Σάββατο 8 Ιανουαρίου 2022

H ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΕΥΧΕΤΑΙ "ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΠΑΝΤΩΝ ΕΝΩΣΕΩΣ"..... - ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΩΝ ΕΠΙΦΑΝΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΠΟΥΛΟΣ


-Ναι, να γίνουν όλοι Ορθόδοξοι, να βρουν την αλήθεια. Στη λειτουργία του Μεγ. Βασιλείου αυτό είναι κάπως ανεπτυγμένο : "Τοὺς πεπλανημένους ἐπανάγαγε, καὶ σύναψον τῇ Ἁγίᾳ σου Καθολικῇ, καὶ Ἀποστολικῇ Ἐκκλησίᾳ". Όταν η Εκκλησία παρακαλεί υπέρ "τοῦ σύμπαντος κόσμου" και "τῆς τῶν πάντων ἑνώσεως" δεν εννοεί να ενωθούν οι Καθολικοί και οι Προτεστάντες σ΄ ένα κοκταίηλ, λίγο από ΄δω, λίγο από ΄κει. Όχι! Αλλά να γίνουν όλοι ένα δια της αποδοχής της αληθινής πίστεως. Αυτή είναι η έννοια της των πάντων ενώσεως.

 

*Εκείνο που μας έχει πει ο Θεός είναι πως θα κρίνει εμάς που ξέρουμε την αλήθεια. Πώς θα κρίνει εκείνους, οι οποίοι δεν γνώρισαν την αλήθεια όχι από δική τους υπαιτιότητα, αλλά από αντικειμενικούς λόγους, ένεκα αντικειμενικών συνθηκών, δεν μας το είπε.......... Σημασία έχει πως θα κρίνει εμάς, οι οποίοι γνωρίζουμε την αλήθεια και δεν τη πράττουμε. Διότι η αλήθεια δεν είναι μόνο μια θεωρητική γνώση αλλά είναι ζωή, είναι βίωμα......... Οι χριστιανοί μας, δυστυχώς, διαβάζουν ένα σωρό περιοδικά, διαβάζουν εφημερίδες, τρέχουν στα γήπεδα, κάνουν........, αλλά δεν έχουν διάθεση να διαβάσουν ένα θρησκευτικό βιβλίο να ανοίξουν "τα στραβά τους".


ΠΗΓΗ : ΑΓΩΝΙΣΤΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ, ΕΚΔΟΣΕΙΣ "ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ", ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2018, σ, 60.


Πέμπτη 6 Ιανουαρίου 2022

Η ΔΙΑΒΑΣΗ ΤΗΣ ΚΙΒΩΤΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΥΠΟ ΤΟΥ ΙΟΡΔΑΝΗ ΠΟΤΑΜΟΥ ΠΡΟΤΥΠΩΣΗ ΤΗΣ ΒΑΠΤΙΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ ΜΑΣ

 

Benjamin West Joshua passing the River  Jordan with the Ark of the Covenant.


"Ἡ θάλασσα εἶδε καὶ ἔφυγεν, ὁ Ἰορδάνης ἐστράφη εἰς τὰ ὀπίσω· "διαβάζουμε στον 3ο στίχο του 113ου Ψαλμού του Προφητάνακτος Δαβίδ.


Στην βάπτιση του Κυρίου, ασφαλώς δεν συνέβη όσα περιγράφει ο παραπάνω ψαλμός. Το πρώτο κομμάτι του Ψαλμού αναφέρεται στη θαυματουργική διάβαση της ερυθράς θαλάσσης υπό του λαού του Θεού, ενώ το δεύτερο στη διάβαση της Κιβωτού της Διαθήκης και του λαού το Θεού υπό του Ιορδάνη ποταμού στους χρόνους του Ιησού του Ναυή.


Μετά την κατ΄ ευδοκία του Παναγίου Τριαδικού μας Θεού απελευθέρωση των Ισραηλιτών από τη δουλεία της Αιγύπτου, τη θαυματουργική διάβαση της ερυθράς θαλάσσης, εκλεκτός λαός του Θεού πορεύθηκε επί σαράντα έτη στην έρημο υπό την ηγεσία του Μωυσή. Όταν ανέλαβε την αρχηγία του ο Ιησούς του Ναυή, έλαβε εντολή υπό του Θεού, να διαπεράσει μέσα από τον Ιορδάνη ποταμό. Ευρισκόμενος στη περιοχή της Σαττίν, ανατολικά του Ιορδάνη ποταμού, δίδει εντολή δώδεκα ιερείς να λάβουν τη κιβωτό της Διαθήκης στου ώμους τους και να σταθούν μόλις πατήσουν τα νερά του ποταμού. Στον δε λαό παρήγγειλε να είναι καθαροί (εσωτερικά εγκράτεια, νηστεία κλπ.), να ακολουθούν από απόσταση ενός χιλιομέτρου περίπου και ότι σύντομα θα δουν ένα μεγάλο σημείο. Πράγματι, μόλις οι ιερείς βράχηκαν ως τους αστραγάλους των ποδών τους, σταμάτησαν να κατεβαίνουν τα νερά από πάνω, σαν να τα μπλοκάριζε ένας μεγάλος πάγος, έως την πόλη Καριαθιαρίμ, ενώ τα νερά από κάτω κατέβηκαν στη νεκρά θάλασσα, ώσπου χάθηκαν. Ο δε λαός κατάπληκτος, παρακολουθούσε το μέγα σημείο από τις όχθες όρθιος, το σταμάτημα των υδάτων, και κατόπιν πέρασε τον Ιορδάνη ποταμό σαν να περπατάει πάνω σε ξηρά χωρίς να βραχεί (Ιησούς του Ναυή κεφ. 3).


Η διάβαση λοιπόν της κιβωτού της Διαθήκης υπό του Ιορδάνη ποταμού, είναι το γεγονός που μας μνημονεύει ο 3ος στίχος του 113ου Ψαλμού του Δαβίδ και αποτελεί προτύπωση του Βαπτίσματος του Κυρίου μας. Άλλωστε, όλη η Παλαιά Διαθήκη είναι γεμάτη προτυπώσεις - προεικονίσεις του Χριστού, της Παναγίας, της Ανάστασης, της Θείας Κοινωνίας κλπ. Η στροφή των υδάτων του Ιορδάνη συνέβη λοιπόν, όχι κατά τη Βάπτιση του Κυρίου μας, αλλά κατά τη προτύπωσή της στη Παλαιά Διαθήκη. Παρόμοιο θαύμα έγινε με τη μηλωτή του προφήτη Ηλία από το διάδοχό του προφήτη Ελισαίο (Δ' Βασ. 2,14).



Δευτέρα 3 Ιανουαρίου 2022

Ἰωάννου Χρυσοστόμου - Λόγος ἐν ταῖς Καλάνδαις - Ὁ κατὰ Θεὸν ἑορτασμὸς τῆς πρωτοχρονιᾶς καὶ ἡ πλάνη τῆς ἐκ τοῦ πονηροῦ εὐφροσύνης κατὰ τὶς ἡμέρες τῶν ἑορτῶν

 


Επιμέλεια : Νικόλαος Ρεντάκης

Ἀλλ', ὅπερ ἔφην, οὐ τοσούτων ἐγκλημάτων ἀξία αὕτη ἡ φιλοτιμία· οἱ δὲ ἐν τοῖς καπηλείοις ἀγῶνες γινόμενοι τήμερον, οὗτοι μὲν μάλιστα ὀδυνῶσι, καὶ ἀσωτίας καὶ ἀσεβείας ἐμπεπλησμένοι πολλῆς· ἀσεβείας μὲν, ὅτι παρατηροῦσιν ἡμέρας οἱ ταῦτα ποιοῦντες, καὶ οἰωνίζονται, καὶ νομίζουσιν, εἰ τὴν νουμηνίαν τοῦ μηνὸς τούτου μεθ' ἡδονῆς καὶ εὐφροσύνης ἐπιτελέσαιεν, καὶ τὸν ἅπαντα τοιοῦτον ἕξειν ἐνιαυτόν· ἀσωτίας δὲ, ὅτι ὑπὸ τὴν ἕω γυναῖκες καὶ ἄνδρες φιάλας καὶ ποτήρια πληρώσαντες μετὰ πολλῆς τῆς ἀσωτίας τὸν ἄκρατον πίνουσι. Ταῦτα ἀνάξια τῆς ἡμετέρας φιλοσοφίας, κἂν ὑμεῖς ποιῆτε, κἂν ἑτέρους ποιοῦντας περιίδητε, κἂν οἰκέτας, κἂν φίλους, κἂν γείτονας. Οὐκ ἤκουσας Παύλου λέγοντος· Ἡμέρας παρατηρεῖσθε καὶ μῆνας καὶ καιροὺς καὶ ἐνιαυτούς· φοβοῦμαι μήπως εἰκῆ κεκοπίακα εἰς ὑμᾶς. Ἄλλως δὲ καὶ τῆς ἐσχάτης ἀνοίας ἂν εἴη ἀπὸ τῆς μιᾶς ἡμέρας, εἰ δεξιὰ γένοιτο, καὶ τοῦ παντὸς τοῦτο προσδοκᾷν ἐνιαυτοῦ· οὐκ ἀνοίας δὲ μόνον, ἀλλὰ καὶ διαβολικῆς ἐνεργείας ἡ κρίσις αὕτη, μὴ τῇ οἰκείᾳ σπουδῇ καὶ προθυμίᾳ, ἀλλὰ ταῖς τῶν ἡμερῶν περιόδοις τὰ κατὰ τὸν βίον ἐπιτρέπειν τὸν ἡμέτερον. ∆εξιὸς ὁ ἐνιαυτὸς ἔσται σοι δι' ὅλου, οὐκ ἐὰν ἐν νουμηνίᾳ μεθύῃς, ἀλλ' ἐὰν καὶ ἐν νουμηνίᾳ, καὶ καθ' ἑκάστην ἡμέραν τὰ τῷ Θεῷ δοκοῦντα ποιῇς. Πονηρὰ γὰρ ἡμέρα καὶ ἀγαθὴ γίνεται, οὐ παρὰ τὴν οἰκείαν φύσιν, οὐδὲν γὰρ ἡμέρα διενήνοχεν ἡμέρας, ἀλλὰ παρὰ τὴν ἡμετέραν σπουδὴν καὶ ῥᾳθυμίαν. Ἂν δικαιοσύνην ἐργάσῃ, χρηστή σοι γέγονεν ἡ ἡμέρα· ἂν ἁμαρτίαν ἐργάσῃ, πονηρὰ καὶ κολάσεως γέμουσα. Ἂν ταῦτα φιλοσοφῇς, καὶ οὕτω διακείμενος ᾖς, ἅπαντα δεξιὸν ἕξεις τὸν ἐνιαυτὸν, εὐχὰς, ἐλεημοσύνας καθ' ἑκάστην ἐργαζόμενος τὴν ἡμέραν· ἂν δὲ τῆς μὲν κατὰ σαυτὸν ἀρετῆς ἀμελῇς, ἀρχαῖς δὲ μηνῶν καὶ ἀριθμοῖς ἡμερῶν ἐμπιστεύσῃς σου τῆς ψυχῆς τὴν εὐφροσύνην, πάντων ἔρημος ἔσῃ τῶν κατὰ σαυτὸν ἀγαθῶν. Ὅπερ οὖν καὶ ὁ διάβολος συνιδὼν, καὶ σπουδάζων ἡμῶν ἐκλῦσαι τοὺς περὶ τὴν ἀρετὴν πόνους, καὶ τῆς ψυχῆς σβέσαι τὴν προθυμίαν, ταῖς ἡμέραις ἐπιγράφειν ἐπαίδευσεν τὰς εὐπραγίας καὶ τὰς κακοπραγίας. Ὁ γὰρ πείσας ἑαυτὸν ὅτι ἡμέρα ἐστὶ κακὴ καὶ ἀγαθὴ, οὔτε ἐν τῇ κακῇ τῶν ἀγαθῶν ἔργων ἐπιμελήσεται, ὡς εἰκῆ πάντα ποιῶν, καὶ οὐδὲν ὠφελῶν διὰ τὴν τῆς ἡμέρας ἀνάγκην· οὔτε ἐν τῇ ἀγαθῇ πάλιν τοῦτο ἐργάσεται, ὡς οὐδὲν ἐκ τῆς οἰκείας παραβλαπτόμενος ῥᾳθυμίας, διὰ τὴν τῆς πάλιν ἡμέρας εὐκληρίαν· καὶ οὕτως ἑκατέρωθεν τὴν ἑαυτοῦ προδώσει σωτηρίαν· καὶ ποτὲ μὲν ὡς ἀνόνητα πονῶν, ποτὲ δὲ ὡς περιττὰ, ἐν ἀργίᾳ καὶ πονηρίᾳ βιώσεται. Ὅπερ οὖν εἰδότας φεύγειν δεῖ τοῦ διαβόλου τὰς μεθοδείας, καὶ ταύτην ἐκβαλεῖν τῆς διανοίας τὴν ψῆφον, καὶ μὴ παρατηρεῖν ἡμέρας, μηδὲ τὴν μὲν μισεῖν, τὴν δὲ φιλεῖν. Οὐ γὰρ ἵνα ἡμᾶς εἰς ῥᾳθυμίαν ἐμβάλῃ μόνον, ἀλλ' ἵνα καὶ τοῦ Θεοῦ τὰ δημιουργήματα διαβάλῃ, ταῦτα ὁ πονηρὸς δαίμων ἐκεῖνος σκευωρεῖ, καὶ εἰς ἀσέβειαν ὁμοῦ καὶ εἰς ῥᾳθυμίαν τὰς ἡμετέρας καθελκύσαι βουλόμενος ψυχάς. Ἀλλ' ἡμᾶς ἀποπηδᾷν χρὴ, καὶ σαφῶς εἰδέναι ὅτι οὐδὲν κακὸν, ἀλλ' ἁμαρτία μόνον, καὶ οὐδὲν ἀγαθὸν, ἀλλ' ἀρετὴ μόνον, καὶ τὸ διὰ πάντων ἀρέσκειν Θεῷ. Οὐ ποιεῖ μέθη εὐφροσύνην, ἀλλ' εὐχὴ πνευματική· οὐκ οἶνος, ἀλλὰ λόγος διδασκαλικός. Ὁ οἶνος χειμῶνα, ὁ δὲ λόγος γαλήνην ἐργάζεται· ἐκεῖνος θόρυβον ἐπεισάγει, οὗτος ταραχὴν ἐκβάλλει· ἐκεῖνος σκοτοῖ τὴν διάνοιαν, οὗτος ἐσκοτισμένην φωτίζει· ἐκεῖνος ἀθυμίας τὰς οὐκ οὔσας ἐμβάλλει, οὗτος τὰς οὔσας ἀπελαύνει. Οὐδὲν γὰρ οὕτως εὐθυμίαν καὶ εὐφροσύνην ποιεῖν εἴωθεν, ὡς τὰ περὶ φιλοσοφίας δόγματα, τὸ τῶν παρόντων ὑπερορᾷν πραγμάτων, τὸ πρὸς τὰ μέλλοντα κεχηνέναι, τὸ μηδὲν τῶν ἀνθρωπίνων βέβαιον εἶναι νομίζειν, μὴ πλοῦτον, μὴ δυναστείαν, μὴ τιμὰς, μὴ θεραπείας. Ἂν ταῦτα εἰδῇς φιλοσοφεῖν, κἂν πλουτοῦντα θεάσῃ τινὰ, οὐ δηχθήσῃ φθόνῳ, κἂν εἰς πενίαν καταπέσῃς, οὐ ταπεινωθήσῃ  τῇ πτωχείᾳ· οὕτω διαπαντὸς ἑορτάζειν δύνασαι. Τὸν γὰρ Χριστιανὸν οὐχὶ μῆνας, οὐδὲ νουμηνίας, οὐδὲ κυριακὰς ἑορτάζειν χρὴ, ἀλλὰ διὰ παντὸς τοῦ βίου τὴν αὐτῷ πρέπουσαν ἑορτὴν ἄγειν. Τίς δ' αὐτῷ πρέπουσα ἑορτή; Ἀκούσωμεν Παύλου λέγοντος· Ὥστε ἑορτάζωμεν, μὴ ἐν ζύμῃ παλαιᾷ, μηδὲ ἐν ζύμῃ κακίας καὶ πονηρίας, ἀλλ' ἐν ἀζύμοις εἰλικρινείας καὶ ἀληθείας. Ἂν τοίνυν καθαρὸν ἔχῃς τὸ συνειδὸς, ἑορτὴν ἔχεις διαπαντὸς, χρησταῖς συντρεφόμενος ἐλπίσι, καὶ ἐντρυφῶν τῇ τῶν μελλόντων ἀγαθῶν προσδοκίᾳ· ὥσπερ οὖν ἂν ἀπαῤῥησίαστον ἔχῃς, καὶ ἁμαρτημάτων πολλῶν ὑπεύθυνος ᾖς, κἂν μυρίαι ὦσιν ἑορταὶ καὶ πανηγύρεις, τῶν πενθούντων οὐδὲν ἄμεινον διακείσῃ. Τί γὰρ ὄφελός μοι λαμπρᾶς ἡμέρας, τῆς ψυχῆς ἐσκοτισμένης μοι τῷ συνειδότι; Εἰ δὲ ἄρα τι καὶ καρπώσασθαι ἀπὸ νουμηνίας βούλει, ἐκεῖνο ποίησον. Ὅταν ἴδῃς ἐνιαυτὸν πληρωθέντα, εὐχαρίστησον τῷ ∆εσπότῃ, ὅτι σε εἰσήγαγεν εἰς τὴν περίοδον ταύτην τῶν ἐνιαυτῶν· κατάνυξόν σου τὴν καρδίαν, ἀναρίθμησαί σου τὸν χρόνον τῆς ζωῆς, εἰπὲ πρὸς ἑαυτόν· Αἱ ἡμέραι τρέχουσι καὶ παρέρχονται, οἱ ἐνιαυτοὶ πληροῦνται, πολὺ τῆς ὁδοῦ προεκόψαμεν· ἆρα τί ἡμῖν εἴργασται καλόν; ἆρα μὴ κενοὶ καὶ ἔρημοι δικαιοσύνης ἁπάσης ἐντεῦθεν ἀπελευσόμεθα, τὸ δικαστήριον ἐπὶ θύραις, πρὸς γῆρας ἡμῶν ἐπείγεται λοιπὸν ἡ ζωή.

 

Καὶ ἡ μετάφρασις

Οἱ συναγωνισμοὶ ποὺ γίνονται σήμερα εἰς τὰ καπηλεῖαι εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ ἀσωτίαν καὶ ἀσέβειαν. Εἶναι γεμᾶτοι ἀπὸ ἀσέβειαν διότι αὐτοὶ ποὺ τὰ κάνουν παρακολουθοῦν τὰς ἡμέρας καὶ προμαντεύουν καὶ πιστεύουν ὅτι, ἂν περάσουν τὴν νουμηνίαν τοῦ μηνὸς (ἡ ἀρχή τῆς νέας σελήνης, τοῦ νέου σεληνιακοῦ μήνός). αὐτοῦ μὲ εὐχαρίστησιν καὶ ἀπόλαυσιν, ὅλος ὁ χρόνος θὰ περάση δι’ αὐτοὺς τὸ ἴδιο· ἀπὸ ἀσωτίαν δὲ διότι ἀπό πολὺ πρωὶ γυναίκες καὶ ἄνδρες ἀφοῦ γεμίσουν μπουκάλιᾳ καί ποτήρια πίνουν μὲ μεγάλην ἀσωτίαν τὸ ἁγνὸ κρασί. Αὐτὰ εἶναι ἀνάξια τῆς πίστεώς μας, εἴτε τὰ κάνετε ἐσεῖς, εἴτε παρακολουθεῖτε ἄλλους ποὺ τὰ κάνουν, εἴτε συνγγενεῖς εἶναι αὐτοί, εἴτε φίλοι, εἴτε γείτονες. Δὲν ἄκουσες τὸν Παῦλον ποὺ λένει· «Φυλάττετε ὡρισμένας ἡμέρας, καὶ μῆνας καὶ ἐποχὰς καὶ ἔτη. Φοβοῦμαι μήπως μάταια ἐκοπίασα διὰ σᾶς».

Ἄλλωστε θὰ ἦτο πολὺ μεγάλη ἀνοησία νὰ περιμένη νὰ πάη καλὰ ὅλος ὁ χρόνος ἐπειδὴ θὰ περᾴση εὐνοϊκὰ μία ἡμέρα. ῎Οχι μόνον ἀνόητη εἶναι αὐτὴ ἡ γνώμη, ἀλλὰ εἶναι καὶ ἀποτέλεσμα διαβολικῆς ἐνεργείας, νὰ ἐμπιστευώμεθα δηλαδὴ τὴν ζωἡν μας ὄχι εἰς τὴν ἰδικήν μας φροντίδα καὶ προσπάθειαν, ἀλλὰ εἰς τὰς ἐναλλαγὰς τῶν ἡμερῶν. ῾Ολόκληρος ὁ χρόνος θὰ περἀση δι’ ἐσένα εὐτυχισμἐνος, ὄχι ἐὰν μεθύσης κατὰ τὴν νουμηνίαν, ἀλλὰ ἐὰν καὶ κατὰ τὴν νουμηνίαν καὶ κάθε ἡμἐραν κάνης τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ. Γίνεται ἡ ἡμέρα κακὴ καὶ καλὴ ὄχι ἀπὸ τὴν φύσιν της, διὀτι δὲν διαφέρει ἡ μία ἡμέρα ἀπὸ τὴν ἄλλην, ἀλλὰ ἀπὸ τὴν ἰδικήν μας φροντίδα ἢ ἀμέλειαν. ῍Αν πράττης τὴν δικαιοσύνην, ἡ ἡμέρα σου θὰ γίνη καλή· ἐὰν πράττῃς τὴν ἁμαρτίαν ἡ ἡμέρα σου θὰ εἶναι πονηρὰ καὶ γεμάτη κόλασιν. ῍Αν πιστεύῃς αὐτὰ καὶ τὰ ἐφαρμόζης ὅλος ὁ χρόνος θὰ σοῦ πηγαίνη καλά, καὶ κάθε ἡμέραν θὰ κάνης προσευχὰς καὶ ἐλεημοσύνας, ἂν ὅμως παραμελῆς, τὴν ἀρετήν σου καὶ έξαρτᾷς τὴν εὐχαρίστησιν τῆς ψυχῆς σου ἀπὸ τὰς νουμηνίας καὶ τοὺς ἀριθμοὺς τῶν ἡμερῶν, θὰ μείνης ἔρημος ἀπὸ ὅλα τὰ ἀγαθά σου.

᾽Επειδὴ λοιπὸν καὶ ὁ διάβολος τὸ γνωρίζει αὐτό, καὶ ἐπειδὴ φροντίζει πάντα νὰ ἀχρηστεύῃ τοὺς κόπους ποὺ καταβἀλλομεν διὰ τὴν ἀρετήν, καὶ νὰ σθήση τήν προθυμίαν τῆς ψυχῆς μας μᾶς ἔμαθε νὰ συνδέωμεν τὴν εὐτυχίαν καὶ τὴν κακοτυχίαν μὲ τὰς ἡμέρας. Διότι αὐτὸς ποὺ ἔχει πείσει τὸν ἐαυτόν του ὅτι ὑπάρχει ἡμέρα κακὴ καὶ ἡμέρα καλή, οὔτε κατὰ τὴν κακήν ἡμέραν θὰ φροντίσῃ διὰ τὰ καλὰ έργα, ἀφοῦ ἄσκοπα θὰ ἐφρόντιζε καὶ οὐδὲν θὰ ὠφελοῦσε λόγῳ τῆς ἡμέρας, οὔτε πάλιν κατὰ τὴν καλὴν θὰ ἐφρόντιζε δι’ αὐτό, ἀφοῦ εἰς τίποτε δὲν θά βλάπτεται ἀπὸ τὴν ἀμέλειάν του, λόγῳ τοῦ καλοῦ τῆς ἡμέρας. Καὶ κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπον καὶ ἀπὁ τὴν μίαν καὶ ἀπὸ τὴν ἀλλην περίπτωσιν ζημιώνει τὴν σωτηρίαν του, καὶ θὰ περάση ὅλην του τὴν ζωὴν εἰς τὴν ἀργίαν καὶ τὴν πονηρίαν μὲ τὴν πειτοίθησιν ὅτι ἄλλοτε κοπιάζει ἄσκοπα, ἄλλοτε δὲ ὅτι πράττει πράγματα περιττά.

᾽Αφοῦ λοιπὸν γνωρίζωμεν αὐτὰ πρέπει νὰ ἀποφεύγωμεν τὰς πονηρίας τοῦ διαβόλου καὶ νὰ διώξωμεν αὐτὴν τὴν σκέψιν ἀπὸ τὸν νοῦν μας καὶ νὰ μή παρατηροῦμεν τὰς ὴ μέρας, καὶ οὔτε τὴν μίαν νὰ μισοῦμεν καὶ τὴν ἄλλην νὰ ἀναπτῶμεν – Διότι τὰ μηχανεύεται αὐτὰ ὁ διάβολος ὄχι – μόνον διὰ νὰ μᾶς ρίψη εἰς ἀμέλειαν, ἀλλὰ καὶ διὰ νὰ συκοφαντήση τὰ δημιουρνήματα τοῦ Θεοῦ καὶ νὰ παρασύρη τὰς ψυχάς μας εἰς τὴν ἀσέβειαν μαζὶ καὶ τὴν ραθυμίαν.

᾽Αλλὰ ἐμεῖς πρέπει νὰ ξεφύγωμεν καὶ νὰ μάθωμεν σαφῶς ὅτι τίποτε δὲν εἶναι κακὸν ἀλλὰ μόνον ἡ ἁμαρτία καὶ τίποτε δὲν εἶναι ἀγαθόν, ἀλλὰ μόνον ἡ ἀρετὴ καὶ τὸ νὰ ἀρέσωμεν εἰς τὸν Θεὸν κατὰ πἀντα. Δὲν προξενεῖ ἡ μέθη εὐχαρίστησιν, ἀλλὰ ἡ πνευματικὴ προσευχή· ὄχι τὸ κρασί, ἀλλὰ ὁ διδακτικὸς λόγος. Τὸ κρασὶ φέρει τρικυμίαν ἐνῷ ὁ λόγος γαλήνην· ἐκεῖνο φέρει τὸν θόρυβον ἐνῷ ὁ λόγος διώχνει τὴν ταραχήν· ἐκεῖνο σκοτίζει τὸν νοῦν, αὐτὸς ὅμως, ὅταν εἶναι σκοτισμένος, ὁ νοῦς, τὸν φωτίζει· ἐκεῖνο μᾶς δημιουρνεῖ ἀνυπάρκτους στενοχωρίας, αὐτὸς διώχνει αὐτὰς ποὺ ὑπάρχουν. Διότι κανένα πρᾶγμα δὲν συνηθίζει νὰ προξενῆ τόσην χαρὰν καὶ εὐχαρίστησιν, ὅσον αἱ ἀλήθειαι τῆς πίστεως, ἡ περιφρόνησις τῶν παρόντων πραγμάτων καὶ ἡ ἀναμονὴ τῶν μελλόντων καὶ τὸ νὰ θεωροῦμεν ὡς μὴ βέβαια ὅλα τὰ ἀνθρώπινα πράγματα, καὶ τὸν πλοῦτον καὶ τὴν ἐξουσίαν καὶ τὰς τιμὰς καὶ τὰς ἀπολαύσεις. ῍Αν μπορῆς νὰ σκέπτεσαι ἔτσι, ἀκόμη καὶ ἂν ἰδῆς κανένα νὰ πλουτίζη δὲν θὰ σὲ κεντρίζῃ ὁ φθόνος, καὶ ἂν περιπέσῃς εἰς στέρησιν δὲν θὰ ταπεινωθῇς ἀπὸ τὴν πτωχειαν. ῎Ετσι ἠμπορεῖς νὰ ἑορτάζης πάντοτε.

῾Ο Χριστιανὸς λοιπὸν δὲν πρέπει νὰ ἑορτάζη τοὺς μῆνας, ἤ τὰς νουμηνίας, ἤ τὰς Κυριακάς, ἀλλὰ ὅλην του τὴν ζωὴν πρέπει νὰ ζῆ μὲ τὴν πρέπουσαν ἑορτήν. Ποία εἶναι ἡ πρέπουσα ἑορτὴ τοῦ Χριστιανοῦ; Ἄς ἀκούσῳμεν τὸν Παῦλον ποὺ λέγει· “ὥστε ἂς ἑορτάζωμεν ὄχι μὲ, παλαιὸ προζύμι, οὔτε μὲ προζύμι κακίας καὶ πονηρίας, ἀλλὰ μὲ ἄζυμα εἰλικρινείας καὶ ἀληθείας’’, Ἄν ἔχης λοιπὸν καθαρὰν τὴν συνείδησιν, ἔχεις διαρκῶς ἑορτήν, ἐπειδὴ τρέφεσαι μαζὶ μὲ τὰς καλὰς ἐλπίδας, καὶ εὐχαριστεῖσαι μὲ τὴν ἀναμονὴν τῶν μελλόντων άγαθῶν· ὅπως ἐπίσης ἂν ἔχης ἔνοχον τὴν συνείδησίν σου καὶ εἶσαι ὑπεύθυνος διὰ πολ λὰς ἁμαρτίας, καὶ ἂν ὑπάρχουν ἀκόμη χιλιάδες ἑορταὶ καὶ πανηγύρεις, δὲν θά αἰσθάνεσαι καθόλου καλύτερα ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ πενθοῦν. Ποῖο λοιπὸν εἶναι τὁ όφελος ἐὰν ἡ ἡμέρα εἶναι λαμπρά, ἡ ψυχή μου ὅμως εἶναι σκοτισμένη εἰς τὴν συνείδησιν; ῍Αν ὅμως θέλης νὰ ὠφεληθῇς κάτι καὶ ἀπὸ τὴν νουμηνίαν αὐτὸ κάμε. ῞Οταν ἰδῆς νὰ συμπληρώνεται ἕνας χρὁνος εὐχαρίστησε τὸν Κύριον ποὺ σὲ εἰσήγαγεν εἰς τὸν κύκλον αὐτῶν τῶν έτῶν. Νὰ συγκινηθῆ ἡ καρδία σου, μέτρησε τὸν χρόνον τῆς ζωῆς σου καὶ εἰπὲ εἰς τὸν ἑαυτόν σου. Αἱ ἡμέραι τρέχουν καὶ περνοῦν, τὰ χρόνια συμπληρώνονται, πολὺν δρόμον ἐπροχωρήσαμεν· ποῖον καλὸν ἔργον ἐπράξαμεν; Μήπως φύγωμεν ἀπὸ ἐδῶ κενοὶ καὶ ἔρημοι ἀπὸ κάθε εἴδος ἀγαθοεργίας; Τό δικαστήριον πλησιάζει, ἡ ζωή τρέχει βιαστικὰ πρὸς τὸ γῆρας.

Αὐτὰ νὰ συλλογίζεσαι μὲ ἀφορμὴν τὰς νουμηνίας, αὐτὰ νὰ ἐνθυμῆσαι εἰς κάθε ἀλλαγὴν τῶν ἐτῶν· ἀς σκεπτώμεθα τὴν ἡμέραν τῆς μελλούσης κρίσεως, μήπως εἰπῆ κανεὶς καὶ πρὸς ἡμᾶς αὐτὸ ποὺ ἔχει λεχθή ἀπὸ τὸν προφήτην εἰς τοὺς ᾽Ιουδαίους· «ἐτελείωσαν αἱ ἡμέραι των ἐν ματαιότητι καὶ τὰ ἔτη των αἰφνιδίως». Αὐτὴν τὴν ἑορτὴν ποὺ ἀνέφερα, τὴν συνεχῆ, ποὺ δὲν περιμένει ἐναλλαγὰς τῶν ἐτῶν, οὔτε καθορίζεται ἀπὸ ἡμέρας, καὶ ὁ πλούσιος καὶ ὁ πτωχὸς ἠμπορεῖ νὰ τήν ἑορτάση κατὰ τὸν ἵδιον τρόπον. Διότι δὲν χρειάζονται χρήματα, οὐτε πλοῦτος, ἀλλὰ μὸνον ἀρετή. Δὲν έχεις χρήματα; ῎Εχεις ὅμως τὸν φόβον τοῦ Θεοῦ, ποὺ εἶναι πλουσιώτερος θησαυρὁς ἀπό ὅλα τὰ χρήματα, ποὺ δὲν ξοδεύεται, ποὺ δὲν μεταβἀλλεται, ποὺ δὲν δαπανᾶται. Κοίταξε εἰς τὁν οὐρανὸν καὶ τὸν οὐρανόν τοῦ οὐρανοῦ, τὴν γῆν, τὴν θάλασσαν, τὸν ἀέρα, τὰ εἴδη τῶν ζώων, τὰ κάθε εἴδους φυτά, ὅλον τό γένος τῶν ἀνθρώπων. Φαντάσου τοὺς ἀγγέλους, τούς ἀρχαγγέλους, τὰς ἀνωτέρας δυνάμεις αὐτὰ ὅλα ἀνήκουν εἰς τὸν Κύριόν σου. Δὲν εἷναι λοιπὸν δυνατὁν ἕνας δοῦλος τόσον πλουσίου Δεσπότου νὰ εἶναι φτωχός, ἐὰν ἕχη εὐνοϊκὸν τὸν Κύριόν του.

Τὸ νὰ παρατηρῇ κανεὶς τὰς ἡμἐρας δὲν εἴναι γνώρισμα τῆς χριστιανικῆς πίστεως, ἀλλὰ τῆς εἰδωλολατρικῆς πλάνης. ῎Εχεις ἀπογραφῆ εις τὴν οὐράνιον πόλιν, διαμένεις εἰς τὴν ἐκεῖ πολιτείαν, ἀνέμιξες τὸν ἑαυτόν σου μὲ τοὺς ἀγγέλους· ἐκεῖ ποὺ δὲν ὑπάρχει φῶς ποὺ νὰ καταλήγη εἰς τὸ σκοτάδι οὔτε ἡμέρα ποὺ νὰ τελειώνη εἰς νύκτα, ἀλλὰ πάντοτε ἡμέρα, πάντοτε φῶς. Πρὸς ἐκεῖνα λοιπὸν νὰ βλέπωμεν πάντοτε· διότι λέγει· «νὰ ζητᾶτε ὅσα εἶναι ἐπάνω, ὅπου ὁ Χριστὸς κάθεται εἰς τὰ δεξιὰ τοῦ Θεοῦ», Δὲν ἔχεις τίποτε κοινὸν μὲ τὴν γῆν, ὅπου ἐξουσιάζουν οἱ δρόμοι τοῦ ἡλίου καὶ οἱ κύκλοι αὐτοῦ · καὶ αἱ ἡμέραι ἀλλὰ έὰν ζῆς ὀρθῶς, ἡ νύκτα γίνεται δι’ ἐσένα ἡμέρα· ὅπως εἰς αὐτοὺς ποὺ ζοῦν εἰς τὴν ἀσέλγειαν καὶ τὴν μέθην καὶ τὴν ἀκολασίαν, ἡ ἡμέρα μετατρέπεται εἰς σκότος τῆς νύκτας, ὄχι διότι σβήνει ὁ ἥλιος, ἀλλὰ διότι ὁ νοῦς των σκοτίζεται μὲ τήν μέθην. Τὸ νὰ δίνῃ κανεὶς εἰς τὰς ἡμέρας αὐτὰς τόσην σημασίαν καὶ νὰ ἀπολαμβάνη μεγαλυτέραν εὐχαρίστησιν κατ’ αὐτάς, καὶ νὰ φωταγωγῆ τὰς ἀγοράς, καὶ νὰ, πλέκη στεφάνια, εἶναι χαρακτηριστικὁν παιδικῆς ἀνοησίας. Σὺ όμως ἔχει ἀπαλλαγῆ ἀπὸ αὐτὴν τὴν ἀδυναμίαν, καὶ ἔγινες ἄνδρας καὶ ἐνεγράφης εἰς τὴν οὐράνιον πολιτείαν. Μὴ ἀνάβης λοιπὸν εἰς τὴν ἀγορὰν φωτιὰ αἰσθητή, ἀλλ’ ἄναψε εἰς τὴν σκέψιν σου φῶς πνευματικόν. Διότι λέγει· «ἔτσι πρέπει νὰ λάμψῃ τὸ φῶς σας ἐμπρὸς εἰς τοὺς ἀνθρώπους, διὰ νὰ ἰδοῦν τὰ καλά σας ἔργα καὶ νὰ δοξάσουν τὸν Πατέρα σας ποὺ, εἶναι εἰς τοὺς οὐρανούς».



Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2022

Η ΕΝΩΣΙΣ ΤΩΝ «ΕΚΚΛΗΣΙΩΝ»(∗) - ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

 

Τόν τελευταῖον καιρόν γίνεται πολύς λόγος διά τήν ἕνωσιν τῶν «Ἐκκλησιῶν». Εἰς τήν πραγματικότητα πρόκειται περί ἑνώσεως τῶν ἀπεσχισμένων ἀπό τήν Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν ἑτεροδόξων Χριστιανῶν. Δέν ὑπάρχουν πολλαί Ἐκκλησίαι διά νά ἑνωθοῦν. Μίαν μόνον Ἐκκλησίαν ἵδρυσεν ὁ Θεάνθρωπος Κύριος. Αὐτῆς τῆς Ἐκκλησίας συνέχειαν ἀποτελεῖ ἡ ἁγία μας Ὀρθόδοξος Καθολική (ἐκ τοῦ καθόλου - πλήρης, ἀληθής) Ἐκκλησία. Ἀπό τήν Μίαν αὐτήν Ὀρθόδοξον Καθολικήν Ἐκκλησίαν ἀπεσχίσθη ὁριστικῶς ὁ Πάπας τό 1054, ἕνεκα τῆς ἀρνήσεως τῶν Ὀρθοδόξων νά ὑποταχθοῦν εἰς τάς ἀντιχριστιανικάς ἀξιώσεις του περί πρωτείου ἐξουσίας ἐπί συμπάσης τῆς Ἐκκλησίας καί τῶν ἄλλων αἱρέσεών του. Λόγῳ δέ τῶν πολλῶν παρεκτροπῶν τοῦ παπισμοῦ, τό 1517 ἤρχισεν εἰς τήν Δύσιν ὁ ἀγών τῶν Διαμαρτυρομένων (προτεσταντῶν ἤ εὐαγγελικῶν) κατά τοῦ παπισμοῦ, πού ὡδήγησε τούς Δυτικούς Χριστιανούς εἰς πλῆθος διασπάσεων. Σήμερον ὑπάρχουν, ὡς γνωστόν, πολλαί ἑκατοντάδες προτεσταντικῶν ὀμάδων.


Ἡ ἀληθής, λοιπόν, Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ δέν διεσπάσθη, ὥστε νά ὁμιλῶμεν περί ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν. Ἀντιθέτως συνεχίζει παρά τούς διωγμούς καί τάς ἀτελείας τῶν μελῶν της νά κρατῇ καί νά κηρύττῃ τό ἴδιον Εὐαγγέλιον καί τήν ἰδίαν πίστιν τοῦ Σωτῆρος Χριστοῦ, τῶν ἁγίων Ἀποστόλων καί τῶν ἁ-γίων Πατέρων. Ὥστε μόνον καταχρηστικῶς ἠμποροῦμεν νά ὁμιλῶμεν περί ἑνώσεως τῶν «Ἐκκλησιῶν». Ἀπό Ὀρθοδόξου ἀπόψεως καί κατ' ἀκρίβειαν μόνον περί ἐπανενώσεως τῶν ἀποσχισθέντων ἀπό τήν Ὀρθόδοξον Ἐκκλησίαν ἑτεροδόξων, πού συνειδητῶς ἤ ἀσυνειδήτως εὑρίσκονται εἰς τήν πλάνην ἤ τήν αἵρεσιν, εἶναι δυνατόν νά ὁμιλῶμεν.


Ὅποιος πιστεύει ἀδιστάκτως ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι ἡ μόνη Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία τοῦ ἱεροῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως, δέν πρέπει νά ὁμιλῇ περί ἑνώσεως τῶν Ἐκκλησιῶν, ἀλλ' ἐπανόδου τῶν ἑτεροδόξων εἰς τήν ἀληθῆ Ἐκκλησίαν.


Δυστυχῶς ὅμως εἰς τό θέμα αὐτό ὑπάρχει σήμερον πολλή σύγχυσις, εἴτε λόγῳ ἀγνοίας εἴτε λόγῳ ὀλιγοπιστίας. Δι' αὐτό ἀκούομεν συχνά, ἀκόμη καί ἀπό ἐπίσημα χείλη, ὅτι μεταξύ τῶν ὀρθοδόξων καί τῶν ἑτεροδόξων δέν ὑπάρχουν διαφοραί, ὅτι ἡ Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική Ἐκκλησία ἀποτελεῖται ἀπό ὅλας τάς «ἐκκλησίας», ὀρθοδόξους καί μή, ἐφ' ὅσον καμμία ἱστορική ἐκκλησία δέν δύναται νά ἰσχυρισθῇ ὅτι ἔχει ἀκεραίαν τήν ἀλήθειαν, καί ὅτι πρέπει πάσῃ θυσίᾳ νά γίνῃ ἡ ἕνωσις μέ τούς ἑτεροδόξους, καί μάλιστα νά κοινωνήσωμεν ἀπό τό ἴδιον Ἅγιον Ποτήριον. Ὅλα αὐτά καί ἄλλα πολλά ἀποτελοῦν σοβαράν ἐκτροπήν ἀπό τήν πίστιν τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων καί συνιστοῦν αἵρεσιν, διότι θίγουν τά θεμέλια τῆς Πίστεως.


Ὁ Ὀρθόδοξος λαός μας, πού εἶναι ὁ φύλαξ τῆς ὀρθοδόξου πίστεως, πρέπει νά γνωρίζῃ τήν ἀλήθειαν. Καί ἡ ἀλήθεια εἶναι ὅτι ὑπάρχουν πολλαί καί σοβαραί διαφοραί μέ τούς ἑτεροδόξους Παπικούς ἤ Προτεστάντας. Ὅλαι αὐταί αἱ ἐπί μέρους διαφοραί συνοψίζονται εἰς τήν διδασκαλίαν περί Ἐκκλησίας. Ποῖος ἀποτελεῖ τό κέντρον, τόν ἀποφασιστικόν παράγοντα, τήν ὑψίστην αὐθεντίαν εἰς τήν Ἐκκλησίαν; Ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς Χριστός ἤ ὁ ἄνθρωπος;


Κατά τήν ἰδικήν μας ὀρθόδοξον πίστιν, Ἀρχηγός, Ἀλάθητος Κεφαλή, κριτήριον καί πηγή τῆς Ἀληθείας εἶναι ὁ Θεάνθρωπος Κύριος καί τό Πανάγιον Πνεῦμα, τό ὁποῖον ἐπιφοιτᾷ ὄχι εἰς ἕνα ἄνθρωπον ἀλλ' εἰς ὅλην τήν Ἐκκλησίαν.


Κατά τούς Ρωμαιοκαθολικούς ὅμως ὑψίστη αὐθεντία καί κριτήριον ἀλάθητον εἶναι εἷς ἄνθρωπος, ὁ “ἀλάθητος” Πάπας τῆς Ρώμης. Ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπάρχῃ καί νά εἶναι ἡνωμένη χωρίς τόν Πάπαν.


Εἰς τούς Προτεστάντας πάλιν κριτήριον καί πηγή τῆς ἀληθείας δέν εἶναι ὁ εἷς πάπας τῆς Ρώμης, ἀλλά ἕκαστος Προτεστάντης δύναται νά εὑρίσκῃ τήν ἀλήθειαν ἤ τοὐλάχιστον μέρος τῆς ἀληθείας, χωρίς νά εἶναι ἀπαραίτητος ἡ αὐθεντία τοῦ ὅλου σώματος τῆς Ἐκκλησίας.


Καί εἰς τάς δύο δηλ. περιπτώσεις ἔχομεν ἕνα ὑποκειμενισμόν, ἀτομικισμόν, εἴτε πρόκειται περί τοῦ παπικοῦ ἀτομικισμοῦ εἴτε πρόκειται περί τοῦ προτεσταντικοῦ ἀτομικισμοῦ. Εἰς τούς Ρωμαιοκαθολικούς ἔχομεν ἕνα Πάπαν. Εἰς τούς Προτεστάντας ἔχομεν τόσους Πάπας ὅσους καί Προτεστάντας.


Εἰς τό βάθος διακρίνομεν τήν ἰδίαν μεγάλην ἁμαρτίαν, τόν παραμερισμόν τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπον. Οἱ Δυτικοί παραμερίζοντες τόν Θεάνθρωπον καί θέτοντες ὡς κέντρον τόν ἄνθρωπον γίνονται ἀνθρωποκεντρικοί. Ὁ ἀνθρωποκεντρισμός ἀποτελεῖ τήν οὐσίαν ὅλων τῶν αἱρέσεων τῆς Δύσεως. Ἐμεῖς, ἀντιθέτως, μένομεν εἰς τήν ἁγίαν Θεανθρωποκεντρικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας.


Τελικῶς τό ὅλον θέμα εἶναι θέμα σωτηρίας. Ποῖος ἠμπορεῖ νά σωθῇ εἰς μίαν Ἐκκλησίαν, τῆς ὁποίας κέντρον δέν εἶναι ὁ Θεάνθρωπος, ἀλλ' ὁ ἀλάθητος ἄνθρωπος, Πάπας ἤ Προτεστάντης;


Δι' αὐτό ἐμεῖς οἱ Ὀρθόδοξοι δέν θά δεχθῶμεν ποτέ νά συνυπάρξωμεν μέ τούς Παπικούς ἤ τούς Προτεστάντας, ἐφ' ὅσον ἐξακολουθοῦν νά ἐμμένουν εἰς τόν ἀνθρωποκεντρισμόν. Κάθε ἕνωσις μέ τούς ἑτεροδόξους πρίν ἐπανέλθουν εἰς τήν θεανθρωποκεντρικήν παράδοσιν τῆς Ὀρθοδοξίας ἀποτελεῖ προδοσίαν τοῦ Χριστοῦ, ὁ ὁποῖος δι' αὐτό ἀκριβῶς ἐσαρκώθη, ἔπαθε, ἀνέστη, ἀνελήφθη καί ἵδρυσε τήν Ἐκκλησίαν Του, διά νά γίνῃ τό κέντρον τῆς σωτηρίας μας καί νά καταργήσῃ κάθε ἀνθρωποκεντρισμόν, πού ἀποτελεῖ ἐπανάληψιν τοῦ προπατορικοῦ ἁμαρτήματος, ἐγωϊσμόν πού καταστρέφει τήν ἀληθῆ κοινωνίαν μέ τόν Θεόν καί τούς ἀνθρώπους, ἀπιστίαν εἰς τόν Θεόν καί ἄρνησιν νά παραδοθῇ ὁ ἄνθρωπος ἄνευ ὅρων εἰς τήν σώζουσαν χάριν τοῦ Θεοῦ.


Ἡ χριστιανική ἀγάπη ἐπιβάλλει νά ἀγαπῶμεν τούς ἑτεροδόξους ἀδελφούς μας, νά ἀναγνωρίζωμεν ὅ,τι καλόν ἔχουν, νά προσευχώμεθα καί νά ἐργαζώμεθα χωρίς φανατισμόν, διά νά ἀποκαλυφθῇ καί εἰς αὐτούς ἡ ἀλήθεια τῆς Ὀρθοδοξίας. Αὐτό ὅμως δέν πρέπει νά γίνῃ ἐπί θυσίᾳ τῆς πίστεως καί χάριν μιᾶς ἑνότητος πού δέν θά βασίζεται εἰς τήν ἀλήθειαν, ἀλλά τόν συμβιβασμόν, τήν διπλωματίαν καί τήν οἱανδήποτε σκοπιμότητα. Τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως τό ἐκφράζει ἡ Ἁγία Γραφή καί ἡ Ἱερά Παράδοσις, εἶναι ἡ ἕνωσις ἐν ἀληθείᾳ.


Αὐτήν τήν στιγμήν μόνη ἡ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία μας κατέχει τό ἀληθές Εὐαγγέλιον τοῦ Χριστοῦ καί δι' αὐτό ἀποτελεῖ τήν μόνην ἐλπίδα τοῦ κόσμου. Καί ἀπό τήν ἄποψιν αὐτήν ἡ μεγαλυτέρα προσφορά μας πρός τούς ἑτεροδόξους καί τόν κόσμον εἶναι νά κρατήσωμεν ἀναλλοίωτον καί ζῶσαν τήν ἁγίαν ἀποστολικήν καί ἁγιοπατερικήν πίστιν μας.

 

Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου

†Ἀρχιμ. Γεώργιος

__________________________

() Ἐδημοσιεύθη εἰς τό Περιοδικόν «ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», ἔτος 1987, τεῦχος 22, σελ. 5-6.



ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΩΝ ΕΚΔΗΛΩΣΕΩΝ(∗) - ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΑΡΧΙΜ. ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΚΑΘΗΓΟΥΜΕΝΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ

 

ἁγία μας Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία εἶναι Ἐκκλησία τῶν Προφητῶν, τῶν Ἀποστόλων καί τῶν Πατέρων. Γι' αὐτό στήν Ἐκκλησία μας δέν αὐτοσχεδιάζουμε οὔτε ἀκολουθοῦμε τό λογισμό μας, ἀλλά «ἑπόμεθα τοῖς θείοις Πατράσιν» (Δ΄ Οἰκουμενική Σύνοδος), ὅπως καί ἐκεῖνοι ἥποντο τοῖς ἁγίοις Ἀποστόλοις καί Προφήταις.


Θά πρέπει λοιπόν καί στό θέμα τῶν διαθρησκειακῶν σχέσεων καί ἐκδηλώσεων νά ἀκολουθοῦμε τούς Προφήτας, τούς Ἀποστόλους καί τούς Πατέρας. Ὅπως διδάσκει καί ὁ ἱερός Ἰωσήφ Βρυέννιος: «Ἀμήχανον ἄλλως τήν ἀλήθειαν γνῶναι ἤ θεολογίας ἅπτεσθαι, μή τοῖς ἁγίοις ἑπόμενον».


Εἶναι γνωστό ὅτι τό κήρυγμα τῶν Προφητῶν ἦταν κήρυγμα ἀνενδότου καί ἀνυποχωρήτου ἀγῶνος κατά κάθε μορφῆς ἀναμίξεως θρησκευτικοῦ συγχρωτισμοῦ μέ τούς περιβάλλοντας τότε τόν Ἰσραήλ εἰδωλολατρικούς λαούς. Καί μόνο τό παράδειγμα τοῦ προφήτου Ἠλία, τοῦ ὁποίου κατ' αὐτάς ἑορτάζουμε τήν μνήμη, φθάνει νά μᾶς πείσῃ γιά τήν ἀλήθεια αὐτή.


Ἀνένδοτοι ἐπίσης ἦσαν καί οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι, ὄχι μόνον κατά τῶν εἰδωλολατρικῶν θρησκειῶν ἀλλά καί κατά τοῦ ἀρνουμένου τόν Χριστόν ὡς Θεόν ἐνανθρωπήσαντα καί μοναδικόν Σωτῆρα τῶν ἀνθρώπων Ἰουδαϊσμοῦ. ἅγιος Ἰωάννης Θεολόγος κηρύττει: «Πᾶν πνεῦμα ὁμολογεῖ Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ ἐστι· καί πᾶν πνεῦμα μή ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦν Χριστόν ἐν σαρκί ἐληλυθότα, ἐκ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔστι· καί τοῦτό ἐστι τό τοῦ ἀντιχρίστου ἀκηκόατε ὅτι ἔρχεται, καί νῦν ἐν τῷ κόσμῳ ἐστίν ἤδη» (Α΄ Ἰωάν. δ΄ 2-3).


Οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐπίστευαν ὡς γνωστόν ἀκραδάντως ὅτι μόνον Κύριος Ἰησοῦς Χριστός σώζει τόν ἄνθρωπο, ὅτι κάθε παραχώρησις πρός τίς ἄλλες θρησκεῖες αἱρέσεις ἀποτελεῖ ἄρνησι καί προδοσία τοῦ Χριστοῦ καί γι' αὐτό ἀκυρώνει τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων.


Λόγῳ τῆς πίστεως αὐτῆς οἱ ἅγιοι Πατέρες ἐτέλεσαν μεγάλους ἀγῶνας κατά τῆς εἰδωλολατρίας καί κατά τῶν λεγομένων μονοθεϊστικῶν θρησκειῶν, τίς ὁποῖες θεωροῦσαν ἐξ ἴσου ἐπικίνδυνες μέ τήν εἰδωλολατρία καί ὡς «μία κεκαλυμμένη ἀσέβεια πού εὐκόλως δύναται νά ἀπατήσῃ τόν νοῦν» (ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης).


Ἐτέλεσαν ἐπίσης μεγάλους ἀγῶνας κατά τῶν αἱρετικῶν παραχαράξεων τῆς ὀρθῆς Πίστεως καί ὑπέστησαν χάριν τῆς Ἀληθείας διωγμούς, φυλακίσεις, ἐξορίες, βασανιστήρια καί πικρούς θανάτους. Ὅλοι αὐτοί οἱ ἅγιοι Πατέρες μακαρίζονται ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς Ὁμολογηταί τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως καί ἰσοστάσιοι μέ τούς ἁγίους Μάρτυρας, παλαιούς καί νέους.


Μελετῶντες τούς βίους τῶν Ἁγίων πού ἦρθαν σέ ἐπαφή καί συζητήσεις μέ τούς Μουσουλμάνους, ὅπως ἅγιος Φώτιος καί μαθητής του Κωνσταντῖνος (μετέπειτα ἅγιος Κύριλλος, ἀπόστολος τῶν Σλαύων), ἅγιος Ἰωάννης Δαμασκηνός, ἅγιος Γρηγόριος Παλαμᾶς, ἱερός Γεννάδιος Σχολάριοςδιαπιστώνουμε ὅτι, ἐνῶ μουσουλμανική πλημμυρίς ἀπειλοῦσε τό Βυζάντιο, οἱ θεοφόροι αὐτοί ἄνδρες στίς συζητήσεις τους μέ τούς μουσουλμάνους ἐτόνιζαν ὅτι ἀληθής Θεός εἶναι Τριαδικός Θεός, ὅτι μόνος Σωτήρ τῶν ἀνθρώπων εἶναι Κύριος Ἰησοῦς Χριστός καί ὅτι Μωάμεθ εἶναι ψευδοπροφήτης.


Τίς ἀλήθειες αὐτές ὑπεστήριξαν, γιά νά μή ἀθετήσουν τήν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ καί φανοῦν ἔνοχοι ἀρνήσεώς Του, ἀλλά καί ἐξ ἀγάπης πρός τούς μουσουλμάνους, μήπως τυχόν πιστεύσουν στόν Χριστό καί σωθοῦν.


Στούς συγχρόνους διαλόγους δίδεται δυστυχῶς ἡ ἐντύπωσις ὅτι τό θέμα τῆς Πίστεως εἶναι δευτερεῦον ἤ καί μπορεῖ τελείως νά παρασιωπᾶται, προκειμένου νά ἐπιτύχουμε πρακτικούς σκοπούς, ὅπως εἶναι ἡ συνεργασία γιά τήν εἰρήνη ἤ τήν οἰκολογία.


Οἱ ἅγιοι Πατέρες τονίζουν ὅτι ὅπου ὑπάρχει ἀληθινή καί ζῶσα πίστις, δέν μπορεῖ νά μή ὁμολογῆται ὁ Τριαδικός Θεός καί ὁ Θεάνθρωπος Χριστός. «Θρησκείαν οἶδα καί τῶν δαιμόνων σέβας. Ἡ δ' εὐσέβεια, προσκύνησις τῆς Τριάδος», γράφει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος (ποίημα ΛΔ΄). Μάλιστα ὁ ἅγιος Συμεών Θεσσαλονίκης στήν «Ἐπιστολήν στηρικτικήν» γράφει πρός τούς ὑποδουλωθέντας Χριστιανούς τίς παραμονές τῆς πτώσεως τῆς Θεσσαλονίκης, ὅτι ἐκτός ἀπό τήν ἀνάγκη τηρήσεως τῶν ἐντολῶν τοῦ Χριστοῦ «πρό πάντων ἀναγκαιότερον φυλάσσειν αὐτοῦ καθαράν καί ἀκλινῆ τήν ὁμολογίαν. Χωρίς γάρ τούτου τά πάντα νεκρά... Οὕτω χωρίς τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως οὐδέν ὄφελος ἔσται...» καί «ὅ δοκεῖ ἐνεργεῖν (χωρίς τήν ὁμολογία τοῦ Χριστοῦ) τοῦ πονηροῦ ἐστιν ἐξαπάτη καί τῆς πλάνης ὑπάρχει καρπός». Καί ἀκόμη «οὐδέ ἀγαθά εἰσιν ἅ δοκεῖ ποιεῖν ὁ ἄπιστος ἀγαθά, πονηρία δέ μᾶλλον καί εἰς Θεοῦ παραλύπησιν» (Ἁγ. Συμεών, ἀρχιεπισκόπου Θεσ/νίκης, «Ἔργα Θεολογικά», Ἀνάλεκτα Βλατάδων, 1981, σελ. 113).


πίστις καί ὁμολογία τῶν Ἁγίων Πατέρων περί τῆς μοναδικότητος τῆς σωτηρίας διά τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ ἑνός τῆς Ἁγίας Τριάδος, ἀπηχεῖ τήν διδασκαλία τοῦ ἰδίου τοῦ Κυρίου: «Ἐγώ εἰμι ὁδός καί ἀλήθεια καί ζωή· οὐδείς ἔρχεται πρός τόν Πατέρα εἰ μή δι' ἐμοῦ» (Ἰωάν. ιδ΄ 6) καί « μή ὤν μετ' ἐμοῦ κατ' ἐμοῦ ἐστιν, καί μή συνάγων μετ' ἐμοῦ σκορπίζει» (Λουκ. ια΄ 23).


Θά πρέπει νά ληφθῇ σοβαρά ὑπ' ὄψιν ποιοί καί γιά ποιούς λόγους προωθοῦν τίς πανθρησκειακές ἐκδηλώσεις:

α) Ἡ Ὑπερδύναμις, πού στοχεύει στήν κατάκτησι τοῦ κόσμου καί ἐπιθυμεῖ νά κρατᾶ τούς λαούς ὑποτεταγμένους καί χωρίς θρησκευτικούς καί ἄλλους ἀνταγωνισμούς.

β) Τό Βατικανό, πού δι' αὐτῶν προβάλλει τόν Πάπα ὡς κορυφή ὄχι μόνον ὅλων τῶν Χριστιανῶν ἀλλά καί ὅλων τῶν θρησκειῶν. Αὐτό φάνηκε καί στήν τελευταία ἐκδήλωσι τῆς Ἀσίζης.

γ) Ἡ Νέα Ἐποχή, πού στοχεύει στήν πανθρησκεία καί στήν παγκοσμιοποίησι.


Στήν προώθησι πανθρησκειακῶν ἐκδηλώσεων συντελεῖ καί ὁ πλουραλισμός πού χαρακτηρίζει τόν ἐκκοσμικευμένο σύγχρονο ἄνθρωπο. Ὁ πλουραλισμός ἀπαγορεύει σέ κάθε πίστι νά διεκδικήσῃ τό πλήρωμα τῆς Ἀληθείας καί νά ἰσχυρισθῇ ὅτι εἶναι ἡ μόνη ὁδός σωτηρίας. Σωστά παρατηρήθηκε ὅτι μόνο γιά τήν ἰδική του ἰδεολογία δέν ἐπιτρέπει ὁ πλουραλισμός κάποια ἀμφισβήτησι ἤ σχετικοποίησι.


Τό πνεῦμα τοῦ θρησκευτικοῦ πλουραλισμοῦ ἐξέφραζε καί ὁ Πρόεδρος τῶν Η.Π.Α. Ἀϊζενχάουερ: «εἶναι χρήσιμο νά πιστεύῃς σέ κάποια θρησκεία, δέν ἔχει σημασία σέ ποιά θρησκεία».


Ἡ πρόκλησις γιά τούς ἐκκλησιαστικούς ἄνδρες νά ἀποδείξουν τόν Χριστιανισμό χρήσιμο καί ἀποτελεσματικό γιά τόν ἐκκοσμικευμένο σύγχρονο ἄνθρωπο εἶναι προφανής. Ἔτσι κινδυνεύουμε νά συμβιβαστοῦμε μέ τό πνεῦμα τοῦ κόσμου τούτου καί νά θυσιάσουμε τήν πιστότητά μας πρός τό Εὐαγγέλιο καί τήν ἁγία πατερική μας παράδοσι, ὁπότε καί ὁ κατήφορός μας θά εἶναι συνεχής.


Αὐτό ἔπαθαν οἱ Ρωμαιοκαθολικοί καί οἱ Προτεστάντες.


Ὁ εὐσεβής ἀλλά δοκιμασμένος λαός μας ἔχει ἀνάγκη νά τόν στηρίξουμε στήν πατροπαράδοτο εὐσέβεια. Πολλά γύρω του τόν ἐπηρεάζουν ἀρνητικά. Οἱ Χριστιανοί μας κινδυνεύουν ἀπό τό διαδιδόμενο γενικώτερα συγκρητιστικό πνεῦμα. Ἄς μή τούς προκαλοῦμε σύγχυσι καί ἄς μή συντελοῦμε στήν ἄμβλυνσι τῆς δογματικῆς τους εὐαισθησίας μέ τίς διαθρησκειακές ἐκδηλώσεις, ἀλλά ἄς τούς βοηθήσουμε νά πιστεύουν ἀκράδαντα ὅτι «Οὗτος (ὁ Χριστός) ἐστίν ὁ λίθος ὁ ἐξουθενωθείς ὑφ' ὑμῶν τῶν οἰκοδομούντων (τῶν ἀρχόντων τοῦ Ἰσραήλ), ὁ γενόμενος εἰς κεφαλήν γωνίας καί οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενί ἡ σωτηρία· οὐδέ γάρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπό τόν οὐρανόν τό δεδομένον ἐν ἀνθρώποις, ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πράξ. δ΄ 12).


Ἀντί ἐπιλόγου καί συμπεράσματος θά παραθέσω τούς λόγους τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, πού πρέπει νά χαρακτηρίζουν κάθε Ὀρθόδοξο Ποιμένα: «Τά πρόβατα τά ἐμά τῆς φωνῆς μου ἀκούει, ἧς ἤκουσα παρά τῶν θείων λογίων, ἥν ἐδιδάχθην παρά τῶν ἁγίων πατέρων, ἥν ἐδίδαξα κατά πάντα καιρόν ὁμοίως, οὐ συμμορφούμενος τοῖς καιροῖς, καί διδάσκων οὐ παύσομαι, μεθ' ἧς ἐγεννήθην καί συναπέρχομαι» (Λόγος ΛΓ΄, «Πρός Ἀρειανούς καί εἰς ἑαυτόν»).

Ὁ Καθηγούμενος τῆς Ἱερᾶς Μονῆς τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου

†Ἀρχιμ. Γεώργιος

______________________

() Ἐγράφη κατά παράκλησιν τοῦ Περιοδικοῦ «Ἐπικοινωνία» τοῦ Ἱ. Ναοῦ Ἁγίου Ἐλευθερίου Σταυρουπόλεως καί ἐδημοσιεύθη εἰς τό τεῦχος 20, Μάρτιος-Ἀπρίλιος 2002.