Σάββατο 19 Μαΐου 2012

ΤΟ ΙΔΙΟΝ ΘΕΛΗΜΑ ΚΑΙ Η ΥΠΑΚΟΗ - ΙΩΣΗΦ ΜΟΝΑΧΟΥ


Οἱ ἀναγνώσεις τῶν βίων δυὸ κορυφαίων Πατέρων, τοῦ Ἁγίου Παχωμίου καὶ τοῦ Μεγάλου Εὐθυμίου, μᾶς δίδουν ἀφορμὴ νὰ σχολιάσωμε θέματα ποὺ ἀφοροῦν τὸ πρακτικό μας καθῆκο. Θὰ ἤθελα νὰ σὰς ὑπενθυμίσω ὅτι τὸ Ἅγιο Ὄρος ἔχει σχέσι μὲ τὸν Ἅγιο Εὐθύμιο καὶ γενικὰ μὲ τοὺς ἁγιοσαββίτες μοναχούς. Ἀπὸ αὐτοὺς παρέλαβε ἡ μονὴ Στουδίου τὸ τυπικό της καὶ τὸ ἴδιο τυπικὸ μετέφερε στὸν Ἄθωνα ὁ ἱδρυτὴς τῆς κοινοβιακῆς μορφῆς τοῦ μοναχισμοῦ Ἅγιος Ἀθανάσιος, τὸ ὁποῖο καὶ χρησιμοποιεῖται μέχρι σήμερα. Ἐκεῖνο ποὺ ἔχει σημασία νὰ προσέξωμε στὸν βίο καὶ τῶν δυὸ Πατέρων, εἶναι τὸ ὅτι μᾶς συνιστοῦν τὴν ἀκρίβεια τῆς συνειδήσεως τοῦ πρακτικοῦ μας καθήκοντος καὶ ἰδιαίτερα τὴν ἀποφυγὴ τοῦ «ἰδίου θελήματος». Τὸ θέλημα γίνεται μὲ πολλοὺς τρόπους, ἀλλὰ οἱ κεντρικοὶ εἶναι δύο. Τὸ ἕνα εἶναι τὸ «ἐκ δεξιῶν». Χάριν δῆθεν εὐλαβείας κάνει κάποιος τὸ θέλημά του. Τὸ ἄλλο εἶναι τὸ «ἐξ ἀριστερῶν». Χάριν τῆς φιλαυτίας κάνει πάλι τὸ θέλημά του. Καὶ τὰ δυὸ εἶναι ὀλέθρια. Πιὸ ἐπικίνδυνο ὅμως εἶναι τὸ «ἐκ δεξιῶν». Τὸ «ἐξ ἀριστερῶν» εἶναι καταφανές. Ἐκεῖνος ποὺ κάνει τὸ θέλημά του γιὰ ἡδυπάθεια, ἔχει μαζὶ καὶ τὴν ἐντροπή. Ἐκεῖνος ὅμως ποὺ κάνει τὸ θέλημά του ἀπὸ τὰ δεξιά, εἶναι σχεδὸν ἀνίατος, διότι εἶναι δύσκολο νὰ τὸν πείσης ὅτι σφάλλει, καθ᾿ ἣν στιγμὴ στηρίζεται στὸ καύχημα ὅτι εὐσεβεῖ, ὅτι ἀγωνίζεται. Εἴδατε στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Παχωμίου τὸν ἀδελφὸ ποὺ ἔκανε ἰδιορυθμία ἐκ δεξιῶν;
Ποιὸ εἶναι τὸ νόημα τοῦ «ἐκ δεξιῶν» θελήματος; Ὅτι μὲ τὸν ἀγῶνα του ὁ ἄνθρωπος, κερδίζει τὴν σωτηρία. Ὅπως ὅμως τόσες φορὲς ἐτονίσαμε, ἡ σωτηρία δὲν εἶναι ἀποτέλεσμα συναλλαγῆς. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι σὰν κάποιος δεσπότης ποὺ ἐπιδιώκει νὰ πάρη κάτι ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἐξουσιάζει, καὶ ἂν δὲν τοῦ τὰ δώσουν οἱ ὑποτελεῖς, τότε φυσικὰ τοὺς ἀποκληρώνει. Αὐτὰ εἶναι γελοῖα καὶ βλάσφημα καὶ μόνο νὰ τὰ σκεφθῆ κανείς.
Ἡ σχέσι τοῦ Θεοῦ πρὸς ἐμᾶς εἶναι πατρικὴ καὶ ἡ ἰδική μας πρὸς Αὐτὸν υἱική. Εἶναι σχέσι ἀπολύτου πατρότητας καὶ υἱότητος. Ἑπομένως δὲν μᾶς σῴζουν τὰ ἔργα μας. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς σῴζει εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ Πατρός, ἡ ὁποία ξεχύνεται στὰ ἀγαπητά του τέκνα, ἐὰν ἀποδείξουν πρακτικὰ μὲ τὴν βιοτή τους, τὴν υἱική τους θέσι πρὸς Αὐτόν. Ἡ προσπάθεια ποὺ καταβάλλομε στὸ νὰ πειθαρχοῦμε στὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, αὐτὸ τὸ νόημα ἔχει. Δὲν κάνομε ἔργα γιὰ νὰ συγκεντρώσωμε ποσοστά, μέσῳ τῶν ὁποίων θὰ ἐξαναγκάσωμε τὸν Θεὸ νὰ μᾶς δώση αὐτὰ ποὺ μᾶς ἀνήκουν. Αὐτὰ τὰ πιστεύουν οἱ Ἰουδαῖοι τοῦ Νόμου καὶ οἱ αἱρετικοὶ τῆς Δύσεως.
Προσέξατε ὅτι ὁ ἀδελφὸς ἀγωνιζόταν ἐντατικά, ἐγκρατευόταν καὶ ἔκανε περισσότερο ἀγῶνα. Ἔπρεπε νὰ εἶχε περισσότερο μισθό. Καὶ ὅμως ὁ Θεὸς δὲν τὸν ἀναγνώρισε καὶ ἀντὶ νὰ κερδίση περισσότερη Χάρι ὅπως ἐπίστευε, ἐδαιμονίσθη καὶ ὁ Ἅγιος διὰ τῆς προσευχῆς του τὸν ἐλευθέρωσε.
Τὸ ἴδιο βλέπομε καὶ στὸν βίο τοῦ Ἁγίου Εὐθυμίου. Ἕνας ἀπὸ τοὺς μαθητάς του ἦτο ὑψηλὸς καὶ δυνατὸς ἄνθρωπος. Τὸ κοινόβιο ἐχρειάζετο τὴν συνδρομή του γιὰ τὴν μεταφορὰ ἀναγκαίων πραγμάτων. Ἐπειδὴ καταγόταν ἀπὸ τὴν ὕπαιθρο καὶ ἐγνώριζε ἀπὸ πρακτικὲς ἐργασίες, ἦτο κατάλληλος καὶ ἱκανὸς γιὰ τὴν ὑπηρεσία αὐτή. Ὁ Ἅγιος τὸν ἐκάλεσε καὶ τοῦ εἶπε ὅτι τὸν ἐψήφισε γι᾿ αὐτὸ τὸ διακόνημα. Αὐτὸς ἀντιδροῦσε καὶ πρόβαλλε: «Δὲν ἠμπορῶ νὰ τὸ κάνω αὐτό, Γέροντα. Ἂν μὲ βάλετε σὲ αὐτὸ τὸ διακόνημα, θὰ πηγαινοέρχομαι ἐδῶ καὶ ἐκεῖ καὶ θὰ παραλείπω τὴν ἀκολουθία μου καὶ τὴν λοιπὴ τάξι καὶ ἔτσι δὲν θὰ ἠμπορέσω νὰ κρατηθῶ». Χρησιμοποιοῦσε τὴν ἰδική του ἀσθενῆ λογική, τὴν λογικὴ τῆς συναλλαγῆς καὶ ὄχι τὴν λογικὴ τῆς πίστεως. Ὁ Ἅγιος Εὐθύμιος τὸν ἐπαρηγόρησε. «Ὄχι τέκνο, δὲν θὰ σοῦ συμβῇ αὐτό. Ἐμεῖς οἱ ὁποῖοι σὲ ἐψηφίσαμε στὴν θέσι αὐτή, γνωρίζομε καλὰ τί κάνομε καὶ θὰ προσευχηθοῦμε καὶ δὲν θὰ γίνῃ αὐτὸ ποὺ λέγεις, ἀντιθέτως θὰ ὠφεληθῆς πολὺ ἀπὸ τὴν διακονία αὐτή».
Αὐτὸς πάλι δὲν ἐδέχθη νὰ ὑποταχθῆ, παραμένοντας στὴν ἀσθενῆ του γνῶσι καὶ στὸ ὅτι ἂν φύγη ἀπὸ τὴν γραμμὴ τῶν Πατέρων καὶ ἀσχοληθῆ μὲ ἐργασία πολυσχιδῆ καὶ πολυμέριμνο, δῆθεν θὰ ἐχάνετο. Τότε τοῦ λέγει ὁ Ἅγιος: «Ἐμεῖς τέκνο, καθὼς σὲ ὠφελοῦσε σοῦ παραγγείλαμε. Ἐσὺ ὅμως ἐφ᾿ ὅσον θὰ κάμῃς αὐτὸ ποὺ θέλεις, πρόσεξε καλά, ὅταν θὰ τρύγησης τοὺς καρποὺς νὰ μὴν μᾶς αἰτιᾶσαι». Δὲν πρόλαβε νὰ τελείωση ὁ ἀπόηχος τῆς φωνῆς τοῦ Γέροντος καὶ εἰσέρχεται μέσα του ὁ δαίμονας. Τὸν ρίχνει κάτω καὶ ἀρχίζει νὰ σπαράζῃ καὶ νὰ ἀφρίζῃ καὶ νὰ κάνῃ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα δίδει ὁ διάβολος στοὺς ἰδικούς του. Κατόπιν παρακλήσεως καὶ τῶν ἄλλων Πατέρων, ὁ Ἅγιος τὸν ἐθεράπευσε. Μόλις συνῆλθε, πῆγε στὸ διακόνημά του, στὸ ὁποῖο καὶ διέπρεψε.
Εἶναι εὐχάριστο ποὺ εὑρίσκαμε τέτοια παραδείγματα στοὺς βίους τῶν Πατέρων μας, γιατὶ αὐτὰ ἀκριβῶς ἀπασχολοῦν καὶ ἐμᾶς. Αὐτοὶ οἱ λογισμοὶ πάντοτε ἐνοχλοῦν καὶ ἀπασχολοῦν τὸν μοναχό. Καὶ ὁ λόγος τοῦ Γέροντος μένει σὰν μία γυμνὴ συμβουλὴ τὴν ὁποία θέτετε σὲ ἀμφιβολία. «Ἄρα γε μᾶς τὰ λέγει καλὰ ἢ διότι τὸν συμφέρει τὰ προβάλλει ἔτσι;» Εὐτυχῶς ποὺ οἱ Πατέρες μας δὲν παρέλειψαν νὰ περιγράψουν μὲ λεπτομέρεια τὰ συμπτώματα, τὶς ἀφορμὲς καὶ τὶς εἰκόνες τῶν πραγμάτων γιὰ νὰ παραδειγματιζόμεθᾳ.
Κοιτάξετε τώρα τὶς σχέσεις πατρικῆς στοργῆς καὶ υἱκῆς ἀγάπης. Φέρομεν ὡς παράδειγμα μίαν οἰκογένεια ἰδανική. Πῶς διάκειται ὁ πατέρας πρὸς τὰ παιδιά του, στὰ ὁποῖα ἔχει δώσει καλὴ ἀνατροφὴ καὶ πῶς τανάπαλιν διάκηνται αὐτὰ πρὸς αὐτόν; Ἔχετε μίαν ἀμυδρὰν εἰκόνα ἀπὸ αὐτό. Ἂν δὲν τὴν εἴδατε προσωπικὰ ὁ καθένας σάς, τὴν ἔχετε ἰδεῖ δίπλα σας ἢ τὴν ἀκούσατε. Ἐκεῖ ὑπάρχει σὰν σύνδεσμος ἡ ἀγάπη, ἡ εὐωδιὰ τῆς Χάριτος, ποὺ ἀπορρέει ἀπὸ τὴν παναγάπη τοῦ Θεοῦ. Ὁ Θεὸς δὲν εἶναι ὁ ἔχων ἢ ὁ πηγάζων ἀγάπη. Εἶναι ὁ Ἴδιος ἀγάπη. Ὁ Ἰωάννης, ὁ μέγας κλειδοῦχος τῶν βαθυτάτων μυστηρίων, ὀνομάζει καὶ βροντοφωνεῖ «ὁ Θεὸς Ἀγάπη ἐστί» (Α´ Ἰωάν. 4.8). Δὲν λέγει, ὁ Θεὸς καλεῖται ἀγάπη, ἔχει ἀγάπη, πηγάζει ἀγάπη, ἀλλὰ «ὁ Θεὸς ἀγάπη ἐστι». Εἶναι ἡ ἀπόλυτος αὐτοαγάπη καὶ «ὁ μένων ἐν τῇ Ἀγάπῃ ἐν τῷ Θεῷ μένει καὶ ὁ Θεὸς ἐν Αὐτῷ» (Α´ Ἰωάν. 4.16). Ἂν ξεκινοῦμε λοιπὸν ἀπὸ τὴν θέσι αὐτή, οἱ σχέσεις μας εἶναι καθαρῶς ἀγαπητικές. Ὑποτασσόμεθα στὸν Θεὸ ὄχι γιατὶ τὸν φοβούμεθα, ἀλλὰ γιατὶ τὸν ἀγαποῦμε. Ἀνταποκρινόμενα στὴν ἀγάπη του, διότι πρῶτος Αὐτὸς «ἠγάπησε ἡμᾶς».
Ἄρα ἡ ὑπακοὴ εἶναι πραγματικὸ δεῖγμα τῆς ἀληθινῆς ἀγάπης. Στὴν ὑπακοὴ καὶ μόνο γίνεται ἡ διαπίστωσι τῆς πραγματικῆς ἀγάπης. Βλέπετε μόνοι σας ὅτι, ὅταν ἀγαπᾶτε κάποιον, πόσο εἶσθε ἕτοιμοι καὶ τὸν προκαλεῖτε νὰ ἐκδηλώση τὸ θέλημά του, γιὰ νὰ τὸ ἐφαρμόσετε ἀμέσως. Καὶ τότε εὑρίσκετε ἀνάπαυσι. Ἡ ὑπακοή, ἕνας ἀπὸ τοὺς βασικοὺς θεσμοὺς τῆς μοναστικῆς μας ἰδιότητος, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ πρακτικὴ ἀγάπη. Ἐπειδὴ τὸν Θεὸ δὲν εἶναι δυνατὸ νὰ τὸν ἰδοῦμε μὲ τὰ αἰσθητήρια τοῦ κόσμου τούτου, ἀντὶ Αὐτοῦ ἔχομε τὴν Ἐκκλησία, ἔχομε τοὺς Πατέρες. «Ὁ ἀκούων ὑμῶν ἐμοῦ ἀκούει, καὶ ὁ ἀθετῶν ὑμᾶς ἐμὲ ἀθετεῖ, ὁ δὲ ἐμὲ ἀθετῶν ἀθετεῖ τὸν ἀποστείλαντά με», λέγει ὁ Ἰησοῦς μας (Λουκ. 10,16). Τὸ ἐνδιαφέρο μας εἶναι πῶς νὰ ἀναπαύσωμε αὐτὸν ἀπὸ τὸν ὁποῖο ἐξαρτώμεθα. Ἡ ὅλη ἐξάρτησί μας ἀπὸ τὸν πνευματικό μας πατέρα, τὸν Γέροντα, ἔχει ὡς θεμέλιο καὶ βάσι τὴν πρὸς τὸν Θεὸ ἀγάπη μας. Ὁ ὑποτακτικὸς πάντοτε ἔχει μπροστά του ὡς παράδειγμα τὸν Ἰησοῦ μας, ὁ ὁποῖος ἔγινε «ὑπήκοος μέχρι θανάτου, θανάτου δὲ Σταυροῦ» (Φιλιπ. 2,8). Ἡ ἰδική μας ἐξάρτησι καὶ ὑποταγή, τὶς περισσότερες φορὲς εἶναι ἀναγκαία, διότι τὴν προβάλλει ἡ φύσι, ἡ θέσι, ἡ περίστασι, τὰ πρόσωπα, τὰ πράγματα. Στὸν Θεὸ Λόγο ποιὸ ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὑπῆρχε γιὰ νὰ ὑποταχθῆ στὸν Θεὸ Πατέρα; «Μηδὲν ὢν ἧττον τῆς πατρικῆς μεγαλωσύνης», ἔγινε τὸ ἀπόλυτο παράδειγμα τῆς ὑποταγῆς καὶ ὑπακοῆς σὲ ὅλα τὰ κτιστὰ ὄντα, γιὰ νὰ μάθωμε ἐμεῖς, ποὺ μὲ τὴν ἀνταρσία καὶ τὸν «ἐτσιθελιτισμό» ἐξοριστήκαμε ἀπὸ τὴν αἰωνιότητα καὶ τὴν ζωή, ὅτι μόνο ἀπὸ αὐτὴ τὴν πόρτα θὰ ἐπιστρέψωμε. Ὑπεδύθη ὁ Κύριός μας τὸν ρολὸ τοῦ ἀπολύτου ὑποτακτικοῦ ὄχι γιὰ μία στιγμή, ἀλλὰ σὲ ὁλόκληρο τὴν παρουσία Του μαζί μας. Καὶ ὅπως προφητικὰ ἀπεκαλύφθη, «Ἐγὼ δέ, οὐκ ἀπειθῶ, οὐδὲ ἀντιλέγω» (Ἡσ. 50,5).
Ἀλλὰ ἀκόμα καὶ ἐκεῖ ποὺ θὰ ἠμποροῦσε νὰ πῇ κανεὶς ὅτι ἐδικαιοῦτο νὰ προβάλῃ τὴν ἀντίστασί Του, ἢ τὴν δικαιολογία, δὲν τὸ ἔκανε, ἀλλὰ «τὸν νῶτον αὐτοῦ ἔδωκεν εἰς μάστιγας τὸ δὲ πρόσωπον αὐτοῦ οὐκ ἀπέστρεψεν ἀπὸ αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων» (Ἡσ. 50,6). Ὅλα αὐτὰ μᾶς βοηθοῦν νὰ καταλάβουμε τὸ νόημα τῆς ἐξαρτήσεως καὶ τῆς ὑπακοῆς. Διότι ἐὰν δὲν πιάσωμε αὐτὸ τὸ νόημα, μάτην κοπιῶμεν.
Ὀφείλομε νὰ εἴμεθᾳ ἕτοιμοι, γιατὶ οἱ ἡμέρες ποὺ ἔρχονται εἶναι πονηρές. «Ἔστωσαν αἱ ὀσφῦες ἡμῶν περιεζωσμέναι» μὲ τὴν αὐταπάρνησι καὶ «οἱ λύχνοι καιόμενοι», μὲ τὸν ζῆλο ποὺ θὰ ἀνάψη μέσα μας ἡ θεία Χάρις, ὅταν ἐμεῖς δείξωμε τὴν πρόθεσί μας κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο. Καμμιὰ ἀφορμὴ νὰ μὴν μᾶς ξεφύγη νὰ ἀποδείξωμε μὲ τὴν ὅλη διαγωγή μας ὅτι πιστεύομε σωστὰ καὶ ἀγαποῦμε γνήσια τὸν Χριστό μας καὶ χάριν αὐτῶν τῶν δυὸ κινούμεθα καὶ δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει τίποτε, οὔτε τίποτε ὑπολογίζομε, διότι τίποτε στὸν κόσμο αὐτὸ δὲν ἔχομε.
Γι᾿ αὐτὸ ἐξήλθαμε τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ γίνωμε «νεκροὶ τῷ κοσμῷ» κατὰ τὸ προφητικό, «ἐξέλθετε ἐκ μέσου αὐτῶν καὶ ἀφορίσθητε καὶ ἀκαθάρτου μὴ «ἄπτεσθε» καὶ τότε «εἰσδέξομαι ὑμᾶς καὶ ἔσομαι ὑμῖν εἰς πατέρα καὶ ἔσεσθέ μοι εἰς υἱοὺς καὶ θυγατέρας, λέγει Κύριος Παντοκράτωρ» (Κορινθ. 6,17-18).
Ἡ μνήμη τοῦ μεγάλου φωστῆρας Εὐθυμίου, ποὺ εἶναι καθηγητὴς τῶν μοναχῶν, νὰ μᾶς εὕρη μὲ γενναῖες ἀποφάσεις καὶ μὲ σωστὴ τοποθέτησι τῶν πραγμάτων, οὕτως ὥστε καὶ ἡ πρεσβεία τῶν Πατέρων μας, νὰ γίνῃ γιὰ μᾶς καρποφόρος, γιατὶ «πολὺ ἰσχύει δέησις δικαίου ἐνεργουμένη» (Ἰάκ. 5,16). Ἂν λοιπὸν κατὰ αὐτὸ τὸν τρόπο ἑτοιμαστοῦμε, τότε θὰ εἶναι ἀπόλυτα ἐνεργούμενη ἡ δέησι τῶν Πατέρων μας. «Ἰδοὺ ἔστηκα ἐπὶ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. 3.20), λέγει ὁ Ἰησοῦς μας. Καὶ ὅστις μοῦ ἀνοίξει, «εἰσελεύσομαι καὶ δειπνήσω μετ᾿ αὐτοῦ»· καὶ ὅποιος δὲν μοῦ ἀνοίξει θὰ φύγω καὶ θὰ κτυπήσω ἄλλη πόρτα. Νὰ φροντίσωμε ὄχι μόνο νὰ εὕρη τὴν πόρτα μας ἕτοιμη, ἀλλὰ προκαταβολικὰ ἀνοικτή, γιὰ νὰ μὴν χρειαστῆ κἂν νὰ κτυπήση, ἀλλὰ νὰ εἰσέλθη κατ᾿ εὐθεῖαν. Ἀμήν.

ΠΗΓΗ : ΙΩΣΗΦ ΜΟΝΑΧΟΥ, ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΘΩΝΑ, 1989.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου