Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2018

Ο ΑΓΙΟΣ ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ


Ο Άγιος Ελευθέριος γεννήθηκε από ευγενείς και πλούσιους γονείς, τους χρόνους που ήταν Αυτοκράτωρ ο Αδριανός. Ο πατέρας του κατείχε το αξίωμα του Ύπατου, η δε μητέρα του Ανθία, τον ανέθρεψε με παιδεία και νουθεσία Κυρίου, ενώ σε νεαρή ηλικία τον έδωσε στον Αρχιερέα της Ρώμης, προκειμένου να μάθει με μεγαλύτερη ακρίβεια την χριστιανική πίστη. Ο Αρχιερεύς της Ρώμης, βλέποντας το ήθος, την ευταξία και τη κοσμιότητά του, τον χειροτόνησε σε νεαρή (15 ετών) Διάκονο. Κατόπιν, στα 17 Ιερέα και στα 20 του χρόνια Επίσκοπο στην Αυλώνα, διότι ο Ελευθέριος είχε πολλές αρετές, ήταν λόγιος και σοφός και προσέλκυε με τις διδαχές του πολλούς νέους στην χριστιανική πίστη.

Η μεγάλη δράση του Αγίου και η προσέλκυση πολλών νέων στη χριστιανική πίστη, προκάλεσε τον διωγμό της Εκκλησίας υπό του Αυτοκράτορα. Ο τελευταίος απέστειλε τον αξιωματικό Φήλικα, με την εντολή να συλλάβει τον Ελευθέριο. Ο τελευταίος ηγούμενος ομάδας στρατιωτών, εισήλθε με άγριες διαθέσεις στον ναό όπου λειτουργούσε ο Άγιος. βλέποντας όμως την ευταξία και ακούγοντας τα γλυκά του λόγια, ώ του Θαύματος !! μετανόησε, απαρνήθηκε το αξίωμά του, τα πλούτη, τους συγγενείς του, πίπτει στα πόδια του Αγίου και πιστεύει στον Χριστό.

Αφού κατηχήθηκε και νουθετήθηκε πλήρως υπό του Αγίου, και βαπτίσθηκε Χριστιανός, συνόδευσε τον Άγιο στη Ρώμη, όπου ο μεν Φήλικας ενώθηκε με τους εκεί χριστιανούς, ο δε Άγιος Ελευθέριος, πορεύθηκε προς το Δικαστήριο χαρούμενος σαν να επρόκειτο να οδεύει σε πανηγύρι. Εκεί ο Αδριανός τον ρώτησε για ποιο λόγο αρνήθηκε την ειδωλολατρική πίστη, χωρίς να λάβει απάντηση. Κατόπιν, με κολακευτικά λόγια, δωρεές και πλούσια χαρίσματα, προσπάθησε να τον κάμει να αρνηθεί τη χριστιανική πίστη και να θυσιάσει στα είδωλα. Τότε ο Άγιος με μοναδικό θάρρος απάντησε ότι αρνείται να προσκυνήσει τους άψυχους και ψεύτικους θεούς. «κλαίω για σας που σας τίμησε ο αληθινός Θεός με λογική, και σεις ατιμότεροι των ξύλων και των λίθων, νομίζετε πως είναι αυτοί θεοί…. Και έτσι προσκυνείτε τους δαίμονες. εγώ λατρεύω τον δεσπότη μου Χριστό και τον ομολογώ Θεόν αληθινό», είπε.

Ο Τύραννος τότε με θυμό διέταξε να τον βάλλουν πάνω σε πυρωμένο χάλκινο κρεβάτι και να τον ψήσουν. Μαζεύτηκε πλήθος κόσμου που αποδοκίμασε τον Αδριανό για την ωμότητά του αυτή. Ο παντοδύναμος Θεός, ελάφρυνε το πάθημα του Αγίου. ο οποίος αντί να λιώνει δροσίζονταν. Μόλις πήγαν να τον βγάλουν από τη σκάρα οι στρατιώτες, τον είδαν ζωντανό, χωρίς πληγές και να ψάλλει περιχαρής ψαλμούς του Δαβίδ.

Ο Αυτοκράτωρ τότε τον υπέβαλε σε άλλο χειρότερο μαρτύριο. Τον έβαλε πάνω σε μια σκάρα, γεμάτη με πυρωμένα κάρβουνα, ενώ από πάνω του έχυναν λάδι προκειμένου να τον κάψουν. Η Θεία χάρις δεν τον εγκατέλειψε, αφού έσβησε η φωτιά, πάγωσε η σχάρα και έμεινε αβλαβής. Το δε μίσος του τυράννου αυξάνονταν. Γι’ αυτό και διέταξε να βάλλουν ξύγκια, κερί και πίσσα σε ένα τηγάνι και να βράσουν τον Άγιο. Ματαίως προσπαθούσε ο Αδριανός να τον βλάψει, αφού και πάλι ο Θεός προστάτευσε θαυματουργικώς τον Ελευθέριο και έμεινε αβλαβής.

Ο Αδριανός στέκονταν περίλυπος, μή γνωρίζοντας τι να πράξει. Τότε ο πανούργος έπαρχος της πόλης Κορέμων, έφερε έναν κλίβανο χάλκινο, που είχε καρφωμένα σουβλερά σίδερα στο εσωτερικό του, και έβαλε φωτιά για να τον πυρώσει και να ρίξει μέσα τον Μάρτυρα. Ο Κορέμων, γνώριζε την πίστη του Χριστού, αφού είχε διδαχτεί από τον Φίληκα, αλλά προτίμησε την πρόσκαιρη δόξα, όντας φίλος του Αυτοκράτορα. Όση ώρα συνέβαιναν αυτά, ο Άγιος παρακαλούσε τον Θεό να φωτίσει τους διώκτες του και να δώσει σωτηρία στην ψυχή τους. Η θερμή προσευχή του, φώτισε τον έπαρχο, ο οποίος αλλοιωμένος, σαν να μην ήταν εκείνος που προετοίμασε τη φρικτή τιμωρία, πλησίασε τον Αδριανό και του είπε : «Τί κακό έπραξε ο Ελευθέριος και αποφάσισες να τον οδηγήσεις σε τέτοιο θάνατο ;» Ο Βασιλεύς απόρησε για τη μεταστροφή του και προσπάθησε να τον πάρει με το μέρος του. Τότε ο έπαρχος, πληρωθείς θείου Πνεύματος, ομολόγησε τον Χριστό. Ο Αδριανός με θυμό τον πέταξε στην κλίβανο, ο δε Κορέμων ζήτησε από τον Άγιο να προσευχηθεί γι’ αυτόν. Εισήλθε με προθυμία και πίστη στη κλίβανο και έμεινε αβλαβής, ευχαριστώντας και υμνολογώντας τον Θεό. Ο δε Αδριανός πρόσταξε αμέσως και τον αποκεφάλισαν. Έτσι ο μακάριος έπαρχος με ολίγους κόπους, άρπαξε την αιώνια ζωή.

Ακολούθως, πέταξαν στη κλίβανο τον Μάρτυρα, αλλά αμέσως η φωτιά έσβησε, τα δε σουβλερά σίδερα βγήκαν προς τα έξω, ευλαβούμενα τον Μάρτυρα. Τότε, έβαλε τον Ελευθέριο στη φυλακή, προκειμένου να πεθάνει από την πείνα, ο δε λαός βλέποντας τα μεγάλα θαύματα κραύγαζε : «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών». Ο δε Θεός, που έτρεφε τον Προφήτη Ηλία με το κοράκι, έστελνε καθημερινά στη φυλακή ένα περιστέρι και τον έτρεφε.

Λυσσώντας το Τύραννος, πρόσταξε να τον δέσουν σε ζυγό με άγρια άλογα, που σέρνοντάς τον θα του έκοβαν τις σάρκες. Ο άγιος Θεός όμως, έκαμε ήμερα τα άλογα και ελευθέρωσε τον Άγιο, ο οποίος ατάραχος κάθισε και δοξολογούσε τον Θεό, στα πόδια του δεν είχαν συγκεντρωθεί αρκούδες, λιοντάρια και άλλα άγρια ζώα. Πληροφορηθείς τη μεγάλη αυτή θαυματουργία ο Αδριανός από κάποιους κυνηγούς, πιο ανόητος από τα ζώα,  απέστειλε στρατιώτες για να του φέρουν τον Μάρτυρα. Μόλις τους είδαν τα θηρία, χίμηξαν κατά πάνω τους, ο δε Άγιος τα πρόσταξε να μην βλάψουν κανένα, αλλά να επιστρέψουν στις σπηλιές τους.

Ο Μάρτυς, ακολούθησε τους στρατιώτες, διδάσκοντάς τους καθ’ οδόν και πολλοί εξ’ αυτών πίστευσαν στον αληθινό Θεό. Μόλις δε έφτασαν στη Ρώμη, έκαμε ο Αδριανός πανηγύρι, για να μαζευτούν όλοι και να δουν τον θάνατο του Αγίου. Άφησε μια άγρια λέαινα για να κατασπαράξει τον Ελευθέριο, η οποία ορμώντας εναντίον του, μόλις έφτασε μπροστά του, έκλεινε το κεφάλι της στα πόδια του Αγίου, ευλαβούμενη Αυτόν. Τότε απέστειλε αρσενικό λιοντάρι, το οποίο μόλις πλησίασε τον Ελευθέριο, άρχισε να του φιλεί τα πόδια και να κουνάει χαρούμενο την ουρά του. Ο κόσμος θαυμάζοντας κραύγαζε : «Μέγας είναι ο Θεός των Χριστιανών». Τότε ο Τύραννος, μη γνωρίζοντας άλλα βασανιστήρια, διέταξε να τον αποκεφαλίσουν. Η μήτηρ του αγκάλιασε το σώμα του Μάρτυρα με λυγμούς, οι δε δήμιοι θανάτωσαν και την ίδια. Οι πιστοί της Αυλώνας, έλαβαν τα άγια λείψανα των Μαρτύρων και τα ενεταφίασαν με ευλάβεια.

ΠΗΓΗ : ΔΟΥΚΑΚΗ Χ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ, ΜΕΓΑΣ ΣΥΝΑΞΑΡΙΣΤΗΣ, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ, τομ. 12, ΕΝ ΑΘΗΝΑΙΣ 1896, σσ. 360-367.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου