ἐφαρμόζεται ἐδῶ ἡ ἀκρίβεια μέ αὐστηρή τήρηση τόσο τῆς οὐσίας, ὅσο καί τοῦ γράμματος μιᾶς σαφῶς ἐκφρασμένης καί διατυπωμένης καί
θεσμοθετημένης ἀλήθειας, σ’ ὅ,τι ἀφορᾶ τήν ὀρθή πίστη καί τήν ὀρθή πράξη τῆς Ἐκκλησίας. Ἔχουμε αὐστηρές διατυπώσεις τόσο τῶν πατέρων ὅσο καί τῶν Συνόδων μέ ὅρους καί κανόνας. Χαρακτηρίζονται «ἀκάθαρτοι», «ἀντίπαλοι Χριστοῦ», «ἱερόσυλοι καί ἁμαρτωλοί, «ἀντικείμενοι καί ἀντίχριστοι», «νεκροί», «ἐχθροί τῆς Ἀληθείας», «πλάνοι καί φαῦλοι», «τρεβλοί», «μεμιασμένη
κοινωνία», «ρίζα πικρίας», «ἄθεοι», κ.λπ. Ἐπειδή ἡ ἐκκλησιαστικη διδασκαλία εἶναι προϊόν μιᾶς καθαρῆς ἁγιοπνευματικῆς ζωῆς, κάθε ἀπόκλιση ἤ παράβαση, ὅσων θεσπίστηκαν ὡς ἀλήθειες τῆς πίστεως, νά θεωρεῖται ὡς ἀσέβεια καί ἐσχάτη προδοσία πρός τόν ἴδιο τόν Θεό. Σταχιολογῶ ἐλάχιστες ρήσεις πατερικές:
- Ὁ Ἅγιος Εὐλόγιος Ἀλεξανδρείας λέγει: «Εἴ τις τῶν δοκούντων τοῖς θεοφόροις πατράσι σαλεύει τι...
παράβασις καί προδοσία δόγματος καί περί τό θεῖον ἀσέβεια».
- Ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος ἐκφράζεται ὡς ἑξῆς: «Ἡμεῖς (σέ θέματα πίστεως)... οὔτε προστιθέναι τι, οὔτε μήν ἀφαιρεῖν... παντελῶς διεγνώκαμεν ἤ καθ’ ὅντινα οὖν δεδυνήμεθα λόγον». Αὐτό θά ἦταν ἐφάρματο, ἀνεπίτρεπτο καί ἀθέμιτο.
- Ὁ Ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας ἀναφέρει ὅτι τό «ἀκριβές»ἤ τό «λίαν ἀκριβές» πρέπει νά ἀποσώζεται μέ κάθε μέσο.
- Ὁ δέ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός λέγει: «οὐ συγχωρεῖται συγκατάβασις εἰς τά τῆς πίστεως».
Θά δοῦμε τώρα ποιά εἶναι τά πλαίσια μέσα στά ὁποῖα κινεῖται ἡ ἀκρίβεια σ’ ὅτι ἀφορᾶ τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας.
Κατ’ ἀρχήν θά πρέπει νά τονισθῆ ὅτι εἶναι ἀνάγκη νά ξεχωρίσουμε τά Μυστήρια πού τελοῦνται μέσα στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀπ’ ἐκεῖνα πού τελοῦνται ἐκτός. Δέν μποροῦμε νά θεωροῦμε ἰσόκυρα τά μυστήρια πού τελοῦνται σέ «ἐκκλησίες» πού δέν ἔχουν τήν ἴδια πίστη μέ τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία καί νά τά κατατάσσουμε στήν ἴδια μοίρα μέ τά ὀρθόδοξα. Ἡ ἀκρίβεια ἐδῶ εἶναι μιά σωστή ἀρχή γιά νά μᾶς βοηθήση στήν περαιτέρω διερεύνηση τοῦ θέματος.
Τά Μυστήρια στήν Ἐκκλησία μας εἶναι οἱ θυρίδες τοῦ Θεοῦ μέσα ἀπό τίς ὁποῖες εἰσέρχονται στόν ἄνθρωπο οἱ ἀόρατες θεῖες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Συνεργεῖ ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ καί ἑνώνεται μέ τό αἰσθητό καί ὁρατό καί ἁπτό μέρος τοῦ Μυστηρίου, γιά τόν ἁγιασμό τοῦ ἀνθρώπου καί ὅλης τῆς κτίσεως. Δέν μποροῦν δέ νά εἶναι αὐτά πού στήν οὐσία τους εἶναι, ἐάν δέν εἶναι ἐνταγμένα μέσα στήν πίστη καί διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας˙ δέν μποροῦν νά φέρουν τήν σφραγίδα τῆς γνησιότητος καί ἐγκυρότητος καί νά εἶναι ἀποτελεσματικά γιά τόν ἁγιασμό καί τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, παρά μόνον ὅταν θά ἔχουν τά αὐτά στοιχεῖα φερεγγυότητος, κύρους καί
γνησιότητος, πού ἐκφράζει ἡ Ὀρθοδοξία στούς
κόλπους τῆς ὁποίας τελεσιουργοῦνται. Εἶναι ἀπαραίτητη ἑπομένως ἡ ὀρθή πίστη γιά νά ἐνεργήσουν τά Μυστήρια.
Ὁ Ἅγιος Νικόδημος κάνει ἐκτενέστατα σχόλια, στηριζόμενος
στούς ἑξῆς κανόνες: 1) στόν μστ΄ (46ο)
τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, 2) στόν ζ΄ (7ο)
τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, καί 3) στόν ϟε΄ (95ο)
τῆς Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ὁ 46ος Ἀποστολικός κανών λέγει ἐπί λέξει τά ἑξῆς: «Ἐπίσκοπον ἤ Πρεσβύτερον αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἤ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν, τίς γάρ συμφώνησις Χριστοῦ πρός Βελίαρ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου;».
Δέν μπορεῖ νά εἶναι ἀληθινόν τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, σχολιάζει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, ἀναφερόμενος στήν Σύνοδο τῶν 84άρων Ἐπισκόπων, τήν ὑπό τόν Ἐπίσκοπον Καρχηδόνος Κυπριανόν, ἡ ὁποία ἐξέδωσε κανόνες ἀναλόγους πρός τόν παραπάνω Ἀποστολικόν, γιατί δέν ὑπάρχουν πολλά βαπτίσματα.
Ὁ κανών αὐτός λέγει τά ἑξῆς: «Μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνός ὄντος Βαπτίσματος καί ἐν μόνῃ τῇ Καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος... Δοκιμάζειν γάρ ἐστι τό τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν βάπτισμα τό συνευδοκεῖν τοῖς ὑπ’ ἐκείνων βεβαπτισμένοις. Οὐ γάρ δύναται ἐν μέρει ὑπερισχύειν˙ εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυσε καί Ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι˙ εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι ἔξω ὤν, Πνεῦμα Ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τόν ἐρχόμενον βαπτίσαι ἑνός ὄντος βαπτίσματος καί ἑνός ὄντος Ἁγίου Πνεύματος καί μιᾶς Ἐκκλησίας ὑπό τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν. Τά ὐπ’ αὐτῶν γινόμενα ψευδῆ καί κενά ὑπάρχοντα πάντα ἐστιν ἀδόκιμα... καί
διά τοῦτο ἡμεῖς οἱ σύν Κυρίῳ ὄντες καί ἑνότητα Κυρίου τηροῦντες, καί κατά τήν τάξιν αὐτοῦ χορηγούμενοι τήν ἱερατείαν αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ λειτουργοῦντες, ὅσα οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, τουτέστιν πολέμιοι καί ἀντίχριστοι ποιοῦσιν, ἀποδοκιμάσαι καί ἀποποιῆσαι καί ἀπορρίψαι καί ὡς βέβηλα ἔχειν ὀφείλομεν...».
Σύμφωνα μέ τό Ἀποστολικό ρητό «Εἷς Κύριος, μία Πίστις, ἕν Βάπτισμα», οἱ αἱρετικοί, ἐφ’ ὅσον δέν εἶναι μέσα στήν ἀληθινή πίστη τῆς Καθολικῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, δέν μποροῦν νά ἔχουν ἀληθινό Βάπτισμα. Ἄν εἶναι ἀληθινό τό Βάπτισμα καί τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν, ἀληθινό καί τῶν Ὀρθοδόξων, τότε δέν θά ἔχωμεν ἕν Βάπτισμα, καθώς ὁ Παῦλος βοᾶ, ἀλλά δύο, «ὅπερ ἀτοπώτατον». Αὐτῆς τῆς Συνόδου τόν κανόνα «ἐπεσφράγισε» καί ἡ Στ΄ Οἰκουμενική, μέ τόν β΄ κανόνα της, ὁπότε, ὁ περί οὗ ὁ λόγος κανών, ἀπό κανών τοπικῆς γίνεται κανών Οἰκουμενικῆς Συνόδου.
Ἀλλά καί ὁ Φιρμιλιανός, πού ἐχρημάτισε ἔξαρχος στήν Σύνοδο τοῦ Ἰκονίου καί τόν ὁποῖον ὁ Μ. Βασίλειος στόν α΄ κανόνα τόν ὀνομάζει «ἰδικόν» του, ὡς Ἐπίσκοπος Καισαρείας ἀκυρώνει καί ἀπορρίπτει τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν. «Δέν εἶναι δυνατόν», λέγει, «νά ἱσχυρισθῆ ἤ νά πιστεύση κανείς ὅτι μόνον ἡ ἐπίκλησις τῶν τριῶν ὀνομάτων τῆς Ἁγ. Τριάδος εἶναι ἀρκετή πρός ἄφεσιν τῶν πλημμελημάτων καί πρός τόν ἁγιασμόν τοῦ Βαπτίσματος», ἄν πρῶτα καί ἐκεῖνος πού βαπτίζει δέν εἶναι ὀρθόδοξος. Συμφωνεῖ μέ τήν γνώμη αὐτή καί ὁ Μ. Βασίλειος, τούς κανόνες τοῦ ὁποίου «ἐπεσφράγισεν» ἡ Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος: «Ἀπώλεσαν», λέγει, «τήν χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος οἱ αἱρετικοι καί σχισματικοί καί διεκόπη ἡ μετάδοσις αὐτῆς ἀπό τήν στιγμή πού ἀπεμακρύνθησαν ἀπό τήν Ἐκκλησίαν. Μεταβιβασθέντες δέ στήν τάξη τῶν λαϊκῶν, οὔτε χάρισμα πνευματικόν ἔχουν, οὔτε νά βαπτίζουν ἤ νά χειροτονοῦν ἔχουν ἐξουσίαν, καί οἱ ἐξ αὐτῶν βαπτιζόμενοι πρέπει νά ξαναβαπτίζονται μέ τό ἀληθινόν τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας Βάπτισμα». Καί ἐνῶ μέ τόν α΄ κανόνα του ἀποδέχεται τήν γνώμην ὁρισμένων πατέρων τῆς Μικρᾶς Ἀσίας, πού κατ’ οἰκονομίαν δέχονται τό βάπτισμα τῶν σχισματικῶν, μέ τόν 47ον κανόνα του
ἀναφέρει ὅτι «ἐκεῖνος, σέ ἀντίθεση μέ τούς παραπάνω πατέρας, ὅλους τούς βαπτίζει».
Τήν ἴδια γνώμη ἔχει καί ὁ Μ. Ἀθανάσιος, τοῦ ὁποίου καί αὐτοῦ τούς λόγους «ἐπεσφράγισεν» ἡ Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος. Στόν τρίτο λόγο
του Κατά Ἀρειανῶν, λέγει τά ἑξῆς: «Οἱ Ἀρειανοί κινδυνεύουν καί εἰς τό πλήρωμα τοῦ Μυστηρίου, δηλαδή τοῦ Βαπτίσματος. Διότι ἄν ἡ τελείωσις τοῦ Βαπτίσματος δίδεται μέ τήν ἐπίκληση τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, οἱ δέ Ἀρειανοί δέν θεωροῦν Πατέρα ἀληθινόν, μέ τό νά ἀρνοῦνται τόν ἐξ αὐτοῦ ὅμοιον τῆς οὐσίας Υἱόν ἀληθινόν καί ἀναπλάττοντες μέ τήν φαντασία τους ἄλλον ἐκ μή ὄντων κτιζόμενον, πῶς τό τελούμενον βάπτισμα δέν εἶναι τελείως ἀνωφελές καί μάταιον;». Φαίνεται μέν
κατά προσποίηση ὅτι εἶναι Βάπτισμα, ἀλλά στήν οὐσία δέν παρέχει καμμία βοήθεια στήν
πίστη καί τήν εὐσέβεια.
Ἐπίσης ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ὁ θεολόγος, ἀπευθυνόμενος πρός τούς Ἀρειανούς καί Μακεδονιανούς, τούς
θεωρεῖ κατηχουμένους:
«Ἐάν ἀκόμη χωλαίνης», λέγει, «καί δέν
καταδέχεσαι τό τέλειον τῆς Θεότητος τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος, ζήτησε ἄλλον νά σέ βαπτίση ἤ μᾶλλον εἰπεῖν νά σέ πνίξη ἐν τῷ βαπτίσματι, ἐπειδή ἐγώ δέν ἔχω ἄδειαν νά χωρίζω τήν Θεότητα τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Πνεύματος ἀπό τήν Θεότητα τοῦ Πατρός καί νά σέ καταστήσω νεκρόν... Ἐπειδή ὅποια ἀπό τίς τρεῖς Ὑποστάσεις καταβιβάσης ἀπό τό ἀξίωμα τῆς Θεότητος, ὅλην τήν Ἁγία Τριάδα καταβιβάζεις ἀπό αὐτό καί τόν ἑαυτόν σου στερεῖς ἀπό τήν τελείωση τοῦ Βαπτίσματος». Ἀπαραίτητος λοιπόν ὅρος γιά τήν τελείωση τοῦ Βαπτίσματος ἡ ὀρθή πίστη.
Ὁμοίως καί οἱ ἄλλοι Πατέρες κατά τόν ἴδιο τρόπο διδάσκουν ὅτι «οὐδείς αἱρετικός παρέχει ἁγιασμόν διά τῶν μυστηρίων» καί «τό τῶν δυσεβῶν βάπτισμα οὐχ ἁγιάζει».
Κάθε τι πού φέρεται ὡς Μυστήριο ἔξω ἀπό τά παραπάνω ἐκλησιαστικά ὅρια, δέν ἀναγνωρίζεται ὡς Μυστήριο ἀναφερόμενο στή σωτηρία. Κατ’ ἀκρίβειαν τά μόνα ἀληθῆ καί ἔγκυρα Μυστήρια εἶναι τά ὀρθόδοξα γιατί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία εἶναι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία.
Αὐτό ἀφορᾶ ὄχι μόνο τό
Βάπτισμα, ὡς πρῶτο Μυστήριο ἐντάξεως τοῦ χριστιανοῦ στήν Ἐκκλησία, ἀλλά καί ὅλα τά Μυστήρια τῆς Ἐκκλησίας. Ἄν λυθεῖ τό Μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος ὅλα παίρνουν τήν κανονική τους σειρά.
Οἱ Πατέρες ὅπως θά δοῦμε εἶναι αὐστηροί στήν ἐξ ἀντικειμένου ἀναγνώριση τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων, τῶν παλαιῶν καί τῶν νεωτέρων. Ἀντιμετωπίζουν, ὡστόσο, μέ διαφορετικό τρόπο κάποιες
περιπτώσεις ἀνάγκης ἤ περιστασιακές περιπτώσεις μεταστροφῆς τῶν ἑτεροδόξων στήν Ὀρθοδοξία. Αὐτές τίς περιπτώσεις τίς ἀποδέχεται ἡ Ἐκκλησία μέ τό πνεῦμα τῆς οἰκονομίας, ἡ ὁποία, κατά ἕναν λακωνικώτατο προσδιορισμό τοῦ Ἁγ. Ἀναστασίου τοῦ Σιναΐτου, ὁρίζεται ὡς ἑξῆς: «οἰκονομία ἐστιν ἑκούσιος μεγέθους συγκατάβασις πρός σωτηρίαν τινῶν ἐπιτελουμένη». Ἐπιτρέπει στήν Ἐκκλησία, χωρίς νά χάνεται ἀπό τόν σταθερό δρόμο τῆς «ἀκριβείας», νά ἐπαναφέρει σ’ αὐτήν μέ τήν «οἰκονομία» τούς περιπλανωμένους. Μόνον
ὅταν προσδιορισθῆ γιά τήν Ὀρθοδοξία τό «κατ’ ἀκρίβειαν» μπορεῖ νά κατανοηθῆ τό «κατ’ οἰκονομίαν». Νά γνωρίζουν ἐπίσης αὐτό καί οἱ οἰκονομούμενοι, ὅτι συνειδητά γίνεται προσωρινά ἡ παρέκκλιση ἀπό τήν ἀκρίβεια, γιά νά οἰκονομηθοῦν πρός καιρόν.
Ὑπάρχουν πολλές ἀναφορές τῶν Πατέρων στό θέμα τῆς οἰκονομίας. Ἄν τίς συγκρίνει κανείς μέ τήν ἐφαρμογή στήν πράξη πολλῶν συγχρόνων ἡγετῶν τῆς Ἐκκλησίας θά παρατηρήση ὅτι οἱ σύγχρονοι δέν «διοικονομοῦν τοῦ νομοθέτου τό πρόσταγμα», ἀλλά σαφῶς τό παραβαίνουν χωρίς νά ὠφελοῦν τούς οἰκονομουμένους. Τρανταχτό παράδειγμα
τό κοινό κείμενο πού ἐξεδόθη στήν διάσκεψη τοῦ Μπαλαμάντ, τόν Ἰούλιο τοῦ 1993, ὅπου ἐπιχειρεῖται ἡ πλήρης κοινωνία τῶν ὀρθοδόξων καί τῆς λατινικῆς ἐκκλησίας δι’ ἀμοιβαίας ἀναγνωρίσεως τῆς Ἱερωσύνης καί τῶν λοιπῶν Μυστηρίων, χωρίς νά ἀρθοῦν οἱ δογματικές καί ἐκκλησιολογικές διαφορές. Εἶναι ἡ πρώτη φορά πού οἱ ὀρθόδοξοι παραδέχονται ἐπισήμως τήν θεωρίαν τῶν κλάδων.
Ὁ 7ος κανών τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί ὁ 95ος τῆς Στ΄ δέν ἐπέβαλαν σέ ὅλους τούς αἱρετικούς τό Βάπτισμα σύμφωνα μέ τόν
παραπάνω Ἀποστολικό
κανόνα καί τούς κανόνας τῶν λοιπῶν Πατέρων πού ἀναφέρθηκαν, ἄν καί ἡ ἴδια ἡ Στ΄ Οἱκουμενική Σύνοδος στόν β΄ κανόνα
της, τούς ἐδέχθη. Ἄλλων αἱρετικῶν ἐδέχθησαν τό Βάπτισμα καί ἄλλων ὄχι.
Νά ἀναφέρουμε χαρακτηριστικά τήν ρήση τοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως
Νικολάου τοῦ Α΄ τοῦ Μυστικοῦ, ὁ ὁποῖος ἐκφράζει τήν συμφωνία τῶν Πατέρων μέ ρεαλιστικό τρόπο. Λέγει: «Οἰκονομία μέν σωτηριώδης ἐστι συγκατάβασις, σώζουσα τόν ἡμαρτηκότα, χεῖρα βοηθείας ὀρέγουσα καί ἀνιστῶσα τοῦ πτώματος τόν πεσόντα, οὐχί τῷ πτώματι ἐπιτρέπουσα κεῖσθαι, μᾶλλον δέ πρός ἐλεηνόν βάραθρον συνωθοῦσα˙ οἰκονομία ἐστι μίμησις τῆς θείας φιλανθρωπίας, ἁρπάζουσα τοῦ καθ’ ἡμῶν ὠρυομένου θηρός τόν μέλλοντα τῷ ἐκείνου ὀλέθρῳ καταπίνεσθαι στόματι».
Ἐδῶ φαίνεται νά ὑπάρχει μιά ἀντίθεση σέ ὅτι ἀφορᾶ τήν ἀκρίβεια ἐν σχέσει μέ τήν οἰκονομία. Ἐνῶ διδάσκουν τήν ἀκρίβεια φαίνεται ὅτι τήν ἐγκαταλείπουν ἀποδεχόμενοι τήν οἰκονομία. Οἱ Πατέρες προβληματίζονται κυρίως γιά τό Βάπτισμα. Ἤδη στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἔχουμε πολλούς τρόπους Βαπτίσματος. Ἡ κατ’ οἰκονομίαν ἀποδοχή τοῦ βαπτίσματος ὡρισμένων αἱρετικῶν ἐκ μέρους τῆς Ἐκκλησίας, δέν ἦταν σέ τελεία παρέκλιση ἀπό τήν ἀκρίβεια. Στόχο εἶχε τήν εἴσοδο τῶν οἰκονομουμένων στήν κατ’ ἀκρίβειαν ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Γιά νά γεφυρώσει αὐτή τήν διαφορά ὁ Ἅγιος Νικόδημος καί νά λύση τήν ἀπορία, σέ ὅσους δέν μποροῦν νά ἀντιληφθοῦν ὀρθόδοξα τήν διακυβέρνηση τῆς Ἐκκλησίας, ἀναφέρει τά ἑξῆς:
Στήν Ἐκκλησία φυλάττωνται δύο εἴδη κυβερνήσεως καί διορθώσεως τῶν σφαλμάτων. Τό ἕνα ὀνομάζεται ἀκρίβεια, τό δέ ἄλλο ὀνομάζεται οἰκονομία καί συγκατάβαση. Μέ αὐτά τά δύο οἱ τοῦ Πνεύματος οἰκονόμοι κυβερνοῦν τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν, πότε μέ τό ἕνα, πότε μέ τό ἄλλο. Οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι καί οἱ προμνημονευθέντες Ἅγιοι, ἐφήρμοσαν τήν ἀκρίβεια καί ἀπέβαλαν τελείως τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν. Οἱ δέ δύο Σύνοδοι μετεχειρίσθησαν τήν
οἰκονομία. Ἄλλων ἐδέχθησαν τό βάπτισμα (Ἀρειανῶν καί Μακεδονιανῶν), ἄλλων δέ ὄχι (Εὐνομιανῶν κ.λπ.). Οἰκονόμησαν ἔτσι τά πράγματα, πρῶτον, ἐπειδή κατά τήν ἐποχή τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἤκμαζαν οἱ Ἀρειανοί καί Μακεδονιανοί, οἱ ὁποῖοι ὄχι μόνον ἦσαν κατά τό πλῆθος πολλοί, ἀλλά εἶχαν καί μεγάλες
δυνάμεις κοντά στούς βασιλεῖς καί ἄρχοντας καί τήν Σύγκλητον. Μέ αὐτόν τόν τρόπο πίστευαν ὅτι θά τούς ἥλκυαν στήν Ὀρθοδοξία καί θά τούς διώρθωναν εὐκολώτερα˙ καί δεύτερον, ἀντελήφθησαν οἱ Πατέρες ὅτι μέ τήν οἰκονομία δέν θά τούς ἐρέθιζαν, οὔτε θά τούς ἐξαγρίωναν ἐναντίον τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά γίνη μεγαλύτερο κακό. Ὅπως λέγει χαρακτηριστικά: «οἰκονομήσαντες τούς λόγους αὐτῶν ἐν κρίσει οἱ θεῖοι Πατέρες, ἐσυγκατέβησαν νά δεχθοῦν τό βάπτισμα αὐτῶν».
Ἐξ αἰτίας αὐτῆς τῆς συγκαταβάσεως ἡ Στ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος ἦλθε σέ ἀντίθεση καί μέ τόν ἑαυτό της καί μέ τήν Β΄ Οἰκουμενική. Μέ τόν ἑαυτό της ἦλθε σέ ἀντίθεση γιατί μέ τόν β΄ κανόνα της ἐδέχθη τούς Ἀποστολικούς κανόνες, τούς κανόνες τῆς Καρχηδόνος καί τῶν ἄλλων Πατέρων, ἐνῶ μέ τόν 95ον δέν ἀπέβαλλε ὅλων τῶν αἱρετικῶν τό βάπτισμα. Μέ τήν Β΄ Οἰκουμενική δέ, διότι ἐδέχθη τήν ἀκρίβεια τῶν Ἀποστολικῶν κανόνων καί τῶν λοιπῶν Πατέρων, ἐνῶ ἐκεῖνοι ἐδέχθησαν τό
βάπτισμα ὡρισμένων αἱρετικῶν. Μέ αὐτόν τόν τρόπο ἄφησαν νά ἐννοήσουμε ὅτι στήν Ἐκκλησία ἰσχύουν καί τά δύο καί ἡ ἀκρίβεια καί κατά τάς περιστάσεις ἡ οἰκονομία. Τό κύριον ὅμως καί κατ’ ἐξοχήν ἰσχύον στοιχεῖον στήν ὀρθόδοξη θεολογία καί πράξη εἶναι ἡ ἀκρίβεια. Αὐτή ἀποτελεῖ τήν ἐκκλησιολογική
καί μυστηριολογική βάση τῆς δομῆς τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ οἰκονομία εἶναι μιά παράλληλη ἀρχή στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας πού δίνει διέξοδο σέ
μερικές περιπτώσεις, χωρίς νά παραμερίζωνται αὐτά πού ἰσχύουν κατ’ ἀκρίβειαν σ’ αὐτήν.
Δεύτερος λόγος πού ἐσυγκατένευσαν οἱ Πατέρες, τούς μέν Ἀρειανούς καί Μακεδονιανούς νά τούς
δεχθοῦν χωρίς ἀναβαπτισμό, τούς δέ Εὐνομιανούς καί Σαβελιανούς, πού εἶναι ἰσοδύναμοι στίς αἱρετικές δοξασίες, νά τούς ἀναβαπτίσουν, εἶναι τό γεγονός ὅτι οἱ μέν πρῶτοι «ἐφύλαττον ἀπαράλλακτον καί τό εἶδος καί τήν ὕλην τοῦ Βαπτίσματος τῶν Ὀρθοδόξων» καί ἐβαπτίζοντο κατά τόν τῦπον τῆς Καθολικῆς Ἐκκλησίας, τουλάχιστον πρό τῆς συγκλήσεως τῆς Β΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, οἱ δέ δεύτεροι, τῶν ὀποίων τό βάπτισμα δέν δέχθησαν, ἐπαραχάραξαν τήν τελετή τοῦ Βαπτίσματος καί διέφθειραν εἴτε τόν τρόπον τοῦ εἴδους, δηλαδή τῶν ἐπικλήσεων, εἴτε τήν χρήση τῆς ὕλης, δηλαδή τῶν καταδύσεων καί ἀναδύσεων, βαπτιζόμενοι μέ μία μόνον
κατάδυση. Γεγονός εἶναι ὅτι ὁ δεύτερος τοῦτος λόγος τῆς ἐφαρμογῆς τῆς οἰκονομίας δέν εἶναι ἰσχυρός. Ἰσχυρότερος εἶναι ὁ πρῶτος λόγος πού ἀναφέρθηκε.
Κάνοντας ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὅλη αὐτή τήν ἱστορικοεκκλησιαστική ἀναφορά, χωρίς νά τήν θεωρῆ περιττή, τήν προβάλλει ὡς ἀναγκαιότατη γιά ὅλους τούς καιρούς, κυρίως ὅμως στήν σύγχρονη ἐποχή ὅπου γίνεται μεγάλη λογοτριβή καί
προκαλεῖ μεγάλη ἀμφισβήτηση τό τῶν Λατίνων βάπτισμα, ὡς καί ἡ ἀποδοχή τοῦ μικτοῦ γάμου, μερικές φορές καί τοῦ κοινοῦ ποτηρίου. Ἡ τριβή δέν γίνεται μόνον μεταξύ ἡμῶν τῶν Ὀρθοδόξων καί τῶν Λατίνων, ἀλλά καί μεταξύ ἡμῶν καί τῶν Μονοφυσιτῶν καί Ἀντιχαλκηδονίων ἀλλά καί τῶν φίλων αὐτῶν ὀρθοδόξων.
Δέν διστάζη δέ νά τοποθετηθῆ ἐξ ἀρχῆς εὐθέως ὅτι, σύμφωνα μέ αὐτά πού εἰπώθηκαν, τό βάπτισμα τῶν Λατίνων, ὡς καί ὁποιοδήποτε βάπτισμα αἱρετικῶν, εἶναι ψευδώνυμο βάπτισμα. Γι’ αὐτό οὔτε μέ τόν λόγο τῆς ἀκριβείας γίνεται δεκτό, οὔτε μέ τόν λόγο τῆς οἰκονομίας.
Μέ τόν λόγο τῆς ἀκριβείας δέν γίνεται δεκτό, πρῶτον, γιατί εἶναι αἱρετικοί. Τό ὅτι εἶναι αἱρετικοί δέν χωράει καμμιά ἀμφισβήτηση. Παραπέμπει στόν ἁγιώτατο Πατριάρχη Ἱεροσολύμων Δοσίθεο, τόν ὀνομαζόμενον παπομάστιγα, ὁ ὁποῖος ἀποδεικνύει τίς αἱρετικές κακοδοξίες τῶν Λατίνων. Ὡς ἐπίσης καί στόν Ἅγιο Μᾶρκο τόν Ἐπίσκοπο Ἐφέσου τόν Εὐγενικό, ὁ ὁποῖος παρρησία λέγει τά ἑξῆς: «Ἡμεῖς δι’ οὐδέν ἄλλον ἀπεσχίσθημεν τῶν Λατίνων ἀλλ’ ὅτι εἰσιν, οὐ μόνον σχισματικοί, ἀλλά καί αἱρετικοί». Ἀλλά καί τό γεγονός ὅτι τόσους αἰῶνες ἀπστρεφόμαστε τούς Λατίνους ὡς αἱρετικούς, καθώς καί τούς Ἀρειανούς καί Σαβελλιανούς καί τούς
πνευματομάχους καί τούς Μακεδονιανούς. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν εἶναι αἱρετικοί, ὄχι μόνον δέν μποροῦμε, ἐπ’ οὐδενί λόγῳ νά ἑνωθοῦμε μαζί τους, ἀλλά καί ὡς ἀπωλέσαντες τήν ἐνεργόν Χάριν τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, τούς θεωροῦμε οὐσιαστικά ἀβάπτιστους.
Δεύτερον, δέν γίνεται δεκτό οὔτε μέ τόν λόγο τῆς οἰκονομίας, ἐπειδή δέν φυλάττουν τίς τρεῖς καταδύσεις στόν βαπτιζόμενο, ὅπως ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία παρέλαβε ἀπό τούς Ἀποστόλους καί Πατέρας. Καινοτομήσαντες πρῶτοι τό Ἀποστολικόν Βάπτισμα ρίχνουν μέ μία
δέσμη τριχῶν στό μέτωπο τοῦ βρέφους λίγες ρανίδες ὕδατος. «Ἐν τρισί γάρ καταδύσεσι καί ἰσαρίθμοις ταῖς ἐπικλήσεσι τό Μυστήριον τοῦ Βαπτίσματος τελειοῦται, ἵνα καί ὁ τοῦ θανάτου τύπος ἐξεικονισθῇ καί τῇ παραδόσει τῆς θεογνωσίας τάς ψυχάς φωτισθῶμεν οἱ βαπτιζόμενοι», μαρτυρεῖ ὁ Μ. Βασίλειος.
Ἐφ’ ὅσον, λοιπόν, σύμφωνα μέ τά παραπάνω,
οἱ Λατίνοι δέν
μποροῦν νά τελειώσουν
ὡς αἱρετικοί καί παραχαράκτες τό Ἕν Βάπτισμα τῆς Ἐκκλησίας, ἐπειδή ἀπώλεσαν τήν τελεταρχική Χάρη, ἔστω κι ἄν προφέρουν τίς τρεῖς ἐπικλήσεις τῆς Ἁγίας Τριάδος, ὁ Ἅγιος ἐφιστᾶ τήν προσοχή σ’ ἐκείνους πού δέχονται τό ράντισμα τῶν Λατίνων. Ἔχουν καθῆκον νά στοχασθοῦν τί θά ἀποκριθοῦν στήν αὐθεντία τοῦ Ἀποστολικοῦ κανόνος καί τῶν λοιπῶν Πατέρων πού διδάσκουν τά ἀντίθετα. Προβάλλουν, λέγει, οἱ δεφένσορες αὐτοί τοῦ Λατινικοῦ ψευδοβαπτίσματος, ὅτι ἡ Ἐκκλησία μας συνήθισε νά τούς δέχεται κατά τήν ἐπιστροφή τους μέ Ἅγιο Μῦρο. Καί αὐτό ἀκόμη ἄν γίνεται φανερώνει καθαρά ὅτι συμβαίνει ἐπειδή εἶναι αἱρετικοί. Πολύ περισσότερο αὐτό ἰσχύει γιά ὅλες τίς παραφυάδες τῶν Προτεσταντῶν καί μαρτύρων τοῦ Γιεχωβᾶ.
Οὔτε, ὅμως, μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία σήμερα
νά μεταχειρισθῆ τήν Οἰκονομία τῆς Β΄ καί Στ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Διότι οἱ θεῖοι Πατέρες πού ἐφήρμοσαν τήν οἰκονομία, παραμερίζοντας προσωρινά
τούς Ἀποστολικούς
κανόνας μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἐπιστροφῆς των, ἐπέτυχον τοῦ σκοποῦ τούτου. Καί μέ τήν οἰκονομία αὐτή ἡ αἱρετικοί ἔγιναν ἡμερώτεροι καί ἐπέστρεψαν στήν εὐσέβεια καί σέ λίγους χρόνους ἤ τελείως ἐξέλιπον ἤ ἔμειναν πολλοί λίγοι.
Δέχεται ὁ Ἅγιος Νικόδημος ὅτι καλῶς οἱ πρό ἡμῶν Πατέρες οἰκονόμησαν καί ἀποδέχθησαν μέ Θεῖο Μῦρο τούς Λατίνους τῆς ἐποχῆς ἐκείνης, διότι ὁ παπισμός τότε ἤκμαζε καί κατεῖχε ὅλες τίς δυνάμεις τῶν Βασιλείων τῆς Εὐρώπης, τό δέ δικό μας Βασίλειο ἔπνεε τά λοίσθια. Ἦταν τότε ἀνάγκη νά γίνη αὐτή ἡ οἰκονομία, γιά νά μή ἐξεγείρη ὁ πάπας τά λατινικά γένη ἐναντίον τῶν Ἀνατολικῶν, ὥστε νά αἰχμαλωτίζουν καί νά φονεύουν καί
μύρια ἄλλα κακά καί
δεινά νά πράττουν. Τώρα ὄμως πού ἡ λύσσα τοῦ παπισμοῦ δέν ἰσχύει καί ἡ Θεία Πρόνοια κατέβαλε τήν ἐπηρμένην ὀφρύν τῶν παπικῶν, τί χρειάζεται πλέον ἡ οἰκονομία; Ἡ οἰκονομία ἔχει μέτρα καί ὅρια, καί δέν εἶναι παντοτινή καί ἀόριστη. Τήν στιγμήν μάλιστα πού στόν
παπισμό συνεχίζει νά ὑπάρχει ἀνυποχώρητη καί σατανική ἐπιμονή στήν αἵρεση.
Ὁ Ἅγιος Θεοφύλακτος Βουλγαρίας ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ὁ κατ’ οἰκονομίαν λοιπόν ποιῶν τι, οὐχ ὡς ἁπλῶς καλόν τοῦτο ποιεῖ, ἀλλ’ ὡς πρός καιρόν χρειῶδες». Εἶναι κακή οἰκονομία, λέγει ὁ Ἅγιος Νικόδημος, αὐτή πού οὔτε τούς Λατίνους μποροῦμε νά ἐπιστρέψωμε, ἀλλά καί ἡμεῖς γινόμεθα παραβάται τῶν ἱερῶν κανόνων, δεχόμενοι τό
ψευδοβάπτισμα τῶν αἱρετικῶν. «Οἰκονομητέον γάρ ἔνθα μή παρανομητέον», λέγει ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος.
Ἕως ὅτου ἐφαρμοσθῆ ἡ οἰκονομία, πάντως, οἱ Ἀνατολικοί ἐβάπτιζον τούς Δυτικούς, καθώς μαρτυρεῖ ἡ ἐν Λατερανῷ τῆς Ρώμης τοπική Σύνοδος τοῦ 1215. Καθώς ἐπίσης ὅτι δέν λειτουργοῦσαν σέ ναούς πού πρότερον ἐλειτούργησαν οἱ Λατίνοι, ἄν πρῶτα δέν τελοῦσαν ἁγιασμό.
Τῆς οἰκονομίας λοιπόν παρελθούσης, ἡ ἀκρίβεια καί ἡ τήρηση τῶν κανόνων τῆς Ἐκκλησίας παίρνουν τήν φυσική τους θέση.
Περαίνοντας τήν μικρή εἰσήγηση αὐτή θέλω νά ὑπογραμισθῆ μέ τρεῖς κουβέντες τό ἑξῆς: Ἐπειδή ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη Ἀποστολική καί Καθολική Ἐκκλησία καί ἡ ταμειοῦχος τῆς Χάριτος τῆς Ἁγίας Τριάδος, οἱ ποιμένες της πρέπει νά δείχνουν τήν
πνευματική τους εὐαισθησία: νά εἶναι σταθεροί καί ἀνυποχώρητοι στήν ἀκρίβεια πού διασφαλίζει τήν Ἀποστολικότητα καί τόν πλοῦτο τῆς Πεντηκοστῆς καί εὐέλικτοι καί διακριτικοί στήν
ποιμαντική τους διακυβέρνηση, ὥστε νά υἱοθετοῦν, ἄν χρειασθῆ, τήν συγκατάβαση χωρίς νά ἀποκλίνουν ἀπό τά παραδεδομένα, «ἐκμιμούμενοί πως τούς Πατέρας ἡμῶν».-
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου