Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2016

KEEPING CHRISTMAS - FR. STEPHEN FREEMAN


It is not unusual to give thought to how we keep a fast. Will it be in a strict manner? How will my fasting be possible when I’m at work or at school? How will I teach my children to fast? When we ignore the Fast, we feel guilty and the need to confess. It is strange, however, that we do not give similar thought and time to what it means to keep the Feast. For fasting is about the Feast—not about the Fast. Everything is about the Feast!

Our popular culture has no difficulty keeping its feast of Christmas—and though we complain about how commercial the feast becomes—we live in a commercial culture. Our way of life and economy are grounded in consumerism. If we stop shopping, the nation will collapse (as a consumer nation).

Almost everything in our culture radiates from its consumerist existence. Even how we think of what it means to be human is driven by consumerism. Popular culture thinks of a human being as a center of consciousness with free will. It is a very simplified view of the human—but ideally suited for shopping. We think, we decide, therefore we shop!

Thus, the popular feast of Christmas is kept by doing a lot of what we do best—we shop. It is something of a redemption that at least an aspect of our shopping is buying things for others.

But the Orthodox understanding of the feast is not grounded in consumerism. We do not believe people were created to consume. We are created to commune.

We do not eat in order to live—we eat in order to be in communion with God. When we live rightly, everything we do is done in order to enjoy communion with God and with other human beings. Said quite simply—we exist in order to love.

We keep the feast of Christmas, not by consuming or affirming our place within the world of consumption—we keep the feast by entering more deeply into the life of communion—with God and with others.

We enter into communion with God through prayer and devotion and the keeping of His commandments. We enter into communion with others through forgiveness, acts of kindness and generosity. Communion often consumes things—we eat and drink Christ’s Body and Blood. But we do not eat His Body and Blood as though we were predators or as though His Body and Blood were objects to fill our bellies.

We eat and drink Christ’s Body and Blood in order to share in His life and in order to share our life with Him.

Our use of the things of this world with regard to others can become communion if we treat those things in the same way. If the things in our life are a means of sharing—both our own lives and in the lives of others—then they can become communion.

A gift, given and received as an act of sharing, and not simply an act of consumption, can quickly rise to the level of communion. There are gifts I have been given through the years whose value comes not from the market but from the giver and the “life” of the giver that is carried by the object. Such things in our lives bring remembrance and communion with every use.

We approach the feast of God’s greatest gift—His life incarnate in our world. God became man. In so doing He revealed our humanity as itself a great gift. The life of every human being bears the potential of communion with God. Every act of kindness, offered even to the “least of these,” is received as an act of communion with God Himself.

Keep the Feast with care this year!

Fr. Stephen Freeman
Glory to God for All Things





ΤΟ ΒΑΘΥΤΕΡΟ ΝΟΗΜΑ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ - ΠΑΝΙΕΡΩΤΑΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΛΕΜΕΣΟΥ κ.κ. ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ



Εἶναι ἀποδεδειγμένο ἀπό τή ζωή τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν Ἁγίων ὅτι κάθε φορά πού βρισκόμαστε ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, εἴτε προσευχόμενοι, εἴτε  ἑορτάζοντες στήν Ἐκκλησία  κάποια Δεσποτική ἑορτή, εἴτε γιά ὁποιοδήποτε λόγο εἴμαστε μπροστά στό γεγονός τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ, αὐτή ἡ στάση μας ἔχει δυό βασικά χαρακτηριστικά. Πρῶτον  μᾶς χαροποιεῖ, διότι βλέπουμε τή μεγάλη  ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πρός τόν ἄνθρωπο. Κινεῖ τήν καρδία μας σέ μεγάλη  εὐγνωμοσύνη, γιατί ὁ καθένας μας κατά τά μέτρα τῆς  δικῆς  του καταστάσεως αἰσθάνεται αὐτή τή μεγάλη δωρεά τοῦ Θεοῦ πρός ἐμᾶς. Ἀλλά ταυτόχρονα καί αὐτή ἡ στάση μας μπροστά στόν Θεό ἀποτελεῖ κρίση γιά μᾶς καί ἰδιαίτερα αὐτές τίς ἅγιες ἑορτές ὅπως καί ὅλα τά γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου μας, ἀλλά καί κάθε γεγονός τῆς ζωῆς του κρίνουν τόν ἄνθρωπο σωτήρια. Ὄχι γιά νά τόν κατακρίνουν ἀλλά γιά νά τόν σώσουν.

Ἔτσι στεκόμαστε μπροστά στό γεγονός τῆς γεννήσεως τοῦ  Κυρίου μας, ἀφενός γιά νά αἰσθανθοῦμε αὐτή τή μεγάλη ἀγάπη του πρός ἐμᾶς καί νά κινηθεῖ ἡ καρδιά μας μέ πολλή εὐγνωμοσύνη ἀπέναντί του γιά ὅλα αὐτά τά μεγάλα πού μᾶς δώρισε, ἀλλά κυρίως αὐτό τό ὁποῖο ὠφελεῖ σέ πρακτική μορφή τή δική μας κατάσταση, πού εἶναι νά κρίνουμε τόν ἑαυτό μας. Ὅπως λέει καί ὁ Ἀπ. Παῦλος ἐάν  κρίνουμε τόν ἑαυτό μας ἐμεῖς, δέν θά κριθοῦμε ὑπό τοῦ Κυρίου. Ἐάν  σ’αὐτή τή ζωή κρίνουμε τόν ἑαυτό μας, δέν θά κριθοῦμε κατά τήν   ἔσχατη ἡμέρα, διότι ἡ κρίση ἤδη ἐπετεύχθη σ’αὐτό τόν κόσμο.

Ἔτσι ἡ ἑορτή τοῦ Κυρίου μας εἶναι ἐνώπιόν μας καί ζοῦμε μέσα σ’αὐτή τήν ἀτμόσφαιρα, ὥστε νά ἐξετάσουμε καί νά κρίνουμε τόν ἑαυτό μας ἀνάλογα μέ ὅλα αὐτά πού ὁ Κύριος ἐτέλεσε γιά τή σωτηρία μας, ἀφοῦ ξέρουμε ὅτι τίποτε δέν ἔκανε τυχαῖα, ἀλλά τά πάντα τά κατεύθυνε ὡς ὁ Κύριος τῆς Ἱστορίας. Αὐτός θέλησε νά γίνουν ὅλα ἔτσι μέχρι καί τήν πιό μικρή λεπτομέρεια. Αὐτός θέλησε νά γεννηθεῖ σ’ αὐτό τόν χρόνο, κατ’αὐτό τόν τρόπο καί σ’ἐκεῖνο τόν τόπο καί μέ ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα, πού ἀποτελοῦν τό μεγάλο γεγονός τῆς γεννήσεώς του. Οἱ Ἅγιοι κάθε φορά πού εἶχαν κάτι στή ζωή τους ἔβαζαν τόν ἑαυτό τους μπροστά στή ζωή τοῦ Χριστοῦ καί ἔκριναν τόν ἑαυτό τους. Θέλουμε νά πιστεύουμε πώς Χριστιανός εἶναι αὐτός πού μιμεῖται κατά τό μέτρο τοῦ δυνατοῦ τῆς ἀνθρώπινης φύσης τήν ἴδια τή ζωή τοῦ Χριστοῦ, καί ἐκεῖνο τό ὁποῖο δέν μπορεῖ νά μιμηθεῖ τό ἀναπληρώνει μέσα ἀπό τή μετάνοια καί τήν ταπείνωση, πού λειτουργοῦν ὡς πνευματική ἐργασία μέσα του. 

Αὐτές τίς ἅγιες μέρες ἡ Ἐκκλησία μας μέ τόσο πλούσια ὑμνολογία συνεχῶς ὑμνεῖ τόν Κύριο γιά τή μεγάλη του συγκατάβαση πού ἔκανε γιά τόν ἄνθρωπο καί ἀναπτύσσει μέ τόσο θεολογικό βάθος ὅλα αὐτά  τά νοήματα, πού ἐνάρετοι γέροντες καί ἐνάρετοι ἄνθρωποι βίωναν μπροστά στό γεγονός τῆς γεννήσεως. Ὅταν ὁ παπά-Ἐφραίμ ὁ Κατουνακιώτης ἐπέστρεψε ἀπό τά Ἱεροσόλυμα, περιμέναμε νά μᾶς πεῖ ὅτι συγκλονίστηκε ἀπό τόν Γολγοθά ἤ τή Σταύρωση. Ὡστόσο ἐκεῖνο τό ὁποῖο τόν συγκλόνισε ἦταν τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ. Διότι ἔθεσε τόν ἑαυτό του μπροστά σ’αὐτό τό πράγμα καί εἶπε ὅτι: «ἀπό τότε νόμιζα πώς στά Κατουνάκια, ζώντας μέσα σ’αὐτό τό ἀσκητήριο μέ τά ὑποτυπώδη πράγματα πού εἶχα, ἤμουν κάτι. Ὅταν εἶδα ποῦ ἐγεννήθη ὁ Χριστός, τότε πραγματικά αἰσθάνθηκα τόν ἑαυτό μου νά διαλύεται».

Ὁ Χριστός ἀφοῦ γεννήθηκε σ’ἕνα σπήλαιο καταδιωγμένος καί περιφρονημένος ἀπό ὅλους τούς ἀνθρώπους, ἐτέλεσε τό μέγιστο γεγονός τῆς ἱστορίας τοῦ ἀνθρώπου, τή σάρκωσή του μέσα στήν ἀπόλυτη ἡσυχία, ταπείνωση, ἀφάνεια, χωρίς κανείς ἀπολύτως νά πάρει εἴδηση ὅτι ὁ Θεός ἐκείνη τή νύχτα ἔγινε ἄνθρωπος, ἐκτός  ἀπό  ὁρισμένους ἁπλοϊκούς ποιμένες καί τούς μάγους ἀπό τήν Περσία. Ἔγινε αὐτό τό γεγονός τοῦ κόσμου σέ ἄκρα πτωχεία καί ταπείνωση. Ἐάν θέλουμε λοιπόν νά κρίνουμε τόν ἑαυτό μας, μποροῦμε κάθε φορά πού ἡ δική μας ζωή ἔρχεται νά μᾶς βασανίσει μέ ἀπαιτήσεις καί μέ θελήματα, νά στήσουμε τόν ἑαυτό μας μπροστά σ’αὐτό τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, σ’αὐτό τό γεγονός τῆς σαρκώσεως τοῦ Θεοῦ Λόγου καί νά κρίνουμε κατά πόσο αὐτά τά ὁποῖα πράττουμε,  ὁμοιάζουν  μέ αὐτό πού ἔκανε ὁ Κύριος κατά τή γέννησή Του. Κατά τόν ἴδιο τρόπο μποροῦμε νά κρίνουμε ὁλόκληρη τή ζωή μας. 

Ἀπό τότε πού ἔγινε ὁ Θεός ἄνθρωπος καί ἔψαλλαν οἱ Ἄγγελοι τό ἐπί  γῆς εἰρήνη, ἔρχεται ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ καί λέει ὅτι: «Ἐγώ δέν ἦρθα  στή γῆ γιά νά φέρω εἰρήνη, ἀλλά γιά νά φέρω μάχαιρα». Γιατί ὁ Χριστός ἔφερε μάχαιρα καί ὄχι εἰρήνη καί γιατί οἱ Ἄγγελοι ἔψαλλαν περί τῆς εἰρήνης; Ἀσφαλῶς ἡ εἰρήνη πού ἦρθε στόν κόσμο εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος γενόμενος ἄνθρωπος γιά μᾶς μποροῦμε  πλέον νά τόν ἀγαπήσουμε. Μᾶς ἔδειξε ὅτι ἡ σχέση μας μέ τόν Θεό δέν εἶναι σχέση θεωρίας, γιατί δέν μπορεῖ κανείς νά ἀγαπήσει μιά ἰδέα. Μπορεῖ νά εἶσαι πιστός ἀκόλουθος κάποιας φιλοσοφίας, ἀλλά  δέν θά μπορέσεις καμιά φορά ν’ἀναπτύξεις ἀγάπη μ’αὐτό τό σύστημα, γιατί ἐκεῖνο δέν θά μπορέσει ποτέ νά σ’ἀγαπήσει. Στήν ἐκκλησία ὅμως συμβαίνει τό ἀντίθετο. Δέν ἔχουμε σχέση μέ καμιά θεωρία καί ὁ Λόγος δέν ἔγινε ἰδεολογία ἤ φιλοσοφία ἀλλά ὁ Λόγος σάρξ ἐγένετο. Ὁ Λόγος ἔγινε ἄνθρωπος ἀκριβῶς, γιά νά μπορέσουμε καί ἐμεῖς νά τόν ἀγαπήσουμε. Καί ὅταν τόν ἀγαπήσουμε, τότε θά καταλάβουμε ὅτι Αὐτός ἀγάπησε ἐμᾶς προηγουμένως κατά τρόπο ἀπερίγραπτο. «Ἡμεῖς ἀγαπῶμεν αὐτόν ὅτι αὐτός πρῶτος ἠγάπησεν  ἡμᾶς» λέει ὁ Ἀπόστολος. Αὐτό εἶναι τό μυστήριο καί τό γεγονός τό ὁποῖο ἐπιτελεῖται μέσα στήν ἐκκλησία. Γι’ αὐτό ὁ Χριστός ὡς εἰρήνη τοῦ κόσμου ἔγινε ἀντικείμενο ἀγάπης καί ὄχι ἀντικείμενο πίστεως. Διότι πρέπει νά ὑπερβεῖς τήν πίστη καί τήν ἐλπίδα, γιά νά παραμείνεις μέσα στήν ἀγάπη. Ὅπως λέει ὁ Ἀπόστολος στό τέλος καταργεῖται καί ἡ ἐλπίδα καί ἡ πίστη καί παραμένει ἡ ἀγάπη, διότι μόνο ἡ ἀγάπη εἶναι γεγονός ἐμπειρικό, ὀντολογικό μέ τό ὁποῖο αἰσθάνεται ὁ ἄνθρωπος ὅτι ὄντως εἶναι ἑνωμένος μέ τόν Θεό. Αὐτή τήν πορεία βάδισαν ὅλοι ὅσοι ἀπό τότε πού γεννήθηκε ὁ Χριστός τόν ἀγάπησαν ὡς τό τέλος.

Ὁ Πρωτομάρτυρας Στέφανος ἐσφράγισε αὐτή τήν ἀγάπη πρός τόν Κύριο μέ τόν τρόπο κατά τόν ὁποῖο ὁμοίασε μ’Αὐτόν. Στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἀναφέρεται πώς, ὅταν τόν συνέλαβαν διότι κήρυττε τόν Χριστό, τήν ὥρα τῆς δίκης καί ὁμολογίας του ἐνώπιον τοῦ δικαστηρίου ἔλαμψε τό πρόσωπο αὐτοῦ ὅπως τό πρόσωπο ἀγγέλου. Αὐτοί τόν καταδίκασαν σέ θάνατο καί τόν ὁδήγησαν στόν τόπο τῆς ἐκτέλεσής του καί τόν λιθοβόλησαν, γιατί αὐτό ἦταν ἐπιβεβλημένο  ἀπό τόν Μωσαϊκό νόμο γιά αὐτούς πού ἦταν πάρα πολύ ἀσεβεῖς καί ἁμαρτωλοί. Κι ὅμως ὁ Στέφανος πλήρης Πνεύματος Ἁγίου, παρόλο πού ἦταν φρικτός ὁ θάνατός του, προσευχόταν ὄχι γιά τόν ἑαυτό του ἀλλά ὑπέρ τοῦ κόσμου, ὅπως ὁ Χριστός προσευχόταν πάνω στόν σταυρό, λέγοντας: «Κύριε, μή στήσεις αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν ταύτην». Ἀπό τότε λοιπόν πού ὁ Χριστός ἦρθε στόν κόσμο καί ἔφερε εἰρήνη, ἑκατομμύρια μάρτυρες ἔδωσαν τή ζωή τους γι’ αὐτή τήν πίστη τους στόν Χριστό, γιατί ὄντως ἀγάπησαν τόν Χριστό καί γεύθηκαν τή μεγάλη ἀγάπη Του. Γιατί ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ μίλησε στίς καρδιές τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν.

Ὅλα αὐτά πού γιορτάζουμε σάν ἐπετείους γιά τούς Ἁγίους καί μάρτυρες δέν εἶναι ἐπέτειοι μνήμης, ἀλλά εἶναι παρόντα τά γεγονότα αὐτά στή δική τους ζωή. Γιατί τά γεγονότα τῶν ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας ἦταν γι’ αὐτούς κρίσεις. Ἔκριναν τή ζωή τους βάσει τῆς ζωῆς τοῦ Κυρίου. Δέν περνοῦσαν αὐτές τίς μέρες ἐπιπόλαια, ἀλλά εἰσέρχονταν στό βάθος τῶν νοημάτων καί ἐκεῖ δίκαζαν καί ἔκριναν τόν ἑαυτό τους. Ἔβαζαν ἀπό τή μία τόν Χριστό, τή φάτνη, τήν ταπείνωση, τήν ἀφάνεια, τή σιωπή, τήν ἀπόρριψη, τήν πτωχεία, τήν εὐτέλεια καί ἀπό τήν ἄλλη ἔβαζαν τόν δικό τους ἑαυτό καί ἔτσι τόν ἔκριναν.

Ὁ Κύριος μᾶς τό ξεκαθάρισε μέσα ἀπό τήν ἐμπειρία τῶν Ἀποστόλων καί ὅλων τῶν Ἁγίων ὅτι δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχει τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέσα μας καί ἐμεῖς νά μήν ἔχουμε τούς καρπούς του. Καί γιά νά μήν δικαιολογούμαστε μᾶς εἶπε ξεκάθαρα ὅτι ὁ καρπός τοῦ Πνεύματος εἶναι: «ἀγάπη, χαρά, εἰρήνη, μακροθυμία, χρηστότης, ἀγαθοσύνη, πίστης, πραότης, ἐγκράτεια» Πάρε λοιπόν αὐτό τόν καρπό, αὐτόν πού σημαίνει ὅτι εἶναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον μέσα μας καί ἐξέτασε τόν ἑαυτό σου. Μποροῦμε νά κρίνουμε τόν ἑαυτό μας καί νά δοῦμε ποῦ βρισκόμαστε. Αὐτή ἡ κρίση εἶναι ἐπιβεβλημένη καί σωτήριος καί αὐτές οἱ ἅγιες μέρες καί ἑορτές ἄν λειτουργοῦν σέ μᾶς ὡς κρίσεις τῆς ζωῆς μας, τότε μποροῦμε νά ποῦμε πραγματικά ὅτι εἶναι σωτήριες, διότι μᾶς δίνουν καί ἀφορμή πνευματικοῦ ἀγῶνος μέσα ἀπό τή μετάνοια, ταπείνωση καί τήν ἀλλαγή τῆς ζωῆς, ἀλλά ταυτόχρονα μᾶς δίνουν ἕνα ἔναυσμα νά ἐκζητήσουμε μέ πολλή ἀγάπη τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Ἀφοῦ αἰσθανθοῦμε ὅτι εἴμαστε ὁ λαός ὁ καθήμενος ἐν σκότει, τότε κι’ ἐμεῖς θά ποῦμε: «ποῦ γάρ εἶχε τό φῶς σου λάμψαι εἰμή τοῖς ἐν σκότει καθημένοις». Ποῦ θά λάμψεις τό φῶς σου Θεέ μου, παρά μόνο σέ αὐτούς πού ζοῦν στό σκοτάδι. Ὅταν αἰσθάνομαι ὅτι εἶμαι στό σκοτάδι θά ἐκζητήσω τό φῶς. Ἐάν ὅμως ἔχω τήν ἀπάτη ὅτι εἶμαι μές στό φῶς, τότε οὐδέποτε θά δῶ τό φῶς τό ἀληθινό, ἀφοῦ ἔχω τό φῶς τό χειροπιαστό.   
(ἀπόσπασμα ἀπομαγνητοφωνημένης ὁμιλίας)

ΠΗΓΗ : "ΠΑΡΑΚΛΗΣΗ", Ι.Μ.ΛΕΜΕΣΟΥ, ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ-ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2013, τ. 75, σ. 1 κ.ε.


Σάββατο 24 Δεκεμβρίου 2016

Ο ΑΟΡΑΤΟΣ ΟΡΑΤΑΙ - ΛΕΩΝΙΔΑ ΟΥΣΠΕΝΣΚΥ


Τὴν εἰκόνα τῆς Γεννήσεως τὴν βλέπουν ἐκεῖνοι ποὺ δὲν εἶναι μυημένοι στὸ πνεῦμα τῆς ὀρθοδόξου λατρείας φορτωμένη μὲ περιττὲς λεπτομέρειες. Ἡ σύνθεσή της τοὺς φαίνεται κάπως παιδαριώδης, ἄταχτη, περισσότερο ἁπλοϊκὴ παρὰ σοβαρή. Ἐν τούτοις, αὐτὴ ἡ ἀφέλεια κι αὐτὴ ἡ ἁπλοϊκότητα εἶναι κάτι πολὺ βαθύ, κάτι ποὺ μᾶς κάνει νὰ θυμηθοῦμε τὰ λόγια τοῦ Κυρίου: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ὃς ἐὰν μὴ δέξηται τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ὡς παιδίον, οὐ μὴ εἰσέλθῃ εἰς αὐτήν». Ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως, βασιζόμενη πάνω στὴν Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν Ἱερὰ Παράδοση, μᾶς ἀποκαλύπτει τὸ δογματικὸ περιεχόμενο καὶ τὴν ὅλη ἔννοια τῆς Ἑορτῆς. Μὲ τὰ χρώματα καὶ τὸν πλοῦτο τῶν λεπτομερειῶν κι ἀκριβῶς μὲ τὴν ἁπλοϊκότητά της, εἶναι ἡ πιὸ χαρωπὴ ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῶν μεγάλων δεσποτικῶν ἑορτῶν.

ΠΗΓΗ : "ΠΕΙΡΑΪΚΗ ΕΚΚΛΗΣΙΑ", τευχ. 199, ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ 2008, σ. 17.



Η ΠΡΟΚΛΗΣΗ ΤΗΣ ΓΙΟΡΤΗΣ - ΤΟΥ ΧΡΗΣΤΟΥ ΓΙΑΝΝΑΡΑ


Μέρες γιορτινές, καὶ πόσο ἡ γιορτὴ ἀνθρωπεύει τοὺς ἀνθρώπους. Μιὰ ἐλάχιστη ρωγμὴ στὸ προσωπεῖο τῆς ἄμυνας ποὺ ἐπιβάλλει ἡ καθημερινότητα, κάποια γιορτινὴ ἀδεξιότητα στὴ σχέση, καὶ ξαναβρίσκουμε στὰ πρόσωπα τὴν εὐαισθησία τοῦ παιδιοῦ δίχως ντροπὴ καὶ δίχως ἔλεγχο. Αὐτὴ ἡ τρυφερότητα τῆς γιορτῆς σὲ μιὰν ἀσήμαντη χειρονομία, στὴν ἔγνοια γιὰ ἕνα δῶρο ποὺ θὰ ἀρέσει ἢ στὴ συνειδητὴ οὐτοπία τῶν εὐχῶν, δὲν εἶναι μόνο ὅ,τι μπορεῖ νὰ κρυφτεῖ κάτω ἀπὸ τὴν ἐτικέτα τοῦ συναισθηματισμοῦ. Εἶναι μιὰ πρόκληση ἐξόδου σὲ ἕνα εἶδος ἀποκαλυπτικῆς γνησιότητας, ποὺ μπορεῖ νὰ ἐλευθερώνει τόσο ὅσο καὶ ἡ ἀληθινὰ ἐρωτικὴ αὐτοπροσφορά.

Σὲ τέτοιες γιορτινὲς στιγμὲς ἀνθρώπινης ἀπελευθέρωσης, θέλω νὰ προλάβω νὰ πῶ μιὰν εὐχή, σὰν τὶς εὐχὲς ποὺ λέμε στὶς στιγμὲς τοῦ φωτισμοῦ ποὺ φέρνει ἕνα πεφταστέρι. Καὶ θέλω ἡ εὐχή μου νὰ μὴ σκοπεύει μονάχα τὸ χρόνο, ἕνα χρόνο μακρό, μετρημένο σὲ χρόνια πολλά, ἀλλὰ νὰ ἀγκαλιάζει καὶ τὸ χῶρο, ὅπως τὸν ἀγκαλιάζει καὶ τὸ φῶς τοῦ ἀστεριοῦ ὅταν σχίζει τὴ νύχτα. Δὲν μπορῶ νὰ καταλάβω τὴν αἰωνιότητα δίχως τὸ χῶρο, τὸ χῶρο σὰν τρόπο καὶ ὄχι σὰν τόπο ζωῆς, τρόπο σχέσης καὶ ἐρωτικῆς ἀμεσότητας – ὅμοια μὲ τὸ χρόνο τῆς αἰωνιότητας, ποὺ ὑπερβαίνει τὸ παρελθὸν καὶ τὸ μέλλον στὴν ἀμεσότητα τοῦ παρόντος καὶ διαρκεῖ ἀτελεύτητα σὰν ἐρωτικὴ πληρότητα.

Λοιπόν, ἡ εὐχή μου σὲ ἕνα διπλανό μου ἄνθρωπο καὶ στὴν ἀποκαλυπτικὴ στιγμὴ τῆς γιορτινῆς τρυφερότητας, θὰ ἤθελα νὰ εἶναι μιὰ πραγματικὴ πρόκληση στὴν ἀπωθημένη εὐαισθησία, ποὺ μπορεῖ νὰ ἀναστήσει τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο σὲ ἀμεσότητα σχέσης. Δὲν μιλῶ γιὰ κοινωνικὴ σχέση, οὔτε κἂν γιὰ φιλία καὶ κατανόηση. Μιλῶ γιὰ τὴν προοδευτικὴ διεύρυνση τῆς εὐαισθησίας στὰ ὅρια τῆς καθολικῆς κτίσης καὶ τῆς ἀνθρώπινης Ἱστορίας, γιὰ τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν ἀσφυκτικὴ ἐγκύστωση στὴν πενιχρὴ ἀτομικότητα.

Καὶ θέλω νὰ βεβαιώσω τὸν ἀναγνώστη ὅτι δὲν κάνω αἰσθητικὴ μὲ ὅλες αὐτὲς τὶς φαινομενικὰ ἀφηρημένες ἐκφράσεις. Πιστεύω ὅτι εἶναι δῶρο ἀνεκτίμητο (καὶ σὲ αὐτὸ τὸ δῶρο ἀναφέρεται ἡ εὐχή μου) νὰ κατορθώσει ἕνας σημερινὸς ἄνθρωπος τὴν ἐσωτερικὴ εὐρύτητα ποὺ χρειάζεται, γιὰ νὰ δεχθεῖ τὴν εὐεργετικὴ πρόκληση τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, ἔτσι ὅπως τὴν ἀξιώνεται ἡ ἐποχή μας. Καὶ αὐτὴ ἡ εὐρύτητα μπορεῖ νὰ κερδηθεῖ, ἔστω σὰν πρώτη γεύση, σὲ κάποια στιγμὴ γιορτινῆς ἀμεσότητας, ὅταν ραγίζουν τὰ προσωπεῖα τῆς ἐγωκεντρικῆς ἄμυνας. Σὲ αὐτὴ τὴν ἀμεσότητα ἀναδύεται ἡ καθολικότητα τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ἀποκαλυπτικὴ γνησιότητα τῆς ὕπαρξης πέρα ἀπὸ τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, ἡ ἀνθρώπινη προσωπικὴ μοναδικότητα σὰν τρόπος ὑπάρξεως καὶ ὄχι σὰν ἀριθμητικὴ μονάδα βιολογικῆς ἢ κοινωνικῆς ἐπιβίωσης.

Θὰ εὐχόμουνα νὰ θυμηθοῦμε στὶς φετινὲς γιορτὲς ὅτι ὁ Χριστὸς τῆς Ἐκκλησίας (ὄχι ὁ Χριστὸς τῶν ρομαντικῶν παραποιήσεων) εἶναι ὁ Νέος Ἀδάμ, ὁ ἄνθρωπος στὶς κοσμικὲς διαστάσεις τοῦ καθολικοῦ τρόπου τῆς ὑπάρξεως, ποὺ συγκεφαλαιώνει τὴ ζωὴ καὶ τὴν Ἱστορία σὲ μιὰν ἀμεσότητα σχέσης κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, χρόνου καὶ αἰωνιότητας. Καὶ κάθε πιστὸς ποὺ βαφτίζεται μέσα στὰ στοιχεῖα τῆς καινούργιας κτίσης τοῦ Θεοῦ, στὸν τρόπο ὑπάρξεως τοῦ Χριστοῦ, μπορεῖ νὰ εἶναι ὁλάνοιχτος στὴ γιορτινὴ πρόκληση τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, κάθε στιγμὴ ἕνας πρωτόπλαστος Ἀδάμ, μὲ τὸ παρθενικὸ βλέμμα τῆς ἐρωτικῆς ἀμεσότητας. […]

Ἀκόμα καὶ ἡ τραγικὴ πρόκληση τῆς ἁμαρτίας τοῦ ἄνθρωπου, στὰ ὅρια τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, μπορεῖ νὰ μεταμορφώνεται σὲ γιορτή. Ὄχι σὲ ὁποιαδήποτε γιορτή, ὄχι σὲ ἁπλὴ εὐφραντικὴ διέξοδο ἐγωκεντρικῶν συναισθημάτων, ἀλλὰ στὴν κατεξοχὴν γιορτὴ τοῦ κόσμου καὶ τῆς Ἱστορίας, ποὺ εἶναι ἡ Σάρκωση τοῦ Θεοῦ, ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ. Αὐτὸ τὸ ἀστέρι φωτίζει μόνιμα τὴ νύχτα τοῦ κόσμου, δείχνει τὴν ὁδὸ στοὺς σοφούς, ποὺ ξέρουν νὰ προσκυνᾶνε μόνο τὴ σαρκωμένη Σοφία τοῦ Θεοῦ, τὴ Σοφία ποὺ οἰκοδομεῖ, μὲ τὸ ὑλικὸ τῆς ἀνθρώπινης ἀποτυχίας καὶ ἁμαρτίας, τὴν καινὴ πόλη τῆς Βασιλείας, τὸ σῶμα τοῦ ἀναστημένου Ἀδάμ, τὴν ἀμεσότητα τῆς σχέσης κτιστοῦ καὶ ἀκτίστου, χρόνου καὶ αἰωνιότητας.

ΠΗΓΗ : «Ἑορτολογικὰ παλινωδούμενα», ἐκδ. Ἀκρίτας 1999, (Ἀρχικὴ δημοσίευση: 20 Δεκεμβρίου 1975)