Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ – ΟΙ ΣΩΜΑΤΙΚΕΣ ΠΡΑΞΕΙΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΝΟΙΑΣ



Αδελφοί και πατέρες, όπως στον κοινωνικό τομέα απασχολούν τον κάθε άνθρωπο τα μέσα, τα αίτια και τα πράγματα, τα οποία συντελούν στην επαγγελματική επιτυχία, έτσι και μεις θα ασχολούμαστε με τα μέσα και τα αίτια, που μας ωφελούν. Και αυτά είναι όσα βοηθούν στην πράξη και στη θεωρία, που είναι ο σκοπός της πάλης και του αγώνα μας. Στη διπλή μας υπόσταση, σώμα και ψυχή, αναλογούν και δύο τρόποι αγωνιστικότητας και ενέργειας, για να αναπλάσουμε και μεταμορφώσουμε το σύνολο της διαστροφής μας. Επειδή πρώτα πλάστηκε η υλική μας υπόσταση, το σώμα, αρχίζουμε την πράξη της ανάπλασης των χρεών και ελλείψεών του. Το θλιβερό επιτίμιο του Κυρίου μας στον προπάτορα Αδάμ, για την προδοσία του, ήταν το « γη ει και εις γην απελεύση» (Γέν. γ, 19). Πράγματι μετά την πτώση μπλεχτήκαμε στη ματαιότητα του κόσμου και με τη λήθη παραδοθήκαμε στην ολοκληρωτική λήθη του Θεού και του αρχικού μας προορισμού. Αρχίζουμε, λοιπόν, τώρα από τη φυλακή και τήρηση των σωματικών πράξεων, που, κατά τους Πατέρες μας, ορίζονται σε εφτά. Πρώτη, η ησυχία. Όταν ησυχάζουμε, αποχωριζόμαστε από τις ποικίλες αιχμαλωσίες της ματαιότητας, που μας προκάλεσαν τη λήθη του σκοπού μας. Τότε αρχίζουμε να βρίσκουμε τον εαυτό μας, τι μας λείπει και τι μας χρειάζεται για την αποθεραπεία. Ποιος είναι ο εαυτός μας; « Φρίξον ήλιε και στέναξαν η γη!». Το «κατ εικόνα και ομοίωσιν», αλίμονο, συντρίφτηκε ολοκληρωτικά και παραμορφώθηκε. «Παρασυνεβλήθη τοις κτήνεσι τοις ανοήτοις και ωμοιώθη αυτοίς» (Ψαλμ. μη, 12). Οταν, με ησυχία, πάψουμε να ενεργούμε τα έργα της άρνησης και προδοσίας, θα βάλουμε στη θέση της πράξης, την αντίθετη ενέργεια της ενάρετης ζωής. Στον τόπο των παραβάσεων και της αμαρτίας θα μπεί η μετάνοια και η αγαθοεργία. Εκεί που υπήρχαν οι διαχύσεις και η φιλήδονη ζωή, θα τεθεί η φιλοπονία και η άσκηση. Αντί της άρνησης του θείου νόμου θα εφαρμοστεί η φιλοθεΐα και η ευσέβεια. Δίκαια η ησυχία θεωρείται ως πρώτη «κατ ενέργειαν» πράξη αυτού, που θέλει να επιστρέψει στον «οίκο του Πατρός» απ όπου απέδρασε. Δεύτερη, η νηστεία μαζί με την εγκράτεια. Επειδή «δια βρώσεως εξήγαγε του Παραδείσου ο εχθρός τον Αδάμ», ο Κύριός μας άρχισε την ανάπλασή μας μέσα από τη νηστεία και εγκράτεια. Χρειάζεται πολλή νήψη και προσπάθεια στο θέμα της νηστείας, επειδή το ουσιωδέστερο στοιχείο της βιολογικής μας σύστασης είναι η τροφή και σ αυτό συγκεντρώνεται όλη η δύναμη τον πολέμου, αλλά και του εχθρού, ο οποίος με ευλογοφανή μέσα και στοιχεία αμύνεται. Γνωρίζοντας ότι δεν βαδίζουμε «δι είδους» (Β Κορ. ε, 7) ή στοιχείων ή μέσων, αλλά με μόνη την πίστη, αποκρούουμε τον υποκριτή «αφού αυτώ (τω Θεώ) μέλει περί ημών» (Α Πέτ. ε, 7) και «ουχί του ανθρώπου η οδός αυτού» (Ιερ. ι, 23). Με σταθερή πίστη στον Κύριό μας και στο παράδειγμά του, πραγματοποιούμε το έργο της νηστείας. Αυτός όχι μόνο τήρησε εγκράτεια, αλλά ολοκληρωτική νηστεία σαράντα ημερών, και μας απέδειξε ότι «ουκ επ άρτω μόνω ζήσεται άνθρωπος» (Ματ. δ, 4). Το πραγματικό χαλινάρι της ατίθασης φύσης τον σώματος, είναι η περικοπή των αναγκών της σύστασής του και ο περιορισμός στους κανόνες της χρείας (ανάγκης). Η ηδυπάθεια διέστρεψε τους φυσικούς νόμους της αναγκαιότητας, «το κατά φύσιν», στην τέρψη των αισθήσεων, στο «παρά φύσιν» και έτσι οι φυσιολογικοί νόμοι ανατράπηκαν. Ενώ το φυσιολογικό είναι να τρώμε για να ζούμε, το αντίστροφο, που σχεδόν επικρατεί σήμερα, είναι ότι ζούμε για να τρώμε! Αρα η λογική επιβολή της εγκράτειας και ο περιορισμός των αναγκών του σώματος, επιβάλλεται σε όσους θέλουν να ζουν κατά φύση. Και μια ιστορική ανασκόπηση της ανθρώπινης ζωής πείθει ότι όλοι όσοι διέπρεψαν ως πραγματικοί κύριοι της προσωπικότητάς τους, και πέτυχαν στις προσπάθειές τους, ήταν φορείς της εγκράτειας και της νηστείας, πριν ακόμα γνωρίσουν το θείο φωτισμό. Παραλείπω να αναφέρω τα επιτεύγματα, για να μην πω τους θριάμβους, των Πατέρων μας, γιατί όλοι τα γνωρίζουν από τους βίούς τους. Αυτά τα πέτυχαν γιατί είχαν ως αχώριστη στη ζωή τους, όχι μόνο τη γενική εγκράτεια, αλλά και την πείνα και τη δίψα και την κακοπάθεια. Νομίζω ότι όσα αναφέραμε είναι αρκετά για να πείσουν τους συνετούς, ως προς την αξία και σημασία της εγκράτειας και νηστείας ως δεύτερης σωματικής πράξης. Τρίτη σωματική πράξη είναι η αγρυπνία. Η εγκράτεια και έλλειψη κόρου (χορτασμού) στον ύπνο, που προκαλεί αύξηση της άνεσης και αταξία στις αισθήσεις. Η περιεκτική παράχρηση της ηδυπάθειας, η φιλαυτία, προκαλεί κατάχρηση των σωματικών απολαύσεων, στην οποία δεν ελέγχονται οι αισθήσεις. Στη θέση της λογικής μπαίνει το παράλογο και τότε επικρατεί η κτηνώδης ζωή. Τότε ο διάβολος επιβάλλεται στη σωστή ανθρώπινη κρίση και σπρώχνει στην πλήρη κατάχρηση, όπου ολοκληρωτικά απουσιάζει η θεία Χάρη και ο φωτισμός, που προέρχεται απ αυτήν. Είναι θαύμα, που και η χωρίς Θεό και φωτισμό ανθρώπινη γνώση, συνέλαβε τη σημασία της εγκράτειας, ως βάσης της ισορροπίας για τη φύση και τη ζωή. Πολλοί όχι μόνο ζούσαν, αλλά και δίδασκαν το χαλινάρι της εγκράτειας στον ύπνο και στη διατροφή. Τέταρτη σωματική πράξη, ειδικά για μας τους μοναχούς, είναι η συμμετοχή μας στις ακολουθίες. Είναι περιττό να σχολιάσουμε τη σημασία της προσευχής. Χωρίς αυτήν τίποτε και ουδέποτε επιτυγχάνεται. Αντιγράφοντας τους θεόσοφους και θεόπνευστους Πατέρες μας, ακολουθούμε την ιερώτατη παράδοση των Ακολουθιών με ψαλμωδίες, ως εκπλήρωση του χρέους μας προς το Θεό, που μας συνέχει και μας συντηρεί. Είναι και περιεκτικό σωσίβιο για όλους, ιδιαίτερα για όσους είναι αμελείς από τη φύση τους ή από συνήθεια. Αυτοί παραδειγματίζονται και παρακολουθούν, αφού οι Ακολουθίες είναι γενικός κανόνας, ως απαραίτητο χρέος της μοναστικής ζωής. Πέμπτη, βασίλισσα όλων των προσπαθειών και φροντίδων, είναι η προσευχή, το στοιχείο άμεσης ένωσής μας με το Θεό. Αν και όλες οι αρετές και καλωσύνες είναι ευάρεστες στο Θεό, η μόνη που τον ευχαριστεί, και που μας ενώνει μαζί του, είναι η προσευχή. Αυτήν κράτησαν οι δίκαιοι και άγιοι όλων των αιώνων και με αυτήν έγιναν φίλοι του Θεού. Και ο Κύριός μας, όταν βρισκόταν στην «κοιλάδα τον κλαυθμώνος» (Ψαλμ. πγ, 7), αυτήν πάντοτε κρατούσε κατά τον ευαγγελιστή. « Ην διανυκτερεύων εν τη προσευχή του Θεού» (Λουκ. ς, 12). Είναι το σπουδαιότερο μέσο ενθάρρυνσης και παρρησίας μας προς το Θεό, αφού μας προκαλεί στη χρήση της «εν παντί καιρώ και τόπω». «Αιτείτε και δοθήσεται υμίν, ζητείτε, και ευρήσετε, κρούετε, και ανοιγήσεται υμίν» (Ματ. ζ, 7) και «μη εκκακείτε εν ταις προσευχαίς» (πρβλ. Λουκ. ιη, 1). Με ελεγκτικά παραδείγματα, ο Κύριός μας, προσκαλεί στην επαινετή επιμονή της προσευχής. Εάν εσείς παίρνετε από τον πατέρα σας ό,τι του ζητήσετε, ρωτάει ο Κύριος, πόσο θα σας δώσει ο ουράνιος Πατέρας σας, όταν του ζητάτε ό,τι σας ωφελεί; Από την πρώτη αποκάλυψη του Θεού στον άνθρωπο δεν έλειψε ποτέ το θέμα της προσευχής. Κανένα άλλο μέσο δεν ένωνε και δεν συμφιλίωνε τον άνθρωπο με το δημιουργό του. Η προσευχή είναι το μόνο μέσο, που κατευνάζει τη θεία απόφαση και δικαιοσύνη. Αυτό είναι φανερό από την ιστορία της θείας επιφάνειας. Η προσευχή και η ευσπλαγχνία, ως γνήσιες θυγατέρες της θείας παναγάπης, μεταβάλλουν την απόφαση της δικαιοσύνης του και μένουν για τη δική μας δυστυχία τα μόνα και πραγματικά σωσίβια. Και ο ολέθριος και θρασύς αποστάτης Φαραώ, όταν πιεζόταν από την ανάγκη των πληγών του, προσευχήθηκε στο Θεό και αυτός τον άκουσε και ανέστειλε τις ποινές του. Και αυτοί ακόμα, οι τόσο πονηροί δαίμονες τον παρακάλεσαν να μην τους αποστείλει στην άβυσσο, αλλά να τους επιτρέψει να μπουν στους χοίρους, και τους άκουσε. Δεν θα ακούσει το μοναχό ή τον πιστό, που μέρα νύκτα περιστρέφει στα χείλη του το πανάγιό του όνομα και με στεναγμούς τον παρακαλεί; Μόνος του μας προκαλεί: «Επικάλεσαί με εν ημέρα θλίψεώς σου και έξελούμαι σε» (Ψαλμ. μς, 15). Δεν θα περιγράψουμε εδώ τις ιδιότητες και τα συστήματα της μακάριας αυτής παναρετής, που με λεπτομέρεια οι Πατέρες και η Γραφή προσδιορίζουν, αλλά μόνο τη σημασία της ως γενικώτερου καλού και μέσου, που μας συνδέει με τον Πλάστη μας και γίνεται μόνιμη σωτηρία και παρηγοριά στην ταραχή της τρικυμίας των ορατών και αόρατων εχθρών, τόσο της παρούσας όσο και της μελλοντικής προσδοκίας και ελπίδας μας. Έκτη σωματική πράξη είναι η ανάγνωση και η μελέτη, τόσο της Αγίας Γραφής, όσο και των διηγήσεων των βίων των πρακτικών Πατέρων μας καθώς και των λόγων τους. Ο άνθρωπος, όπως αναφέραμε σε άλλη κατήχηση, μετά την πτώση, άφου έχασε το αμετάβλητο της προσωπικότητας και απέκτησε «εγκειμενην επι τα πονηρά διάνοιαν» (πρβλ. Γέν. η, 21), έγινε θύμα της επιρροής του τόπου, τον τρόπου και του περιβάλλοντος. Για άμυνα και συμπαράσταση δόθηκαν τα καλά παραδείγματα και οι εικόνες, που εμποδίζουν τον άνθρωπο να εκτροχιαστεί. Σηκώνουν την πεσμένη διάνοια και τη σπρώχνουν στη μίμηση του καλού, αφού η ικανότητα μίμησης δεν αφαιρέθηκε από τον άνθρωπο. Και ένας από τους λόγους της θείας κένωσης και παρουσίας του Κυρίου, είναι να γίνει σε μας παράδειγμα ενάρετης ζωής και πρακτικής αγάπης έναντι της δικής μας άρνησης. Η ενάρετη και πρακτική ζωή του Κυρίου μας, με τα αναρίθμητα παραδείγματα των πλανεμένων και διεφθαρμένων ανθρώπων που, μιμούμενοι τη ζωή και τους λόγους του, μεταβλήθηκαν και μετάλαβαν τον άγιασμον, δεν αφήνει περιθώρια δικαιολογίας σε κανένα να μείνει αδιόρθωτος και πλανεμένος. Για την ασφάλεια του ασταθούς ανθρώπινου χαρακτήρα, ο Κύριος νομοθέτησε στο μωσαϊκό νόμο τη συνεχή μελέτη του θείου νόμου. «Και εν τω νόμω αυτού μελετήσει ημέρας και νυκτός» (Ψαλμ. α, 2). Αλλά και οι πνευματικοί μας Πατέρες για ποιό λόγο ακούραστα κατέγραψαν τα τόσα ωφέλιμα βιώματα και παραδείγματά τους, παρά για το στηριγμό της δικής μας αδυναμίας και ακαταστασίας; ΄Εβδομη σωματική πράξη, αν είναι ανάγκη να την αναφέρουμε, είναι η προσοχή μας, ώστε οι σύμβουλοι και οδηγοί μας να είναι αποδεδειγμένα «πνεύματι αγίω φερόμενοι» (Β Πέτ. α, 21) και όχι με ανθρώπινες γνώσεις και σοφία μόνο. Όταν η Γραφή υποδεικνύει «οι ειρηνεύοντές σοι έστωσαν πολλοί οι δε σύμβουλοί σου εις από χιλίων» (Σοφ. Σολ. στ, 6) αυτό ακριβώς εννοεί. Να μην παραδεχόμαστε τόσο εύκολα γνώμες και συμβουλές από πρόσωπα, που στερούνται πρακτικής πείρας στην πνευματική ζωή, ώστε αντί να στηριχτούμε σε ράβδο να κρατήσουμε καλάμι, που όχι μόνο δεν θα μας στηρίξει, αλλά θα τρυπήσει και το χέρι μας. Πίσω από όσα ταπεινά περιγράψαμε,  όχι   με δικά  μας,  αλλά   με  λόγια  των  Πατέρων  μας,  απομένει η 
«υπομονή και ελπίδα η τα πάντα βεβαιούσα».

Πηγή : ΙΩΣΗΦ ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΟΥ, ΒΑΤΟΠΑΙΔΙΝΕΣ ΚΑΤΗΧΗΣΕΙΣ, σσ. 36-38.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου