Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς (1296-1359) εἶναι ἕνας ἀπό τούς μεγαλύτερους Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας.
Ὁρισμένες φορές τοποθετεῖται ὡς τέταρτος Ἱεράρχης μαζί μέ τόν Μ. Βασίλειο, τόν
Γρηγόριο Θεολόγο καί τόν Ἰωάννη Χρυσόστομο. Σέ μιά κρίσιμη ἐποχή, κατά τήν ὁποία
ὁ χριστεπώνυμος οὐμανισμός ἀμφισβητοῦσε τήν πεμπτουσία τῆς Ἐκκλησίας ὡς
«κοινωνίας θεώσεως», ὁ ἅγιος Γρηγοριος ὁ Παλαμᾶς πρόβαλε τή διδασκαλία γιά τή
θέωση τοῦ ἀνθρώπου μέ τή μετοχή του στήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Δέν παρουσίασε
καινούργιες θεολογικές ἀλήθειες πού δέν ὑπῆρχαν προηγουμένως στήν Ἁγία Γραφή
καί τήν Παράδοση τῆς Ἐκκλησίας. Χρησιμοποιώντας ὅμως τή γλώσσα, τούς ὅρους καί
τίς ἔννοιες τῆς ἐποχῆς του, ἀνέτρεψε τίς ἀμφισβητήσεις καί προσβολές τῆς
χριστιανικῆς πίστεως καί ζωῆς μέ τή διαχρονική ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας.
Κεντρική θέση στή
θεολογία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ ἔχει ἡ διάκριση ἀνάμεσα στήν οὐσία καί τήν ἐνέργεια
ἤ τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ἡ διάκριση αὐτή, πού ἔχει τίς ρίζες της στήν Ἁγία
Γραφή, ἀναπτύχθηκε θεολογικά ἀπό τούς Πατέρες τῆς Καππαδοκίας. Ὁ ἅγιος
Γρηγόριος χρησιμοποίησε τή διάκριση αὐτήν ὑπογραμμίζοντας τόν ἄκτιστο χαρακτήρα
τῆς θείας ἐνέργειας. Ἡ ὑπογράμμιση αὐτή δέν συνιστᾶ θεολογικό νεωτερισμό ἀλλά
μόνο θεολογικό τονισμό. Κάθε φύση ἔχει καί τήν ἀντίστοιχη ἐνέργειά της. Ἡ
κτιστή φύση ἔχει κτιστή ἐνέργεια, ἐνῶ ἡ ἄκτιστη ἔχει ἄκτιστη ἐνέργεια.
Ὁ Θεός δέν παραμένει ἀπρόσιτος
καί ἀκοινώνητος στόν ἄνθρωπο οὔτε τόν προσεγγίζει καί κοινωνεῖ μέ αὐτόν
χρησιμοποιώντας κτιστά μέσα, ἀλλά ἔρχεται σέ ἄμεση σχέση καί προσωπική κοινωνία
μαζί του μέ τήν ἄκτιστη ἐνέργεια ἤ τίς ἄκτιστες ἐνέργειές του. Μέ τόν τρόπο αὐτόν
ὁ ἄνθρωπος μετέχει ἄμεσα καί προσωπικά στή θεία ζωή καί γίνεται θεός κατά χάρη.
Ὁλόκληρη ἡ παλαμική θεολογία καταλήγει σέ τελική ἀνάλυση στήν προάσπιση τῆς ἀλήθειας
αὐτῆς· τῆς ἀλήθειας τῆς ἐν Χριστῷ ἀνακαινίσεως καί θεώσεως τοῦ ἀνθρώπου, δηλαδή
τῆς ἀναδείξεώς του ὡς προσώπου «καθ΄ ὁμοίωσιν Θεοῦ».
Ὅπως εὔστοχα ἐπισήμανε ὁ
γέροντας Σωφρόνιος, «ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶναι ἐκεῖνος πού μᾶς ἐξήγησε,
πῶς νά στεκόμαστε μπροστά στόν Θεό, πῶς νά τόν γνωρίζουμε μέ ἕναν καταφατικό
τρόπο»1. Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ δέν εἶναι κάποια ἀόριστη δύναμη ἤ ὑπερδύναμη.
Ἡ ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός· εἶναι «ὁ ζῶν Θεός», πού γίνεται
προσιτός καί μεθεκτός στόν ἄνθρωπο. Μέ τήν ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ ζοῦμε τόν ζῶντα
Θεό μέσα στήν ἱστορία καί στή ζωή μας.
Στήν πολεμική πού ἀνέπτυξε
ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἀναιρώντας τήν κακοδοξία τοῦ Βαρλαάμ γιά τόν κτιστό
χαρακτήρα τῆς θείας ἐνέργειας, ἐπισήμανε καί τήν πρόταξη τοῦ προσώπου. Ἀκολουθώντας
ὥς ἕνα σημεῖο καί κατά λέξη τόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Θεολόγο ὁ Παλαμᾶς λέει: «Καί
τῷ Μωυσῇ δέ χρηματίζων ὁ Θεός, οὐκ εἶπεν ἐγώ εἰμι ἡ οὐσία, ἀλλ΄ἐγώ εἰμι ὁ ὤν2·
οὐ γάρ ἐκ τῆς οὐσίας ὁ ὤν, ἀλλ’ ἐκ τοῦ ὄντος ἡ οὐσία· αὐτός γάρ ὁ ὤν ὅλον ἐν ἑαυτῷ
συνείληφε τό εἶναι»3.
Ἡ ἀναγωγή τῆς οὐσίας
στό ὄν δέν σημαίνει καί πρόταξη τοῦ ὄντος ἀπέναντι τῆς οὐσίας, πράγμα πού θά
σήμαινε σέ τελική ἀνάλυση καί ὕπαρξη ὄντος χωρίς οὐσία. Τό λάθος αὐτό
σημειώθηκε πρόσφατα στόν θεολογικό χῶρο κατά τή συζήτηση τῆς ἐννοίας τοῦ
προσώπου, μέ τήν ἐπίκληση μάλιστα καί τοῦ παρατεθέντος χωρίου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου
Παλαμᾶ. Ἀλλά ἔτσι ἀποφεύγεται μέν ὁ οὐσιανισμός, τόν ὁποῖο ὀρθῶς ἀπορρίπτουν οἱ
ὀρθόδοξοι θεολόγοι, ἀναδύεται ὅμως στή θέση του ἕνας ἀνούσιος περσοναλισμός. Ὁ περσοναλισμός
αὐτός εἶναι τελείως ξένος πρός τήν πατερική παράδοση καί τή θεολογία τοῦ ἁγίου
Γρηγορίου Παλαμᾶ. Ὅπως τονίζει ὁ ἅγιος Γρηγόριος, διακρίνουμε τήν ὑπόσταση ἀπό
τήν οὐσία καί παρουσιάζουμε τή διαφορά της ἀπό ἐκείνην, ἀλλά δέν μποροῦμε νά
βροῦμε ὑπόσταση χωρίς οὐσία· «οὐκ ἔστιν ἰδεῖν ὑπόστασιν χωρίς οὐσίας»4.
Οἱ θεῖες ὑποστάσεις δέν εἶναι μέρη τῆς θείας οὐσίας, γιατί σέ κάθε ὑπόσταση ὑπάρχει
«ὅλη καί τελεία ἡ θεότης»5.
Ἡ ἀνθρώπινη φύση
δημιουργήθηκε σέ σχέση καί ἀναφορά πρός τή θεία φύση. Δημιουργηθήκαμε,
σημειώνει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς ἐπαναλαμβάνοντας τόν Ἀπόστολο Πέτρο, «ἵνα
γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως»6. Αὐτό σημαίνει, ὅπως συμπληρώνει ὁ ἴδιος,
ὅτι δέν εἴμασταν προηγουμένως οὔτε γίναμε ἐξαρχῆς μέ τήν δημιουργία μας
κοινωνοί αὐτῆς τῆς φύσεως7. Καί ἐνῶ ἔπρεπε νά προχωρήσει ὁ ἄνθρωπος
πρός τό «καθ’ὁμοίωσιν», ὄχι μόνο δέν τό ἔπραξε, ἀλλά καί βάδισε πρός τήν ἀντίθετη
κατεύθυνση. Ἡ διπλή αὐτή ἐκτροπή προκλήθηκε ἀπό τήν ἔπαρση τοῦ ἀνθρώπου. Αὐτή
τόν ἀλλοτρίωσε ἀπό τήν κατά φύση ἐνάρετη ζωή καί τόν ὁδήγησε στήν παρά φύση ἐμπαθή
ζωή. Ὅταν ὅμως ὁ ἄνθρωπος ταπεινωθεῖ καί ἀνακτήσει τή φυσική ἀναφορά του πρός
τόν Θεό, τότε αἴρεται ἡ ἀντίθεση πού ὑπάρχει μέσα του, εἰρηνεύει καί ζεῖ τήν
κατά φύση ἐνάρετη ζωή8.
Ὁ ἄνθρωπος λοιπόν δέν
καλεῖται νά νικήσει τή φύση του ἤ νά ἐλευθερωθεῖ ἀπό αὐτήν, ἀλλά νά ἀντιταχθεῖ
στήν ἐκτροπή της, νά νικήσει τά πάθη της καί νά τήν κατευθύνει στόν σκοπό γιά
τόν ὁποῖο ἐξαρχῆς δημιουργήθηκε·«στό καθ’ ὁμοίωσιν», στή μέθεξη τῆς «θείας φύσεως».
Μέσα σέ αὐτήν ἀκριβῶς τήν προοπτική καλεῖται ὁ ἄνθρωπος νά πολεμήσει τή σάρκα του
ἤ καί νά μισήσει τόν ἴδιο τόν ἑαυτό του9.
Μέσα σέ αὐτήν τήν
προοπτική διεξάγεται καί ἡ χριστιανική ἄσκηση, πού ἀποτελεῖ κεντρικό ἄξονα στή
ζωή καί τή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου. Καί ἐπειδή ἡ ἔπαρση ἦταν ἡ αἰτία τῆς
ἐκτροπῆς τοῦ ἀνθρώπου, γι’αὐτό ἡ ταπείνωση καί τό πένθος προβάλλονται ὡς κύρια
φάρμακα γιά τήν ἀνόρθωσή του.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς, ὅπως σημειώνει ὁ βιογράφος καί ἐγκωμιαστής του Φιλόθεος, Πατριάρχης
Κωνσταντινουπόλεως, διέθετε ἀκρότατη ταπείνωση καί ἀνυπόκριτη «ἐκ καρδίας ἀγάπη»·
εἶχε βαθύτατη κατάνυξη, πένθος καί ἀείροα δάκρυα10. Τέλος μέ ἀπόλυτη
πειστικότητα καί ἀκατάβλητη δύναμη ὑπερασπίστηκε τήν ἀδιάλειπτη προσευχή, ἀντικρούοντας
τόν Βαρλαάμ τόν Καλαβρό πού τήν ἔβλεπε ὡς διανοητική διαδικασία.
Ἡ θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ἤ
ἡ τελείωση καί καταξίωσή του ὡς προσώπου, ἔρχεται ὡς ἐπιστέγασμα μακρᾶς καί ἐπίπονης
ἀσκητικῆς πορείας. Ἡ πορεία αὐτή ἀποκαθιστᾶ τήν εἰρήνη στήν ψυχή τοῦ πιστοῦ καί
μετατρέπει τά δάκρυα τοῦ πένθους καί τῆς μετανοίας σέ χαρά καί ἀγαλλίαμα τῆς καρδιᾶς.
Ἔτσι ὁ ἄνθρωπος ἐλευθερώνεται ἀπό τά γήινα πάθη, γεύεται τή θεία μακαριότητα
καί καταυγάζεται ἀπό τό ἄκτιστο φῶς· γίνεται ἐπίγειος ἄγγελος τοῦ Θεοῦ καί
προσάγει μέ τόν ἑαυτό του στόν Θεό ὁλόκληρη τήν κτίση, γιατί καί ὁ ἴδιος μετέχει
σέ ὅλα, ὅπως καί στόν Θεό πού βρίσκεται ἐπάνω ἀπό ὅλα, γιά νά εἶναι ἀκριβής εἰκόνα
του11.
Στό σημεῖο αὐτό ἀξίζει
νά ἐπισημάνουμε καί τή σπουδαιότητα τῆς διδασκαλίας τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Παλαμᾶ
γιά τή σωστή θεολογική προσέγγιση καί ἀντιμετώπιση τῆς σύγχρονης οἰκολογικῆς
κρίσεως. Ἡ κρίση αὐτή δέν εἶναι ἐπιφανειακή οὔτε ἀντιμετωπίζεται μέ νομοθετικά
μόνο μέτρα ἤ ἀκόμα καί μέ τήν ἁπλή ἀλλαγή τῆς ἐξωτερικῆς συμπεριφορᾶς τοῦ ἀνθρώπου.
Ἡ οἰκολογική κρίση πηγάζει ἀπό τήν ἐσωτερική κρίση τοῦ ἀνθρώπου, ἀπό τή
διάσπαση τοῦ νοῦ ἀπό τήν καρδιά του. Πηγάζει ἀπό τήν ἀποτυχία του νά ἀγκαλιάσει
μέ ἀγάπη ὁλόληρη τήν κτίση καί νά τήν ἀναφέρει μαζί μέ τόν ἑαυτό του στόν Θεό.
Ἡ οἰκολογική κρίση
ξεκινᾶ ἀπό τήν ἐσωτερική κρίση τοῦ ἀνθρώπου· ἀπό τήν κρίση τοῦ ἀνθρώπινου
προσώπου, τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως. Καί ἡ μόλυνση τοῦ περιβάλλοντος ἀντανακλᾶ
τήν ἐσωτερική μόλυνση τοῦ ἀνθρώπου· τή μόλυνση τοῦ νοῦ καί τῆς καρδιᾶς του.
Χωρίς τήν κάθαρση τῆς καρδιᾶς ἀπό τίς ἐμπαθείς διαθέσεις καί τοῦ νοῦ ἀπό τά ἐμπαθή
νοήματα δέν εἶναι δυνατό νά ὑπάρξουν σωστές σχέσεις τοῦ ἀνθρώπουμέ τόν κόσμο
καί τά πράγματα τοῦ κόσμου. Ἄν δέν ξεκινήσει ὁ ἄνθρωπος ἀπό τήν κρίση πού ὑπάρχει
μέσα του, δέν μπορεῖ νά ἀντιμετωπίσει σωστά τήν οἰκολογική κρίση. Ἡ ἀνακαίνιση
τοῦ κόσμου προϋποθέτει τήν ἀνακαίνιση τῆς ἀνθρώπινης ὑποστάσεως.
Ἡ ἀλήθεια τῆς θεώσεως
δέν ἐμφανίζεται μόνο στή διδασκαλία τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, ἀλλά αἰσθητοποιεῖται
καί στή ζωή του. Ἄλλωστε ἡ περιγραφή τῆς θεώσεως μέ τόν ἀνθρώπινο λόγο εἶναι ἀδύνατη,
γιατί, ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος, «καί λεγομένη ἄρρητος ἐκείνη μένει, μόνοις ἐνώνυμος...τοῖς
εὐμοιρηκόσιν αὐτῆς»12. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς εἶχε τήν εὐτυχία νά
γεννηθεῖ καί νά ἀνατραφεῖ σέ οἰκογένεια πού ἀγωνιζόταν γιά τήν ἁγιότητα. Ὅλα τά
μέλη τῆς οἰκογένειάς του εἶχαν ἐμφανή γνωρίσματα ἁγιότητας, γι᾿ αὐτό καί κατά
τόν τελευταῖο καιρό ἔγινε ἀπό τό Οἰκουμενικό Πατριαρχεῖο ἡ ἁγιοκατάταξή τους.
Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ
Παλαμᾶς δέν στήριξε τήν ἀνθρωπολογία του στά φιλοσοφικά ρεύματα τῆς ἐποχῆς του.
Τήν στήριξε στήν βιωμένη παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, πού ἔζησε καί γνώρισε ὁ ἴδιος ἐκ
τῶν ἔνδον. Βέβαια, χρησιμοποίησε τή γλώσσα, τούς ὅρους καί τίς ἔννοιες τῆς ἐποχῆς
του, ὅπως ἔκαναν καί οἱ προγενέστεροι Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό ὅμως δέν ἐπηρέασε
τήν οὐσία τῆς διδασκαλίας του. Ἀντιθέτως ἡ χρήση τῶν ὅρων καί τῶν ἐννοιῶν αὐτῶν
ἄνοιξε νέους ὁρίζοντες καί στήν ἴδια τή φιλοσοφική σκέψη.
Ἡ ἐπιστημονική ἀνάλυση
τῶν πατερικῶν κειμένων, ὅπως καί στήν προκειμένη περίπτωση τοῦ ἁγίου Γρηγορίου
τοῦ Παλαμᾶ, προσπαθεῖ νά βρεῖ τίς πηγές, ἀπό τίς ὁποῖες αὐτοί ἄντλησαν τήν διδασκαλία
τους. Ἔτσι διαπιστώνει π.χ. στόν ἅγιο Γρηγόριο τόν Παλαμᾶ πλατωνικές ἤ
νεοπλατωνικές ἐπιδράσεις. Καί πραγματικά, μιά ἐπιφανειακή ἀνάγνωση τῶν ἔργων του
μπορεῖ ἴσως νά δημιουργήσει τέτοιες ἐντυπώσεις. Ὅταν ὅμως ἐπιχειρηθεῖ ἡ
βαθύτερη ἀνάγνωσή τους, ἡ ἐντύπωση πού ἀποκομίζεται εἶναι τελείως διαφορετική.
Οἱ λέξεις καί τά ἐκφραστικά σχήματα δέν ταυτίζονται μέ τήν ἀλήθεια, ἀλλά ἀποτελοῦν
ἁπλά μέσα γιά τή σχετική πάντοτε ὑποδήλωσή της. Καί ἡ κατανόηση τῆς ἀλήθειας αὐτῆς
δέν εἶναι εὔκολη ἀλλά οὔτε καί δυνατή ἔξω ἀπό τό πνεῦμα τῆς κοινωνίας αὐτῶν πού
τήν διατύπωσαν· ἔξω ἀπό τό πνεῦμα τῆς «κοινωνίας τῆς θεώσεως».
_____________
1. Ἀρχιμ. Σωφρονίου(
Σαχάρωφ), Ὁμιλία πρός τήν Κοινότητα, στίς 19 – 11 – 1989.
2. Βλ. Ἔξοδ. 3,14.
3. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ
τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3,2,12, ἔκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ,
Συγγράμματα, τόμ. Α΄, Θεσσαλονίκη 1962, σ.666. Πρβλ. Γρηγορίου Θεολόγου, Λόγος
45,3, PG 36,625C.
4. Γρηγορίου Παλαμᾶ,
Πρός Γαβρᾶν 30, ἔκδ. Π. Χρήστου, ὅ.π.,τόμ. Β΄, σ. 358-359.
5. Γρηγορίου Παλαμᾶ,
Πρός Παῦλον Ἀσάνην 9, ἔκδ. Π. Χρήστου, ὅ.π.,τόμ. Β΄, σ. 371.
6. Βλ. Β΄ Πέτρ. 1,4.
7. Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ,
Θεοφάνης 15, ἔκδ. Π. Χρήστου, ὅ.π.,τόμ. Β΄, σ.239.
8. Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ,
Πρός μοναχήν Ξένην 54, ἔκδ. Π. Χρήστου, Γρηγορίου τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ.
Ε΄, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 222.
9. Βλ. Λουκ. 14,26.
10.Βλ. Φιλοθέου
Κωνσταντινουπόλεως, Λόγος εἰς ἅγιον Γρηγόριον Παλαμᾶν , PG 151, 569 AB.
11.Βλ. Γρηγορίου Παλαμᾶ,
Πρός μοναχήν Ξένην 59 καί Πρός Ἰωάννην καί Θεόδωρον τούς φιλoσόφους 18, ἔκδ. Π. Χρήστου Γρηγορίου
τοῦ Παλαμᾶ, Συγγράμματα, τόμ. 5, Θεσσαλονίκη 1992, σ. 224 καί 239.
12. Γρηγορίου Παλαμᾶ, Ὑπέρ
τῶν ἱερῶς ἡσυχαζόντων 3,1,32, ἔκδ. Π. Χρήστου, ὅ.π., τόμ. Α΄, σ.644.
ΠΗΓΗ :
"ΕΝΑΤΕΝΙΣΕΙΣ", περιοδική έκδοση της Ι.Μ.ΚΥΚΚΟΥ.