Τρίτη 31 Δεκεμβρίου 2013
ΠΟΙΜΑΝΤΟΡΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΕΠΙ ΤΗι ΠΡΩΤΗι ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΤΟΥΣ 2014 ΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, ΦΑΛΗΡΟΥ, ΔΡΑΠΕΤΣΩΝΑΣ ΚΑΙ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΡΕΝΤΗ ΣΕΡΑΦΕΙΜ
ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΙΕΡΟΝ ΚΛΗΡΟΝ ΚΑΙ ΤΟ ΠΛΗΡΩΜΑ ΤΗΣ
ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ
Τέκνα μου ἀγαπητά καί περιπόθητα,
Ἡ
ἀλλαγή τοῦ Χρόνου εἶναι ἕνα ὁρόσημο πού μᾶς δίδει τήν εὐκαιρία νά ἀνταλλάξουμε
εὐχές, δῶρα, χαιρετισμούς, μηνύματα. Ὁ καινούργιος χρόνος δέν ἔχει ἀκόμη δείξει
τά χαρακτηριστικά του κι ὅμως τόν περιμένουμε ὅλοι μας γεμᾶτοι ἐλπίδες κι
ἐμπιστοσύνη.
Εἶναι
τόσο ἀπόλυτη καί γενική ἡ αἰσιοδοξία μας αὐτή, πού θά νόμιζε κανείς ὅτι κάποιος
μᾶς ἔχει ἐκ τῶν προτέρων διαβεβαιώσει ὅτι μέ τόν καινούργιο χρόνο ὅλα θά πᾶνε
καλύτερα.
Διερωτᾶται
λοιπόν κανείς δικαιολογημένα : Ποῦ ὀφείλεται ὅλη αὐτή ἡ βεβαιότητα, αὐτή ἡ
ἀνεπιφύλακτη αἰσιοδοξία;
Ἀσφαλῶς
θά ρίξει λίγο φῶς στήν ἀπορία μας ἐάν θυμηθοῦμε πῶς ἀντιλήφθηκαν τόν χρόνο οἱ
ἄνθρωποι μέχρι σήμερα. Ἐνῶ γιά τό μέτρημα τοῦ χρόνου ὑπῆρξε σχετικῶς γρήγορα
μιά πανανθρώπινη συμφωνία, ὥστε ὁπουδήποτε κι ἄν βρισκόμαστε νά διαθέτουμε τά
ἴδια ὄργανα μετρήσεως, δηληδή τά ρολόγια, γιά τήν ἀντίληψη περί χρόνου δέν
ἐπεκράτησε μιά μονάχα ἄποψη μεταξύ τῶν ἀνθρώπων, ἀλλά δύο. Ἡ ἄποψη ἡ κυκλική
καί ἡ ἄποψη ἡ γραμμική. Κατά τήν κυκλική ἄποψη, πού τήν διατύπωσαν κυρίως οἱ
Ἕλληνες φιλόσοφοι, ἡ ἱστορία εἶναι ἕνας τροχός, πού γυρνᾶ διαρκῶς καί
ἐπαναλαμβάνεται πληκτικά, ὥστε κανείς νά μήν μπορεῖ νά περιμένει ἐκπλήξεις. Ὁ
μῦθος τοῦ Σισύφου εἶναι ἡ πιό χαρακτηριστική περιγραφή τῆς κυκλικῆς ἀντιλήψεως
περί χρόνου. Καί πρέπει βέβαια νά τονίσουμε ὅτι αὐτή ἡ ἀντίληψη εἶναι καθαρά
μηχανική. Δηλαδή προϋποθέτει ἕναν κόσμο, στόν ὁποῖο δέν ὑπάρχει Θεός, ἤ κι ἄν
ὑπάρχει, δέν ἔχει καμμία ἀπολύτως σχέση μέ τόν κόσμο καί τόν ἄνθρωπο.
Πλάι
σ' αὐτή τήν κυκλική ἄποψη, πού δείχνει τόν κόσμο παιχνίδι στά χέρια μιᾶς
τυφλῆς, ἄλογης καί ἀσυνείδητης εἱμαρμένης, ἀναπτύχθηκε ἡ γραμμική ἄποψη, πού
εἶναι ἡ ἄποψη τῶν θρησκευτικῶν λαῶν. Ἐδῶ ἡ ροή τῆς ἱστορίας δέν νοεῖται ὡς
μηχανική ἐπανάληψη, ἀλλά ὡς ἐξελικτική πορεία, γι' αὐτό λέγεται γραμμική. Ἡ
γραμμή αὐτή δέν εἶναι βέβαια πάντα εὐθεῖα, ἀλλά ἔχει καί τεθλασμένες
διακυμάνσεις, ἔχει κι ἐπαναλήψεις. Ὅμως δέν παύει ποτέ νά εἶναι πορεία πρός τά
ἐμπρός, ἀλλαγή, ἐξέλιξη.
Σ'
αὐτή τήν ἐξέλιξη τοῦ χρόνου ὄχι μόνο ὑπάρχει ὁ Θεός, ἀλλ' Αὐτός εἶναι καί ὁ
κυρίαρχος τῆς ἱστορίας. Αὐτός τήν ἐπιβλέπει καί τήν κατευθύνει στούς τελικούς
σκοπούς της, χωρίς αὐτό νά σημαίνει ὅτι ὁ ἄνθρωπος δέν εἶναι ἐλεύθερος στά ἔργα
καί στίς σκέψεις του. Γι' αὐτό ἄλλωστε εἴπαμε πώς ἡ πορεία τῆς ἱστορίας ἔχει
διακυμάνσεις, διαφορετικά θά ἦταν μιά ἄψογη κι ἀνεμπόδιστη μαθηματική εὐθεῖα.
Σ'
αὐτή λοιπόν τήν γραμμική ἄποψη περί χρόνου, πού δέν εἶναι μηχανική, ἀλλ' ἠθική,
δέν ὑπάρχει τόπος γιά ἄλογη καί τυφλή εἱμαρμένη. Ὑπάρχει μόνο ἡ Πρόνοια τοῦ
Θεοῦ ἀπό τό ἕνα μέρος, κι ἡ εὐθύνη τοῦ ἀνθρώπου ἀπό τό ἄλλο. Σ' αὐτά τά δύο
στηρίζεται ἡ αἰσιοδοξία μας. Στήν στοργική ἀγρύπνια τοῦ Θεοῦ καί στήν
εὐθυνοφόρα ἀγρύπνια τοῦ ἀνθρώπου. Γι' αὐτό πιστεύομε ὅτι ὅλα θά πᾶνε καλύτερα
μέ τόν καινούργιο χρόνο. Γιατί ὁ Θεός δέν μπορεῖ νά μήν βοηθήσει, ὅπου βλέπει
τόν ἄνθρωπο νά προσπαθεῖ τό καλύτερο.
Εἴθε
αὐτή μας ἡ ἐμπιστοσύνη νά μή διαψευσθεῖ καί γιά φέτος.
Ἀγαπητοί
Ἀδελφοί,
Ἡ
ἀλλαγή τοῦ χρόνου δίνει πάντα τήν εὐκαιρία νά κάνουμε ἕνα ἀπολογισμό ζωῆς κι
ἕνα προϋπολογισμό ἐλπίδων. Γιά φόβους κι ἀποτυχίες δέν θέλουμε νά μιλᾶμε
προκαταβολικά, ἄν καί γνωρίζουμε ὅτι καί αὐτά εἶναι ἐνδεχόμενα, μέ τίς ἴδιες
ἀκριβῶς πιθανότητες.
Πολύ
καλά φαίνεται νά ἐγνώριζε τήν ἀνθρώπινη φύση ἐκεῖνος πού εἶπε ὅτι «παρόν εἶναι
ὁ χρόνος πού χωρίζει τόν χρόνο τῶν ἀπογοητεύσεων ἀπό τόν χρόνο τῶν ἐλπίδων».
Σέ
μιά τέτοια θεώρηση, χωρίς ἀμφιβολία, τό παρόν ὑποτιμᾶται σάν χρόνος χωρίς χρῶμα
καί διάρκεια, χωρίς ποιότητα καί σπουδαιότητα ἀποφασιστική. Εἶναι ὅμως,
ἀλήθεια, τό παρόν ἁπλῶς μιά ρευστή καί μεταβατική κατάσταση στή ζωή μας; Ἠ
μήπως εἶναι ὁ πιό ἀληθινός καί πολυτιμότερος χρόνος μας;
Τήν
τελευταία νύχτα τοῦ Δεκεμβρίου, πού ἀκριβῶς τά μεσάνυχτα γίνεται, σέ κλάσμα
δευτερολέπτου, ἡ μοναδική συνάντηση – καί ἀποχαιρετισμός συγχρόνως – τοῦ χρόνου
τοῦ παλιοῦ μέ τόν καινούργιο, τό παρόν σμικρύνεται χρονικά κι ἀξιολογικά στό
ἐλάχιστο. Γιατί ἐκείνη τήν στιγμή ὁ χρόνος πού φεύγει παίρνει αὐτομάτως τίς
ἐπικές διαστάσεις τοῦ παρελθόντος, ἐνῶ ὁ χρόνος πού ἔρχεται δέν ἔχει ἀκόμη
ἀποβάλει τήν μυθική μαγεία τοῦ μέλλοντος. Συμπιεζόμενο ἀνάμεσα στά δύο αὐτά
«ἱερά τέρατα» τό φτωχό μας παρόν, μόλις πού κατορθώνει νά ἐπιβιώσει
σημειώνοντας τήν παρουσία του σάν λεπτή καί εὔθραυστη διαχωριστική γραμμή.
Κι
ὅμως αὐτό τό παρόν, εἶναι ὁ μοναδικός αὐθεντικός μας «βιότοπος». Ἀπ' αὐτό
ἐξαρτᾶται ἡ ἑρμηνεία καί ἀξιολόγηση τοῦ παρελθόντος, καί ἀπ' αὐτό ἐπίσης θά
ἐξαρτηθεῖ ἡ πυροδότηση τοῦ μέλλοντος. Ἄν τό παρόν μας ἀρδεύεται ἀπό σταθερές
ἀρχές κι ἀξίες, τότε ἀφοβα θά κρίνουμε τό παρελθόν καί γενναιόφρονα θά
ἀντιμετωπίσουμε τό μέλλον. Τό παρόν εἶναι ὁ «ἐνεστώς» χρόνος, ὁ μόνος δηλαδή
χρόνος πού στέκει ἀνικειμενικά μπροστά μας καί διεκδικεῖ ἀπόλυτα τήν ἀγρύπνια
μας καί τήν εὐθύνη τῆς συνειδήσεώς μας. Γι' αὐτό κι ὁ Χριστιανισμός τό μήνυμα
τῆς σωτηρίας δέν τό φέρνει σέ χρόνο μελλοντικό - ὅπως κάνουν ὅλων τῶν εἰδῶν οἱ
μεσσιανισμοί -, ἀλλά σέ χρόνο κατ' ἐξοχήν ἐνεστῶτα : «ἰδού νῦν καιρός
εὐπρόσδεκτος, ἰδού νῦν ἡμέρα σωτηρίας» (Β΄ Κορ. 6,2). «Εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος
ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Ματθ. 21,9). «Ἡ Βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἐντός ὑμῶν ἐστί» (Λουκ.
17, 21).
Αὐτό
τό ἄτμητο παρόν τοῦ Θεοῦ ἐκφράζεται ἀκόμη ἐπιγραμματικότερα στήν Ἀποκάλυψη τοῦ
Ἰωάννου, ὅταν ὁ ἴδιος ὁ Θεός συνιστᾶ ὡς ἀκολούθως τόν ἀναλλοίωτο καί ἄχρονο
ἑαυτό Του : «Ἐγώ εἰμί ὁ ὤν, καί ὁ ἦν, καί ὁ ἐρχόμενος» (Ἀποκ. 1,4).
Ἀναγνωρίζοντας
ἀπ' ὅλα τά πιό πάνω τήν ἀνεπανάληπτη σπουδαιότητα τοῦ παρόντος, ἄς ἐργαζόμεθα
καί ἄς ἀγρυπνοῦμε «ἕως ἡμέρα ἐστί» (Ἰωάν. 9,4). Καί μιά πού ὁ χρόνος 2014 εἶναι
διεθνῶς ἀφιερωμένος στήν οἰκογένεια, ὑποχρέωσή μας εἶναι νά θυμηθοῦμε ὅτι ἡ
οἰκογένεια εἶναι ἡ ἔνσαρκη ὑπόμνηση τῶν μεγαλυτέρων εὐθυνῶν καί δυνατοτήτων μας
μέσα στήν ἀμεσότητα τοῦ παρόντος. Ἄς πράξουμε λοιπόν ὅ,τι ὁ καθένας μας μπορεῖ
καί ὀφείλει, ἀνάλογα μέ τήν θέση του, τήν ἀποστολή του, τήν εὐθύνη του.
Καλή Χρονιά! - Χρονιά πολλά!
Ο ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΗΣ ΣΑΣ
+ ὁ Πειραιῶς ΣΕΡΑΦΕΙΜ
ΠΗΓΗ : http://www.imp.gr
ΑΡΧΗ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΕΤΟΥΣ – (+) ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
Ή αξία του χρόνου
(ό αριθμός 8.760)
ΤΑ
ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ της 31 ης Δεκεμβρίου, όταν το ρολόι χτυπά 12 ακριβώς, ένα έτος —με
τις πίκρες και τις χαρές του— σβήνει, και ένα νέο έτος ανατέλλει. Το παλαιό
ανήκει πλέον στην Ιστορία. Οι 365 ήμερες του έχουν περάσει!
Το
σκεφθήκατε, αγαπητοί μου, αυτό; Τι πράξαμε κατά το διάστημα των 365 ήμερων;
Είμεθα χρεωμένοι γι' αυτές. Για να δώσω μια ιδέα της ευθύνης πού έχουμε για το
χρόνο πού περνάει, θα φέρω μια εικόνα, ένα παράδειγμα θα μιλήσω παραβολικούς.
Ένας
βασιλιάς είχε πολλούς υπηκόους. Επειδή τους αγαπούσε, μια μέρα έκανε σε όλους
από ένα δώρο. Τους έδωσε ως μποναμά από ένα πουγκί γεμάτο χρυσά νομίσματα. Το
πήραν οι άνθρωποι, το άνοιξαν, κι άρχισαν να μετράνε τα νομίσματα. Μετρούσαν,
μετρούσαν... Όλοι βρήκαν το ίδιο μέσα στο πουγκί του καθενός υπήρχαν 8.760
χρυσά νομίσματα, 8.760 λίρες! Μεγάλο το ποσό. Το έδωσε ό βασιλιάς από καλοσύνη,
για να το χρησιμοποιήσουν για το καλό το δικό τους και των άλλων. Άλλ' αυτοί Τι
έκαναν μπορείτε να φαντασθείτε; Αντί με τα χρήματα αυτά να βοηθήσουν το σπίτι
τους και την κοινωνία, πήραν το πουγκί, πήγαν κοντά στο ποτάμι, το άνοιξαν και
άρχισαν να πετάνε μία - μία τις λίρες μέσα στο νερό. Όλες τις λίρες τις πέταξαν
στο ποτάμι! "Αν ήταν κάποιος εκεί και τους έβλεπε, Τι θα 'λεγε; Ότι αυτοί
τρελλάθηκαν.
Αύτη
είναι ή παραβολή, αγαπητοί μου. Ποιος είναι ό βασιλιάς αυτός; είναι ό Θεός.
Ποιοι είναι οΐ άμυαλοι υπήκοοι; Εμείς. Και ποιος είναι αυτός ό αριθμός 8.760;
Πιάστε μολύβι, κάντε ένα πολλαπλασιασμό και θα το βρείτε. Κάθε ημερονύκτιο πού
περνάει έχει 24 ώρες, και όλος ό χρόνος έχει 365 ήμερες. Οι 365 ήμερες επί24
ώρες μας κάνουν 8.760 ώρες τόσες ώρες έχει· όλο το έτος. Από την 1η Ιανουαρίου
του παλαιού έτους μέχρι τις 31 Δεκεμβρίου πέρασαν, αγαπητοί μου, 8.760 ώρες.
Μέσα στο διάστημα αυτό Τι κάναμε; Τις αξιοποιήσαμε; Η μοιάζουμε μ' αυτούς πού
πέταξαν στο ποτάμι όλες τις λίρες τους; Κάντε μια έρευνα στον εαυτό σας, έναν
υπολογισμό.
8.760
ώρες! Μεταξύ των ωρών αυτών υπάρχουν ώρες πού αφιερώσατε σε ακρόαση του θείου
λόγου και σε μελέτη της αγίας Γραφής; Υπήρξαν ώρες πού τρέξατε ν' ακούσετε το
θείο κήρυγμα και ώρες πού ανοίξατε το Ευαγγέλιο; Αν υπάρχουν, είστε μακάριοι.
Έτσι αρχίζει το Ψαλτήρι «Μακάριος», λέει, καλότυχος κ' ευτυχισμένος ποιος
είναι; αυτός πού έχει λεφτά, πολυκατοικίες και επιχειρήσεις λιμουζίνες,
διασκεδάσεις; «Μακάριος», λέει, ό άνθρωπος, «ός ουκ έπορεύθη εν βουλή άσεβων.
.. άλλ' ή εν τω νόμο Κυρίου το θέλημα αυτού, και εν τω νόμο αυτού μελετήσει
ημέρας και νυκτός» (Ψαλμ. 1,1-2). Μακάριος όποιος παίρνει στα χέρια του τη
Γραφή και τη διαβάζει. Σάς ερωτώ λοιπόν τον περασμένο χρόνο ό άγγελος σας, σας
είδε να κρατάτε στα χέρια το Ευαγγέλιο να διαβάζετε; ό Χριστός ό ίδιος λέει
«Μακάριοι οι άκούοντες τον λόγον του Θεού και φυλάσσοντες αυτόν» (Λουκ. 11,28).
Πέρασαν
8.760 ώρες. Σάς ερωτώ· Μέσα σ' αυτές υπήρχε καμιά ώρα πού αφιερώσατε σε
προσευχή;
Στα
παλαιά τα χρόνια οι Χριστιανοί διέθεταν ώρες ολόκληρες για προσευχή. Τώρα;
Υπάρχει ώρα πού ό άγγελος σας βλέπει γονατισμένους να προσεύχεστε στο Θεό;
"Ω αν ξέραμε Τι δύναμις είναι ή προσευχή και Τι χάνουμε πού δεν
προσευχόμεθα! Πόσα άλυτα προβλήματα (προσωπικά, οικογενειακά, επαγγελματικά
κ.ά.) θα είχαμε λύσει αν χρησιμοποιούσαμε το κλειδί αυτό πού μας σας δίνει ό
Θεός! Πόση παρηγοριά έχει ή ώρα πού
λες-
Κύριε ημών Ιησού Χριστέ, δια πρεσβειών της Θεοτόκου και των αγίων ελέησον με!
Πέρασαν 8.760 ώρες. Μέσα σ' αυτές είχες κάποια ώρα και ήμερα νηστείας;
Ορισμένες ήμερες, όπως ή Τετάρτη, ή Παρασκευή, ή Μεγάλη Παρασκευή, ό άνθρωπος
πρέπει να νηστεύει. Ένας πολιτικός μας έκανε περιοδεία σε χωριά, κι όταν
επέστρεψε στην έδρα του εκαυχάτο —Δεκαπέντε μέρες περιόδευσα δεκαπέντε χωριά·
και κάθε μέρα είχα σφαχτό κρέας... Και ένας χωριάτης, τσοπάνος, τον ρωτά.
—Καλά,
υψηλότατε, μέσα σε δεκαπέντε μέρες δεν υπήρχε καμία Τετάρτη, καμία Παρασκευή;
Όλες
Πάσχα ήτανε;...
Έτσι
μερικοί σβήσανε τις ήμερες της νηστείας· και τη Μεγάλη Παρασκευή ακόμη
καταλύουν. Ό διάβολος πήρε γομολάστιχα και τα 'σβησε όλα αυτά.
Πέρασαν
8.760 ώρες! Σάς ερωτώ μέσα σ' αυτές υπάρχει μια ώρα μετανοίας και
εξομολογήσεως; είναι ώρα ευλογημένη, ώρα πού βάζεις τον διάβολο κάτω και τον
πατάς. είναι ώρα πού επάνω στον ουρανό παιανίζει ή μουσική των αγγέλων. είναι ή
ώρα πού γονατίζεις μπροστά στον πνευματικό και ανοίγεις το στόμα σου όχι να
κατηγορήσεις και να κατακρίνεις άλλον, άλλα για να πεις· Ήμαρτον, Θεέ μου,
συχώρεσε με!... Και έχεις να πεις πολλά αμαρτήματα. Εξοικονόμησες μια ώρα να
πάς στον εξομολόγο ν' ανοίξεις την καρδιά σου, να κλάψεις και να πεις «Ό Θεός,
ίλάσθητί μοι τω αμαρτωλώ» και «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία
σου» (Λουκ.18,13123,42); Το έκανες αυτό τον περασμένο χρόνο;
Πέρασαν
8.760 ώρες. Μήπως λησμόνησες μια άλλη ώρα, ώρα χρυσή; είναι ή ώρα της
ελεημοσύνης. Άνοιξες το χέρι σου και έδωσες κρυφά, μυστικά, με την καρδιά σου,
κάτι από τον κόπο και τον ιδρώτα σου σε ένα δυστυχισμένο άνθρωπο; Χέρι πού
σκορπάει το καλό, είναι χέρι Θεού, είναι χέρι Χριστού.
Πέρασαν
8.760 ώρες. Μέσα σ' αυτές υπήρχε άραγε και ή κορυφαία ώρα, ή ώρα της θείας
κοινωνίας; είναι ή ώρα πού μετανοημένος, εξομολογημένος, καθαρισμένος, αφού
έχεις αγαπηθεί με τον εχθρό σου και με το δάκρυ του ληστού στα μάτια σου
έρχεσαι εμπρός στην ωραία πύλη και κοινωνείς των αχράντων μυστηρίων. «Λάβετε
φάγετε...» (Ματθ. 26,26). Ή ώρα αυτή δεν συγκρίνεται· δεν πωλείται, δεν
αγοράζεται. είναι υπεράνω όλων των ωρών.
Υπάρχουν
λοιπόν τέτοιες ώρες; Σάς ερωτώ αδέρφια μου, ερωτώ πρώτο τον εαυτό μου. Δεν
έχουμε δυστυχώς τέτοιες ώρες. Οι ώρες μας είναι ώρες αμαρτίας, ώρες διαβόλου-
μόνο ώρες Θεού δεν είναι. Σπαταλούμαι το χρόνο, σαν αυτούς πού πέταξαν τις
λίρες στο ποτάμι.
Είμαστε
αδικαιολόγητοι. Το Ευαγγέλιο λέει, ότι οί κάτοικοι των Ιεροσολύμων στην εποχή
του Χριστού είχαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Όταν άκουσαν, ότι παρουσιάστηκε
κήρυκας και έξομολόγος, ό Ιωάννης ό Πρόδρομος, έκλεισαν τα μαγαζιά τους, πήραν
τα παιδιά τους, βάδισαν χιλιόμετρα, πέρασαν τον Ιορδάνη, κ' έφθασαν στην έρημο,
για ν' ακούσουν το κήρυγμα και να εξομολογηθούν τα αμαρτήματα τους. και
εξομολογούντο όλοι «εν τω Ιορδάνη ποταμω» (Μαρκ. 1,5). Σήμερα πολλοί λεγόμενοι
Χριστιανοί αδιαφορούν. Ακούνε την καμπάνα και δεν τρέχουν στην εκκλησία.
Άλλοτε, όταν δεν είχαν έξομολόγο στο μέρος τους, πήγαιναν στο Αγιον Όρος,
εύρισκαν πνευματικό και εξομολογούντο. Ποιος πάει τώρα στο Αγιον Όρος να
εξομολογηθεί;
8.760
ώρες έχει το έτος και 68 ώρες έχει ή εβδομάδα. Χριστιανέ μου, αφιέρωσε στο Θεό
μία ώρα την εβδομάδα και έλα στην εκκλησία! Ώρες ολόκληρες διαθέτεις άλλου· για
το Θεό τίποτα; Τον ξεχάσαμε. Είμαστε γενεά μοιχαλίς, δέντρα άκαρπα κατάλληλα
μόνο για τη φωτιά. Το λέει ό Ιωάννης ό Βαπτιστής· «Πάν δένδρο μη ποιούν καρπό
καλόν εκκόπτεται και εις το πυρ βάλλεται» (Ματθ. 7,19).
Τι
πρέπει να κάνουμε; Έμενα ρωτάτε; Ρωτήστε τον Ιωάννη. Τι λέει ό Ιωάννης; Μια
λέξη, ένα κλειδί μας δίνει· «Μετανοείτε» (Ματθ. 3,2), δηλαδή αλλάξτε μυαλό,
αλλάξτε δρομολόγιο, γιατί όπως πάτε θα βρεθείτε στο γκρεμό, στην κόλαση.
Αλλάξτε πρόγραμμα, αξιοποιήστε το χρόνο πού χαρίζει ό Θεός, μη τον σπαταλάτε.
"Αν
μπορούσαμε, αγαπητοί μου, ν' ακούσουμε Τι ζητούν οί κολασμένοι στον αδη, ξέρετε
Τι θέλουν; Μια στιγμή, ένα δευτερόλεπτο, να ξαναγύριζαν στη ζωή, για να πουν
«Ήμαρτον» και «Μνήσθητί μου, Κύριε, όταν έλθεις εν τη βασιλεία σου» (Λουκ.
15,18,21· 23,42). Γι' αυτό εμείς μη χάνουμε καιρό. Ας συναισθανθούμε Τι χάσαμε,
ας μετανοήσουμε, ας κλάψουμε. Και στο έξης να προσπαθήσουμε όλες οί ώρες ν'
αξιοποιηθούν. Να δώσουμε υπόσχεση στο Θεό, εφέτος να μην κερδίσει ό διάβολος
ούτε μία ώρα. Όλες οί ώρες, όλες οί μέρες, όλες οί βδομάδες, όλη ή ζωή μας νά
είναι κοντά στο Θεό, κοντά στους αγγέλους, κοντά στην Παναγιά, για να 'χουμε
την ευλογία του Χριστού εις αιώνας αιώνων αμήν.
Επίσκοπος
Αυγουστίνος
Απομαγνητοφωνημένη
ομιλία, ή οποία έγινε στον Ιερό. ναό Άγιας Μαρκέλλας Βοτανικού - Αθηνών την
31-12-1961 - Καταγραφή και σύντμησης 1-1-2005
ΠΗΓΗ
: pigizois.net
Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013
Η ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΕΙΚΟΝΑΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΤΟΜΗΣ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ
Ο
οκταήμερος κατά την Μητέρα, και άναρχος κατά τον Πατέρα, ως βρέφος Χριστός
εικονίζεται ξαπλωμένος ανάμεσα στην Παναγία, τον Ιωσήφ, και τούς Ιερείς του
ναού να δέχεται από αγάπη και φιλανθρωπία για το ανθρώπινο γένος όχι μόνο την
περιβολή των σπαργάνων, αλλά και αυτή την περιτομή της σαρκός.
Η
εντολή του Θεού που δόθηκε αρχικά στον Αβραάμ προέβλεπε την περιτομή σε κάθε
αρσενικό παιδί, «περιτμηθήσεται υμών πάν αρσενικόν, και περιτμηθήσεται την
σάρκα της ακροβυστίας υμών, και έσται εις σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και
παιδίον οκτώ ημερών περιτμηθήσεται υμών, πάν αρσενικόν εις γενεάς υμών».(Γεν.
κεφ. ιζ 1).
Η
περιτομή αν και τρομερά επώδυνη και αιματηρή πράξη, ήταν απαραίτητη για να
δηλώσει τον πιστό και καθαρό Ισραηλίτη. Ωστόσο ο βαθύτερος λόγος για τον οποίο
γινόταν η περιτομή φαίνεται από τον λόγο του Θεού στον Αβραάμ, «και έσται εις
σημείον διαθήκης ανά μέσον εμού και υμών». Έχει να κάνη δηλαδή με συμφωνία, με
διαθήκη, ανάμεσα στον Θεό και τούς πιστούς Του. Άλλωστε περιτομή είχαν και
άλλοι λαοί, όπως οι ειδωλολάτρες και οι ιερείς των Αιγυπτίων, οι Σαρακηνοί, οι
Ισμαηλίτες και άλλοι, αλλά οι περισσότεροι από αυτούς δεν την έκαναν από
θεοσέβεια, αλλά χάριν συνηθείας (Σεβ. Μητρ. Ιεροθέου: «Οι Δεσποτικές Εορτές»).
Η
περιτομή ήταν προτύπωση του Βαπτίσματος που θα δινόταν με την ενανθρώπηση του
Χριστού. Ο Χριστός ήταν εκείνος που έδωσε τον Νόμο στην Παλαιά Διαθήκη, και ο
ίδιος έπρεπε να τον εφαρμόσει και στον εαυτό Του. Έτσι ώστε να τον συμπληρώσει
και να τον υπερβεί. Είναι πολύ χαρακτηριστικό το πρώτο στιχηρό ιδιόμελο του
εσπερινού της εορτής «Συγκαταβαίνων ο Σωτήρ, τώ γένει των ανθρώπων, κατεδέξατο
σπαργάνων περιβολήν ουκ εβδελύξατο σαρκός την περιτομήν», διότι δείχνει ότι ο
Χριστός δέχτηκε την περιτομή από φιλανθρωπία και αγάπη για τον άνθρωπο, καθώς
και για να αποδείξει ότι προσέλαβε αληθινή ανθρώπινη φύση, και όχι όπως
υποστήριζαν οι Δοκιτιστές κατά δόκησιν και κατά φαντασίαν. Ο Χριστός απέδειξε
με την Περιτομή Του, ότι το Σώμα του δεν ήταν ομοούσιο με την θεότητα. Τό σώμα
αφού θεώθηκε από την θεότητα του Λόγου, έγινε ομόθεο όχι όμως ομοούσιο με τον
Θεό. Αυτό σημαίνει ότι και το Σώμα του Χριστού είναι πηγή της ακτίστου Χάριτος
του Θεού, αλλά δεν έχει την ίδια ουσία με την θεότητα.
Σύμφωνα
με τον άγιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό η περιτομή ήταν τύπος του Βαπτίσματος, της
αχειροποιήτου δηλαδή περιτομής όπου ο άνθρωπος αποβάλλει την αμαρτία.
Είναι
έκδηλη στην εικόνα η ευλάβεια των γονέων αλλά και των ιερέων. Ο ένας από τούς
ιερείς κρατά ανοικτό βιβλίο, υποδηλώνοντας έτσι τον νόμο που ήταν δοσμένος από
τον Θεό, και ο άλλος με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο πλησιάζει προς τον Ιησού. Η
τελετή λαμβάνει χώρα εντός του ναού, ενώ μπροστά από τον Χριστό εικονίζεται ο
άγιος Βασίλειος ο Μέγας, που εορτάζει την ίδια μέρα. Είναι ενδεδυμένος με περίτεχνο
φαιλόνι όπως και τα άμφια των ιερέων. Φοράει ωμόφορο χρυσοκέντητο, κρατάει
χρυσό ευαγγέλιο, ενώ με το άλλο χέρι ευλογεί.
Πρέπει
να τονίσουμε την σπουδαιότητα αυτής της μεγάλης Δεσποτικής εορτής, διότι
αποτελούσε προεικόνιση του μεγάλου μυστηρίου του Βαπτίσματος. Ο Θεός έδωσε τον
νόμο στην Παλαιά Διαθήκη για να προετοιμάσει τον λαό για την υποδοχή του
Χριστού. Ο άγιος Ιωάννης ο Ευαγγελιστής λέγει «ο νόμος διά Μωϋσέως εδόθη, η
χάρις και η αλήθεια διά Ιησού Χριστού εγένετο». Η θέωση του ανθρώπου δεν επιτυγχάνεται
διά της εξωτερικής τηρήσεως του νόμου, αλλά διά της κοινωνίας με το Πρόσωπο του
Σωτήρος Χριστού.
Σημειώνει
ο άγιος Κύριλλος Αλεξανδρείας πως η περιτομή δεν είχε την δύναμη να καταργήσει
τον θάνατο, σε αντίθεση με το βάπτισμα όπου ο άνθρωπος γίνεται μέρος του
αναστημένου Σώματος του Χριστού, υπερβαίνει τον νόμο και κατατάσσεται στα τέκνα
του θεού.
Για
το θέμα της περιτομής και της ακροβυστίας έγινε μεγάλο ζήτημα στην Εκκλησία,
όταν μετά την Πεντηκοστή τέθηκε ο προβληματισμός για το αν οι προσήλυτοι στον
Χριστιανισμό έπρεπε να περιτέμνονται. Εκεί, οι Ιουδαίοι υποστήριζαν ότι άνευ
περιτομής «ου δύνασθαι σωθήναι». Η απόφαση της Αποστολικής εκείνης Συνόδου ήταν
να μη περιτέμνονται όσοι προσέρχονται εκ των εθνών, αλλά να απέχουν από
ειδωλόθυτα, αίμα, πνικτό και πορνεία.. Οδηγήθηκαν σ’ αυτή την απόφαση ακριβώς
διότι, εφ όσον η περιτομή ήταν προτύπωση του Βαπτίσματος προετοιμάζοντας τον
λαό για την παρουσία του Σωτήρος, δεν ήταν απαραίτητο να υπάρχει.
Η
όλη παράσταση διακρίνεται για την λιτότητα και την σεμνότητά της, καθώς και για
μία μεγαλοπρέπεια που κρύβεται πίσω από τις κινήσεις των προσώπων, ενώ κεντρικό
παραμένει πάντοτε το σώμα του μικρού Χριστού.
ΠΗΓΗ : neotita.gr
Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2013
ΠΑΝΙΕΡΑ ΑΓΙΑ ΛΕΙΨΑΝΑ ΕΥΡΙΣΚΟΜΕΝΑ ΣΤΗ ΒΑΣΙΛΕΥΣΑ ΕΩΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΗΣ ΑΛΩΣΗΣ
Στο
ναό των Βλαχερνών υπήρχαν τα σπάργανα του Χριστού, το ακάνθινο στεφάνι, η αγία
Σινδόνι, το Λέντιο, το πορφυρό ιμάτιο, ο σπόγγος καθώς και το Ωμοφόριο και η
ζώνη της Παναγίας. Στο ναό των Χαλκοπρατείων της Θεοτόκου ευρίσκονταν η εσθήτα και
η τίμια ζώνη της Θεοτόκου, καθώς και τρίχες του Αγίου Ιωάννου του Προδρόμου.
Τμήμα του Τιμίου Ξύλου υπήρχε επίσης αποτεθησαυρισμένο στην Πόλη, το οποίο είχε
μεταφέρει η Αγία Ελένη, σύμφωνα δε με το Κωδινό, έφερε μαζί και ρόδα, κρίνα, σάμψυχα και βάλσακα, τα οποία ευρέθησαν επί του Τιμίου Ξύλου και τα φύτευσε σε γλάστρες προκειμένου να σώζονται. Επίσης μετέφερε η Αγία Ελένη στη Βασιλεύουσα και το λείψανο του προφήτη Δανιήλ. Ο Κωδινός μας πληροφορεί ότι επί του Μ. Κωνσταντίνου
μεταφέρθηκε εκεί και η ράβδος του Μωϋσή, η οποία τοποθετήθηκε σε ναό της
Θεοτόκου που οικοδόμησε, ενώ μετέπειτα μεταφέρθηκε στο παλάτι. Στο ναό του
Σωτήρος στη Χάλκη, ο Ιωάννης Τσιμισκής, μετέφερε από τη Βηρυτό και τοποθέτησε
εικόνα και τα σανδάλια του Χριστού. Στη μονή του Μυριοκέφαλου υπήρχε το κέρας
του Σαμουήλ. Οι δύο σταυροί των ληστών ευρίσκονταν τοποθετημένοι κάτω από τον
πορφυρό κίονα «του εν τω Φόρω». Στον κίονα του Κωνσταντίνου βρίσκονταν οι ήλοι
του Σταυρού. Στην Αγία Σοφία τοποθετήθηκαν από τον Ιουστινιανό οι σάλπιγγες με
τις οποίες επί Ιησού του Ναυή έπεσαν τα τείχη της Ιεριχού και το στόμιο του
πηγαδιού όπου είχε καθίσει ο Χριστός. Σε δύο αψίδες στο έδρασμα του στύλου του
πορφυρού κίονα που ευρίσκονταν «εν τω πλακωτώ του Φόρου», τοποθέτησε ο Μέγας
Κωνσταντίνος τα δώδεκα κοφίνια και τις επτά σπυρίδες στα οποία είχαν
τοποθετηθεί τα περισσεύματα από το θαύμα του Κυρίου, καθώς και την αξίνα του
Νώε με την οποία είχε κατασκευάσει τη κιβωτό. Ο Νικηφόρος Φωκάς είχε μεταφέρει
στη Κωνσταντινούπολη τμήμα ιματίου του Αγ. Ιωάννη του Προδρόμου (το οποίο είχε
ανευρεθεί στη Βέροια της Συρίας) και κεράμιο το οποίο είχε αχειροποίητη εικόνα
του Χριστού που βρίσκονταν στην Ιεράπολη, τρίχες του Ιωάννου του Βαπτιστού και
βόστρυχο (μπούκλα μαλλιών) ποτισμένη με αίμα. Ο Ιουστίνος είχε αναγείρει ναό
επ΄ ονόματι του Αγίου Ιακώβου όπου είχε τοποθετήσει τα ιερά και άγια λείψανα των αγίων νηπίων, του Συμεών του
Θεοδόχου, του προφήτη Ζαχαρία, του Ιακώβου του Αδελφοθέου και των Μυροφόρων. Ο
Λέων ο Σοφός μετέφερε στη Βασιλεύουσα τα λείψανα του Λάζαρου και της αδελφής
του Μαρίας, ενώ στο ναό των Αγίων Αποστόλων ο Αρτέμιος είχε τοποθετήσει υπό την
Αγία Τράπεζα τα λείψανα των Αποστόλων. Στο σκευοφυλάκιο του Αγίου Μάρκου της
Βενετίας, βρέθηκε κιβώριο μικρό το οποίο έκλεψαν οι σταυροφόροι από τη
Κωνσταντινούπολη με την εξής επιγραφή : «Έχεις με Χριστόν, αίμα σαρκός μου
φέρον», το οποίο έκαμε άπειρα θαύματα. Πολλοί λέγουν ότι είναι από το αίμα που
έρευσε από το Κύριο κατά τη Σταύρωση, ενώ άλλοι λέγουν ότι πρόκειται για αίμα
του έβγαλε μια εικόνα του Χριστού όταν τη χτύπησε ένας Ιουδαίος στη
Κωνσταντινούπολη ή από εικόνα του Κυρίου που χτύπησε Εβραίος στη Βηρυτό. Ο
Θεόδωρος Αναγνώστης μας κληροδοτεί ότι η Αυτοκράτειρας Ευδοκία, απέστειλε στη
Βασιλεύουσα από τα Ιεροσόλυμα, την εικόνα της Θεοτόκου την ιστορηθείσα υπό του
θείου Λουκά του Αποστόλου. Ο Ιωσήφ ο Βρυένιος, σε έναν από τους φωτισμένους
λόγους του αναφέρει ότι : ο υφαντός χιτώνας του Κυρίου, και τα ρούχα του που
είχαν ποτιστεί με αίμα από τη πλευρά του, οι ήλοι, η λόγχη, ο σπόγγος και ο
κάλαμος ήσαν αποτεθησαυρισμένα στη Βασιλεύουσα. Σύμφωνα με όσα ιστορεί ο Ιωάννης Κίνναμος, ο ιερός λίθος πάνω στον οποίο είχε τοποθετηθεί η ιερά σινδόνη με το σώμα του Χριστού μετά την αποκαθήλωση, μεταφέρθηκε στην Έφεσο από τη Μαρία τη Μαγδαληνή κατά το ταξίδι της στη Ρώμη προκειμένου να συναντήσει τον Αυτοκράτορα Τιβέριο και παρέμεινε εκεί, ώσπου αιώνες μετά ο Μανουήλ Κομνηνός τον μετέφερε με ευλάβεια στη Κωνσταντινούπολη και σύμφωνα με το Νικήτα Χωνιάτη τοποθετήθηκε στη Μονή του Παντοκράτορα. Ως προς το χρώμα του δε ήτο ερυθρός.
ΠΗΓΗ : ΔΟΣΙΘΕΟΥ ΠΑΤΡΙΑΡΧΟΥ
ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΩΝ, ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΟΙΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΥΣΑΝΤΩΝ, ΕΝ ΒΟΥΚΟΥΡΕΣΤΙΩ 1715, σσ. 1152-1153, 790 κ.α.
Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013
ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ ΚΑΙ Η ΠΡΟΕΛΕΥΣΗ ΤΟΥ
Πρόκειται
για ένα από τα ωραιότερα και εκλεκτότερα έθιμα της οικογενειακής μας παράδοσής,
το οποίο τα τελευταία χρόνια απέκτησε και ευρύτερο κοινωνικό χαραχτήρα αφού σε όλες
σχεδόν τις κοινωνικές συνάξεις μετά τη πρώτη του νέου έτους, είθισται να κόβονται
βασιλόπιτες. Ο σπιτονοικοκύρης κόβει και μοιράζει τη πίτα στα μέλη της οικογένειας,
αφού πρώτα ξεχωρίσει τα κομμάτια του Χριστού, του Αγ. Βασιλείου και του σπιτιού.
Όποιος τύχει το νόμισμα που είναι κρυμμένο στο ζυμάρι της πίτας, θεωρείται ο
τυχερός της βραδιάς και της νέας χρονιάς. Σύμφωνα με μια παράδοση που έχει τις ρίζες
της στο Συναξάρι του Αγίου, το έθιμο της Βασιλόπιτας προήλθε ως εξής : ο Έπαρχος
της επέβαλε δυσβάστακτους φόρους στους κατοίκους της Καισάρειας, τους οποίους
αδυνατούσαν να πληρώσουν οι δύσμοιροι. Έτσι, προσέφυγαν στον Άγιο Βασίλειο και
εκείνος του συμβούλευσε να συγκεντρώσουν τα κοσμήματα των γυναικών τους και να
του τα δώσουν. Κατόπιν, ο Άγιος τα παρέδωσε στον Έπαρχο, ο οποίος σεβόμενος Βασίλειο
ντράπηκε να τα πάρει. Μη γνωρίζοντας ποιος είναι ο κάτοχος του κάθε κοσμήματος,
ο Άγιος στη προσπάθειά του να τα επιστρέψει στους κατοίκους της Καισάρειας, ζήτησε
να φτιάξουν μικρά ψωμάκια, μέσα στα οποία τοποθέτησε από ένα κόσμημα. Όταν αυτά
μοιράστηκαν, κατά θαυματουργικό τρόπο ο καθένας πήρε το ψωμάκι με το κόσμημα
που είχε δώσει. Μια άλλη εκδοχή – που έχει καταγωγή από τα ειδωλολατρικά
σατουρνάλια - υποστηρίζει ότι το όνομα της βασιλόπιτας, δεν είχε εξαρχής
συσχετισμό με τον Άγιο Βασίλειο, αλλά με τη λέξη «βασιλεύς», καθότι από τα ρωμαϊκά
χρόνια συνηθίζονταν τις ημέρες της πρωτοχρονιάς και του δωδεκαημέρου, να κάμουν
συμπόσια και να εκλέγουν έναν «βασιλιά» της βραδιάς, με λαχνό κουκί ή φασόλι. Η
παλιά αυτή ρωμαϊκή συνήθεια, πέρασε και στο Βυζάντιο, όπου ο «βασιλιάς» της βραδιάς,
και τυχερός της χρονιάς, στέφονταν με ψεύτικο στεφάνι, έπαιρνε περισσότερα φαγητά,
ποτά, στολίδια και του έδιναν να μοιράσει γλυκό που πιθανότατα ονομάζονταν από
τότε «βασιλόγλυκο» ή «βασιλόπιτα». Αργότερα, μέσα στο γλύκισμα έβαζαν κλήρο
(φασόλι ή κουκί) για να αναδειχθεί ο «βασιλιάς» της βραδιάς και έκοβαν το γλύκισμα
για να διαπιστώσουν ποιος θα ήταν ο τυχερός. Να υπογραμμίσουμε και μια τρίτη παράμετρο,
σημειώνοντας ότι λαογραφικό στοιχείο του εθίμου της βασιλόπιτας είναι ο
εορταστικός άρτος που χρησιμοποιούνταν και από τους αρχαίους Έλληνες (Θαλήσια –
Θαργήλια), αλλά και από την Εκκλησία με τις αρτοκλασίες. Εορταστικός άρτος ήταν
και η μελιττούντα ή μειλίχιος πλακούς των αρχαίων Ελλήνων η οποία προσφέρονταν στους
θεούς του Άδη για τους νεκρούς. Η γλυκιά βασιλόπιτα, με τη ζαχαροπλαστική
κατασκευή της, είναι ταυτόχρονα και πλακούς μειλίχιος για τους νεκρούς της οικογένειας
και αυτό εξηγεί το γεγονός της βραδινής κοπής της.
ΠΗΓΗ
: ΛΟΥΚΑΤΟΥ Δ., ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΟΠΙΤΑΣ, ¨ΜΙΚΡΑΣΙΑΣΤΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ», Ι΄, Αθήναι
1962, ΘΗΕ, τ. 1, στ. 246, Αθήναι 1967.
Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013
Η ΑΛΗΘΙΝΗ ΘΕΟΛΟΓΙΑ – ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ
Φώτης Κόντογλου - σκίτσο Σταύρου Παλάντζα |
Eίπαμε
πως, εδώ στην Eλλάδα, όχι μοναχά δεν διαβάζουμε, αλλά καν δεν ξέρουμε αν
υπάρχουνε οι μυστικοί Πατέρες που φωτίσανε την Oρθοδοξία. Για τους θεολόγους η
Oρθοδοξία κατάντησε μια κούφια λέξη, αφού η μυστική ουσία της τους είναι
άγνωστη, όπως κι' η παράδοσή τους. Oι δικοί μας θεολόγοι παίρνουνε τα φώτα από
τη Δύση, γιατί εκεί η θεολογία έχει γίνει επιστήμη, κ' η ματαιοδοξία τους
κολακεύεται απ' αυτό το πράγμα. H πίστη, γι' αυτούς, δεν έχει καμμιά σημασία.
Θα μου πήτε, "θεολογία χωρίς πίστη, γίνεται;" Mα κ' εγώ σας ρωτώ, με
την ίδια απορία, "γίνεται θεολογία χωρίς πίστη;"
Ωστόσο,
στις Δυτικές χώρες και στην Aμερική, πολύς κόσμος έχει στραφεί προς την
Oρθοδοξία, από τη δίψα της αληθείας. Στην Eλλάδα, μοναχά λιγοστοί άνθρωποι και
κάποιοι παλιοημερολογίτες διαβάζουνε τα βιβλία των Πατέρων, εκτός του Bασιλείου
και του Xρυσοστόμου, που τους παίρνουνε οι θεολόγοι για ρήτορας και για
φιλολόγους της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Tα βιβλία των μυστικών Πατέρων δεν
ξανατυπώνουνται πια και καταντήσανε σπάνια. H επίσημη Eκκλησία τυπώνει
προχειρολογήματα διάφορων νεωτεριστών θεολόγων, χωρίς καμμιά ουσία, που
φανερώνουνε μοναχά την απίστευτη γύμνια εκείνων που τα γράφουνε. Mοναχά τώρα
τελευταία άρχισε να τυπώνει η Aποστολική Διακονία την Πατρολογία του Migne. Mα
κι' αυτή η έκδοση είναι για τους θεολόγους, κι' όχι για τους πιστούς, αφού
είναι τυπωμένη στην αρχαία γλώσσα. Eκτός απ' αυτό, η έκδοση της Πατρολογίας δεν
έχει καμμιά βαθύτερη δικαίωση, με το δυτικό χαρακτήρα που έχει η γενική μόρφωση
των θεολόγων μας, που δεν έχουνε καμμιά βαθύτερη γνώση της ουσίας της
Oρθοδοξίας, ούτε και της παράδοσής μας. Έτσι κι' αυτή η έκδοση καταντά ένα
γεγονός χωρίς βαθύτερη σημασία, αφού δεν υπάρχει το κατάλληλο ορθόδοξο χώμα για
να ριζοβολήσει.
Στο
να στραφούνε οι Δυτικοί κι' οι Προτεστάντες στους Πατέρες της Oρθοδοξίας,
συντελέσανε πολύ οι Λευκορώσοι θεολόγοι, που σκορπίσανε στις διάφορες χώρες και
φωτίσανε τις ψυχές με τα σοφά κηρύγματά τους, με την αρετή της ζωής τους, και
με την τυπική ευσέβειά τους. Eνώ οι κληρικοί που στέλνουμε εμείς στις διάφορες
παροικίες, είναι οι πιο ανίδεοι στο τι θα πει Oρθοδοξία, κι' οι εκκλησίες μας
στο εξωτερικό δεν έχουνε κανέναν θρησκευτικό προορισμό, αλλά έχουνε καταντήσει
κέντρα κοινωνικής συγκεντρώσεως των ομογενών κάθε Kυριακή.
Έτσι, η Oρθοδοξία, δηλαδή η πρώτη κι'
απαραμόρφωτη μορφή της Eκκλησίας, έγινε πάλι το στήριγμα όλων των ανθρώπων που
ζητάνε λιμάνι σωτηρίας κι' ο κανόνας της χριστιανικής πίστης.
Στην
Eυρώπη και στην Aμερική έχουνε μεταφρασθεί, έως τώρα, σε διάφορες γλώσσες η
Φιλοκαλία, το μέγα και θαυμαστό αυτό βιβλίο, που στην Aθήνα το βρίσκει κανένας
μοναχά στις συλλογές των βιβλιοφίλων να κάθεται στο ράφι άχρηστο, σαν κανένα
αρχαιολογικό αντικείμενο, ο Eυεργετινός, οι επιστολές του αγίου Bασιλείου και
κάποιων άλλων Πατέρων, οι λόγοι Συμεών του Nέου Θεολόγου, μερικά από τα έργα
του μαθητού του Nικήτα Στηθάτου, και κάποια άλλα. Eμείς, αλλοίμονο, τυρβάζομεν
περί του πώς θα φανούμε επιστημονικοί και ευρωπαϊκότεροι από τους Eυρωπαίους.
Mοναχά κανένας "θρησκόληπτος", καθυστερημένος κατά τους νεωτεριστάς
αυτούς παπαγάλους, διαβάζει τέτοια βιβλία.
Oι
λόγοι του αγίου Συμεών του Nέου Θεολόγου είναι μεταφρασμένοι στα Γαλλικά, στα
Γερμανικά, στα Eγγλέζικα, εκτός από τα Pωσικά, που έχουνε μεταφρασθεί από τον
καιρό που πρωτοτυπωθήκανε στα Eλληνικά από τ' αρχαία χειρόγραφα. Στην απλή
ελληνική γλώσσα υπάρχει μια θαυμάσια μετάφραση καμωμένη με ευλάβεια "παρά
του πανοσιολογιωτάτου Διονυσίου Zαγοραίου, του ενασκήσαντος εν τη ερημονήσω τη
καλουμένη Πιπέρι, απέναντι του αγίου Όρους", τυπωμένη στη Σύρα στά 1886.
Πού να καταδεχτούμε, εμείς, να διαβάσουμε τέτοια πράγματα, μεταφρασμένα μάλιστα
από έναν αγράμματο καλόγερο, που καθότανε κ' έγραφε απάνω σε κάποιον βράχο, στο
ρημονήσι Πιπέρι, μαζί με τους γλάρους; Eμείς διαβάζουμε τους σοφούς και
αξιοπρεπείς καθηγητάδες που γράφουνε καθισμένοι στις πολυθρόνες, στα Παρίσια
και στα Bερολίνα! Δεν ακούμε τι λέγει ο Θεός με το στόμα του Προφήτη "Eπί
τίνα επιβλέψω, αλλ' επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντά μου τους
λόγους;" Πού να υποπτευθούμε το μυστικό πλούτο που κρύβεται μέσα σε
τέτοιες αγίες ψυχές.
Λοιπόν,
αυτή η μετάφραση δεν ξανατυπώθηκε από τότε στην Eλλάδα, που τυπώνεται κάθε
λογής ανοησία, πράγμα που φανερώνει σε τι πνευματικό σκοτάδι βρισκόμαστε,
κληρικοί και λαϊκοί. Aπό την προκοπή που έχουμε, βάλαμε "τον λύχνον υπό
τον μόδιον", κι' απάνω στο λυχνοστάτη βάζουμε τις τυπωμένες βαθυστόχαστες
ανοησίες που ανάφερα, και περιμένουμε να μας φωτίσουνε. Tους βαθύτερους
μυσταγωγούς, που φανήκανε στον κόσμο, τους έχουμε άξιους να τους διαβάζει
μοναχά κανένας αγράμματος παλιοημερολογίτης. Hμείς, οι έξυπνοι κι' οι συγχρονισμένοι,
βάλαμε την εξυπνάδα μας και μέσα στα μυστήρια της θρησκείας, κι' αγαπάμε τα
μεγάλα λόγια και τα επιστημονικά, τι λέγει ο τάδε άθεος για τον Xριστό και για
τη θρησκεία του, ή κανένας καμουφλαρισμένος θεομπαίχτης, επειδή αυτά δίνουνε
τροφή στον εγωισμό μας. Kαι βουλώνουμε τ' αυτιά μας για να μην ακούσουμε τον
απόστολο Παύλο που φωνάζει "Oυχί εμώρανεν ο Θεός την σοφίαν του κόσμου
τούτου;"
Aλλά,
κοντά στους χαλασμένους αυτούς που λέγω, υπάρχουνε και πλήθος άνθρωποι που
νοιώθουνε βαθειά την ουσία της θρησκείας μας, τη μεγάλη σημασία της λατρείας
και της ιερής παράδοσής μας. Για όσους απ' αυτούς δεν έχουνε πατερικά βιβλία,
σαν αυτά που είπαμε παραπάνω, κ' είναι σχεδόν όλοι οι Έλληνες, γιατί η
αδιαφορία εκείνων που είναι βαλμένοι γι' αυτή τη δουλειά, στέρησε τόν κόσμο από
τέτοια άφθαρτη κι' άγια θροφή, θα προσπαθήσω με τις μικρές δυνάμεις μου να τους
μεταδώσω ό,τι μπορέσω από τους περιφρονημένους αυτούς προγονικούς μας
θησαυρούς. Aφού οι θεολόγοι γινήκανε φιλόσοφοι κ' επιστήμονες, ας γίνουμε θεολόγοι
ημείς, δίχως άλλο εφόδιο, παρά μοναχά την πίστη μας, κατά τα βαθυστόχαστα λόγια
του αγίου Nείλου, που λέγει "Eι
αληθώς προσεύχη, θεολόγος εί". "Aν προσεύχεσαι αληθινά, είσαι
θεολόγος".
ΠΗΓΗ
: ΓΙΓΑΝΤΕΣ ΤΑΠΕΙΝΟΙ, εκδ, ΑΚΡΙΤΑΣ, 2000.
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΣΤΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ – Ι. ΧΑΤΖΗΦΩΤΗ
«Ὁ
Ἁγιορείτης καλόγερος Ἰωνᾶς εἶναι στο κελί του καὶ ζωγραφίζει τὴ Γέννηση τοῦ
Κυρίου. Τὶ ἡσυχία! Ἀκούγεται μόνο τὸ κομπολόγι δύο ἄλλων καλόγερων πού,
καθισμένοι σὲ χαμηλὰ σκαμνιά, περνοῦν τὶς ἀτελείωτες ὦρες των κοιτάζοντας τὸ
πινέλο τοῦ ζωγράφου ν᾿ ἀνασταίνει μὲ ὑπομονὴ τὴ θεία ἱστορία. Μά, μόλις ὁ Ἰωνᾶς
ἄρχισε νὰ χρωματίζει ἔξω ἀπὸ τὴ σπηλιὰ τῆς Βηθλεὲμ τὸν μικρὸ βοσκὸ ποὺ κάθεται
σὲ βράχο καὶ παίζει φλογέρα στα πρόβατά του, ἔξαφνα θυμήθηκε τὸν ἐχθρό του... Τὸ
αἷμα του ἀνέβηκε στο κεφάλι. Θυμήθηκε τὸν Καυσοκαλυβίτη ἁγιογράφο Ἀμβρόσιο, ποὺ
ζωγραφίζει συχνὰ τὴ Γέννηση ἐντελῶς ἀλλιώτικα, μὲ ἀλλόκοτα πρόσωπα καὶ ζῷα
πολλά, σὰν τοὺς Εὐρωπαίους. Δεν τὸν ὑποφέρει αὐτὸν τὸν ἄνθρωπο... Τ᾿ ἦταν τώρα
δα, στην ἡσυχία τῆς δουλειᾶς του, νὰ τὸν θυμηθεῖ; Ἐρεθισμένος, ἄρχισε νὰ ομιλεῖ
γι᾿ αὐτὸν ἐνῶ ζωγράφιζε. «Τὰ πατροπαράδοτα, ἔλεγε στους ἄλλους, σκυμμένος στην
εἰκόνα του, ἐμεῖς οἱ εἰκονογράφοι ἔχομε καθῆκον νὰ τὰ κρατοῦμε, ἐπειδὴ ἀπὸ μᾶς οἱ
πιστοὶ βλέπουν τὰ μυστήρια τῆς Ὀρθοδοξίας. Μολαταῦτα ἐπούλησε προχτὲς ὁ
Ἀμβρόσιος διὰ τὴν Τῆνο μιὰ Γεννήσῃ μὲ δυο τσοπάνους που παίζουν ὄργανα μὲ
ἀσκιά. Ἀκοῦτε; Μὲ τρεῖς σκύλους εἰς τὸ ποίμνιο! Καὶ κοντὰ στ᾿ ἄλλα κ᾿ ἕνα μαῦρο
κατσίκι, ποὺ πηγαίνει καὶ τρώγει κλαράκι ἀπ᾿ τὸ χέρι τοῦ Ἰωσήφ. Ἂν γίνεται αὐτό
ποτέ! Κ᾿ ἔπειτα, πρὸς τὶ τὸ λουτρὸν τοῦ βρέφους; Τὶ πράγματα εἶναι αὐτά; Πῶς
βρέθηκεν ἐκεῖ ἡ γυναῖκα ποὺ τὸ βυθίζει στο νερό; Ὁ Χριστὸς ἐγεννήθη εἰς τὸν
ἀχερώνα καὶ ὡς μόνη περιποίησιν ἔλαβε τὰ χνῶτα τῶν ζῴων που ἔσκυβαν καὶ τὸν
ἐζέσταναν. Τοῦτο πρέπει νὰ παραστήσει ὁ ἄξιος ὀρθόδοξος ζωγράφος! Ὄχι τοὺς
ξενισμοὺς τῶν Ἰταλῶν καὶ τῶν Ῥώσων...»
Ἔτσι
ἄρχιζε ὁ Ζαχαρίας Παπαντωνίου τὸ διήγημά του «Θεία τιμωρία», θίγοντας ἕνα πολὺ
σοβαρὸ ζήτημα τῆς Ὀρθόδοξης εἰκονογραφίας γενικότερα καὶ τῆς ἀναφερομένης στην
παράσταση τῆς Γέννησης τοῦ Χριστοῦ εἰδικότερα. Αὐτοὶ οἱ ξενισμοὶ γιὰ τοὺς
ὁποίους κάνει λόγο ὁ καλόγερος, συχνὰ διαπότισαν τὴν Ὀρθόδοξη ἁγιογραφία
ἀπομακρύνοντάς την, μᾶλλον ἀσυνείδητα, ἀπὸ τὸ δόγμα. Ὅμως ὅπως ἔχει παρατηρήσει
ὁ Λ. Οὐσπένσκι, ἡ εἰκόνα τῆς Γέννησης δὲν χρησιμεύει γιὰ τὴν παράσταση κάποιου
κειμένου που ἀναφέρεται στο γεγονὸς αὐτό. Βασίζεται στην Ἁγία Γραφὴ καὶ τὴν
Ἱερὴ Παράδοση καὶ ἀποκαλύπτει τὸ δογματικὸ περιεχόμενο καὶ τὸ νόημα τῆς
Γέννησης στὸ σύνολό της.
Ἡ
Ἁγία Γραφὴ καὶ πιὸ συγκεκριμένα τὸ κατὰ Λουκᾶν Εὐαγγέλιον περιγράφει τὴ
Γέννησῃ, ὡς ἐξῆς (κεφ. (κεφ. Β´ 7-16):
«Καὶ
ἔτεκε τὸν υἱὸν αὐτῆς τὸν πρωτότοκον, καὶ ἐσπαργάνωσεν αὐτὸν καὶ ἀνέκλινεν αὐτὸν
ἐν τῇ φάτνῃ διότι οὐκ ἦν αὐτοῖς τόπος ἐν τῷ καταλύματι. Καὶ ποιμένες ἦσαν ἐν τῇ
χώρᾳ τῇ αὐτῇ ἀγραυλοῦντες καὶ φυλάσσοντες φύλακας τῆς νυκτὸς ἐπὶ τὴν ποίμνην
αὐτῶν καὶ ἰδοὺ ἄγγελος Κυρίου ἐπέστη αὐτοῖς καὶ δόξα Κυρίου περιέλαμψεν αὐτούς,
καὶ ἐφοβήθησαν φόβον μέγαν· καὶ εἶπεν αὐτοῖς ὁ ἄγγελος, μὴ φοβεῖσθε ἰδοὺ γὰρ
εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαρὰν μεγάλην, ἥτις ἔσται παντὶ τῷ λαῷ, ὅτι ἐτέχθη ὑμῖν
σήμερον σωτήρ, ὅς ἐστι Χριστὸς Κύριος, ἐν πόλει Δαυῒδ καὶ τοῦτο ὑμῖν τὸ σημεῖον
εὑρήσετε βρέφος ἐσπαργανωμένον, κείμενον ἐν φάτνῃ καὶ ἐξαίφνης ἐγένετο σὺν τῷ
ἀγγέλῳ πλῆθος στρατιᾶς οὐρανίου αἰνούντων τὸν Θεὸν καὶ λεγόντων δόξα ἐν
ὑψίστοις Θεῷ καὶ ἐπὶ γῆς εἰρήνη, ἐν ἀνθρώποις εὐδοκία καὶ ἐγένετο ὡς ἀπῆλθαν
ἀπ᾿ αὐτῶν εἰς τὸν οὐρανὸν οἱ ἄγγελοι, καὶ οἱ ἄνθρωποι οἱ ποιμένες εἶπον πρὸς
ἀλλήλους διέλθωμεν δὴ ἕως Βηθλεὲμ καὶ ἴδωμεν τὸ ῥῆμα τοῦτο τὸ γεγονός, ὁ Κύριος
ἐγνώρισεν ἡμῖν. Καὶ ἦλθον σπεύσαντες, καὶ ἀνεῦρον τήν τε Μαριὰμ καὶ τὸν Ἰωσὴφ
καὶ τὸ βρέφος κείμενον ἐν τῇ φάτνῃ».
Τὸ
κατὰ Ματθαῖον Εὐαγγέλιο συμπληρώνει τὴν εἰκόνα (κεφ. Β´, 9-11): «καὶ ἰδοὺ ὁ
ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ
παιδίον· ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφοδρά, καὶ ἐλθόντες εἰς
τὴν οἰκίαν εἶδον τὸ παιδίον μετὰ Μαρίας τῆς μητρὸς αὐτοῦ, καὶ πεσόντες
προσεκύνησαν αὐτῷ καὶ ἀνοίξαντες τοὺς θησαυροὺς αὐτῶν προσήνεγκαν αὐτῷ δῶρα,
χρυσὸν καὶ λίβανον καὶ σμύρναν».
Τὰ
δύο Εὐαγγέλια ἀναφέρουν, λοιπόν, ῥητὰ τὴ φάτνη, τοὺς ποιμένες, τοὺς μάγους,
τοὺς ἀγγέλους, τὸ ἀστέρι. Λείπει ἀπ᾿ τὶς περιγραφὲς τὸ σπήλαιο, ποὺ ἀπαντᾷ
ἀργότερα στα κοντάκια, τοὺς ὕμνους ἢ τὰ τροπάρια, ὅπως τὸ περίφημο «Ἡ Παρθένος
σήμερον τὸν Ὑπερούσιον τίκτει», ἢ τὸ λιγότερο γνωστό: «Σήμερον τίκτει ἡ
Παρθένος τὸν Ποιητὴν τοῦ παντός. Ἐδὲμ προσφέρει σπήλαιον, καὶ ἀστὴρ μηνύει
Χριστόν, τὸν Ἥλιον τοῖς ἐν σκότει. Μετὰ δώρων Μάγοι προσεκύνησαν, πίστει
φωτιζόμενοι καὶ Ποιμένες εἶδον τὸ θαῦμα, Ἀγγέλων ἀνυμνούντων καὶ λεγόντων Δόξα
ἐν ὑψίστοις Θεῷ».
Τὸ
σπήλαιο στὸ κάτω μέρος ἑνὸς βουνοῦ καταλαμβάνει τὸ κέντρο τῆς παράστασης τῆς
Γεννήσεως. Μπροστὰ σ᾿ αὐτὸ τὸ Θεῖο Βρέφος στὴ φάτνη μὲ τὸ βόδι καὶ τὸ ἄλογο
κοντά του, τοὺς Ἀγγέλους πάνω ἀπ᾿ τὰ βουνά, ἄλλοι νὰ θαυμάζουν τὸ νεογέννητο
καὶ ἄλλοι νὰ ψάλλουν «ὡσαννά».
Κοντὰ
στὴ φάτνη ἡ Μητέρα, ξαπλωμένη, ἀνακαθισμένη ἢ γονατιστή, ἀνάλογα μὲ τὸ
ἰδιαίτερο θεολογικὸ περιεχόμενο ποὺ ἤθελε νὰ δώσει ὁ καλλιτέχνης. Ὁ Ἰωσὴφ
εἰκονίζεται παράμερα, στὴ μιὰ ἀπὸ τὶς δυὸ γωνίες τῆς συνθέσεως. Δὲν εἶναι ἄμεσα
δεμένος μὲ τὴ Γέννηση. «Ἡμεῖς δὲ Μητέρα Παρθένον» μόνο προσφέραμε στὸν Χριστό,
ὅπως λέει ὁ ὕμνος. Σκεφτικὴ καὶ λυπημένη ἡ ἔκφρασή του.
«Εἰς
τὸ πρόσωπο τοῦ μνήστορος Ἰωσήφ, ἡ εἰκών μας ἀποκαλύπτει ὄχι μόνον τὸ προσωπικόν
του δρᾶμα, ἀλλ᾿ ἓν ἀνθρώπινον δρᾶμα» παρατηρεῖ ὁ Οὐσπένσκι, «ἐκεῖνο τῆς συναντήσεως
δυὸ ἐκδοχῶν περὶ κόσμου: ἡ μία, περιορισμένη εἰς τὸ ἐπίπεδον τῆς σαρκικῆς καὶ
λογικῆς ὑπάρξεως, δὲν δύναται νὰ συμφωνήσῃ λογικῶς καὶ συναισθηματικῶς πρὸς
ὅ,τι ὑπερβαίνει τὸν λόγον. Ἡ ἄλλη, βασισμένη εἰς τὴν διαίσθησιν τοῦ ἐπέκεινα,
ἔρχεται εἰς ἐπαφὴν μὲ αὐτὸ διὰ τῆς ἀποκαλύψεως καὶ τῆς ἐλλάμψεως».
Τὴν
ἄλλη γωνία τῆς παράστασης τῆς Γεννήσεως καλύπτει συνήθως τὸ λουτρὸ τοῦ Βρέφους
ἀπὸ δυὸ γυναῖκες. Ἡ σκηνὴ δὲν βασίζεται στὰ ἐπίσημα κείμενα τῆς Ὀρθοδοξίας,
ἀλλὰ στὸ εὐαγγέλιο τοῦ Ψευδο-Ματθαίου καὶ τὸ Πρωτευαγγέλιο τοῦ Ἰακώβου, σύμφωνα
μὲ τὰ ὁποῖα ὁ Ἰωσὴφ πῆγε καὶ βρῆκε δυὸ μαῖες νὰ βοηθήσουν τὴν Παναγία στὴ
γέννα. Ὅταν ὅμως ἔφθασαν βρῆκαν τὸν Ἰησοῦ ἤδη γεννημένο καὶ ἡ μία ἀπ᾿ αὐτές, ἡ
Σαλώμη, ποὺ δὲν πίστεψε στὴν ἀρχὴ τὴ γέννηση παιδιοῦ ἀπὸ Παρθένο, παρέλυσε,
πάντα κατὰ τὶς ἴδιες διηγήσεις, τὸ χέρι της, ποὺ θεραπεύτηκε ὅταν ἄγγιξε τὸ
Θεῖο Βρέφος. Τὸ λουτρὸ συμβολίζει ἐδῶ τὴν ἀνθρώπινη φύση τοῦ Χριστοῦ καὶ
ἰσορροπεῖ τὸ κάτω τμῆμα τῆς σύνθεσης ὡς ἀντίβαρο τῆς ἀνθρώπινης ἀπορίας τοῦ
Ἰωσὴφ γιὰ τὸ θαῦμα τῆς Ἀσπόρου Γεννήσεως ποὺ καταυγάζει κατὰ πνευματικὸ τρόπο
στὸ κέντρο τῆς παράστασης τὸ σκοτάδι τοῦ Σπηλαίου.
Ἀνέτειλας
Χριστὲ ἐκ Παρθένου, νοητὲ Ἥλιε τῆς Δικαιοσύνης· καὶ Ἀστήρ σε ὑπέδειξεν, ἐν
Σπηλαίῳ χωρούμενον τὸν ἀχώρητον. Μάγους ὁδηγήσας εἰς προσκύνησίν σου· μεθ᾿ ὧν
σε μεγαλύνομεν, Ζωοδότα δόξα σοι. (Τροπάριον, Ἦχος πλ. β´).
Τὴν
παράσταση συμπληρώνουν οἱ τρεῖς Μάγοι καὶ ποιμένες.
Τὸ
πρότυπο πάντως τῆς εἰκονογραφικῆς αὐτῆς διάταξης τῆς παραστάσεως τῆς Γεννήσεως
φαίνεται ὅτι ὑπῆρξε στοὺς Ἁγίους Τόπους, στὸ ναὸ τῆς Γεννήσεως ποὺ εἶχε
οἰκοδομηθεῖ μὲ δαπάνες τοῦ Μ. Κωνσταντίνου. Ἀντίγραφα αὐτῆς πιστεύεται ὅτι
εἶναι οἱ παραστάσεις ποὺ φέρουν μικρὰ δοχεῖα, ἀμποῦλες, μὲ τὰ ὁποῖα προσκυνητὲς
μετέφεραν λάδι ἀπὸ τὸν τόπο ποὺ γεννήθηκε ὁ Χριστός.
Ἀναφέρθηκε
ἤδη τὸ χωρίο ἀπὸ τὸν εὐαγγελιστὴ Ματθαῖο, ὅπου γίνεται λόγος γιὰ τὸ ἀστέρι ποὺ
ὁδήγησε τοὺς Μάγους στὸ Θεῖο Βρέφος: «καὶ ἰδοὺ ὁ ἀστὴρ ὃν εἶδον ἐν τῇ ἀνατολῇ
προῆγεν αὐτούς, ἕως ἐλθὼν ἔστη ἐπάνω οὗ ἦν τὸ παιδίον· ἰδόντες δὲ τὸν ἀστέρα
ἐχάρησαν χαρὰν μεγάλην σφόδρα». Ὁ ὁμότιμος καθηγητὴς τοῦ Ἀριστοτελείου
Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Κων. Χαραλαμπίδης ἔχει ἀσχοληθεῖ μὲ τὸ θέμα τῆς
παράστασης τοῦ στοιχείου «φῶς» στὴν παράσταση τῆς Γεννήσεως σὲ ἄρθρο του στὸ
περιοδικὸ τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος Ἐφημέριος (ἐ. NT´, τ. 11, σ.7) καὶ μεταξὺ ἄλλων ἀναφέρει σχετικὰ καὶ
τὰ ἑξῆς:
«Ὡς
ἄστρο μόνο του, τυπικὴ ἀπεικόνιση τοῦ φωτός, διακρίνεται σὲ πολλὰ
παλαιοχριστιανικὰ μνημεῖα. Σὲ γνωστὸ ὕφασμα τοῦ θησαυροφυλακίου τῶν Sancta Sanctorum
στὸ Βατικανό, τοῦ Στ´ - Ζ´ αἰ., ὅπου ἡ Γέννηση τοῦ Χριστοῦ, τὸ ἄστρο στὸν τύπο
τῆς μαργαρίτας εἰκονίζεται ὑψηλά, ἐπάνω ἀπὸ τὰ δυὸ ζῷα. Ὅλα περικλείονται σ᾿
ἕνα φυτικὸ κυκλικὸ πλαίσιο. Ὁ νεογεννηθεὶς Χριστὸς φέρει σταυρόσχημο
φωτοστέφανο. Ἕνα ἄλλο κοπτικὸ ὕφασμα τοῦ Ε´-Στ´ αἰ., ἐκτεθειμένο στὴ Ν. Ὑόρκη,
παριστᾷ τὸν Χριστὸ στὴ φάτνη καὶ τὰ δυὸ ζῷα ποὺ τὸν θερμαίνουν. Στὴ μέση αὐτῶν
παρίσταται ὀκτάκτινο ἄστρο. Σὲ ἀσημένιο βραχιόλι στὸ Κάιρο, τοῦ ΣΤ´ αἰ., τὸ
ἄστρο, ἀντίθετα παρουσιάζει ἕξι ἀκτῖνες, ἐνῷ ἡ Θεοτόκος ἔχει χαρακτηριστικά,
ποὺ προμηνύουν τὴν ἐπερχόμενη βυζαντινὴ τέχνη. Τὰ φιαλίδια τῶν βορειο-ιταλικῶν
πόλεων Bobio καὶ Monza καὶ τῆς
γερμανικῆς Βόννης, προερχόμενα ἀπὸ τὰ Ἱεροσόλυμα, ἔχουν τὴν ἀπεικόνιση τῆς
Γέννησης τοῦ Χριστοῦ μὲ τὸ ἄστρο. Καὶ τὰ τρία ἔργα ἀπεικονίζουν ναΐσκο, ποὺ
δηλώνει μᾶλλον τὴν ἐκκλησία τῆς Γέννησης τῆς Βηθλεὲμ καὶ τὴν εἴσοδο στὸ σπήλαιο
μὲ μεταλλικὸ κιγκλίδωμα καὶ ἁψιδωτὸ ἄνοιγμα. Ἐπάνω ἀπὸ τὴ σκηνὴ διαφαίνονται τὰ
γράμματα ICXC καὶ τὸ ὀκτάκτινο ἄστρο».
Σὲ
ἄλλο σημεῖο τοῦ ἄρθρου ποὺ προαναφέρθηκε ὁ Κων. Χαραλαμπίδης παρατηρεῖ ὅτι ἡ
παράσταση τῆς ἀκτῖνας ποὺ ἔρχεται ἀπὸ τὸν οὐρανὸ ἀντικατοπτρίζει τὴν ἰδέα ὅτι ἡ
Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἔχει ἄμεση ἐξάρτηση ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ προσθέτει: «Ἡ
καινοδιαθηκικὴ διήγηση γιὰ τὸν Χριστὸ ὡς φῶς τοῦ κόσμου καὶ κανόνας γιὰ τὴν
πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ πορεία γιὰ τῶν πιστῶν (Ἰω. 8, 12) ἢ ἀκόμη ὡς φῶς ποὺ
λάμπει στὸν εὑρισκόμενο στὸ σκότος καὶ στὸν θάνατο λαὸ καὶ τὸν φωτισμό του
ἀπέβη ὁ γνώμονας γιὰ τὴν εἰκονογραφικὴ ἀπόδοση τοῦ φωτὸς στὴν παράσταση
αὐτή.[...] Ἀναφερόμενοι στὸ ἄστρο μὲ τρεῖς προβολὲς (αἰχμές) τονίζουμε ὅτι
ὑπαινίσσεται τὰ τρία πρόσωπα τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἐνῷ ἡ μόνη κεντρικὴ ἀκτίνα
κατερχόμενη στὴ γῆ συμβολίζει τὴν ἐνσάρκωση τοῦ Χριστοῦ».
Τὸ
Δαφνὶ καὶ ὁ Ὅσιος Λουκᾶς στὸ καθολικό τους ἔχουν νὰ παρουσιάσουν δυὸ ἀπὸ τὶς
πιὸ κλασικὲς ἀπεικονίσεις τῆς Γέννησης σύμφωνα μὲ τὰ κύρια χαρακτηριστικὰ ποὺ
προσπαθήσαμε νὰ διαγράψουμε.
Ἡ
Γέννηση τοῦ καθολικοῦ του Ὁσίου Λουκᾶ, ποὺ προηγεῖται χρονικά, κατέχει τὸ ΝΑ
ἡμιχώνιο τοῦ ναοῦ καὶ ἔχει φιλοτεχνηθεῖ μὲ συμμετρία, μὲ κίνηση, μὲ χρωματικὴ
ἁρμονία. Ἐντυπωσιάζει ἡ ἀφαιρετικὴ διάθεση στὴ διαμόρφωση τῶν βουνῶν καὶ ἡ
κίνηση τῶν Ἀγγέλων. Ἡ Παναγία εἰκονίζεται ἀνακαθισμένη ν᾿ ἀκουμπᾷ τὸ Βρέφος μὲ
τὸ δεξὶ χέρι. Ἡ στάση της δὲν δείχνει τὴν ταλαιπωρία τοῦ τοκετοῦ, δηλώνει
μᾶλλον τὴν ἀπουσία τῶν ὠδίνων του, ἡ ὁποία ὑπογραμμίζει τὴν θεία προέλευση τοῦ
Ἰησοῦ.
Στὸ
Δαφνὶ ἡ μεγαλειώδης τέχνη τοῦ ψηφιδωτοῦ σε ὅλη τὴν ἔξαρση καὶ δυναμικότητά της,
μὲ σαφήνεια καὶ ἀναδρομὲς στὰ ἀρχαιοελληνικὰ πρότυπα, ἂν καὶ καταστραμμένη στὸ
ἀριστερὸ κάτω τμῆμα της -ὅπου εἰκονιζόταν κατὰ πᾶσα πιθανότητα τὸ λουτρό-
δημιούργησε μία σύνθεση ὅλο λαμπερὰ καὶ φωτεινὰ χρώματα. Ἡ Παρθένος,
μισοξαπλωμένη ἐδῶ, ὑποδηλώνει περισσότερο τὴ Σάρκωση, τὴν πραγματικὴ καὶ
ἀναμφισβήτητη ἀνθρώπινη ὑπόσταση τοῦ Θεοῦ. Σκοπὸς τοῦ τονισμοῦ τοῦ σημείου
αὐτοῦ ἡ τάση νὰ μὴ θεωρεῖται φαινομενικὴ ἡ σάρκωση, ἡ Γέννηση, ἀλλὰ πραγματικὴ
καὶ ἀνάλογή με τὴ Θεία καταγωγή.
Μιὰ
μεγάλη εἰκόνα τῆς Μονῆς Σινᾶ ποὺ ἀποτελεῖται ἀπὸ ἕξι σκηνές, μεταξὺ τῶν ὁποίων
καὶ μία Γέννηση, ἀποτελεῖ ἀντίθεση σὲ μέγεθος καὶ λαμπρότητα ὡς πρὸς τὰ δυὸ
προηγούμενα μνημεῖα, ἀλλὰ συγκινεῖ μὲ τὴ λεπτότητα καὶ τὴν ἁρμονικὴ κίνηση τῶν
μορφῶν καὶ τὶς μαλακὲς γραμμὲς τοῦ βουνοῦ (14ος αἰ.). Ἡ Παναγιὰ κι ἐδῶ εἶναι
καθιστή.
Τρίτος
τύπος ἀπεικόνισης τῆς Παρθένου στὴ Γέννηση εἶναι ἡ γονατισμένη μπροστὰ στὴ
φάτνη μάνα τοῦ Χριστοῦ. Χαρακτηριστικὸ παράδειγμα ἡ εἰκόνα τῆς Γεννήσεως ἀπὸ τὸ
τέμπλο τῆς μονῆς Σταυρονικήτα στὸ Ἅγιον Ὄρος, ποὺ φιλοτεχνήθηκε τὸ 1546.
«Ἡ
προέλευση αὐτῆς τῆς λεπτομέρειας» σημειώνει ἡ Ἀγάπη Καρακατσάνη «εἶναι δυτικὴ
καὶ χρησιμοποιήθηκε πρῶτα σὲ εἰκόνες ζωγραφισμένες γιὰ Δυτικοὺς μὲ τὴ βυζαντινὴ
νοοτροπία καὶ βασικά, εἰκονογραφία. Στὴν μεταβυζαντινὴ ζωγραφικὴ ἐμφανίζεται
σχεδὸν σύγχρονα στὸ Δωδεκάορτο αὐτὸ (ὅπως καὶ στὴν παράσταση τῆς Γεννήσεως στὸ
καθολικό της ἴδιας μονῆς) καὶ στὴν τοιχογραφία στὸ Καθολικό της μονῆς Βαρλαὰμ
στὰ Μετέωρα τοῦ Φράγκου Κατελάνου (1548) ποὺ μένει πιὸ πιστὸς στὸ πρότυπό του. Ὕστερα
διαδίδεται καὶ χρησιμοποιεῖται συχνά, ἂν καὶ τὸ νόημα τῆς Γεννήσεως ἀλλοιώνεται
μὲ τὴν ἀπεικόνιση τῆς Παναγίας γονατιστῆς».
Σὲ
δυτικὲς εἰκόνες μαζὶ μὲ τὴ Μαρία εἰκονίζεται γονατιστὸς ἀπέναντί της καὶ ὁ
Ἰωσὴφ καὶ φυσικὰ κάθε ἀνάλογη ἀνατολικὴ παράσταση ἔχει ἐκεῖ τὴν καταγωγή της. Δὲν
εἶναι, γι᾿ αὐτὸν τὸ λόγο, παράξενο, πῶς κι ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ στὴν
Ἑρμηνεία του, στὸ κεφάλαιο «Πῶς ἰστορίζονται αἱ δεσποτικαὶ ἑορταί...», λέει γιὰ
τὴ Γέννηση: «Σπήλαιον καὶ ἔσω εἰς τὸ δεξιὸν μέρος ἡ Θεοτόκος γονατιστὴ καὶ
βάνουσα τὸν Χριστὸν ὡς βρέφος σπαργανωμένον μέσα εἰς τὴν φάτνην, καὶ ἀριστερὰ ὁ
Ἰωσὴφ γονατισμένος ἔχων τὰ χέρια σταυρωμένα ἐμπρὸς στὸ στῆθος του...»
Ὅμως
συγκριτικὰ εἶναι πολυπληθέστερες οἱ τοιχογραφίες κι οἱ εἰκόνες μὲ παράσταση τῆς
Παναγίας ἀνακαθισμένης ἢ ξαπλωμένης. Ἐνδεικτικὰ σημειώνουμε ἐδῶ τὸ τρίπτυχο
14147 τοῦ Μουσείου Μπενάκη (1626), τὴ Γέννηση ποὺ φυλάσσεται στὴ Μ. Λαύρα τοῦ
Ἄθω καὶ ἀνήκει στὴ τέλη τοῦ 16ου αἰ. ἢ τὴ Γέννηση τοῦ τρίπτυχου τοῦ Γ. Κλόντζα,
ποὺ φυλάσσεται στὴν Ἱερὰ Μονὴ Θεολόγου τῆς Πάτμου (μέσα 16ου αἰ.) καὶ τὴ
Γέννηση τῆς Ἱ. Μ. Ζωοδόχου Πηγῆς Πάτμου, μιὰ ὡραῖα, «ἰταλοκρητική», ὅπως τὴ
χαρακτηρίζει ὁ Χατζηδάκης, εἰκόνα τοῦ 1480-1500 περίπου.
Στὶς
εἰκόνες ποὺ ἀναφέραμε πιὸ πάνω παρουσιάζεται κι ἕνα ἀκόμη πρόσωπο, ἕνας βοσκὸς
(ἡ ἡλικία τοῦ ποικίλλει, ἂν καὶ ἐπικρατεῖ ἡ μορφὴ γέροντα μὲ σκοῦρο ροῦχο), ὁ
ὁποῖος συνομιλεῖ μὲ τὸν Ἰωσὴφ στηριγμένος σὲ ἕνα κλαρὶ ποὺ τὸ χρησιμοποιεῖ σὰν
γκλίτσα. Πρόκειται γιὰ συμβολικὴ παράσταση τοῦ Διαβόλου, ποὺ προέρχεται ὡς θέμα
ἀπὸ τὰ Ἀπόκρυφα καὶ σκοπὸ ἔχει νὰ ὑπογραμμίσει τὸ δρᾶμα τοῦ Ἰωσήφ. Ἡ παράδοση
αὐτὴ ἀναφέρει ὅτι ὁ Διάβολος, γιὰ νὰ πειράξει τὸν Ἰωσήφ, τοῦ ἔλεγε, καθὼς
ἐκεῖνος καθόταν παράμερα σκεφτικός, ὅτι ὅπως δὲν μπορεῖ νὰ φυλλοβολήσει τὸ
κλαρὶ ποὺ τὸν στήριζε, τὸ ξερό, ἔτσι δὲν γίνεται νὰ γεννηθεῖ παιδὶ ἀπὸ παρθένο.
Τότε τὸ ξερόκλαδο ἄνθισε. Αὐτό μας φέρνει στὸ νοῦ ἐκεῖνες τὶς λίγες φράσεις τοῦ
Καζαντζάκη: «Εἶπαν στὴ μυγδαλιά, ἀδελφὴ μίλησέ μας γιὰ τὸ Θεό, κι ἡ μυγδαλιὰ
ἄνθισε».Ἴσως οἱ λέξεις νὰ μὴν εἶναι ἀκριβῶς αὐτές, ὅμως τὸ νόημα εἶναι τὸ ἴδιο
μεγαλειῶδες.
Τὸ
ἀπολυτίκιο ποὺ ἀκολουθεῖ ἀκριβῶς μαρτυρεῖ τὴ διάλυση τοῦ ἐρέβους - Διαβόλου καὶ
τὴ χαρὰ τοῦ Ἰωσὴφ ποὺ ἀκολούθησε τὸν πειρασμό του: «Εὐαγγελίζου Ἰωσήφ, τῷ Δαυὶδ
τὰ θαύματα τῷ Θεοπάτορι· Παρθένον εἶδες κυοφορήσασαν μετὰ Μάγων προσεκύνησας·
μετὰ ποιμένων ἐδοξολόγησας δι᾿ Ἀγγέλου χρηματισθείς. Ἱκέτευε Χριστὸν τὸν Θεόν,
σωθῆναι τὰς ψυχὰς ἡμῶν».
Εἶναι
ἀπόλυτα εὔστοχο αὐτὸ ποὺ σημειώνει ὁ ἐπίσκοπος Ἀχελῴου Εὐθύμιος: «Ὁ Ἰωσὴφ
φλεγόταν στὸ καμίνι τῶν σκέψεών του, χωρὶς νὰ γνωρίζει ὅτι ὁ μόνος ποὺ
συμπαραστεκόταν στὴ δοκιμασία τοῦ ἦταν Ἐκεῖνος ποὺ ἦταν ἡ αἰτία τῆς δοκιμασίας
του: ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ»...
Σύγχρονη
μὲ τὴν ἵδρυση τοῦ ναοῦ, κατὰ τὸν 16ο αἰῶνα, εἶναι καὶ ἡ τοιχογραφία τῆς
Γέννησης στὸ Καθολικὸ τῆς Μονῆς Δοχειαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους. Ὅμως ἐδῶ ἔχουμε μία
σύνθεση διαφορετικὴ ἀπὸ τὶς ἄλλες ποὺ ἀναφέρθηκαν σὲ αὐτὸ τὸ κείμενο κι ὅσες
λιγότερο ἢ περισσότερο εἶναι γνωστές. Πρόκειται γιὰ τὴν εἰκονογράφηση ἑνὸς
θαυμάσιου ἰδιομέλου ποὺ ἀναφέρεται στὴ Σάρκωση τοῦ Κυρίου καὶ τὸ ὁποῖο
ἐπαναλαμβάνουμε καὶ ἐδῶ:
«Τί
σοὶ προσενέγκωμεν Χριστέ, ὅτι ὤφθης ἐπὶ γῆς ὡς ἄνθρωπος δι᾿ ἡμᾶς· ἕκαστον γὰρ
τῶν ὑπὸ σοῦ γενομένων κτισμάτων, τὴν εὐχαριστίαν σοὶ προσάγει· οἱ Ἄγγελοι τὸν
ὕμνον· οἱ οὐρανοὶ τὸν Ἀστέρα· οἱ Μάγοι τὰ δῶρα· οἱ Ποιμένες τὸ θαῦμα· ἡ Γῆ τὸ
Σπήλαιον· ἡ ἔρημος τὴν φάτνην· ἡμεῖς δὲ Μητέρα Παρθένον. Ὁ πρὸ αἰώνων Θεός,
ἐλέησον ἡμᾶς». (Ἦχος β´)
Τὸ
σπήλαιο δὲν ὑπάρχει καὶ στὴ θέση τοῦ μεγαλόπρεπος θρόνος βαστάζει τὴ Θεοτόκο
περίλαμπρη μὲ τὸν Χριστὸ νὰ εὐλογεῖ στὴν ἀγκαλιά της. Εἶναι ἐδῶ μιὰ συμπύκνωση
τοῦ λατρευτικοῦ χρόνου -ὅπως παρατηρεῖ ὁ Καλοκύρης- ποὺ αἰσθητοποιεῖται ἐδῶ μὲ
τὸν καλύτερο τρόπο ἀπὸ τὴ Βυζαντινὴ τέχνη. Τὸ «Τί σοὶ προσενέγκωμεν, Χριστέ»
ἔχει ἁγιογραφηθεῖ καὶ στὴν Ἱ. Μονὴ Διονυσίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους καὶ σὰν θέμα
χρονολογεῖ τὴν ἐμφάνισή του στὰ χρόνια τῶν Παλαιολόγων.
Ἡ
Γέννηση παρουσιάζεται ἀνεξάρτητα ἀπὸ μία στενὰ συνδεδεμένη μαζί της σκηνή, τὴν
Προσκύνηση τῶν Μάγων, ποὺ τὴν πιὸ παλιά της ἀπεικόνιση διασῴζει ἡ κατακόμβη τῆς
Ἁγίας Πρισκίλλης στὴ Ῥώμη. Εἰκονίζεται ὁ μάγος Βαλαὰμ νὰ δείχνει στὴ
Βρεφοκρατοῦσα τὸ ἀστέρι. Χρονολογία, 3ος αἰώνας στὸ πρῶτο του μισό! Νεότερή της
ἀρκετὰ μία ὡραιότατη σὲ χρωματισμὸ καὶ κίνηση παράσταση τῆς Προσκύνησης τῶν
Μάγων στὸ Δαφνί, πάνω ἀπὸ τὴν Εἰς ᾍδου κάθοδον καὶ τὸ Μηνολόγιο τοῦ Βασιλείου
Β´ Βουλγαροκτόνου. P.Gr. 1613, ὅπου ὡραιότατη σὲ κίνηση καὶ χρωματισμὸ ἡ
Προσκύνησή» του, 979-984.
Ὁ
λόγος εἶναι πολὺ φτωχὸς μπροστὰ στὴ Θεία Ἐνανθρώπιση. Ὁ λόγος ὅμως ἑνὸς πιστοῦ
ποὺ μιὰ ζωὴ σπατάλησε (;) γιὰ νὰ διαλαλεῖ τὸ μεγαλεῖο τῆς ἔχει ἐδῶ καλύτερη τὴν
καλύτερη θέση. Εἶναι λίγες οἱ γραμμὲς τοῦ Φώτη Κόντογλου, ἀπὸ τὶς πολλὲς ποὺ
ἀφιέρωσε γιὰ τὸν σκοπὸ αὐτό:
«Ἡ
Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ζωγραφίζεται στὰ βυζαντινὰ εἰκονίσματα μὲ τὴν πνευματικὴ
ἁγιότητα ποὺ εἶναι ἰστορημένη μέσα στὸ Εὐαγγέλιο. Δηλαδὴ παριστάνεται σὰν
μυστήριο, ἐνῷ ἡ κοσμικὴ ζωγραφικὴ ποὺ εἴπαμε τὴ ζωγραφίζει σὰν μία σκηνοθεσία
καὶ τίποτα παραπάνω. Κοιτάξετε καμιὰ τέτοια ζωγραφιά, ὅπως εἶναι τοῦ Κορέτζιου
εἴτε τοῦ Μουρίλλου, καὶ θὰ νιώσετε τί λέω. Στὶς δικές μας τὶς εἰκόνες ἡ Γέννηση
παριστάνεται μὲ ἁπλὸν καὶ βαθὺ τρόπο, χωρὶς ἐπιτηδευμένα στολίσματα καὶ μάταιες
αἰσθηματολογίες. Ὅλα εἶναι ἁπλὰ καὶ ταπεινά, πλὴν μέσα στὰ ἁπλὰ αὐτὰ σχήματα
ὑπάρχει ἐκεῖνο τὸ Θρησκευτικὸ πνεῦμα ποὺ εἶναι ἄπιαστο γιὰ τοὺς ἄθρησκους,
γιατί εἶναι ὡς πνοὴ αὔρας λεπτῆς... Τὸ ἁμαρτωλὸ χέρι μου ἀξιώθηκε νὰ ζωγραφίσει
κάμποσες Γεννήσεις σὲ σανίδι, καὶ δυό σε τοιχογραφία, τὴ μιὰ στὸ οἰκογενειακὸ
παρεκκλῆσι Γ. Πεσμαζόγλου στὴν Κηφισιά, τὴν ἄλλη, σὲ πολὺ μεγάλο σχῆμα, στὴν
ἐκκλησία τῆς Ζωοδόχου Πηγῆς στὸ Λιόπεσι».
Σὲ
εἰκόνα τῆς Γέννησης καὶ τῆς Προσκύνησης τῶν Μάγων ποὺ παλαιότερα ἀπέδιδαν στὸν
Ἐμμανουὴλ Τζανφουρνάρη, τοῦ α´ μισοῦ του 17ου αἰῶνα (Μουσεῖο Μπενάκη), στὴ θέση
αὐτὴ τοῦ Ἰωσήφ, ποὺ παριστάνεται δεξιὰ κάτω -στὰ ἀριστερὰ ἡ Προσκύνηση- ὁ
καλλιτέχνης ζωγραφίζει τὸ λουτρό. Οἱ Μάγοι ἄλλοτε παριστάνονται ἔφιπποι καὶ
ἄλλοτε ὄρθιοι ἢ γονατιστοί. Ἄγγελοι ψέλνουν τὸ δοξολογικὸ ὕμνο καὶ ἕτερος
ἀγγέλλει τὸ μεγάλο μήνυμα στοὺς ποιμένες. Οἱ κινήσεις ὅλων δείχνουν ἔκσταση
μπρὸς στὸ θαῦμα. Σὲ ἄλλες παραστάσεις βοσκὸς καθισμένος παίζει τὸ σουραύλι του.
Πρόβατα ζωγραφίζονται δίπλα του, ἀλλὰ καὶ σὲ διάφορα σημεῖα τῆς σύνθεσης ἐνίοτε
κι ἕνα ἐλάφι. Σὲ τοιχογραφία τῆς Ἁγίας Παρασκευῆς Γεροσκήπου Πάφου τῆς Κύπρου
σ᾿ αὐτὸν λέγει τὸ μήνυμα ὁ Ἄγγελος, ἐνῷ συνήθως αὐτὸ γίνεται σὲ ἄλλο βοσκό. Ὁ
Φώτης Κόντογλου περιγράφει σὲ ἄλλο ἔργο τοῦ ὡς ἑξῆς τὴ βυζαντινὴ Γέννηση:
«Ὁ
τύπος τῆς Γεννήσεως στοὺς βυζαντινοὺς εἶναι τοῦτος: Στὴ μέση στέκεται ἕνα
σπήλαιο σὰν ἀπὸ κρουστάλλινα βράχια περισκεπασμένο. Μέσα στὸ μαῦρο ἄνοιγμά του
εἶναι μιὰ φάτνη καὶ μέσα βρίσκεται ἕνα μωρὸ φασκιωμένο, ὁ Χριστός, κι ἀποπάνω
του τὸν ἀχνίζουνε μὲ τὸ χνῶτο τους ἕνα βόδι κι ἕνα γαϊδούρι εἴτε ἄλογο. Ἡ
Παναγία εἶναι ξαπλωμένη πλάγι στὸ τέκνο της, ἀπάνω σ᾿ ἕνα στρωσίδι, ὅπως
συνηθίζουνε στὴν Ἀνατολή. Στὸ ἀπάνω μέρος ἀπὸ τὰ δεξιὰ εἶναι χορὸς Ἀγγέλων σὲ
στάση δεήσεως, ἐνῷ ἀπὸ τ᾿ ἀριστερὰ ἕνας ἄλλος Ἄγγελος, μὲ φτερὰ ἀνοιχτά, μιλᾷ
μὲ τοὺς τσομπάνηδες σὰν νὰ τοὺς λέγει τὴ χαροποιὸ εἴδηση. Στὸ κάτω μέρος ἀπὸ τὰ
δεξιὰ παριστάνεται ὁ γερο-Ἰωσὴφ καθισμένος σ᾿ ἕνα κοτρόνι καὶ συλλογίζεται μὲ
τὸ κεφάλι ἀκουμπισμένο στὸ χέρι του, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο ποὺ λέγει «ἠβουλήθη
λάθρα ἀπολύσαι αὐτήν», καθ᾿ ὅσο δὲν ἤθελε νὰ ἐκθέσει τὴν Παναγία ποὺ γέννησε
δίχως νἆναι δικό του παιδί. Μπροστά του στέκεται ἕνας γέρος τσομπάνης
ἀκουμπισμένος στὸ ραβδί του, ντυμένος μὲ προβιά, καὶ τοῦ μιλᾷ σὰ νὰ θέλει νὰ
τὸν παρηγορήσει. Στὰ ἀριστερὰ εἶναι ἀκουμπισμένη μία γριὰ ποὺ κρατάει στὴν
ἀγκαλιά της τὸ νεογέννητο γυμνὸ καὶ δοκιμάζει μὲ τὸ χέρι της τὸ ζεστὸ νερὸ μέσα
σὲ μιὰ κολυμπήθρα, ἐνῷ μία μικρὴ χωριατοπούλα μὲ τὸ τσεμπέρι χύνει νερὸ γιὰ νὰ
κολυμπήσουνε τὸ μωρό. Γύρω τους κι ἀπάνω στὶς ραχοῦλες βοσκᾶνε πρόβατα,
κάθουνται ξαπλωμένα καὶ δυὸ-τρία μαντρόσκυλα. Ἕνας τσομπάνης ἀρμέγει. Πίσω ἀπὸ
τὴ σπηλιὰ φαίνονται μέσα στὰ βουνὰ οἱ τρεῖς μάγοι καβαλλικεμένοι στ᾿ ἄλογα, ὁ
ἕνας σε ἄσπρο, ὁ ἄλλος σὲ μαῦρο κι ὁ ἄλλος σὲ κόκκινο. Ἡ σκηνὴ μὲ τὶς γυναῖκες
ποὺ κολυμπᾶνε τὸ βρέφος εἶναι παρμένη ἀπὸ τὰ Ἀπόκρυφα Εὐαγγέλια. Εἶναι παράξενο
πῶς οἱ Βυζαντινοὶ ζωγράφοι, ποὺ ἦταν ὀρθοδοξότατοι, βάζουνε στὶς εἰκόνες τους
σκηνὲς ποὺ δὲν εἶναι γραμμένες στὸ Εὐαγγέλιο, παίρνοντάς τες ἀπὸ βιβλία ποὺ δὲν
εἶναι κανονικά. Γιὰ τὴ Γέννηση βρίσκεται γραμμένο στὰ Ἀπόκρυφα πὼς σὰν πιάσανε
οἱ πόνοι τὴν Παναγία, πῆγε ὁ Ἰωσὴφ νὰ βρεῖ καμιὰ μαμὴ καὶ βρῆκε μία γριὰ ποὺ τὴ
λέγανε Σαλώμη κι αὐτὴ ἔπλυνε τὸ παιδί. Σὲ κάποιες ἀρχαῖες τοιχογραφίες εἶναι
γραμμένο καὶ τ᾿ ὄνομα τῆς Σαλώμης».
Στὴ
μεταβυζαντινὴ περίοδο, ἐξαιτίας δυτικῶν ἐπιδράσεων, παρατηροῦνται κακόδοξες
διαφοροποιήσεις. Ἤδη ὁ Θεοφάνης Στρελίτζας-Μπαθᾶς, ὁ κορυφαῖος ἐκπρόσωπος τῆς
Κρητικῆς Σχολῆς, στὴ Γέννηση τῆς μονῆς Σταυρονικήτα (1546) ἱστορεῖ τὴν Παναγία
ὄχι λεχώνα ξαπλωμένη, ἀλλὰ γονατιστὴ μὲ σταυρωμένα τὰ χέρια στὰ δεξιά του
μικροῦ Χριστοῦ, ποὺ τὸν ζεσταίνουν τὰ ζῷα μὲ τὰ χνῶτα τοὺς μέσα στὸ σπήλαιο τῆς
Βηθλεέμ, ἐνῷ ὁ ἴδιος στὴ Μεγίστη Λαύρα τὴ ζωγραφίζει κανονικά, ὅπως οἱ
Βυζαντινοὶ ἁγιογράφοι.
Μετὰ
τὸν Θεοφάνη σημειώνεται μεγαλύτερη ὑποτροπή. Στὸ «Ἐπὶ σοὶ χαίρει» τοῦ
σημαντικοῦ Κρητικοῦ ἁγιογράφου Θεόδωρου Πουλάκη (1670-1690), φορητὴ εἰκόνα ποὺ
βρίσκεται στὴ μονὴ τοῦ Ἁγίου Ἰωάννη τοῦ Θεολόγου Πάτμου, στὴν παράσταση τῆς
Γέννησης, ποὺ ἀκολουθεῖ τὸ δυτικὸ πρότυπό της Προσκύνησης τῶν Μάγων, ὁ Ἰωσὴφ
εἰκονίζεται κατ᾿ ἀντιστοιχία μὲ τὴν Παναγία στὰ ἀριστερά του Χριστοῦ μὲ τὸν
ἴδιο τρόπο, γονατιστός με σταυρωμένα κι αὐτὸς τὰ χέρια.
Ἔκτοτε
ὁ τύπος αὐτὸς καθιερώνεται, ἂν καὶ δὲν ἐκλείπει ὁ βυζαντινός (λ.χ. στὴ Γέννηση
καὶ Προσκύνηση τῶν Μάγων τοῦ α´ μισοῦ του 17ου αἰῶνα τοῦ Μουσείου Μπενάκη, ἡ
Παναγία ζωγραφίζεται λεχώνα ξαπλωμένη), ὁ Ἰωσὴφ πηγαίνει στ᾿ ἀριστερὰ καὶ ἡ
Παναγία παριστάνεται στὰ δεξιά του Χριστοῦ, ὅπως ὁ Διονύσιος Ἱερομόναχος ἐκ
Φουρνᾶ τῶν Ἀγράφων (π. 1670 - π. 1744) στὴν Ἑρμηνεία τῆς Ζωγραφικῆς Τέχνης παραγγέλλει
γιὰ τὴν ἱστόρηση τῆς Γέννησης:
«Σπήλαιον
καὶ ἔσω εἰς τὸ δεξιὸν μέρος ἡ Θεοτόκος γονατιστὴ βάνουσα τὸν Χριστὸν ὡς βρέφος
σπαργανωμένον μέσα εἰς τὴν φάτνην καὶ ἀριστερὰ ὁ Ἰωσὴφ γονατισμένος ἔχων τὰ
χέρια σταυρωμένα ἐμπρὸς στὸ στῆθος του...»
Σήμερα
ἡ μεγάλη πλειονότητα τῶν ἁγιογράφων ἔχει ἐπανέλθει στὸ βυζαντινὸ πρότυπο. Μπορεῖ
ὅμως νὰ δεῖ κανείς, ὅπως π.χ. στὴν Τράπεζα τῆς μονῆς Πανορμίτη Σύμης, Γέννηση
φιλοτεχνημένη σὲ μοναστήρι τοῦ παλαιοῦ ἡμερολογίου τῆς Καλύμνου, ὅπως τὴν
περιγράφει ὁ Διονύσιος ὁ ἐκ Φουρνᾶ. Τὴν Παναγία ζωγραφίζουν ὅπως οἱ ἁγιογράφοι
τοῦ Βυζαντίου ὁ Σπύρος Παπαλουκᾶς (Μητροπολιτικὸς Ναὸς Ἄμφισσας, μεταξὺ
1927-1932), ὁ Φώτης Κόντογλου στὸ ναὸ Ζωοδόχου Πηγῆς Παιανίας (ἔργο τοῦ 1946)
κ.ἄ., ὁ Ἀγήνωρ Ἀστεριάδης σὲ λινόλεουμ (ἔργο τοῦ 1934), ἡ μονὴ Παρακλήτου
Ὠρωποῦ (ἔργο τοῦ 1983 κ.ἄ.), ἡ μονὴ Ὀρμύλιας Χαλκιδικῆς (εἰκόνα δίζωνη ποὺ
φέρει πάνω τὸν Παντοκράτορος ἀνάμεσα στὸν Ἅγιο Σίμωνα καὶ τὴν ἁγία Μαρία τὴ
Μαγδαληνὴ καὶ κάτω τὴ Γέννηση), ὁ Σπύρος Καρδαμάκης (φορητὴ εἰκόνα τοῦ 1994 κ.ἄ.),
ὁ Βλάσης Τσοτσώνης (σὲ πολλὰ ἔργα του), ἡ Λία Παπαγεωργοπούλου (σὲ πολλὲς
τοιχογραφίες της) κ.ἄ.
Ἀνάλογα
μὲ τὸ σχῆμα τῆς τοιχογραφίας ἢ φορητῆς εἰκόνας, οἱ ἁγιογράφοι τοποθετοῦν γύρω
ἀπὸ τὴν κεντρικὴ παράσταση τοὺς ποιμένες, τὸ λουτρὸ κτλ. Οἱ μεγάλοι καλλιτέχνες
ἀποθέτουν πάντα τὴ σφραγῖδα τοῦ ταλάντου τους πρωτοτυπώντας καὶ ἐπεξεργαζόμενοι
μὲ ἐνάργεια τὸ θέμα τους, ὅσο κι ἂν δὲν ὑπάρχουν μεγάλα περιθώρια στὴν ἱστόρηση
τέτοιων θεμάτων.
Στὴν
ἀριστουργηματικὴ Γέννηση τοῦ μεγάλου ἁγιογράφου τοῦ Πρωτάτου τῶν Καρυῶν Ἁγίου
Ὄρους Μανουὴλ Πανσέληνου (1290), ποὺ δυστυχῶς ἔχει ὑποστεῖ πολλὲς φθορές, ὁ
Ἰωσὴφ δὲν διαφέρει στὸ μέγεθος ἀπὸ τὶς γυναῖκες στὸ λουτρὸ τοῦ Χριστοῦ καὶ θὰ
ἔλεγε κανεὶς ὅτι μαζί τους (ἐκεῖνος ἀριστερὰ κι ἐκεῖνες δεξιά) ἀποτελεῖ μία
ξεχωριστὴ σκηνή. Πάντως, τοὺς ἔχει στραμμένη τὴν πλάτη καὶ μὲ τὸ χέρι στὸ
κεφάλι φαίνεται πολὺ σκεπτικός. Ἡ Παναγία ἀγκαλιάζει τὸν μικρὸ Χριστὸ καὶ
ἀκουμπᾷ μὲ τρυφερότητα τὸ στόμα της στὸ μάγουλό του σὰν νὰ τὸ ἀσπάζεται.
Πολὺ
λεπτολόγος ζωγράφος, μὲ πλούσιο τάλαντο, θαυμάσια χρώματα καὶ ἁδρὸ σχεδιασμό, ὁ
ζωγράφος τοῦ κυρίως ναοῦ τοῦ καθολικοῦ τῆς μονῆς Βατοπαιδίου στὸν Ἄθω (1312)
ἔχει τὴν Παναγία ἀνεστραμμένη, νὰ βλέπει στὸ δεξιὸ μέρος τῆς τοιχογραφίας, ἐνῷ
οἱ Μάγοι προσφέρουν ἀπὸ τὰ ἀριστερὰ τὰ δῶρα τους στὸν μικρὸ Χριστό. Τὸ λουτρὸ
ἔχει σκεπαστεῖ ἀπὸ μεταγενέστερο χέρι, καθὼς θεωρήθηκε προσβλητικὸ στοιχεῖο
στὴν ὅλη παράσταση τῆς Γέννησης, ἂν καὶ πουθενὰ δὲν συγκρούεται μὲ τὸ δόγμα,
ἀφοῦ ὁ Χριστὸς εἶναι τέλειος Θεὸς καὶ τέλειος ἄνθρωπος. Ἀκόμη καὶ ὁ Ἅγιος
Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης συνιστᾷ νὰ μὴν τὸ ζωγραφίζουν.
Σὲ
τοιχογραφία τῆς Γέννησης φιλοτεχνημένη στὸν 16ο αἰῶνα στὴ μονὴ Στρατηγοπούλου,
ποὺ βρίσκεται στὸ νησάκι τῆς λίμνης τῶν Ἰωαννίνων καὶ λειτούργησε σ᾿ αὐτὴν ἡ
περίφημη «Σχολὴ τῶν Δεσποτῶν» -λέγεται καὶ μονὴ Ντίλιου καὶ εἶναι ἀφιερωμένη
στὸν Ἅγιο Νικόλαο- ὁ Ἰωσὴφ ἱστορεῖται ξαπλωμένος κάτω δεξιὰ κι ἀπὸ πάνω τοῦ
ἄγγελος. Σὲ ἄλλο μοναστήρι τῆς Ἠπείρου, στὴν Ἁγία Παρασκευὴ Μονοδενδρίου
(Ζαγοροχώρια), ἰστορημένο τὸν 15ο αἰῶνα, ὁ Ἰωσὴφ βρίσκεται κάτω στὸ κέντρο, μὲ
τὸν μικρὸ Χριστὸ ἀπὸ πάνω του καὶ τοὺς βοσκοὺς στ᾿ ἀριστερά.
Στὴ
Γέννηση καὶ Προσκύνηση τῶν Μάγων τοῦ α´ μισοῦ του 17ου αἰῶνα, ζωγραφισμένη σὲ
φορητὴ εἰκόνα, ποὺ παλαιότερα ἀπέδιδαν στὸν Ἐμμανουὴλ Τζανφουρνάρη, θὰ ἔλεγε
κανεὶς ὅτι μὲ συνειδητὴ ἐπιλογὴ συνδυάζεται ἡ ἀνατολική με τὴ δυτικὴ παράδοση. Ἔτσι,
ἐνῷ στὴ Γέννηση (ἄνω μέρος) ποὺ ἀκολουθεῖ τὴν πρώτη ὁ Ἰωσὴφ βρίσκεται κάτω
δεξιὰ μ᾿ ἕναν βοσκό, στὴν Προσκύνηση τῶν Μάγων (κάτω ἀριστερά) Παναγία καὶ
Ἰωσὴφ βρίσκονται πάνω ἀπὸ τὸν Χριστό, ποὺ προσκυνοῦν τριγύρω οἱ Μάγοι. Σὲ
χειρόγραφο τοῦ 12ου αἰῶνα, πολὺ ἁπλὰ οἱ Μάγοι ὁδηγοῦνται ἀπὸ ἄγγελο στὸ σπήλαιο
γιὰ νὰ προσκυνήσουν τὸν Χριστό, ποὺ τὸν κρατάει ἡ Παναγία καθισμένη σὲ χαμηλὸ
βράχο τοῦ Σπηλαίου.
Ἐκτὸς
ὅμως ἀπὸ τὸν τύπο αὐτὸ τῆς Γέννησης ὑπάρχει κι ἄλλη παράσταση, ὅπως τῆς
τοιχογραφίας στὴν κόγχη τῆς Τράπεζας τῆς μονῆς Διονυσίου Ἁγίου Ὄρους (ἔργο τοῦ
16ου αἰῶνα), ὅπου ἡ Παναγία εἶναι ἔνθρονη (ἕνα μικρὸ σπήλαιο ποὺ τὸ προσφέρει ἡ
γῆ προσωποποιημένη σὲ γυναῖκα ἔχει ζωγραφιστεῖ δεξιὰ στὴν ἄκρη). Ἡ παράσταση
αὐτὴ εἰκονογραφεῖ τὸν περίφημο ὕμνο τῶν Χριστουγέννων «Τί σοὶ προσενέγκωμεν,
Χριστέ».
Μὲ
τὸν ὕμνο αὐτὸ καὶ τὴν ἀπεικόνισή του τονίζεται ἡ συμμετοχὴ τοῦ ἀνθρώπινου
γένους στὸ μυστήριο τῆς σάρκωσης τοῦ Λόγου μὲ τὴν ἴδια τὴν Παναγία ποὺ τὸ
ἐκπροσωπεῖ. Στὴ μονὴ Διονυσίου, τὴν ἀπέριττη αὐτὴ Γέννηση φιλοτέχνησε Κρητικὸς
ζωγράφος, ὁ Ζώρζης, τὸ 1570.
Ὁ
μεγάλος Κρητικὸς ζωγράφος Δομήνικος Θεοτοκόπουλος - Γκρέκο (1541-1614) ξεκίνησε
τὴ θητεία του στὴν τέχνη, ἀγιογραφώντας εἰκόνες βυζαντινῆς τεχνοτροπίας, ὅπως
τὸ «Πάθος τοῦ Χριστοῦ», ὁ «Εὐαγγελιστὴς Λουκᾶς ἐνῷ ζωγραφίζει τὴν Ὁδηγήτρια», ἡ
«Κοίμηση τῆς Θεοτόκου» κτλ. Στὸ Μουσεῖο Μπενάκη ἀπόκειται νεανικὸ ἔργο τοῦ
καλλιτέχνη μὲ τὴν «Προσκύνηση τῶν Μάγων», ποὺ ἀκολουθεῖ ὅμως τὴν Ἀναγέννηση.
Ἡ
Νεοελληνικὴ ζωγραφικὴ ἔχει νὰ παρουσιάσει Γεννήσεις ποὺ ἀκολουθοῦν τὰ δυτικὰ
πρότυπα. Θὰ μποροῦσε νὰ ἀναφέρει κανεὶς τὴν Προσκύνηση τῶν Ποιμένων τοῦ Μιχαὴλ
Δαμασκηνοῦ ἢ τοῦ Στέφανου Τζαγκαρόλα (16ος-17ος αἰῶνας) -στὸ δεύτερο μόνο οἱ
δυὸ εἰκονιζόμενοι προφῆτες Μωυσῆς καὶ Ἡσαΐας παραπέμπουν στὴ βυζαντινὴ
εἰκονογραφία- ἡ «Μήτηρ θεοῦ», ποὺ κρατάει τὸ νεογέννητο Χριστὸ τοῦ Νικολάου
Γύζη (1842-1901), οἱ Τρεῖς Μάγοι τοῦ Κωνσταντίνου Παρθένη (1878-1967) κτλ. Ὁ
Ζαχαρίας Παπαντωνίου ἔγραψε ἕνα πολὺ ἀξιόλογο διήγημα γιὰ τὴ διείσδυση τῆς
ἀναγεννησιακῆς καὶ τῆς δυτικῆς τεχνοτροπίας στὸ Ἅγιον Ὄρος καὶ τὶς ἀντιδράσεις
ποὺ ἄρχισαν νὰ σημειώνονται στὸν 20ο αἰῶνα μὲ ἀφορμὴ τὴν ἱστόρηση εἰκόνας μὲ τὴ
Γέννηση τοῦ Χριστοῦ.
Ἐκτὸς
ἀπὸ τὴ Γέννηση καὶ τὴν Προσκύνηση τῶν Μάγων, ἡ Φυγὴ στὴν Αἴγυπτο καὶ ἡ
Βρεφοκτονία ἀποτέλεσαν ἀντικείμενο τῶν Βυζαντινῶν ἁγιογράφων. Χαρακτηριστικὴ
ἀπεικόνιση ὑπάρχει σὲ εἰκονογραφημένο χειρόγραφό της μονῆς Διονυσίου Ἁγίου
Ὄρους. Βασίζεται στὴν ἀναφορὰ τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ματθαίου (2,13-14), σύμφωνα μὲ
τὴν ὁποία στὸν ὕπνο τοῦ Ἰωσὴφ παρουσιάστηκε ἄγγελος μετὰ τὴν ἀναχώρηση τῶν
Τριῶν Μάγων καὶ τὸν συμβούλευσε νὰ πάρει τὸν Χριστὸ καὶ τὴ μητέρα του στὴν
Αἴγυπτο, γιατί ὁ Ἡρῴδης ἔψαχνε νὰ βρεῖ τὸ νήπιο καὶ νὰ τὸ φονεύσει.
Ἀπὸ
τὴ βυζαντινῆς τεχνοτροπίας Γέννηση τοῦ Χριστοῦ ἐπηρεάστηκε ἡ εἰκονογραφία τῶν
Γεννήσεων τῆς Παναγίας (Γενεσίου) καὶ τοῦ Τιμίου Πρόδρομου. Σὲ εἰκόνες τῶν
μέσων τοῦ 14ου αἰῶνα ἀπὸ τὸ Novgorod
(Πινακοθήκη Tretyakov Μόσχας), ἡ στάση λεχῶνας
τῆς Θεοπρομήτορος Ἁγίας Ἄννας καὶ τῆς Ἁγίας Ἐλισάβετ μαζὶ μὲ τὴν ἀπεικόνιση τῶν
λουτρὼν κατὰ τὸ πρότυπο ἐκείνου τοῦ Ἰησοῦ εἶναι χαρακτηριστικές. Στὴ Ρωσία εἶχε
διαδοθεῖ μὲ τὸν ἴδιο τύπο καὶ ἡ γέννηση τοῦ Ἁγίου Νικολάου.
ΠΗΓΗ
: Τὰ Χριστούγεννα τῆς Ῥωμιοσύνης, ἐκδόσεις Τούμπης, Ἀθῆνα 2005
Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013
ΣΤΗΝ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ – (+) ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ
ΑΥΤΟΣ Ο ΣΠΟΡΟΣ ΘΑ
ΚΥΡΙΑΡΧΗΣΕΙ !
Από
τη στιγμή που γύρω από το Νεογέννητο παιδί της Βηθλεέμ οι άγγελοι έψαλλαν το
ολόγλυκο τραγούδι, «Δόξα εν υψίστοις Θεώ, και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις
ευδοκία», από την στιγμήν εκείνην άρχισε να σπείρεται εις την γην ο σπόρος του
χριστιανισμού. Αλήθεια, Δικαιοσύνη, Ελευθερία, Συναδέλφωσις, Αγάπη, Ειρήνη,
Χαρά, Ευτυχία, ιδού τι περιέχει η διδασκαλία του Χριστού. Άνθρωποι! Πάρετε από
τον σπόρον αυτόν και σπείρετε τον παντού, η Γη θα γίνει Κήπος Εδέμ.
Αλλά
ο σπόρος αυτός ευθύς εξ αρχής με την πρώτην αναπνοήν του Αθώου Βρέφους
συνήντησε και συναντά μέχρι σήμερον εμπόδια πολλά, που αγωνίζεται να
υπερνικήσει. Ο σπόρος έπεσε μέσα εις αγριόχορτα και αγκάθια, επατήθη από τα
πόδια δολοφόνων, κτηνανθρώπων. Αλλά η μυστηριώδης δύναμις που εγκλείεται και
εις το μικρότερον ρήμα του Ναζωραίου, κάμνει τον ουράνιον σπόρον να βλαστήσει. Γίνεται
δενδράκι. Οι άπιστοι νομίζουν πως ημπορούν εις την αρχήν να το ξερριζώσουν. Μέσα
εις τους τρεις πρώτους αιώνες διοργανώνουν εναντίον του δέκα διωγμούς. Το
δενδράκι με το αίμα χιλιάδων μαρτύρων ποτίζεται, δυναμώνει περισσότερο,
ξαπλώνει τις ρίζες του βαθειά, αντέχει τώρα και εις τας μεγαλυτέρας θυέλλας και
καταιγίδας, και ύστερα από 1944 χρόνια παρουσιάζεται εμπρός μας με δύναμιν που
μας καταπλήσσει. Ακόμη όμως θα εξελιχθεί εις δύναμιν. Εις το τέλος θα γίνει
Δένδρον “που θα σπρώξει τα κλωνάρια του εις τον ουρανόν και θα σκεπάσει με τα
κλαδιά του την γη”, και τότε όλοι οι άνθρωποι ευτυχισμένοι θα καθήσουν γύρω
του, για να θυμηθούν τη Γέννησι και τον θάνατον Εκείνου που το έσπειρε, καθώς
λέγει ο Τζιοβάννι Παπίνι εις το παγκοσμίως γνωστόν βιβλίον του «Ο Βίος του
Ιησού».
Δεν
υπάρχει καμία αμφιβολία ότι από τον Χριστιανισμόν, το πελώριον τούτο
ιδεολογικόν δένδρον των αιώνων, θα εμβολιασθεί και κάθε άλλο δένδρον που ζητεί
να μεταρρυθμίσει την οικονομικήν, κοινωνικήν, πολιτειακήν ζωήν του κόσμου, ενός
κόσμου που εγήρασε, γιατί έπαυσε να ζωογονήται από τον Χριστόν.
Ω
Σεις που ποθείτε μιαν καινούργιαν κατάστασιν, που αγωνίζεσθε για να
καλλιτερεύσουν αι συνθήκαι της ζωής των ανθρώπων. Εάν θέλετε να επιτύχητε και
να γίνετε παράγοντες μιας ευτυχισμένης και χαρούμενης ζωής, ελάτε και σεις και
όλοι μας ως ταπεινοί προσκυνηταί εις τον Αιώνιον Χριστόν. Αυτός είναι η Ζωή, το
θεμέλιόν μας, η ρίζα μας. Με Αυτόν, με το Ευαγγέλιόν Του θα κρημνίσωμεν με τα
πλέον ειρηνικά μέσα τον κόσμον της αδικίας και θα θεμελιώσωμεν έναν καινούργιο
πολιτισμόν, τον χριστιανικόν πολιτισμόν.
Καταστατικός
χάρτης της ιδεώδους πολιτείας μας θα είναι η επί του όρους ομιλία του Σωτήρος. Το
πιστεύομεν. Πιστεύσατέ το: ΧΡΙΣΤΟΣ! Τι όνομα γλυκύ! Δεν υπάρχει άλλο όνομα το
ικανόν να σώσει υφ’ όλον το στερέωμα. Αυτό θα μας λυτρώσει.
(Περιοδικό ΕΣΤΙΑ, αρ. φυλ. 2, 23/12/1944 )
TO ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟΥ ΔΕΝΔΡΟΥ
Το
έθιμο του χριστουγεννιάτικου δένδρου εισήχθηκε στην Ελλάδα – από τη Δυτική Ευρώπη
- τη περίοδο της Βαυαροκρατίας, στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ο Όθωνας
και η Αμαλία στόλισαν τα ανάκτορα της Αθήνας, ακολουθούμενοι από ολίγες αριστοκρατικές
οικογένειες της πόλης. Έως τότε ήτο παντελώς άγνωστο στη πατρίδα μας. Εκατό και
πλέον έτη αργότερα, τη δεκαετία 1930 με 1940 και ιδίως κατά τη διάρκεια της επαχθούς
Γερμανικής κατοχής, γενικεύθηκε η χρήση του δένδρου στα αστικά κέντρα, ενώ μετά
την απελευθέρωση σε όλη την επικράτεια της χώρας. Στην Ευρώπη, μαρτυρείται η χρήση
του ήδη από το 1600 στο Elsass
και το 1640 στο Στρασβούργο. Προ τεσσάρων
και πλέον αιώνων, από τη Γερμανία διαδόθηκε στην Αυστρο-Ουγγαρία, όπου ήταν
παντελώς άγνωστο. Ταυτόχρονα η Δούκισσα Αυρηλία το εισήγαγε στη Γαλλία, ο Λεοπόλδος
ο Α΄ στο Βέλγιο και ο Αλβέρτος (σύζυγος της Βικτωρίας) στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στα
τέλη του 18ου αιώνος είχε διαδοθεί και χρησιμοποιούνταν στη Νορβηγία,
τη Σουηδία, τη Δανία και στη Πετρούπολη της Ρωσίας (όπου χρησιμοποιούνταν από τις
ανώτερες τάξεις). Ερευνητές της Λαογραφίας, προσπαθώντας να δώσουν ερμηνεία στο
έθιμο, αποδέχονται ότι αποτελεί εξέλιξη παλαιότερου μαγικολατρευτικού εθίμου
του χειμώνα, το οποίο προέβλεπε την εισαγωγή χλωρών κλάδων ή δένδρων εντός της οικίας
με σκοπό την εξασφάλιση της υγείας των μελών της οικογένειας. Από άλλους ερευνητές
πάλι, υπάρχει η συσχέτιση του χριστ. δένδρου με τη παρομοίωση του Χριστού με το
δένδρο της ζωής του παραδείσου, που χρησιμοποιούσαν οι εκκλησιαστικοί συγγραφείς
του μεσαίωνα. Έτσι, κατά τη τέλεση του μεσαιωνικού μυστηρίου της Γεννήσεως του
Χριστού, στήνονταν πάνω στην αυτοσχέδια σκηνή θάμνος ή δένδρο, πράγμα που πέρασε
με τη πάροδο του χρόνου και στις οικογενειακές τελετές.
ΠΗΓΗ : ΘΗΕ, τ. 12, ΑΘΗΝΑΙ
1968, στ. 354 κ.ε.
Τετάρτη 25 Δεκεμβρίου 2013
Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΣΩΤΗΡΟΣ – ΣΠΥΡΟΥ ΜΕΛΑ
Πόσο παράξενα θ’ ἀντιλαλήση αὐτὲς τὶς μέρες τὸ τραγούδι τῶν ᾽Αγγέλων, τὸ τραγούδι τῆς Γεννὴσεως «ἐπὶ γῆς εὶρήνη, έν ἀνθρώποὶς εὐδοκία»! Αἵματα, ποτάμια, ποτίζουν τὴ χιλιοπαιδεμένη φλούδα τῆς Γῆς. Κι ὁ κόσμος,
λαχταρισμένος, κρατεῖ τὴν ἀνάσα του στὴν προσμονὴ κάποιας ἀπροσμέτρητης
καταστροφῆς. Οἱ ᾽Αντίχριστοι ἔχουνε ξαπολύσει κατὰ τοῦ
άνθρώπου κάτι ἄπειρὰ πιὸ φοβερὸ κι ἀπὸ τὴ φωτιὰ κὶ ἀπὸ τὸ σίδερο κι
ἀπ’ όλες τὶς μηχανὲς τῆς Κολάσεως : Τὸ μίσος τὸ ἀστόμωτο, τὸ μίσος
τὸ ἀχόρταγο, δράκοντα μὲ πύρινη ἀνάσα... Μέσα στὶς στυγερὲς πανδαισίες
ποὺ ὀργανώνουν οἱ σκοτεινοὶ μάγειροι τοῦ μίσους καὶ ποὺ
μπροστά τους τὰ ὄργια τοῦ ρωμαϊκοῦ ξεπεσμοῦ μοιάζουν ἀθῶα
παραπατήματα παιδιῶν, τὸ Θεῖο μήνυμα τῆς Βηθλεὲμ ξαναπαίρνει τὴν
πρωταρχική του δύναμη καὶ τὴν ἕννοιά του. Ποτέ ἄλλοτε δὲν
ἔγινε πιὸ βαθιὰ αἰσθητὴ στὴν ἀνθρωπότητα ἡ ἀλήθεια, ὅτι ὁ
Χριστιανισμὸς ὅχι μόνο δὲν εἶναι θρησκεία ξεπερασμένη, ἀλλὰ δὲν
ἕχει κὰν ἀρχίσει νὰ γίνεται ζωή, ὅτι θὰ χρειαστοῦν ἀγῶνες μακροὶ
καὶ σειρὰ ἴσως νέων μαρτύρων, ποὺ στὸ τέρας τοῦ μίσους θ’
ἀντιτάξουν τὸ Νόμο τῆς ᾽Αγάπης καὶ θὰ τὸν στήσουν κυβερνήτη μιᾶς νέας
ἀνθρωπότητας. Μὲ καρδιὰ γεμάτη εὐλάβεια κι
ἐλπίδα θερμὴ ἂς στρέψουμε τὴ ματιὰ κατὰ τὸ μέγα φῶς ποὺ
ὑψώνεται ἀπὸ τὴν ταπεινὴ φάτνη, ὅπου συντελεῖται τὸ βαθὺ μυστήριο
τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ. Εἶναι τὸ μυστήριο τῆς ἀπεριόριστης
ἀγάπης στὸν ἄνθρωπο. Μέσα σὲ μιὰ σπηλιὰ ντύνεται ὁ Παντοδύναμος
τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, γιὰ νὰ θυμίση στὴν ἀνθρωπότητα τὸ ἀθῶο
ξεκίνημα τῶν πρωτοπλάστων. Τ’ ἄχυρα τῆς τροφῆς καὶ τῆς
στρωμνῆς τῶν ζώων παίρνει γιὰ πορφύρα Του ὁ Βασιλιὰς τοῦ Κόσμου Καὶ
τὰ σουραύλια τῶν τσοπάνηδων εἶναι ἡ μουσικὴ ποὺ διαλαλεῖ τὸν
ἑρχομό Του. ῎Ερχεται ἀνάμεσα στοὺς ποιμένες, γιατὶ κι Αὐτὸς ἕνας
ποιμένας εἶναι - ποιμένας ψυχῶν, ποὺ θ’ ἀφήση τὸ ποίμνιο γιὰ νὰ
τρέξη νὰ φέρη στὴν ὁλόθερμη ἀγκαλιά Του τὸ «ἀπολωλὸς πρόβατο»
Γιατὶ ἕρχεται νὰ λυτρώση τὸν ἄνθρωπο μὲ τὴ μετάνοια, τὴν ἀγάπη καὶ
τὴ συχώρεση. ῍Ας γυρίσουμε τὰ μάτια, τὴ
δραματικὴ τούτη ὥρα, κατὰ τὴ σπηλιὰ τῆς Βηθλεέμ. ῍Ας
ἀτενίσουμε τὸ θαῦμα τῆς ἐνανθρωπήσεως : ῾Ο Θεὸς δὲν ντύνεται μονάχα τὴ σάρκα, μὰ καὶ τὴ βαριὰ μοίρα τῶν ἀνθρώπων. ῎Ερχεται νὰ τὴν ὑποστῆ ὁ ἴδιος: νὰ ζήση τὴ φτώχεια καὶ τὸν πόνο, τὴν παραγνώριση καὶ τὴν πίκρα, τὴν ἀδικία καὶ τὸν κατατρεγμὸ - αὐτὸν τὸ θάνατο, ποὺ δὲν εἶναι στὴ φύση Του, ὁλότελα ξένος γι’ αὐτόν. ῎Ερχεται νὰ
λυγίση σὰν ἄνθρωπος τὴν τραγική, τὴν κρίσιμη στιγμὴ τοῦ ῎Ορους
τῶν ᾽Ελαιῶν - «παρελθέτω ἀπ’ ἐμοῦ τὸ ποτήριον τοῦτο!» - νὰ
νιώση, στὸ ζύγωμα τοῦ θανάτου, τὴν ἄφατη θλίψη τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ
τῆς ζωῆς· καὶ ἡ νύχτα ν’ ἀκούση, κατάπληκτη, τὰ θεῖα χείλη νὰ
ψιθυρίζουν: «περίλυπός ἐστιν ἡ ψυχή μου ἕως θανάτου»! Οἱ λαοὶ ποὺ κάθονται στὸ
σκοτάδι, ποὺ παραδέρνουν στὸ σίφουνα τοῦ μίσους, ἂς ἀντικρίσουν
σήμερα τὸ μέγα φῶς ποὺ ὑψώνεται μεσοούρανο ἀπὸ τὴν ταπεινὴ
σπηλιά: ῾Ο ῎Αναρχος, ἀπὸ τὸν ὕψιστο θρόνο Του, κατεβαίνει νὰ ντύση
τὴν τελειότητά Του μὲ τὸ σχῆμα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας. Τὴν
αἰωνιότητα καὶ τὴν ἄφθαρτη οὐσία Του ἔρχεται νὰ φυλακίση - σ’
ἕνα κίνημα ὑπέρτατης ἀγάπης - μέσα στὰ στενὰ κι ἐφήμερα ὄρια τῆς
ἀνθρώπινης ὑπάρξεως. Κατεβαίνει νὰ δώση τὸ παράδειγμα τῆς
ἀδελφοσύνης, νὰ ἐξισωθῆ μὲ τὰ πλάσματά Του. Αὐτὸ τὸ παράδειγμα τῆς
ὑπέρτατης καλοσύνης, τῆς θείας αὐταπαρνήσεως, δείχνει τὸν πάμφωτο
δρόμο τῆς σωτηρίας. Μωροὶ καὶ τυφλοὶ ὅσοι πίστεψαν ὅτι
ἀλλαγὴ τῶν ὑλικῶν ὅρων τῆς ζωῆς μπορεῖ νὰ φέρη τὴ θεραπεία τῆς
βαριᾶς ἀρρώστιας ποὺ δέρνει τὴν ἀνθρωπότητα. Οἱ αἰῶνες ποὺ
πέρασαν ἀπὸ τὴν ἡμέρα ποὺ συντελέστηκε τὸ μυστήριο τῆς
ἐνανθρωπήσεως, δείχνουν ξάστερα πὼς ὅλα τὰ δεινὰ ποὺ
ἀποκορυφώνονται σήμερα στὴν παγκόσμια ἀγωνία, εἶναι τὰ πικρὰ προϊόντα
τῆς θεμελιακῆς αὐτῆς πλάνης, νὰ ζητοῦμε ἀπ’ ἔξω ἀπὸ τὸν
ἄνθρωπο, στὶς συνθῆκες τὶς ὑλικὲς τοῦ βίου, τὴ σωτηρία. Δείχνουν
ἀκόμα ὅτι ὅλα τὰ καλά, ὅλα τὰ βήματα τῆς ἀληθινῆς, τῆς ἠθικῆς
προόδου στὴν ἀνθρώπινη ζωή, ἔρχονται ἀπὸ μέσα : ᾽Απὸ τὴ συνείδηση.
Καὶ σ’ αὐτή, ποὺ εἶναι τὸ ἴδιο φύσημα τοῦ Θεοῦ, ἀπευθύνεται τὸ θαῦμα
τῆς ἐνανθρωπήσεως: «Κοίταξε - λέει στὸν ἄνθρωπο - πὼς γιὰ τὴν
ἀγάπη σου δέχομαι ν’ ἀποβάλω τὴν παντοδυναμία μου· πὼς ντύνομαι
τὴν άδυναμία σου˙ πὼς δέχομαι τὰ βάσανά σου, πὼς γίνομαι μαζί
σου ἕνα, νὰ περπατήσω στὸ δρόμο σου, νὰ μοιραστῶ τὴ θλίψη σου, νὰ
σταυρωθῶ καὶ νὰ πεθάνω γιὰ σένα». ῾Η ἐνανθρώπηση τοῦ Σωτῆρος εἶναι ἀπὸ τὰ βαθύτερα μυστήρια. Ντυμένος τὴν ἀνθρώπινη σάρκα σ’
ὅλη της τὴν πραγματικότητα ἔρχεται νὰ δώση μὲ τὴ γήινη ζωή
Του τὸ πρότυπο τῆς ζωντανῆς ἀλήθειας, ὅτι μέσα στὸ φθαρτὸ
κι ἐφήμερο σκήνωμα μπορεῖ νὰ κατοικήση ἡ ᾽Απόλυτη ᾽Αγάπη.
Γιὰ νὰ φτάση ὁ ἄνθρωπος τὸν ὑψηλὸ αὐτὸ καὶ σωτήριο τύπο
ζωῆς, ποὺ ὁ Θεὸς μᾶς ἔδωσε μὲ τὴν ἐνανθρώπησή του, πρέπει νὰ
νικήση μέσα του ὅλα τὰ κατώτερα ἔνστικτα, τὰ πάθη, τὶς
ματαιότητες, τοὺς ἐγωισμούς, τὴν τάση πρὸς τὶς ἐφήμερες ἀπολαύσεις, τὶς
μικρόχαρες ἐπιδιώξεις, τὶς ἐγκόσμιες φιλοδοξίες, ὅ,τι τὸν χωρίζει
ἀπὸ τοὺς ἄλλους, ἀπὸ τὸν πλησίον, ν’ ἀπαρνηθῆ τὸν ἑαυτό του, νὰ τὰ
χάση ὅλα, γιὰ νὰ κερδίση τὸ ἕνα, τὸν ἐξαγνισμό, τὴν ἐσωτερική του
ἀνύψωση, τὴ χάρη τῆς ἀγάπης. ῾Η θεία τούτη διδαχή, ποὺ ποτὲ δὲν ἔπαψε νὰ εἶναι ἐπίκαιρη, σήμερα εἶναι περισσότερο ἀπὸ κάθε ἄλλη φορὰ σωτήρια. Ποῦ φέρνουν τὰ κηρύγματα τοῦ μίσους, πού ᾽σπειραν στὸν κόσμο οἱ ᾽Αντίχριστοι, ποῦ ὁδηγοῦν ἡ ἀπιστία κι ἡ ὑλοφροσύνη, τὰ πάθη καὶ οἱ ἐγωισμοί, τῆς ἀπληστίας ὁ σάρακας, ἡ μέθη τῶν αἱμάτων καὶ τῶν φόνων, τὸ βλέπει ὁ καθένας τόσο καλά, ποὺ κάθε λόγος περισσεύει. ῞Η ἀνθρωπότητα σφαδάζει μὲ μπηγμένο στὰ σπλάχνα της τὸ ἀκονισμένο σίδερο. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι βέβαιος γιὰ τὴν αὔριο. Κι αὐτοὶ ἀκόμα οἱ δάσκαλοι τοῦ μίσους κάθονται πάνω στὸν κρατήρα τοῦ ἡφαιστείου ποὺ οἱ ἴδιοι παραγέμισαν μ’ ἐκρηκτικὲς ὕλες. Μάταια ζητᾶνε μὲ τὸν φρενιασμένο πολλαπλασιασμὸ τῶν μέσων τῆς καταστροφῆς τὴ σιγουριὰ τῆς κυριαρχίας. ῞Αμα οἱ δυνάμεις τῆς κολάσεως ξαπολυθοῦν πάνω στὸν πλανήτη, κανένας δὲ θὰ μπορέση νὰ τὶς διευθύνη κατὰ τοὺς δικούς του σκοπούς. Κανένας δὲν κατέχει τὶς μαγικὲς λέξεις ποὺ τὶς βάζουνε σὲ πειθαρχία. Κανένας δὲν μπορεῖ νὰ ξέρη κατὰ ποῦ θὰ στραφοῦν τελικὰ οἱ τόσο σοφὰ ἑτοιμασμένες μηχανὲς τοῦ ὀλέθρου. ᾽Απὸ τὴ σπηλιὰ τῆς Βηθλεέμ, ἀπὸ τὴν ταπεινὴ φάτνη ποὺ διάλεξε γιὰ λίκνο του τὸ θεῖο βρέφος καλεῖ τὴν ξεστρατισμένη ἀνθρωπότητα στὸ δρόμο τοῦ λυτρωμοῦ. Καλεῖ τὸν θνητό, ποὺ ἔχει πνίξει στὰ στήθια του κάθε ἀνθρώπινο αἴσθημα, νὰ γυρίση στὸ δρόμο τῆς πραότητας καὶ τῆς συμπονὶας, τῆς καλοσύνης καὶ τῆς ἀγάπης. Αὐτὸ τὸ κήρυγμα τοῦ ἐνανθρωπήσαντος Θεοῦ πρέπει νὰ γίνη τὸ θεμέλιο τῆς σωτηρίας. ῾Η ἀνάπλαση τῆς
ἀνθρωπότητας εἶναι ζήτημα ἐσωτερικῆς καθάρσεως. ῾Η ἀμφίβολη σοφία τῆς κοσμικῆς ἡγεσίας ἔχει χρεοκοπήσει. Τὸ θέαμα τοῦ
σημερινοῦ κόσμου, ποὺ πορεύεται στὸ γκρεμό, εἶναι ἡ δραματικὴ
βεβαίωση αὐτῆς τῆς χρεοκοπίας. Δείχνει ξάστερα ὅτι μ’ ὅλες τὶς
κολοσσιαῖες προόδους τοῦ ὑλικοῦ πολιτισμοῦ, ὁ ἠθικός μας
πολιτισμὸς εἶναι τιποτένιος.
Οὔτε ἡ φιλοσοφία, οὔτε ἡ ἐπιστήμη μπόρεσαν νὰ δώσουν στὸν ξεστρατισμένο ἄνθρωπο κανόνα
ζωῆς. Μέσα στοὺς σκολιοὺς δρόμους ποὺ τὸν ἔφερε ἡ
ὑπεροψία τοῦ λογικοῦ, ἔχασε τ’ ἀχνάρια τοῦ Κυρίου. Καὶ ἡ συγχυσμένη
ἀπὸ τὸν πάταγο τῆς ψευτοπροόδου ἀκοή του δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ
συλλάβη τὴ φωνή Του. Τὸ μεγάλο καὶ χαρμόσυνο ἄγγελμα τῆς
ἐνανθρωπὴσεως τοῦ Θεοῦ ἔγινε μιὰ νεκρὴ χρονολογία στὴν ἱστορία.
῾Η γέννηση τοῦ Λυτρωτῆ ἀκόμα δὲν πραγματοποιήθηκε μέσα μας.
Καὶ τὸ Θεῖο παράδειγμα μένει μετέωρο, σὰν κάτι ἀπρόσιτο κι
ἄγονο. Ὅμως
ποτὲ δὲν εἶναι ἀργὰ γιὰ τὴν ἀληθινὴ μετάνοια. Κι ἔχει
σημάνει ἀπὸ πολὺν καιρὸ ἡ ὥρα της. ῾Η σοφία πρέπει νὰ λυγίση ταπεινωμένη τὰ γόνατα μπροστὰ στὸ Σωτήρα. Πρέπει νὰ πιστέψη τὸ μυστήριο τῆς ἐνανθρωπήσεως τοῦ Θεοῦ, σὰν τὴν πιὸ ἁπλὴ καρδιὰ τοῦ πρώτου χριστιανοῦ. Πρέπει
αὐτὸς ὁ ψευτομορφωμένος, ποὺ πῆγε κι ἔσκισε μὲ τὸ παγερὸ λεπίδι τῆς κριτικῆς αὐτὸ τὸν πυρήνα τῆς ἠθικῆς ἀναγεννήσεως τοῦ κόσμου,
ποὺ ἀρνήθηκε αὐτὸ τὸ θεμέλιο τῆς πίστεως, μὲ δάκρυα ν’
ἀναγνωρίση τὴν πλάνη του. Νὰ βρῆ τὸ δρόμο πρὸς τὴ Δαμασκό. Καί, σὰν
τὸν Παῦλο, νὰ γυρίση μὲ τὴ φλόγα τῆς πίστεως στὴν καρδιὰ καὶ τὴ
δάδα τοῦ ἀποστόλου στὸ χέρι. Γιατὶ ἄλλο σύνθημα λυτρωμοῦ δὲν
ὑπάρχει ἀπ’ αὐτὸ πού ᾽ριξε ὁ ἴδιος ὁ Θεὸς ντυμένος τὴν ἀνθρώπινη
σάρκα : Αὐταπάρνηση, ταπείνωση, ἀγάπη. Εἶναι ἡ θρησκεία τῶν
θρησκειῶν, ἡ μόνη ποὺ μπορεῖ ν’ ἀντιταχθῆ στὸ μανιασμένο
ξέσπασμα τοῦ μίσους ποὺ φοβερίζει τὴν ἀνθρωπότητα μὲ ἀφανισμό. Μονάχα
μὲ μιὰ ἡγεσία πραγματικῶν χριστιανῶν μπορεῖ ν’ ἀνατείλη
φῶς γιὰ τοὺς λαοὺς ποὺ κείτονται σήμερα στὸν ἴσκιο τοῦ θανάτου.
«῾Ελληνικὴ Δημιουργία» τ. Στ’
(1950), σ. 885 ἐξ.