Τρίτη 15 Μαΐου 2012

Ο ΓΕΡΩΝ ΙΩΣΗΦ Ο ΗΣΥΧΑΣΤΗΣ ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΛΗΨΗ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ


“Σε μια τέτοια κατάσταση, κατακυριευμένος από την θλίψη του βάρους αυτού, κλείστηκα στο κελλάκι μου και κάθησα στο σκαμνί, συγκεντρώνοντας όσο μπορούσα τον νου μου στην ευχή για να στηριχθώ. Δεν ξέρω πόσο κράτησε η προσπάθεια αυτή και πόσο επικαλέστηκα το θείο έλεος με πολλή ταπείνωση. Ξαφνικά αισθάνθηκα μέσα μου παρηγοριά και γέμισα φως, όπως γίνεται πάντοτε στην κατάσταση αυτή. Η καρδία μου πλημμύρισε από θεία αγάπη και βγήκα από τον εαυτό μου. Ήμουν σε άπλετο φως και μπροστά μου εκτεινόταν μια απέραντη πεδιάδα, σαν θάλασσα χωρίς σημείο ορίζοντα. Μου φαινόταν ότι βάδιζα ανατολικά, δεν πατούσα όμως στην γη, ούτε αισθανόμουν βάρος ή περιορισμό. Μόνο έβλεπα πως ήμουν ντυμένος με τα φτωχικά μου ενδύματα. Πήγαινα με πολλή ταχύτητα και απορούσα, πως γινόταν αυτό χωρίς προσπάθεια και αναρωτιόμουν τι ήταν αυτό το πράγμα και που πήγαινα. Έπειτα άρχισα να σκέφτομαι, πως θα γυρίσω πίσω, αφού δεν γνώριζα που ήρθα και τι ήταν εκεί. Όταν σταμάτησα, άρχισα να κοιτάζω γύρω μου με απορία αλλά χωρίς φόβο. Μου φάνηκε ότι άκουσα ομιλίες σε κοντινή απόσταση. Κατευθύνθηκα προς τα εκεί και βάδιζα σύντομα να βρω αυτούς που μιλούν, να μου πούνε τι συμβαίνει. Βρέθηκα κοντά σε κάποιο κοίλωμα της γης, όπου ήταν κατασκευασμένη μια κατάβαση, όπως στις μεγάλες πόλεις που κατεβαίνει κάποιος στις υπόγειες στοές. Μόλις πλησίασα κοντά και φαινόταν καθαρά η κάθοδος, είδα να βγαίνει ένας στρατηγός, που έδειχνε πως είχε μεγάλη εξουσία. Με κοίταξε με παρρησία και μου μίλησε με οικειότητα σαν πολύ γνωστός. “Καλώς ήλθες, πάτερ Ιωσήφ, έλα πέρασε να προσκυνήσεις, γιατί σε περιμέναμε”. Εγώ συνεστάλθηκα και ντρεπόμουν, γιατί είχα την αίσθηση πως ήμουν ντυμένος με τα ξεσχισμένα και άπλυτα παλιόρασά μου. Εκείνος όμως με πλησίασε, με πήρε από το χέρι και αρχίσαμε να κατεβαίνουμε πολυτελή σκαλοπάτια, που μου φαίνονταν κυκλικά, και από κάτω ακουγόταν μελωδία. Όταν τέλειωσε η κατάβαση, που δεν μου φάνηκε μεγάλη, αντίκρισα μια τεράστια αίθουσα, που ήταν μάλλον νάρθηκας ναού, γιατί υπήρχαν στασίδια ωραιότατα, γεμάτα από ολόφωτους νέους, που έμοιαζαν όλοι τους στην ηλικία και τα χαρακτηριστικά. Αυτοί, έψαλλαν τον ύμνο που άκουγα πρωτύτερα. Όταν τα είδα όλα αυτά, σταμάτησα και δεν μπόρεσα να κάνω τίποτε. Μόνο θαύμαζα τα μεγαλεία αυτά και το ωραιότατο μέλος της ψαλμωδίας. Ο οδηγός μου, μόλις φθάσαμε κάτω, με άφησε και προχώρησε μέσα ανατολικά, που φαινόταν ότι ήταν ο κυρίως ναός. Οι νέοι εκείνοι με προσκαλούσαν να καθίσω σε ένα από τα στασίδια τους και μου φέρονταν με τόση οικειότητα, που νόμιζα ότι με γνώριζαν από πολύ καιρό και ήταν φίλοι εγκάρδιοι. Από μέσα, στον κυρίως ναό, ακουγόταν άλλος ύμνος και φαινόταν καθαρά ότι απευθυνόταν στην Κυρία μας Θεοτόκο. Εγώ ήθελα να με αφήσουν να καθήσω κάπου εκεί στο δάπεδο και να θαυμάζω αυτή την μεγαλοπρέπεια.Τότε άνοιξε η πόρτα και ήρθε πάλι ο στρατηγός, που με είχε φέρει εκεί, και με κάλεσε με χαρά : “Έλα πάτερ Ιωσήφ, έλα μέσα, πάμε να προκυνήσεις”. Δεν κινήθηκα καθόλου από συστολή, αλλ΄ αυτός με πήρε από το χέρι, περάσαμε ανάμεσα από τους λαμπρούς εκείνους νέους και φθάσαμε στην είσοδο. Όταν άνοιξε η πόρτα με οδήγησε μέσα. Βρέθηκα σε μια ασύλληπτη μεγαλοπρέπεια, σε ένα άπειρο μεγαλείο που δεν γνωρίζω αν ήταν ναός ή ουρανός και θρόνος του Θεού, και έμεινα ακίνητος. Όλη μου η αίσθηση, όλη μου η θεωρία, όλο μου το είναι πλημμύρισαν από την δόξα και το φως εκείνο το όντως άκτιστο και πάνω από κάθε λευκότητα και αφάνταστη λεπτότητα. Τότε είδα μπροστά μου το εξαίσιο τέμπλο αυτού του μεγαλοπρεπούς ναού, από το οποίο, όπως από τον ήλιο πηγάζει το φως, έτσι και από εκεί σκορπιζόταν όλη η δόξα και η μεγαλοπρέπεια. Τότε διέκρινα δύο μεγάλες εικόνες, δεξιά και αριστερά της ωραίας Πύλης, του Κυρίου μας Ιησού Χριστού και της πανάχραντης Μητέρας Του, που καθόταν σε θρόνο, και βάσταζε στα γόνατά Της ως βρέφος τον προαιώνιο Κύριό μας. Μόλις μπόρεσα να κοιτάξω καλύτερα, γιατί με αιχμαλώτισε τελείως η θεωρία αυτή, δεν μου φάνηκαν πλέον σαν εικόνες, αλλά σαν να ήταν οι ίδιοι πραγματικά ζωντανοί και το πανάγιο Βρέφος άστραψε τόσο που όλα εκεί σώπασαν, γιατί γύρω έψαλλαν ένδοξοι αξιωματικοί. Τότε μου έκανε νεύμα ο οδηγός μου να πλησιάσω για να προσκυνήσω και με γύρισε προς την Δέσποινα μας Θεοτόκο και Παραμυθία όλων των Χριστιανών. Δεν κατάλαβα αν και πόσο κινήθηκα εκεί, ενώ ήμουν στραμμένος προς Αυτήν και προσπαθούσα να θαυμάσω την δόξα και το μεγαλείο Της, ο οδηγός μου, που φαινόταν ότι είχε πολλή οικειότητα και παρρησία, με ένα ύφος παρακλητικό και με φωνή πολύ καθαρή, που την θυμάμαι και τώρα, είπε προς την Κυρία μας : “Δέσποινα του κόσμου, δείξε την δόξα Σου στον δούλο Σου να μην κυριευθεί από την λύπη”. Τότε, τι να πω ο ευτελής και περισσότερο από κάθε άνθρωπο ανάξιος ; Έλαμψε όπως ο ήλιος η παναγία μορφή Της και είδα καθαρά πλέον, όχι σαν εικόνα, αλλά ζωντανή και ολόσωμη κατά την δύναμη της θνητότητός μου την Κυρία όλων και Βασίλισσα να βαστάζει στις αγκάλες Της τον Σωτήρα του κόσμου τον Κύριό μας Ιησού, πλήρη Χάριτος και μεγαλείου. Μόλις είδα μέχρι σε ένα σημείο την θεοπρεπή εκείνη δόξα της Κυρίας μας, δεν μπόρεσα να σταθώ άλλο και έπεσα κάτω στο δάπεδο και άρχισα να κλαίω ψιθυρίζοντας : “Δέσποινα μου, Δέσποινά μου, μη με εγκαταλείπεις”. Τότε άκουσα την μακάρια, μελισταγή και ανώτερη κάθε παρηγοριάς φωνή Της να λέει στον οδηγό μου : “Πάρε τον τώρα στον τόπο του να αγωνίζεται και να έχει την ελπίδα του σε μένα”. Αισθάνθηκα ότι κάποιος με κτύπησε ελαφρά στον ώμο και καθώς δοκίμαζα να σηκωθώ βρέθηκα στον τόπο μου, όπως κάθησα στην αρχή και προσευχόμουν με το πρόσωπό μου βρεγμένο από δάκρυα. Από τότε και πέρα τόση αγάπη και ευλάβεια αισθανόμουν προς την Κυρία μας, ώστε μόνο το όνομά Της με γέμιζε χαρά πνευματική. Το “ας έχει την ελπίδα του σε μένα” ήταν από τότε και μπρος η μόνιμη παρηγοριά μου”.

Πηγή : Γέροντος Ιωσήφ Βατοπαιδινού, Ο Γέροντας Ιωσήφ ο Ησυχαστής, Βίος-Διδασκαλία- “Η δεκάφωνος σάλπιγξ”, Ψυχοφελή Βατοπαιδινά 1, σσ. 101-104.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου