Ἑορτάζει ἡ Ἐκκλησία
μας σήμερα τὴν μνήμη τοῦ Ἁγίου
Ἰωάννου τοῦ Ἐλεήμονος, Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας. Ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης
κατήγετο ἀπὸ τὴν Κύπρο. Ὑπῆρξε
τέκνο εὐσεβῶν καὶ πλουσίων γονέων. Ἂν καὶ
ἀνετράφη μέσα στὴν ἄνεσι, ἔστρεψε ὅλη
του τὴν διάθεσι καὶ προσοχὴ
στὴν εὐσέβεια.
Διαβλέποντας ἡ Θεία Χάρις μέσα στὴν ἁγνὴ ψυχή του, ὅτι
θὰ ἀπέδιδε
πολὺ πνευματικὸ καρπὸ στὸ μέλλον, τὸν
προώρισε καὶ τὸν ἀνεβίβασε στὸν θρόνο τοῦ
Πατριαρχείου Ἀλεξανδρείας, ποὺ ἤκμαζε
τότε. Στὸν βίο του ἀναφέρεται ἕνα
σύμβολο, ποὺ ἔδειξε ἡ Χάρις γιὰ τὴν
μέλλουσά του διαγωγή. Εἶδε στὸν ὕπνο
του μιὰ ὡραία
κόρη στεφανωμένη μὲ κλάδο ἐλαίας, ἡ
ὁποία τοῦ
εἶπε: «Ἐγὼ εἶμαι
ἡ πρώτη θυγάτηρ τοῦ βασιλέως. Ἂν
μὲ ἀγαπήσης,
ἔχω τὴν
δύναμι νὰ σὲ ὁδηγήσω εἰς αὐτόν».
Ὁ Ἅγιος
συνεπέρανε ὅτι αὐτὴ ἦτο ἡ
Χάρις τῆς συμπαθείας καὶ τῆς
ἐλεημοσύνης.
Πράγματι. Τὸ
κεντρικώτερο σημεῖο ποὺ εὑρίσκεται
μέσα στὴν θεοπρεπὴ μεγαλωσύνη, εἶναι
ἡ συμπάθεια. Αὐτὴ ἐκίνησε τρόπον τινὰ τὸν Θεὸ νὰ
δημιουργήση τὸν κόσμο ἐκ τοῦ
μηδενός. Ἀλλὰ καὶ ὅταν ἐχρεωκόπησε
ὁ κόσμος μὲ τὴν ἰδική του ἀπροσεξία,
καὶ ἐγκατέλειψε
τὴν ἰσορροπία,
πάλι ἀπὸ
συμπάθεια καὶ ἐλεημοσύνη ἔκανε τὴν «κένωσί» Του ὁ Θεὸς Λόγος. Ἐπεδήμησε στὸν
κόσμο αὐτό, ἐφόρεσε τὴν ἰδική μας «πτώχεια» καὶ ἐνεκάλεσε στὴν ἰσορροπία
τὴν διασαλευθεῖσα κτίσι. Μονογενὴς
θυγάτηρ τοῦ Θεοῦ, ἡ ἐλεημοσύνη. Αὐτή,
διὰ νὰ
ἐπανέλθωμε στὸν βίο τοῦ Ἁγίου, προεκάλεσε τὸν νέο τότε καὶ τοῦ εἶπε:
«Ἐὰν μὲ
ἀγαπήσης, ἐγὼ θὰ σὲ ὁδηγήσω στὸν
βασιλέα, διότι ἔχω πολλὴ παρρησία εἰς
αὐτόν». Ὅταν
προεχειρίσθη Πατριάρχης Ἀλεξανδρείας, ἡ πόλι, ἀλλὰ καὶ
ὁλόκληρη ἡ
περιοχὴ τῆς
δικαιοδοσίας του εἶχε ὑποστεῖ
πολλὲς δοκιμασίες, διότι ἦταν ἡ
περίοδος ποὺ ἄρχισε νὰ ἐξαπλώνεται τὸ
Ἰσλάμ. Ἄρχισαν
ἐπιδρομὲς
στὰ μέρη ἐκεῖνα, ποὺ
ἐπίεζαν τὸν
χριστιανικὸ κόσμο. Προστέθηκαν εἰς αὐτὰ καὶ
διάφορες θεομηνίες, ὅπως ἀνομβρίες, ποὺ
προκαλοῦσαν φτώχεια, πεῖνα καὶ
δυστυχία. Ἡ περιοχὴ ἦταν
καταδικασμένη, ἐπειδὴ ὁ
Νεῖλος ποταμὸς δὲν ἐπλημμύριζε, λόγω τῆς ἀνομβρίας τῶν χωρῶν
ὅπου εὑρίσκοντο
οἱ πηγές του. Καὶ μέσα εἰς αὐτὲς
τὶς συμφορές, οἱ χριστιανοὶ ἐζητοῦσαν
καταφύγιο, ἐλεημοσύνη, τροφὴ καὶ
συμπαράστασι στὴν μεγάλη πόλι τῆς Ἀλεξανδρείας.
Τότε ὁ Ἅγιος
Ἰωάννης, ποὺ ἦταν ὁ κατάλληλος ἄνθρωπος
στὴν κατάλληλη στιγμὴ καὶ
θέσι, ἐπέδειξε τὶς διαθέσεις τῆς ψυχῆς του. Ἐφανέρωσε
τὴν πολλὴ
συμπάθεια ποὺ εἶχε. Τότε ἡ
Ἐκκλησία ἦταν
ἀνεξάρτητη οἰκονομικά. Εἶχε πόρους ἰδικούς της καὶ
δὲν εἶχε
ἀνάγκη συμπαραστάσεως τῆς πολιτείας. Σὲ
δύσκολες μέρες ἠμποροῦσε νὰ
κυβέρνηση τὸν λαό. Δημιουργοῦσε νοσοκομεῖα,
θεραπευτήρια, ἐκπαιδευτήρια καὶ πρακτικὰ
ἐβοηθοῦσε
τοὺς ἀνθρώπους.
Σ᾿ ἐκεῖνες τὶς
ἡμέρες ἔδειξε
τόσο πολὺ τὴν ἀμίμητη ἐλεημοσύνη του ὁ
Ἅγιος, ὥστε
δικαίως ὠνομάσθη «Ἐλεήμων». Τὸν
μὲν βίο του ἠμπορεῖ νὰ μελετήσῃ
ὁ καθένας μας· ἐκεῖνο ὅμως ποὺ
θέλομε νὰ τονίσωμε καὶ ποὺ
εἶναι ὠφέλιμο
γιὰ μᾶς
εἶναι ὁ
ἀκριβὴς
τρόπος τῆς συμπάθειας πρὸς τὸν
πλησίον, ποὺ εἶναι ὁ ἕνας πόλος τοῦ
προορισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου.
Δυὸ εἶναι οἱ
πόλοι στοὺς ὁποίους κινεῖται ὁ ἄνθρωπος
σὰν ἕνα
τέλειο καὶ λογικὸ ὅν. Ὁ μὲν
ἕνας εἶναι
τὸ νὰ
ἀγαπήση τὸν
Θεὸ «ἐξ
ὅλης ψυχῆς, ἐξ
ὅλης ἰσχύος, ἐξ
ὅλης καρδίας» καὶ ὁ
δεύτερος νὰ ἀγαπήση «τὸν
πλησίον ὡς ἑαυτόν». Ἐὰν
ἐπιτύχη τὸ
πρῶτο, ὁπωσδήποτε
θὰ ἐπιτύχη
καὶ τὸ
δεύτερο.
Πῶς
θὰ κινηθῆ ὁ
ἄνθρωπος γιὰ νὰ
ἀγαπήση «Κύριον τὸν Θεόν του»;
Γιὰ νὰ ἀγαπήση
κανεὶς τὸν
Θεὸ καὶ
νὰ Τὸν
λατρεύση, πρέπει νὰ Τὸν πιστεύση σωστά. Γιὰ νὰ Τὸν πιστεύση σωστά, πρέπει νὰ Τὸν
γνωρίση. Προηγεῖται ἐδῶ ἡ εἰσαγωγικὴ γνῶσι.
Ἡ εἰσαγωγικὴ γνῶσι,
γεννᾷ τὴν
εἰσαγωγικὴ
πίστι. Ἂν ἡ εἰσαγωγικὴ γνῶσι
δὲν διαφθαρῆ ἀπὸ ἐπιδράσεις
ξένων θεωριῶν, αὐτομάτως γεννᾷ τὴν πίστι. Διότι ἡ πίστι εἶναι ὑπόστασι
ψυχική. Δὲν εἶναι ἐπινόησι,
ὅπως προσπαθοῦν νὰ μᾶς ἀποπλανήσουν
οἱ διάφοροι ὑλιστὲς σήμερα. Ἡ πίστι εἶναι
ὑπόστασι τοῦ πνευματικοῦ κόσμου. Εἶναι συμφυὴς
τῆς πνευματικότητος τῶν λογικῶν
ὄντων.
Ὅταν ὁ νοῦς
εἶναι ὑγιής,
ὁ ἄνθρωπος
δὲν ἠμπορεῖ παρὰ
νὰ πιστεύση, νὰ παραδεχθῆ, ὅτι δὲν
εἶναι δυνατὸ νὰ ὑπάρχει αὐτὴ ἡ ἁρμονία στὸ
σύμπαν, χωρὶς νὰ ὑπάρχει κάποια δύναμι,
κάποια ἐξουσία, ἡ ὁποία ἔχει βάλει στὴν
γραμμὴ ὅλα
αὐτὰ
καὶ τὰ
προνοεῖ. Σύμφωνα μὲ τοὺς
κανόνες τῆς φυσικῆς, τίποτε δὲν
εἶναι αὐθύπαρκτο.
Παρὰ τὶς
τόσες ἔρευνες καὶ παρὰ τὸ πεῖσμα
τῆς ἀπιστίας,
δὲν ἀπεδείχθη
τὸ ἀντίθετο.
Μὲ τὴν εἰσαγωγικὴ πίστι ἀρχίζει
κανεὶς νὰ
πιστεύῃ, ὅτι
πραγματικὰ ὑπάρχει Θεός. Τὸ θέμα τῆς πραγματικῆς
πίστεως λύνεται μὲ τὴν ἀποκάλυψι.
Ἐμεῖς
σήμερα, δὲν ἔχομε ἀνάγκη νὰ ψηλαφίσωμε, νὰ
ἀνακαλύψωμε τὸν Θεό. Μὲ τὴν «κένωσι» τοῦ
Θεοῦ Λόγου, μὲ τὴν παρουσία τοῦ ἑνὸς προσώπου τῆς
Μακαρίας Τριάδος, εἰσερχόμεθα μέσα στὴν πίστι αὐτὴ ποὺ
παραδίδει ἡ Ἐκκλησία μας, τὸ κέντρο
τῆς Ἀποκαλύψεως.
Διότι ἐμεῖς
δὲν ἐνδιαφερόμεθα
νὰ μάθωμε ἐὰν ὑπάρχη Θεός, ἀλλὰ ἀποβλέπομε στὸ
νὰ ρυθμίσωμε τὶς σχέσεις μας μαζί Του.
Ἐμεῖς, ὡς
μεταπτωτικοὶ ἄνθρωποι, δὲν ἠμποροῦμε
νὰ ὑπάρξωμε
χωρὶς τὴν
παρουσία τοῦ Θεοῦ. Ὑποκείμενοι τώρα μέσα
στὸν θάνατο, τὴ φθορά, τὴν ροή, τὸν πόνο καὶ
τὸν ὄλεθρο,
πρέπει νὰ ἐλευθερωθοῦμε ἀπὸ αὐτά. Καμμία δύναμι δὲν ἠμπορεῖ νὰ
μᾶς ἐλευθέρωση
ἐκτὸς
ἀπὸ
τὸν Θεό. Χωρὶς τὴν μυστηριώδη
παρουσία τῆς προνοίας Του, δὲν ἠμποροῦμε νὰ
ὑπάρξωμε, οὔτε ἐμεῖς, οὔτε
κανένα στοιχεῖο. Ἔχομε ἀνάγκη
τῆς προσωπικῆς μας σωτηρίας, διότι τὸ
φάσμα τοῦ θανάτου ἐπικρεμμᾶται
ἐπάνω μας. Δὲν ἠμποροῦμε νὰ
ἀπαλλαγοῦμε
ἀπὸ
αὐτό. Ἀγόμεθα
μέσα στὸν μύλο τοῦ θανάτου πρὸς
καταστροφὴ καὶ ἀπώλεια. Πρέπει ὁπωσδήποτε νὰ
ἀπαλλαγοῦμε.
Γιὰ νὰ
γίνῃ αὐτό,
πρέπει νὰ ἔχωμε σχέσεις μὲ Αὐτόν, ποὺ
εἶναι ἡ
ἀπόλυτη Αὐτοζωία.
Μόνο ἡ ἀπόλυτη
αὐτοζωία ἠμπορεῖ νὰ
καταργῇ τὸν
θάνατο καὶ νὰ ἐλευθερώνῃ δυναμικὰ
ὅσους καταφεύγουν εἰς Αὐτόν.
Τότε, μεταφερόμεθα ἀπὸ τὴν
εἰσαγωγικὴ
πίστι στὴν πίστι τῆς θεωρίας. Στὴν
πραγματικὴ πίστι ποὺ σημαίνει ὑποταγὴ στὸ
Θεῖο θέλημα. Ἐμεῖς εἴμεθα ἕτοιμοι
νὰ προσφέρωμε ὅ,τι θέλει ὁ Θεός. Αὐτὴ ἡ ὑποταγὴ στὸ
Θεῖο θέλημα, εἶναι αὐτὸ ποὺ
περικλείεται στὴν ἐντολὴ
«ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ
ὅλης ψυχῆς,
ἐξ ὅλης
καρδίας, ἐξ ὅλης διανοίας».
Μὲ
τὴν ὑποταγὴ
στὸν Θεό, ἐφαρμόζομε τὴν
ἀγάπη μας πρακτικά. Ἡ ὑποταγὴ εἶναι
τὸ ὄργανο τῆς
ἀγάπης. Ἀγάπη ἀφηρημένη
δὲν εἶναι
δυνατὸ νὰ
ὑπάρξη. Ἡ
ἀγάπη εἶναι
συγκεκριμένη. Πῶς θὰ μεταδώσης πρακτικὴ ἀγάπη ἐὰν δὲν
κινηθῆς νὰ
ὑπηρέτησης αὐτὸν ποὺ λέγεις ὅτι
ἀγαπᾷς;
Ἀφοῦ
λοιπὸν πιστεύσης στὸν Θεὸ
θὰ ἐφαρμόσης
καὶ αὐτὰ ποὺ
ζητᾷ ἀπὸ σένα, μὲ
ὅλη σου τὴν
ψυχή. Ὄχι «κατ᾿ ὀφθαλμό-δουλεία» ἀλλὰ ἐκ προθέσεως ὁλοκλήρου.
Ἀποδεικνύοντας ὅτι ἐξ ὁλοκλήρου ἀγαπᾶμε τὸν
Θεὸ καὶ
προτιμοῦμε Αὐτὸν καὶ τὸ
θέλημά Του, περισσότερο καὶ ἀπὸ τὴν ἰδική
μας ζωή, πείθομε τὸν Θεὸ καὶ
ἔρχεται καὶ ἑνώνεται μαζί μας.
Γίνεται ἡ πραγματικὴ ἕνωσι
Θεοῦ καὶ
ἀνθρώπου, αὐτὸ ποὺ ὀνομάζομε
«Θεανθρωπισμό», ποὺ μὲ τὴν
παρουσία Του ὁ Θεὸς Λόγος μᾶς
ἐδίδαξε πρακτικά. Καὶ ὅταν
ἐμεῖς
δώσωμε στὸν Θεὸ ὅ,τι ὑπάρχει μέσα στὸ
περιθώριο τῆς ἀγάπης μας, τότε καὶ Αὐτὸς
δίδει ὅ,τι ἔχει πρὸς ἐμᾶς.
Τὴν ἰδική
Του ἀγάπη, τὶς ἰδικές Του ὑποσχέσεις. Ἐφαρμόζεται
αὐτὸ
ποὺ λέγει ὁ Ἰησοῦς μας. «Ἐκεῖνος ἐστὶν ὁ ἀγαπῶν
με, ὁ ἔχων
τὰς ἐντολάς
μου καὶ τηρῶν αὐτᾶς» καὶ
τότε «ὁ ἀγαπῶν με ἀγαπηθήσεται
ὑπὸ
τοῦ Πατρός μου καὶ ἐγὼ καὶ
ὁ Πατὴρ
ἐλευσόμεθα καὶ μονὴν παρ᾿ αὐτῷ ποιήσομεν». Ὁ
ἄνθρωπος μετέχει, ὅταν φθάση εἰς
αὐτὴ
τὴν θέσι, στὶς Θεῖες ἰδιότητες. Συμβαίνει ὅ,τι καὶ
μὲ τὸ
σίδερο ποὺ τὸ βάζομε μέσα στὴν
φωτιά. Γίνεται καὶ αὐτὸ
φωτιά. Κοκκινίζει καὶ παίρνει ὅλες τὶς
ἰδιότητες τῆς φωτιᾶς, χωρὶς νὰ
ἀλλάζῃ.
Μένει σίδερο, ἀλλὰ καίει καὶ
φωτίζει ὅπως ἡ φωτιά. Τὸ ἴδιο συμβαίνει μὲ τὸν ἄνθρωπο ποὺ
ἐπῆρε
τὶς Θεῖες
ἰδιότητες. Γίνεται ὅλος ἀγάπη
καὶ τότε ἀγαπᾷ «τὸν
πλησίον ὡς ἑαυτόν». Δὲν ζῇ γιὰ
τὸν ἑαυτό
του. Γίνεται ἀκριβῶς αὐτὸ ποὺ
λέγει ὁ Ἀπόστολος Παῦλος.
«Ἕκαστος τῷ πλησίῳ
ἀρεσκέτω εἰς τὸ
ἀγαθὸν πρὸς
οἰκοδομήν». Καὶ ὁ Ἰωάννης λέγει ἕνα τολμηρότερο. «Τὰς
ψυχὰς ἡμῶν
ὀφείλομεν ὑπὲρ
τῶν ἀδελφῶν
ἡμῶν τιθέναι». Εἰς αὐτὴ τὴν θέσι, εἰς
αὐτὴ
τὴν κληρονομιὰ ἔφθασαν οἱ Πατέρες μας καὶ ἀφοῦ κατὰ
μόνας κατόρθωσαν νὰ ἀγαπήσουν τὸν
Θεό, ἐξ ὅλης
ψυχῆς, ἐξ
ὅλης καρδίας, ἐξ ὅλης διανοίας καὶ ἐδέχθησαν
τὶς Θεῖες
ἐνέργειες, ἐστράφησαν ὕστερα σὲ μᾶς
τοὺς ἀσθενεῖς καὶ
ἀδυνάτους, μεταδίδοντας ὅλη τὴν
συμπάθεια καὶ ἀγάπη ποὺ τοὺς ἔδωσε
ὁ Θεός. Ὁ
Ἅγιος Ἰωάννης
ὁ Ἐλεήμων
εἶναι ἕνας
ἐξ αὐτῶν τῶν
τόσων πολλῶν ποὺ ἡ Ἐκκλησία μας πλουτεῖ. Μὲ τὶς πρεσβεῖες
του εὔχομαι νὰ ξεκινήσωμε μὲ καλὴ πρόθεσι, ἀγαπῶντες πρῶτα
τὸν Θεὸ
καὶ μετὰ
τὸν πλησίον μας. Ἀμήν.
Πηγή : ΙΩΣΗΦ ΜΟΝΑΧΟΥ, ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ", ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1989.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου