Τετάρτη 23 Μαΐου 2012

Ο ΤΕΛΩΝΙΣΜΟΣ ΤΩΝ ΨΥΧΩΝ – ΔΙΗΓΗΣΗ ΤΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΜΑΘΗΤΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΟΥ ΝΕΟΥ Γ΄


17. Το τελώνιον της άρσενοκοιτίας
Καί άναβαίνοντες ολίγον άπαντήσαμεν τό τελώνιον της άρσενοκοιτίας, τό όποίον εξετάζει τους άρσενοκοίτας. Ό πρώτος αυτών ,έκάθητο υψηλά ώς φοβερός δράκων μέ άσχημον πρόσωπον, έχων υπό τάς διαταγάς του χίλια δαιμόνια, άλλαξε δέ χιλιάδας μορφάς, πότε μεν έφαίνετο ώς δράκων, πότε δέ ώς ποντικός, καί πότε ώς αγριόχοιρος εξαγριωμένος, πότε ώς θηριόψαρον της θαλάσσης. Τριγύρω δέ αυτού  ήσαν άκαθαρσίαι καί βρώμα ανυπόφορος, καί ώς έπί τραπέζης έκοίτετο καί άνεπαύετο, οί δέ ύπηρέται αύτού, οί όποίοι έξήταζον τά αμαρτήματα, ήσαν ώς αγάλματα καί εξαγριωμένοι κατά πάνω μου. Άλλα βλέποντας ότι ήμουν γυναίκα, δέν είχον τίποτε νά κατηγορήσουν, ούτε πώς έκοιμήθήν μέ άλλην γυναίκα καί ήμάρτησα. Καί χάριτι Θεία ήλευθερώθημεν άπό τήν άκαθαρσίαν αυτών καί έπλησιάσαμεν είς τήν θύραν του ουρανού. Άναβαίνοντες δέ μου έλεγον οί Άγγελοι ότι πολλαί ψυχαί φθάνουν έως έκεί ανεμποδίστος έκ τών άλλων τελωνίων διά νά προσκυνήσουν τον άγιον θρόνον του Θεού, καί αυτό τό τελώνιον της άρσενοκοιτίας τους γκρεμίζει είς τον άχαριν Άδην διά τήν αίσχράν πράξιν της άρσενοκοιτίας, διότι ετούτη ή κατηραμένη άρσενοκοιτία παροργίζει τον Θεόν περισσότερον άπό όλας τάς άλλας αμαρτίας.
18. Τό τελώνων τών χρωματοπροσώπων
Ομιλούντες διά ταύτα έφθασάμεν είς τό τελώνιον οπού εξετάζει τάς γυναίκας καί τους άνδρας οπού βάζουν φτιασίδια και στολίζουν τά πρόσωπα τους με διαφόρων χρωμάτων εύωδίας, επειδή τήν μορφήν οπού τους έδωσεν ό Θεός δέν τους άρεσεν, αλλά τήν έκαταφρόνησαν καί τήν άπέβαλαν θεληματικώς καί έδέχθησαν τήν έδικήν τους μορφήν. Καί ετούτη έλεγον τό έκαμε δύο φοράς, δι’ αυτό είναι δίκαιον νά τήν πάρωμεν ήμείς. ΟΙ δέ Άγγελοι έφερναν τάς καλάς μου πράξεις είς τό μέσον καί με πολύν κόπον πληρώσαντες ικανά άνεχωρήσαμεν.
19. Τό τελώνιον της μοιχείας
Καί άναβαίνοντες έφθάσαμεν είς τό τελώνιον της μοιχείας, τό όποιον εξετάζει τους μοιχούς καί τάς μοιχαλίδας, εκείνους δηλαδή οπού, ένώ είναι ύπανδρευμένοι, πηγαίνουν.μέ ξένους συζύγους καί μολύνουν τό στεφάνι των. Καί μαζί μέ τούτους εξετάζει καί τους παρά φύσιν άμαρτάνοντας άνδρας είς τάς γυναίκας των καί όλους τους μιαρούς πού μολύνουν τά στεφάνια των. Άλλ' επειδή χάριτί θεία δέν είχον είς ταύτα να μέ κατηγορήσουν τά δαιμόνια, άνεχωρήσαμεν και Εντεύθεν.
20. Το τελώνιον του φόνου
Καί άναβαίνοντες ολίγον τι έφάνη τό τελώνιον τοΰ φόνου, τό όποιον Εξετάζει τους φονείς καί όσους άπό θυμόν έκτύπησαν κανένα, «καί έν συντόμω να είπή τις ζυγίζουν πάσαν άδικίαν. "Οθεν έξωδεύσαμεν καί έκεί ένα τι καί άνεχωρήσαμεν.
21. Τό τελώνιον της κλοπής
Και αναβαίνοντες δέ έσυναντήσαμεν τό τελώνιον τής κλοπής. Καί έξήταζον εκείνοι οι τύραννοι όλας τάς κακάς πράξεις τής ζωής μου, έπληρώσαμεν δε καί έκεί μικρόν καί άνεχωρήσαμεν.
22. Τό τελώνιον τής πορνείας
Καί άναβαίνοντες μακράν επάνω έπλησιάσαμεν είς τήν θύραν τοΰ ουρανού καί έφθάσαμεν είς τό τελώνιον τής πορνείας. Ό μεγάλος αυτών έφόρει ένα φόρεμα ραντισμένον μέ αφρούς καί αίματα καί έχαίρετο ώς νά ήτο λαμπροστολισμένος μέ βασιλικόν φόρεμα. Μου είπαν δέ οι "Αγγελοι ότι τούτο έγινεν άπό τάς πολλάς ακαθαρσίας καί πορνείας των ανθρώπων. "Αμα δέ μας είδαν, έπήδησαν επάνω μας καί έθαύμαζον πώς ήδυνήθημεν καί έπεράσαμεν τόσα τελώνια καί έφθασάμεν προς αυτούς, καί έτσι αρχίνησαν νά εξετάζουν ένα καθένα. Και ουχί μόνον τά αληθή μου έργα έλεγον καί μέ κατηγόρουν, αλλά καί πολλά ψέματα, φέροντες τά ονόματα των εραστών μου. Καί ταύτα λέγοντες, έδοκίμαζαν νά μέ άρπάσουν άπό τάς χείρας τών Αγγέλων καί νά μέ ρίψουν είς τον άχαριν Άδην. Καί οι "Αγγελοι έλεγαν* ταύτα πάντα προ πολλού τά έπαραίτησεν. Άλλ' εκείνοι τους άντέλεγον λέγοντες* καί ημείς γνωρίζομεν ότι τά είχε παραιτήσει, αλλά μας ήγάπα καί δια τούτο ποτέ δέν μας άπηρνείτο, αλλά τά είχεν είς τήν καρδίαν της κρυμμένα καί δέν τά έξωμολογήθη ποτέ είς τόν Πνευματικόν, ούτε ετράβηξε κανόνα, ούτε συγχώρεσιν  έλαβε άπό Πνευματικόν, καί πόθεν αυτή έλαβε τήν τόσην πολλήν χάριν καί λάμπει ωσάν τόν ήλιον; Καί άπορούσαν καί ζητούσαν νά με κρατήσουν ή να ζυγίσουν τά καλά μου έργα με τα δικαιώματα των, γιά νά με εξαγοράσουν, Οί δε Άγγελοι με υπερασπίζοντο καί δίδοντας κατά τά ζήτημα των καί λαμβάνοντας με επορευόμεθα καί έτριζαν τούς οδόντας των εκείνοι οι ακάθαρτοι δαίμονες, διότι ανελπίστως άπό αυτούς γλύτωσα. Μού έλεγαν δε οί άγιοι "Αγγελοι* ήξευρε ότι από ετούτο τό τελώνιον όλιγοστές ψυχές δύνανται νά περάσουν χωρίς μεγάλην ζημίαν των. Διότι οί άνθρωποι του κόσμου άπό τήν πολυφαγίαν καί άπό τήν κακήν έπιθυμίαν τής πορνείας, καί μάλιστα εκείνοι οπού δεν γνωρίζουν τάς Γραφάς καί τό βάρος τών αμαρτιών των καί τήν κρίσιν καί τιμωρίαν οπού κάμνει ό θεός εις αυτούς, καί οί περισσότεροι τών ανθρώπων άπό ετούτο τό τελώνιον πίπτουν είς τόν σκοτεινόν καί άχαρον "Αδην. Έσύ όμως με τήν βοήθειαν τοΰ Γέροντος σου εγλύτωσες άπό τάς χείρας καί τούτου του τελωνίου* καί φόβον πλέον δεν έχεις άπό εδώ καί επάνω, με τήν χάριν καί εύσπλαγχνίαν του Θεού, διότι χάριν τού δούλου Του Βασιλείου σέ ήλέησεν.
23. Τό τελώνιον της άσπλαγχνίας
Καί λέγοντάς μου ταύτα εσυναντήσαμεν τό τελώνιον τής άσπλαγχνίας καί σκληροκαρδίας τό οποίον εξετάζει μετά μεγάλης κακίας καί ακριβείας τους άνελεήμονας καί μισαδέλφους. Ό πρώτος αυτών εκάθητο με πολλήν αγριότητα καί έκαμνεν όλα τά σχήματα εκείνα οπού κάμνουν εκείνοι οπού πάσχουν άπό πτωχείαν καί άσθένειαν καί κάθε ανάγκην, με τά οποία ζητουν έλεημοσυνην* πότε δε πάλιν εξαγριώνονταν κατεπάνω μας με όλον του τό τάγμα. Εξετάζοντες δε και μή ευρόντες με άσπλαγχνον, αλλά ελεήμονα, διότι έδιδα τών πτωχών κατά τήν δυναμίν μου ελεημοσύνης καί καταντροπιασθέντες εσιώπων καί έτσι άνεχωρήσαμεν άπ' αυτών. Καί μου έλεγον οί "Αγγελοι* οί περισσότεροι άνθρωποι εφύλαξαν τά προστάγματα τού Θεού καί διά νά μή έχουν εύσπλαγχνίαν νά έλεούν τους πτωχούς, έπέρασαν όλα τά τελώνια καί έφθασαν έως έδώ, καί άπό ετούτο τό τελώνιον έμποδισθέντες έκρημνίσθησαν είς τόν "Αδην. 
Ή πύλη του ουρανού
Καί άναβαίνοντες χαίροντες είδομεν τήν θύραν τού ούρανού, ή οποία άκτινοβολούσεν ώς κρύσταλλον φωτεινόν. Και ή κατασκευή της ήτον θαυμαστή και ουράνιος, φεγγοβολούσα άπό άστρα με χρώμα ώς τοΰ καθαρού χρυσού με ύπερθαύμαστον και ούράνιον ωραιότητα, τήν οποίαν νους ανθρώπινος δεν δύναται να φαντασθή ούτε γλώσσα ανθρώπινος να διηγηθή διότι είναι πράγματα ουράνια και ανερμήνευτα. Ό θυρωρός ήταν ένας νέος άστραπόμορφος μέ ζώνην και μαλλιά χρυσά και μας εδέχθη μετά μεγάλης χαράς και έδόξαζε τον Θεόν όπου επέρασεν ή ψυχή μου ελευθέρως άπό τον κίνδυνον και τά σκοτεινά εναέρια δαιμόνια. Και έμβαίνοντες είς τον ούρανόν εσχίζετο καί έφευγεν άπό έμπροσθεν μας το νερόν όπου είναι επάνω άπό τον ούρανόν και άμα ήθέλαμεν περάσει έγύριζε πάλιν είς τον τόπον του το νερόν. Περάσαντες δε το ύδωρ τούτο, έφθάσαμεν είς ενα τρομερόν καί άκατανόητον αέρα, έπί τού οποίου ήτο έξαπλωμένον ένα σκέπασμα χρυσοΰφαντον και έσκέπαζεν εκείνο το φοβερό πλάτος τού αέρος. Κάτωθεν δε αύτού ήτον πλήθος άστραπομόρφων ωραιοτάτων νέων, οι όποίοι έφορούσαν στολήν πυρίνην καί ήκτινοβόλουν ώς ό ήλιος, αί δε τρίχες των ήτον ώς αστραπή καί οι πόδες των άσπροι υπέρ το χιόνι, λάμπουσαι φως ούράνιον. Βλέποντες μας δε διέτρεχον όλοι καί μέ συνέχαιρον καί εύφραίνοντο δια τήν σωτηρίαν μου, ψάλλοντες μέ φωνήν λυγηράν καί χαρμόσυνον μελωδίαν τήν οποίαν ου δύναται γλώσσα διηγήσασθαι! Έγω λοιπόν ήμουν όλη χαρά και άγαλλίασιν καί έπορευόμεθα προς προσκύνησιν τοΰ άστραπομόρφου θρόνου τού φοβερού Θεού καί Κυρίου ημών Ίησού Χριστού, διαβαίνοντες δε είδαμεν σύννεφα, όχι ώς τά συνηθισμένα, οπού φαίνονται κάτωθεν τοΰ ούρανού, αλλά ώς άνθος έκατονταπλασίως υπερβαίνον πάν άνθος είς τήν θεωρίαν και εύωδίαν, τά όποια σύννεφα διεχωρίσθησαν δια νά περάσωμεν. Τότε πάλιν είδομεν έτερον έξηπλωμένον, λευκόν ώς το φως καί αυτό έκαμεν ώς το πρώτον, μετά δέ τούτο, έφάνη ένα άλλο σύννεφον χρυσόμορφον, άπό το όποιον έξήρχοντο άστραπαί και πυρ, και τούτο έκαμεν ωσάν και τά άλλα. Και πηγαίνοντες ολίγον είδομεν αύλήν σκεπασμένην μέ χρυσούφαντα και άλλα είδη, τά όποία δεν δύναμαι νά διηγούμαι, άνθη ευωδέστατα ουράνια και άλλα ανεκδιήγητα, εστέκετο δε εκεί και ένας άνθρωπος άστραπόμορφος, έξήρχετο δέ τόση γλυκύτατη εύωδία άπό του Θεού όπου δεν δύναται γλώσσα νά διηγηθή. Μετά δέ ταύτα έπορεύθημεν ολίγον τι και είδομεν είς άμετρον ύψος τον θρόνον του Θεού μυριοβαφή, άστραποβολούντα και φωτίζοντα άπαντα. Έκεί είναι ή χαρά των δικαίων και ή ευφροσύνη και άγαλλίασις των άγαπησάντων Αυτόν, γύρωθεν δε του Θρόνου του Θεοΰ έστεκε πλήθος άπειρον ωραιοτάτων και άστραπομόρφων νέων, φορούντων πολύτιμα φορέματα και χρυσάς ζώνας. Τά όσα είδα εκεί, τέκνον Γρηγόριε, δέν δύναμαι νά σου τά διηγηθώ, άλλ' ούτε ό ιδικός σου νους ημπορεί νά τά κατανόηση. Έφθάσαμεν τέλος αντίκρυ τοΰ φοβερού θρόνου του Θεού, ό όποιος ήτο στολισμένος με άλήθειαν, καλωσύνην και δικαιοσύνην, και είδαμεν θαυμαστήν και άπερίγραπτην δόξαν. Τότε οι "Αγγελοι οπού με ώδηγούσαν έψαλαν τρις είς τον φοβερόν εκείνον θρόνον δοξάζοντες μετά φόβου τον άόρατον Θεόν, Όστις αναπαύεται έπ' αύτού, προσκυνήσαντες δε πάλιν τρις τον Πατέρα και τον Υιόν και το "Αγιον Πνεύμα και έπειτα μαζί μέ ημάς όλον το πλήθος οπού έστέκετο γύρωθεν του θρόνου, και όλοι έδόξασαν Τον καθήμενον έπί τού θρόνου και έχαίροντο διά την σωτηρίαν μου. Τότε δέ ήκούσαμεν φωνήν σιγανήν έξ εκείνου τού ύψους, γεμάτην άπό γλυκύτητα και ευφροσύνην, λέγουσαν προς τους όδηγούντας με Αγγέλους* οδηγήσατε, την είς όλας τάς κατοικίας και είς τόν παράδεισον και είς τά, καταχθόνια, καθώς κάμνετε είς όλας τάς ψυχάς, και ακολούθως αναπαύσατε την είς τον τόπον και ,τήν κατοικίαν τού δούλου μου Βασιλείου, διότι εκεί με παρεκάλεσε νά την αναπαύσω. Άναχωρήσαντες δέ άπό έκει χαρούμενοι, έπεσκέφθημεν τάς κατοικίας των Αγίων, αί όποίαι ήσαν άμετροι καΙ έλαμπον ως αί ακτίνες τού ήλίου και τά άλλα μυριόστομα και φωτεινά χρώματα, ήτον δέ έκεί και ένας κάμπος αθεώρητος είς το μάκρος και φάρδος στολισμένος με διάφορα άνθη και έύωδίας. Άπό έκεί άναβρύει βρύσις της αθανάτου ζωής, έκεί είναι αί θεόκτιστοι ώς πυραμίδες κατοικίαι των "Αγίων, μέσα είς τάς οποίας αναπαύονται, άπό εκεί δε έξέρχονται φοβεραί ακτίνες. Είναι αυταί αί κατοικίαι ώς τά βασιλικά παλάτια και ακόμη άσυγκρίτως εύμορφότεραι, μέ ανάγλυφα διάφορα είς θεωρίαν, δόξαν και λαμπρότητα στολισμένα. Έκαστου δέ τάγματος αί κατοικίαι είναι χωρισταΙ και πλέον δοξασμέναι, καθώς των Αποστόλων, Προφητών, Μαρτύρων, Ιεραρχών, Ασκητών και Δικαίων, του καθ' ενός ή κατοικία έχει ωραιότητα θάυμαστήν κατά τά έργα του καθ' ενός, όλοι δέ έβγαιναν και μας προϋπαντούσαν και μέ κατεφίλουν και εύφραίνοντο διά τήν σωτηρίαν μου. Είσερχόμενοι δέ είς τον κόλπον του Αβραάμ (δηλ. είς τήν κατοικίαν του) είδομεν αυτόν μέ δόξαν άπερίγραπτον, γεμάτην άπό εύφροσύνην ούράνιον, άνθη πολυεϊδή, αέρος υγιέστερου και κάλλους αμίμητου, ώστε οπού ό άνθρωπος γίνεται εκστατικός. 'Εκεί είναι τά παλάτια του Ισαάκ και Ιακώβ άκτινοβολούντα και λάμποντα άπό τήν θείαν χάριν. 'Εκεί αναπαύονται τά τέκνα τών Χριστιανών, όσα έζησαν είς τον κόσμον άναμάρτητα. Τριγύρω των είναι δόξα και χαρά ανερμήνευτος, δόξα αιώνιος. Έκεί ήσαν άναπαυόμενοι έπί δώδεκα λαμπρών θρόνων μέ λάμψιν ώς τήν άκτίνα αί δώδεκα φυλαί τού Ισραήλ, ομοίως δέ και οι δώδεκα Πατριάρχαι. Αι ψυχαί των Άγιων φαίνονται ώς νά ήσαν μέ σώματα, αλλά χέρι ανθρώπου νά τάς πιάση δέν είναι δυνατόν, καθώς και τάς ακτίνας τού ηλίου. Ένώ λοιπόν έπεσκέφθημεν όλα εκείνα τά άγια μέρη, έστράφημεν είς τό μέρος της δύσεως, όπου είναι αι σκληραί κολάσεις, είς τάς οποίας κατοικούν αί ψυχαι τών αμαρτωλών. Μου έδειξαν δέ οι όδηγουντές με "Αγγελοι τάς κολάσεις, άπό τάς οποίας έγλύτωσα χάριν του Πατρός μας Βασιλείου. Διότι είδον, τέκνον μου Γρηγόριε, τάς σκοτεινάς φύλακας είς τάς όποίας είναι κλεισμέναι ώς ή άμμος της θαλάσσης τών αμαρτωλών αί ψυχαί άπό καταβολής κόσμου, σκεπασμένοι μέ τήν μαύρην όμίχλην του θανάτου, καί νά ίδουν ποτέ τό γλυκύτατον φώς δέν είναι δυνατόν, άλλα γυμναί της χάριτος του Θεού καίουν καί θρηνούν απαρηγόρητα. Δέν ακούεται, τέκνον μου Γρηγόριε, άλλο τι εκεί, παρά τό ούαι καί αλλοίμονον, τους κατατρώγει ό μολυσμός και ή δυσωδία και θρηνούν ακαταπαύστως απαρηγόρητα. Όταν δέ είσήλθομεν είς τά σκοτεινότατα εκείνα μέρη, ευθύς έφωτίσθησαν άπό τήν λάμψιν τών όδηγούντων με Αγγέλων καί είδα εκείνα τά υπόγεια σπήλαια, όπου φόβος και τρόμος μέ περιεκύκλωσε. Μου είπεν δέ ό ένας "Αγγελος* αύτάς τάς φοβέρας κατοικίας τάς έφυγες, διότι μετενόησες και έπαυσες τήν άμαρτίαν και διά τα ολίγα καλά έργα σου, ή να σου ειπώ καλύτερα, διά τάς μεσιτείας του δούλου του Θεού  Βασιλείου, του  Γέροντος σου. Άφού δε έγυρίσαμεν όλας τάς κολάσεις, έρώτησεν ό ένας "Αγγελος λέγων μοι* Θεοδώρα, άραγε ήξεύρεις ότι σήμερον κάμνει τά σαράντα σου ό καλός Πνευματικός σου Πατήρ Βασίλειος; Και ταύτα ειπών με άφησεν είς ταύτην τήν πανευφρόσυνον κατοικίαν και άνεχώρησαν. Έκ τούτου λοιπόν έγνώρισα ότι μετά τάς σαράντα ημέρας άπό τοΰ θανάτου μου έφθασα είς τήν κατοικίαν τήν οποίαν βλέπεις, ήτις δεν είναι ιδική μου, αλλά τοΰ Πνευματικού μας Πατρός Βασιλείου, τού πιστού δούλου του Θεού. Διότι ευρισκόμενος είς τον κόσμον σώζει πολλάς ψυχάς με τάς συμβουλάς του και τάς οδηγεί προς μετάνοιαν και έξομολόγησιν, αυταί δε αί ψυχαί κατοικούν είς ταύτην τήν λαμπράν κατοικίαν μαζί μου. Έλθέ τώρα ίνα ιδής τάς κατοικίας μας, τάς όποιας προ ολίγου έπεσκέφθη και ό Πατήρ μας. Έγώ δε ήκολούθησα τήν κυρίαν Θεοδώραν και ούτως είσήλθομεν είς ένα μεγάλο προαύλιον το οποίον ήτο στρωμένον με άκτινοβόλους χρυσοκέντητους πλάκας, εν μέσω δε τούτων υπήρχαν διάφορα δένδρα, των οποίων ή ώραιότης είναι ανερμήνευτος. Ήτον δε ή Θεοδώρα ένδεδυμένη ενα φόρεμα μεταξωτόν κάτασπρον και είς τήν κεφαλήν της έφερε κόκκινο μανδήλιον, έθαύμασα δε νά βλέπω νά τρέχη άπό αυτήν ώς ιδρώτας άγιον μύρον πολύτιμον με άρρητον ευωδίαν. Βλέποντας δε ανατολικά είδον φοβερά και θαυμαστά παλάτια βασιλικά, είς τά όποια είσήλθομεν, πλησίον δε των σκαλών των βασιλικών παλατίων έκείνον ήτο μία θαυμαστή και άπό σμα-ράγδου καί άλλων πολυτίμων λίθων τράπεζα, ή όποια άκτινοβολούσεν υπέρ τον ήλιον, ήτο δε γεμάτη άπό διάφορα ωραιότατα και ανερμήνευτα οπωρικά, ωσαύτως και μανδήλια μεταξωτά με ευωδέστατα άνθη. Έκεί, επί θαυμαστού και εξαισίου θρόνου, ήτο και ό Πατήρ μας Βασίλειος και άνεπαύετο ώς κύριος αυτών όλων. Ό θρόνος ήτο πράσινος, αλλά θαυμαστός, και έλαμπεν υπέρ τον ήλιον, και όλοι έκεί έτρωγαν άπό έκείνα τά οπωρικά και εύφραίνοντο. Έκείνοι δε όπου έτρωγαν άπό έκείνην τήν τράπεζαν ήτον άνθρωποι τέλειοι. Όμως δεν είχαν σάρκας παχείας, άλλ' ήτον ώς αί ακτίνες τού ηλίου, και τά πρόσωπα τους εύειδή και χαριέστατα. Επίσης οι άνδρες άπό τάς γυναίκας δεν διεκρίνοντο, και έτρωγαν άπό έκείνην τήν θαυμαστήν και ουράνιον τράπεζαν. Καί όσον έτρωγαν τόσον επλήθαιναν έκείνα τά ευωδέστατα καί θαυμαστά οπωρικά, επειδή ήτον ουράνια καί πνευματικά, παρά Θεού ήτοιμασμένα, έτρωγαν δε καί ηύφραίνοντο με άπερίγραπτον χαράν, συνομιλούντες μετά γλυκείας φωνής καί χαρμόσυνου χαμογελάσματος. Τους έκερνούσαν δε νέοι τινές με ροδοκόκκινον ποτόν, το όποίον ύπερήστραπτε μέγα είς τά κρυσταλλένια ποτήρια, καί οι πίνοντες εχόρταιναν τής γλυκύτητας του Αγίου Πνεύματος. Καί έμενα θαυμάζοντας έπί τίνα ώραν, διότι έλαμπαν τά πρόσωπα των ώς δροσερόν ρόδον, Οι δε νέοι οπού τους εκερνούσαν ήσαν ωραίοι καί άστραπόμορφοι, μέ ζώνας χρυσάς, καί είς τάς κεφαλάς είχαν θαυμαστούς στεφάνους στολιμένους μετά πολυτίμων λίθων καί θαυμαστής τέχνης. Ένώ δέ, περιπατούσα έμπροσθέν μου ή Θεοδώρα επλησίασε πρός τόν άγιον Γέροντα μας καί του ωμίλησε δι’ εμένα, αυτός δε κοιτάζοντας με εχαμογέλασε καί μου έγνευσε νά τον πλησιάσω. Έγώ δε πλησιάζοντας έβαλα μετάνοιαν ενώπιον του καί του εζήτησα τήν ευχήν του, καί μου είπε χαμηλή τή φωνή* ό Θεός τέκνον, νά σε εύσπλαγχνισή καί νά σε ευλογήση καί νά σε καταξιώση τής επουρανίου Αυτού βασιλείας. Καί ενώ εύρισκόμουν εγώ γονατιστός εμπροσθέν του, επάνω είς τά χρυσούφαντα, μέ έπιασεν άπό τό χέρι καί με εσήκωσε καί μου λέγει (δείχνοντας με τό δάκτυλον τήν Θεοδώραν)* ίδέ τήν Θεοδώραν, τέκνον Γρηγόριε, δια τήν οποίαν πολλάκις με παρακάλεσας ,νά μάθης τί έγινε καί που εκατοικούσεν. Όθεν του λοιπού ήσύχασε καί μή με ενοχλής περί αυτής. Έκείνη δε ή μακαρία καί εύλογημένη παρά Θεού, θεωρούσα με ιλαρώς μού λέγει* ό Θεός, τέκνον Γρηγόριε, νά  πλήρωση τόν μισθόν διά τήν τόσην περί εμού φροντίδα σου,  ό οποίος σύμφωνα με τήν επιθυμίαν σου διά τον παρακλήσεων του Αγίου Πατρός μας σέ ήξίωσε νά με ίδής. Όλοι δε οι καθήμενοι εις εκείνην τήν θαυμαστήν τράπεζαν εθεώρουν ημάς με μεγάλην σιωπήν και ηγάλλοντο. Υστερα δε είπεν ο Άγιος προς την Θεοδώραν* πήγαινε τέκνον, δείξε του την ωραιότητα των εν τώ περιβολίω μας δένρων. Και οδηγούσα με προς τα δεξιά του περιβολίου είδον την θύραν του περιβολίου θαυμαστήν και ολόχρυσον και τα τείχη αυτού ολόχρυσα και υψηλά. Ανοίξαντες δε εισήλθομεν και είδομεν το περιβόλι εστολισμένον με διάφορα μικρά πολύμορφα δένδρα και με πολυειδή άνθη και ρόδα, των οποίων η ωραιότης και ευωδία είναι απερίγραπτος. Όσον δέ έθεώρουν ταύτα, τόσον εκστατικός έμενον άπό τήν ωραιότητα και ευωδίαν και το πλήθος τών έπί των δένδρων καρπών. Καί τόσον πολύς ήτον ό καρπός, οπού έκλιναν είς τήν γήν. Όμως τα δέντρα δέν έβλάπτοντο, αλλά πάντοτε είς τήν αυτήν κατάστασιν ευρίσκοντο, καθότι είναι ουράνια και αθάνατα, εγώ δέ έμεινα εκστατικός και έβλεπα. Τότε μου λέγει ή Θεοδώρα* εάν, τέκνον μου, σέ έκαμαν έκστατικόν και έκθαμβον τα τοιαύτα, τι ήθελες πάθει, έάν έβλεπες εκείνον τον Παράδεισον, οπού κατά ανατολάς έφύτευσεν ό Κύριος, τι ήθελες γένει; Επειδή ετούτος μέ έκείνον δέν έχουν καμμίαν σύγκρισιν. Διότι, όσον απέχει ό ουρανός άπό τήν γήν, τόσον διαφέρει και εκείνος άπό ετούτον. Έγώ δε τήν παρεκάλουν νά μου δείξη έκείνα τά πλέον θαυμαστά πράγματα. Και μου άπεκρίθη* δεν είναι δυνατόν, τέκνον, νά ίδής τοιαύτα πράγματα τά όποία είναι ακατανόητα, εφ' όσον ευρίσκεσαι ακόμη είς τον προσωρινόν κόσμον, αυτά δε οπού είδες είναι  οι  κόποι  και  ό ίδρώς του  Πατρός μας Βασιλείου,  ό οποίος παιδιόθεν ήγωνίζετο μέ νηστείας, αγρυπνίας και κακοπαθείας μέχρι γήρατος, διά τούτους δέ τους κόπους, τού έχάρισεν ό Θεός ταύτα τά βασιλικά παλάτια μέ τά περιβόλια, νά κατοική μέ τά πνευματικά του τέκνα, οπού μαζί του ήγωνίσθησαν και φυλάγουν τάς έντολάς τοΰ Κυρίου.
Φρόντισε λοιπόν και σύ, τέκνον, έως ότου είσαι είς τον κόσμον νά άγωνισθής, διά νά έλθης και εσύ εδώ νά ευφραινώμεθα μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας τού Κυρίου μας, διότι μετά τήν άνάστασιν άλλα καλλιώτερα άσυγκρίτως έχει νά μας χαρίση ό Κύριος, καθώς λέγει και ό Απόστολος Παύλος «ά' οφθαλμός ούκ είδε και ους ούκ ήκουσε και επί καρδίαν ανθρώπου ούκ άνέβη, ά ήτοίμασεν ό Θεός τοίς άγαπώσιν αυτόν». Έγώ δέ έμεινα εκστατικός, άμα ήκουσα πώς δέν ήμουν εκεί μέ τό σώμα, αλλά νοητώς και μέ τήν ψυχήν. Διά τούτο επροσπάθουν νά ψηλαφήσω τον εαυτόν μου, άν φορώ σάρκα και κοκκαλα, αλλά μου εφαίνετο ωσάν νά έπιανα ακτίνα τού ήλιου και τήν έσφιγγα χωρίς νά βαστώ τίποτε. Τοιουτοτρόπως κοιμώμενος είδον τήν μεγάλην θεωρίαν ταύτην, είχον δέ τάς φρένας μου σώας, και έθαύμαζον, δι' όσα έβλεπα. Έπειτα μοΰ έφάνη πώς ήλθομεν είς τήν αύλήν διά τής θύρας διά τής όποιας είσήλθομεν, εύρομεν δέ τήν τράπεζαν άδειαν, και ούτε άνθρωπος ήτον έκεί. Τότε ήλθον είς τόν εαυτόν μου, και έτσι ήλευθερώθην άπό εκείνα τά φοβερά και θαυμαστά πράγματα.
Τότε ήρχισα να εξετάζω τον εαυτόν μου συλλογιζόμενος τι ήσαν έκείνα τα όποια είδον και έδιδάχθην, τα όποια καλώς έτυπώθησαν είς τον νουν μου. Σηκωθείς λοιπόν έπήγαινα προς τον άγιον Γέροντα μου και διελογιζόμουν και έλεγα είς τον εαυτόν μου* άραγε άπό του Διαβόλου να είναι αυτά τα θαυμαστά πράγματα όπου είδα ή εκ Θεού; Φθάσας δε προς τον Γέροντα έβαλον μετάνοιαν κατά τήν συνήθειαν, και λαβών την ευλογίαν του έκάθισα πλησίον του, και μου είπεν με ίλαρόν πρόσωπον* ηξεύρεις, τέκνον Γρηγόριε, πώς ταύτην τήν νύκτα είμεθα όμού είς τα αιώνια αγαθά; Έγώ δια νά ιδώ τι έχει νά μου ειπή επροσποιήθην πώς δεν ήξερα τι μου έλεγε και είπα* εγώ, Γέροντα μου, ήμουν είς το κελλίον μου και έκοιμώμην ταύτην τήν νύκτα. Και εκείνος μου άπεκρίθη χαμηλή τή φωνή επειδή ήμεθα μόνοι είς το κελλίον του, λέγων* ναί, τέκνον, το γνωρίζω και εγώ αληθώς, οτι με το σώμα εκοιμάσο είς το κελλίον σου, αλλά με το πνεύμα και τον νουν σου έπεριπάτεις είς άλλα μέρη. "Οσα λοιπόν σου έδειξα ταύτην τήν νύκτα μή τά νομίσης, τέκνον, όνείρατα, άλλα θεωρίαν άληθινήν. Δεν επήγες ταύτην τή νύκτα είς τήν Θεοδώραν; δεν έφθασες είς τήν οϋράνιόν μου κατοικίαν; δεν έτρεχες διά νά με φθάσης και ευρέθης είς τήν μεγάλην θύραν, εξερχόμενη δε ή Θεοδώρα σε υπεδέχθη πασίχαρος; δεν σου εδιηγήθη το ψυχομαχητόν της και τον θάνατον της; και οτι μετά μεγάλης βίας και τρόμου έπέρασε τά άγρια και σκοτεινά εναέρια τελώνια, επειδή τήν έβοήθησα είς πολλά μέρη και ήλευθερώθη τελείως; δεν εισήλθες είς τήν αύλήν με τήν Θεοδώραν κατά διαταγήν μου; δέν είδες τήν θαυμαστήν τράπεζαν, τήν κατάστασιν αυτής και τά εξαίσια πράγματα και ώραία οπωρικά και όποία ήσαν τά θαυμαστά και ευώδη άνθη και οποίοι οι υπηρετούντες αυτήν νέοι; δέν ίστασο και έθεώρεις τήν ωραιότητα, τήν οποίαν είχον εκείνα τά θαυμαστά και εξαίσια βασιλικά παλάτια; δέν έπαρουσιάσθης ενώπιον μου και σου έδειξα τήν Θεοδώραν, διά τήν οποίαν πολλάκις με παρεκάλεσες όπως ίδης είς ποίαν κατάστασιν ευρίσκεται; δέν σε ώδήγησεν εκείνη κατ' έντολήν μου και είσήλθετε μαζί είς το θαυμαστόν περιβόλι; δέν έκράτεις είς τάς χείρας σου εκείνα τά χρυσοβλάσταρα χόρτα και έξίστασο διά τήν ωραιότητα των καρπών των; ‘ολα ταύτα δέν είδες τήν παρελθούσαν νύκτα; και πώς λέγεις λοιπόν οτι είς άλλο μέρος δέν ήσουν ούτε είδες κανένα πράγμα;
Άκουσας δέ εγώ ταύτα, τά οποία ώς φλόγα πυρός μου έφαίνετο οτι έξήρχετο εκ του στόματος του Αγίου, και συλλογιζόμενος τήν άλήθειαν τών λεγομένων του ελιποθύμησα και έμεινα άφωνος. Ακολούθως δε ήρχισα νά χύνω ποταμηδόν δάκρυα και έβρέχετο τό πρόσωπον μου, όσον συλλογιζόμουν τό ύψος τής άγιότητος καί τών θαυμάτων αυτού, ότι γήινος άγγελος ήτο, καί όχι νοερώς ήτον εκεί, αλλά πράγματι ώς νά εύρίσκετο μετά του σώματος τά εγνώριζεν όλα.
Ό δε "Αγιος μου είπεν* εάν, τέκνον, διέλθης τήν ζωήν σου σύμφωνα με τάς εντολάς του Χρίστου, εάν άποφεύγης δηλαδή τήν κακίαν και εργάζεσαι τήν άρετήν, θέλω νά σε δεχθή εκεί μετά τόν θάνατον σου, είς τάς αίωνίας κατοικίας τάς οποίας μου έχάρισεν ό Κύριος διά τήν αγαθότητα του* διότι εγώ μέλλω νά αναχωρήσω μετ' ολίγον καιρόν άπό ετούτον τόν μάταιον κόσμον, συ δε μετ' ολίγον θέλεις με ακολουθήσει μέ ζωήν θεάρεστον και καλά έργα, καθώς ό Κύριος μου άπεκάλυψεν.
Πρόσεχε δε, τέκνον, όπως μή εξέλθουν εκ του στόματος σου τά όσα είδες και ήκουσες εν όσω εγώ ζω είς τούτον τόν κόσμον, μέλλεις δέ νά γράψης τόν ταπεινόν μου βίον καί τά έργα μου νά άφήσης είς τόν κόσμον προς ώφέλειαν τών άναγινωσκόντων, έγώ δέ είς τό έξης θέλω νά βρεθώ είς όλα ταύτα κατά τήν θέλησιν του Θεού. Καϊ λέγων μοι ταύτα ό άγιώτατός μου Γέροντας μέ διέταξε νά υπάγω είς τήν κατοικίαν μου και νά φροντίζω διά τήν σωτηρίαν τής ψυχής μου. "Εως εδώ, αδελφοί καϊ πατέρες μου τιμιώτατοι, είναι ή διήγησις τοΰ θανάτου τής Θεοδώρας, τήν οποίαν είδε και έγραψεν ό σοφώτατος Γρηγόριος. Έχει δέ γραμμένα και άλλα πολλά θαύματα καϊ αποκαλύψεις του Άγιου, και πώς του έδειξεν ό Χριστός τό φοβερόν Κριτήριον, τους χορούς τών Αγγέλων καϊ τήν πολυθαύμαστον τάξιν αυτών και μακαριότητα, είναι δέ και άλλα πολλά γραμμένα είς τό χειρόγραφον, τά οποία άφήσαμεν χάριν συντομίας, περιελάβομεν δέ μόνον τόν θάνατον τής Θεοδώρας ώς ψυχοφελέστατον και διά τόν σκοπόν τόν όποιον εγράφησαν παρά Γρηγορίου σοφωτάτου μοναχού. Ίνα δηλαδή βλέποντες οΙ άνθρωποι και ένθυμού-μενοι τόν θάνατον και τόν κίνδυνον όπου έχει ή ψυχή έως νά πέραση τά εναέρια τελώνια διορθώνουν τάς ψυχάς των μέ τήν Μετάνοιαν καί Έξομολόγησιν. Τω δέ Θεώ δόξα, κράτος, τιμή και προσκύνησις είς τους αιώνας.  Αμήν.
 
Πηγή : ekklesia.mylivepage.com

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου