Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

ΚΑΙ ΕΠΙΣΗΜΑ ΣΤΟ ΑΓΙΟΛΟΓΙΟ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΜΑΣ Ο ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΩΝ ΠΑΙΣΙΟΣ Ο ΑΓΙΟΡΕΙΤΗΣ


Κατόποιν σημερινής απόφασης της Ιεράς Συνόδου του Οικουμενικού Θρόνου : 

Συνῆλθεν, ὑπό τήν προεδρίαν τῆς Α. Θ. Παναγιότητος, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος εἰς τήν τακτικήν συνεδρίαν αὐτῆς σήμερον, Tρίτην, 13ην Ἰανουαρίου 2015, πρός ἐξέτασιν τῶν ἐν τῇ ἡμερησίᾳ διατάξει ἀναγεγραμμένων θεμάτων.

Κατ᾿ αὐτήν, ἡ Ἁγία καί Ἱερά Σύνοδος: α) ὁμοφώνως ἀποδεχθεῖσα εἰσήγησιν τῆς Κανονικῆς Ἐπιτροπῆς ἀνέγραψεν εἰς τό Ἁγιολόγιον τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας τόν μοναχόν Παΐσιον Ἁγιορείτην… […]

ΠΗΓΗ : http://www.ec-patr.org/docdisplay.php?lang=gr&id=2000&tla=gr

Κυριακή 4 Ιανουαρίου 2015

ΛΟΓΟΣ ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΜΟΝΗ ΤΩΝ ΦΩΤΩΝ – ΑΓΙΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΤΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ

Η Βάπτιση του Κυρίου - τοιχογραφία στη φιάλη της Ι. Μ. Βατοπαιδίου.
[...] Αλλά τί να πούμε και για τον προερχόμενον από την έρημον Ιωάννη, το παράδοξο αυτό και πολυπόθητο για τους Ισραηλίτες θέαμα, τον άγγελο του Θεού, ο οποίος χειροτονήθηκε απόστολος πριν τους Αποστόλους; Όμως ένας τόσο μεγάλος Βασιλιάς τέτοιο στρατιώτη έπρεπε να έχει, αυτόν τον τόσο μεγάλο Προφήτη, ο μέγιστος Αρχιερεύς. Και ας κατανοήσουμε ποιό και πόσο μεγάλο μυστήριο έχουμε ενώπιον μας: επειδή ήταν ανάρμοστο, ενώ παρευρίσκεται ο νυμφαγωγός, να απουσιάζει ο νυμφίος, και ενώ η φωνή αναβοά, να μην ακούεται ο Λόγος, τί γίνεται, πώς τα οικονόμησε ο Θεός; Συστέλλεται κάπως στην αφάνεια ο Ιωάννης από τη βρεφική ακόμη ηλικία, ζώντας υπερφυσικά σαν κάποιος «λύχνος υπό μόδιον (κάδο)» μέσα στην έρημο· και εκεί ακούει θείες φωνές και αξιώνεται να δει θείες οπτασίες· μυσταγωγείται στα απόρρητα και διδάσκεται, όπως τότε που ήταν ακόμη έμβρυο, ποιός είναι ο Ιησούς, ότι δηλαδή είναι Υιός Θεού, και ότι εκείνος στον οποίο θα δει την πνευματοειδή περιστερά να «καταβή και να μείνη επ' αυτόν, ούτος είναι ο βαπτίσων (που θα βαπτίσει) εν Πνεύματι Αγίω».

Και όταν συμπληρώθηκε «το μέτρον της ηλικίας του πληρώματος του Χριστού» και η περίοδος της τριακονταετούς παρατάσεως έλαβε τέλος, τότε «και ο λύχνος επί την λυχνίαν καιόμενος, και φαίνων πάσι τοις εν τη οικία αγαλλιάσιμα» – εάν εννοήσουμε ως οικία την Ισραηλιτική Συναγωγή. Επεφάνη δε τότε και το αληθινό φως που φωτίζει τον κόσμο. Ω του θαύματος! Ο ήλιος προς τον αστέρα, ο λόγος προς τη φωνή, ο νυμφίος προς τον φίλο, επειδή αυτό ήταν το σχέδιο της Θείας Οικονομίας, ώστε με αυτόν τον τρόπο της προσεγγίσεως να εκπληρωθεί στο πρόσωπο του Ιησού «πάσα δικαιοσύνη», και για να μιλήσουμε ευαγγελικά, «ο μεν ένας να αυξάνη, ο δε άλλος να ελαττούται». Πράγματι, πώς θα ήταν δυνατόν να μη ελαττωθεί το φως του λύχνου, ή και να αποσυρθεί εντελώς, αφού ήδη ο Ήλιος της δικαιοσύνης με τα θαύματά του αστραποβολούσε εξαίσια; Βλέπεις πόσο χρονικό διάστημα χρειάσθηκε για να ολοκληρωθεί σωματικά ο Ιησούς, κατά την διάρκεια του οποίου υποτασσόταν στους γονείς του; «Ω βάθος πλούτου και σοφίας και γνώσεως Θεού»! Γιατί άραγε; Όσοι είναι υψηλοί στις θεωρητικές αναβάσεις και γνωρίζουν τα βάθη του Πνεύματος, ας δώσουν ο καθένας τη δική του εξήγηση· κατά τη δική μου γνώμη όμως, για δύο λόγους: για να νομοθετήσει ο νομοθέτης όλων των νομοθετών με τη δική του υποταγή την υπακοή των τέκνων προς τους γονείς και για να αγιάσει όλα τα στάδια της ηλικίας και τρίτον για να μην επιδείξει ο παντέλειος κάποια ξένη προς τη δική μας και ανόμοια βιωτή, εφ' όσον μάλιστα ήθελε να μας παρουσιάσει τον τέλειο τρόπο ζωής. Αφού και τώρα, μολονότι είχε φθάσει στην τελεία ανδρική ηλικία, ο Άρειος τόλμησε να διακηρύξει ότι το σώμα του ήταν άψυχο· ο δε Απολλινάριος, ακολουθώντας τον προηγούμενο ως προς την ασέβεια, να φλυαρήσει ότι ο Κύριός μας δεν είχε νου· ο δε νέος Μανιχαίος φθάνοντας στο αποκορύφωμα της ασέβειας, να δογματίσει ότι δεν πρέπει να εικονίζεται. Και ας δούμε πόση είναι η διαφορά του ενός από το άλλο· αυτός μεν που δίδει τον χαρακτηρισμό του άψυχου, αφαιρεί τη ζωή από το σώμα του Δεσπότη· διότι ό,τι στερείται ψυχής, βρίσκεται βεβαίως και έξω από τη ζωή. Εκείνος δε που φλυαρεί ότι ο Κύριος είναι άνους, τον συναριθμεί με την άλογη φύση επειδή κάθε τι που δεν έχει νου είναι και άλογο· ο άλλος δε που υποστηρίζει ότι δεν πρέπει να εικονίζεται, αρνείται εντελώς τη σωματική φύση του Δεσποτικού σώματος· διότι αφού δεν εικονίζεται σημαίνει ότι είναι ασώματο. Πράγματι αν έχει σώμα, και κάθε σώμα μπορείς να το αγγίσεις, και έχει κάποιο χρώμα, αναγκαίως έπεται ότι ημπορεί και να εικονισθεί, έκτος βέβαια εάν περιττολογούμε· διότι εάν δεν είναι δυνατόν να εικονισθεί, τότε αναμφιβόλως εξέρχεται από τα όρια του σωματικού και ανήκει στη φύση των ασωμάτων. Τίποτε, όπως φαίνεται, δεν μπορεί να συγκρατήσει τη γλώσσα που ασεβεί, όταν υποστηρίζεται και από τη δύναμη της εξουσίας.

Ας ανυψώσουμε όμως το βλέμμα στις προφητικές θεοπτίες και ας δούμε πως προτυπώνεται σ' αυτές το ιερότατο βάπτισμα· διότι σ' αυτό μας καλεί η συνέχεια του λόγου. Τί λέγει λοιπόν ο Ησαΐας; Ας αναφέρουμε εκλεκτικά - «Ευφράνθητι έρημος διψώσα, ότι ερράγη (θα αναβλύσει) εν ερήμω ύδωρ, και φάραγξ εν γη διψώση». Απευθύνεται δηλαδή στην ανθρωπινή φύση, αυτή που είναι έρημος όσον αφορά την καρποφορία, η οποία προϋποθέτει πίστη και αγαθά έργα· και ως εκ τούτου, επειδή διψά το ύδωρ της υιοθεσίας, ανέβλυσε προς χάριν της σαν ρεύμα ποταμού το ύδωρ του Βαπτίσματος στον Ιορδάνη· και τότε τί έγινε; «Και έσται η άνυδρος εις έλη», εννοεί πλούσια σε πίστη· «και εις την διψώσαν γην, πηγή ύδατος έσται», η κρήνη αυτή της υιοθεσίας δηλαδή· «και εκεί έσται ευφροσύνη ορνέων», εκείνων δηλαδή που αναγεννιούνται με το βάπτισμα, οι οποίοι ως προς τον τρόπο της ζωής μοιάζουν με τα όρνεα, αφού και αυτά εκ φύσεως ευχαριστούνται να διαβιώνουν στα νερά. Αλλά και κατά τον Γεδεών τί είναι η πλήρης ύδατος λεκάνη; Και εδώ ο λόγος σημαίνει την όμοια με μήτρα κολυμβήθρα, η οποία έχει σχήμα κυκλικό και είναι τορνευμένη από παντού, όπως η αναμαρτησία· σ' αυτήν ξεχύθηκε η ιαματική δροσιά του νοητού πόκου, η πλήρης Αγίου Πνεύματος. Εδώ αναγεννιούνται οι «νεοτελείς παίδες» του Θεού αντικαθιστώντας με αυτόν τον τρόπο την «εκ σαρκός και αίματος» γέννησή τους· και ανυψώνονται «εις άνδρα τέλειον» τόσον, ώστε να κατανικούν με την Τριαδική λατρεία το γένος των δαιμόνων. Και κατά τον Ηλία όμως, τί είναι η τριπλή έκχυση του ύδατος επάνω στο θυσιαστήριο και στο ολοκαύτωμα; Θεωρώ ότι φανερώνει ή την τριττή υπόσταση της θείας μακαριότητας, την οποίαν επικαλείται ο ιερέας κατά το βάπτισμα, ή την τριττή κατάδυση του βαπτιζόμενου. Και ο Νεεμάν ανέρχεται από το νερό, σύμφωνα με τη διαταγή του Ελισαίου, πλήρως καθαρισμένος· «επέστρεψε», λέγει, «η σαρξ αυτού ως σαρξ παιδαρίου μικρού, και εκαθαρίσθη». Το θαύμα αυτό συμβολίζει την πλήρη απαλλαγή του βαπτιζομένου από τις πληγές των αμαρτιών, και σημαίνει ότι αυτός ανέρχεται από το νερό με ψυχή καθαρισμένη από κάθε κηλίδα των προηγούμενων πλημμελημάτων.

Εάν μάλιστα θέλεις να μάθεις και το άμισθο της πνευματικής αναγεννήσεως, άκουσε τον Ησαΐα που λέγει; «Οι διψώντες. πορεύεσθε εφ' ύδωρ και όσοι μη έχετε αργύριον, βαδίσαντες αγοράσατε, και φάγετε και πίεσθε άνευ αργυρίου και τιμής». Όποιος δηλαδή επιθυμεί κάποιο χάρισμα, ακόμη και αν δεν το λάβει, κέρδισε ζωή. Αλλά αυτά ούτως ή άλλως λαμβάνονται και μετέχοντα εδώ μερικώς· και η ιδική μου δε πτωχή διάνοια προσκόμισε ανάλογο με τη δεκτικότητά της αφιέρωμα στα προεόρτια. Συ όμως, παρακαλώ, κοίταξε τι γεγονότα θαυμαστά παρατηρούνται· οι κολυμβήθρες έχουν γεμίσει από νερά· βλέπουμε τις πηγές και τις βρύσες, τους ποταμούς και τις λίμνες να έχουν γίνει δοχεία του Πνεύματος· η φύση των υδάτων ανυψώθηκε σε τιμή υπέρτιμο· φώτα πολύμορφα που μοιάζουν με αστέρια ετοιμάζονται να φωτίσουν όλη τη γη κατά την ιερή εκείνη νύκτα. Σε κάθε δε πόλη και χώρα υπάρχουν κήρυκες της Εκκλησίας, οι οποίοι ιερουργούν τα θεία και υψηλά αυτά μυστήρια και αγιάζουν τα ύδατα διά της επιφοιτήσεως σε αυτά του θείου Πνεύματος. Είθε με την μετάληψή τους να αγιαστούμε και εμείς και να φωτισθούμε αυτή την ημέρα από το γεμάτο φως Πνεύμα, «εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, ω η δόξα και το κράτος, συν τω Πατρί και τω Αγίω Πνεύματι, νυν και αεί και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».

ΠΗΓΗ: Πατερικόν Κυριακοδρόμιον, εκδ. Ι. Κελλίον Αγίου Νικολάου Μπουραζέρη, Άγιον Όρος, σ. 642-646.

Η ΒΑΠΤΙΣΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ – ΠΡΩΤΟΠΡ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ

Η Βάπτιση του Χριστού - Μουσείο Κορυτσάς (18ος αιών).
Ὁ Εὐαγγελιστὴς Μᾶρκος περιγράφει ὡς ἑξῆς τὴ βάπτιση τοῦ Χριστοῦ: «Ἐγένετο Ἰωάννης βαπτίζων ἐν τῇ ἐρήμῳ καὶ κηρύσσων βάπτισμα μετανοίας εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν, καὶ ἐξεπορεύετο πρὸς αὐτὸν πᾶσα Ἰουδαία χώρα καὶ οἱ Ἱεροσολυμῖται, καὶ ἐβαπτίζοντο πάντες ἐν τῷ Ἰορδάνῃ ποταμῷ ὑπαὐτοῦ ἐξομολογούμενοι τὰς ἁμαρτίας αὐτῶν. ἦν δὲ Ἰωάννης ἐνδεδυμένος τρίχας καμήλου καὶ ζώνην δερματίνην περὶ τὴν ὀσφὺν αὐτοῦ. καὶ ἐσθίων ἀκρίδας καὶ μέλι ἄγριον. καὶ ἐκήρυσσε λέγων· ἔρχεται ἰσχυρότερός μου ὀπίσω μου, οὗ οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς κύψας λῦσαι τὸν ἱμάντα τῶν ὑποδημάτων αὐτοῦ, ἐγὼ μὲν ἐβάπτισα ὑμᾶς ἐν ὕδατι, αὐτὸς βαπτίσει ὑμᾶς ἐν Πνεύματι Ἁγίῳ.

Καὶ ἐγένετο ἐν ἐκείναις ταῖς ἡμέραις ἦλθεν Ἰησοῦς ἀπὸ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἐβαπτίσθη ὑπὸ Ἰωάννου εἰς τὸν Ἰορδάνην, καὶ εὐθέως ἀναβαίνων ἀπὸ τοῦ ὕδατος εἶδε σχιζομένους τοὺς οὐρανοὺς καὶ τὸ Πνεῦμα ὡς περιστερὰν καταβαῖνον ἐπαὐτὸν καὶ φωνὴ ἐγένετο ἐκ τῶν οὐρανῶν· σὺ εἶ υἱός μου ἀγαπητός, ἐν σοὶ εὐδόκησα.» (Μάρκ.1, 4-11).

Ὅπως μποροῦμε νὰ διαπιστώσουμε, Ἰωάννης ὄχι μόνο καλοῦσε τοὺς ἀνθρώπους νὰ μετανοήσουν, ἀλλὰ ἰσχυριζόταν ἐπίσης πὼς διδασκαλία του ἀποτελοῦσε προετοιμασία τοῦ δρόμου γιὰ κάποιον ἄλλο δυνατότερό του, γιΑὐτὸν ποὺ δὲ θὰ βάπτιζε μόνο μὲ νερὸ ἀλλὰ μὲ τὸ ἅγιο Πνεῦμα. Ὅταν αὐτὸς «ἰσχυρότερός μου», ὅπως τὸν ἀποκαλεῖ Ἰωάννης, ἦρθε στὸν Ἰορδάνη γιὰ νὰ βαπτιστεῖ κι αὐτὸς ἀπὸ τὸν Ἰωάννη, ἡ στιγμὴ συνοδεύτηκε ἀπὸ μυστηριώδη γεγονότα ποὺ ἐπιβεβαίωσαν τὴν ἀλήθεια τῆς προφητείας τοῦ Ἰωάννη, καὶ ἦταν σὰν νὰ ἔλεγε «μάλιστα, αὐτὸς εἶναι ἐκεῖνος, τὸν ἐρχομὸ τοῦ ὁποίου σᾶς προανήγγειλα». Αὐτὴ ἡ σύντομη εὐαγγελικὴ ἱστορία συγκεντρώνει πολλὰ θέματα καὶ νήματα καὶ τὰ ὑφαίνει ὅλα μαζὶ σ’ ἕνα ἀδιάσπαστο ὅλο. Πρῶτο θέμα εἶναι ὁ Ἰωάννης καὶ τὸ κήρυγμα μετανοίας καὶ βαπτίσματος. Ὁ Ἰωάννης ἀνήκει σ’ αὐτὴ τὴν τάξη τῶν πνευματικῶν ἀνθρώπων ποὺ ἡ κλήση τους εἶναι νὰ ἀποκαλύψουν σὲ μιὰ συγκεκριμένη κοινωνία καὶ σὲ μιὰ συγκεκριμένη ἱστορικὴ στιγμὴ τὴν ἀδικία, τὰ ψέματα καὶ τὸ κακὸ ποὺ δηλητηριάζει αὐτὴ τὴν κοινωνία. Ἀποστολὴ ἔχει νὰ προκαλέσει μιὰ πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ κρίση ποὺ νὰ ἐξαναγκάσει τοὺς ἀνθρώπους νὰ ἐξετάσουν τὸ κακό, νὰ τρομοκρατηθοῦν, καὶ ἔτσι νὰ ἐπιθυμήσουν τὴν ἀπελευθέρωση. Τὸ βάπτισμα εἶναι ἀκριβῶς τὸ σημεῖο τῆς ἀπελευθέρωσης, μιὰ θεμελιακὴ μεταβολὴ τῆς ζωῆς, καθὼς ὁ ἄνθρωπος καταδύεται στὸ νερό, ποὺ εἶναι σύμβολο τῆς ζωῆς καὶ ταυτόχρονα πηγὴ τῆς ζωῆς, καὶ σύμβολο καθαρμοῦ καὶ ἀναγεννητικῆς δύναμης. Μποροῦμε συνεπῶς νὰ συμπεράνουμε ἀπὸ τὴν εὐαγγελικὴ διήγηση πὼς ἡ ἐμφάνιση τοῦ Χριστοῦ καὶ ἡ ἀρχὴ τοῦ κηρύγματός Του συνέπεσαν μὲ τὴν πνευματικὴ καὶ ἠθικὴ κρίση τῆς κοινωνίας, μιὰ κρίση ποὺ ὑποδαύλιζε τὴ μετάνοια καὶ τὴ δίψα γιὰ ἀνανέωση. [...] Ἡ προσδοκία λοιπὸν εἶναι τὸ δεύτερο νῆμα ποὺ διατρέχει τὴν εὐαγγελικὴ ἱστορία καὶ γνωρίζουμε ἀπὸ τοὺς ἄλλους εὐαγγελιστὲς πὼς κέντρο της ἦταν ὁ ἐρχομὸς τοῦ Χριστοῦ, δηλ. τοῦ Σωτήρα ποὺ εἶχε «ἐπαγγείλει» ὁ Θεὸς καὶ εἶχαν προείπει οἱ προφῆτες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ὁ ἀπόστολος Λουκᾶς π.χ. μιλάει ἄμεσα γι’ αὐτό: «Προσδοκῶντος δὲ τοῦ λαοῦ καὶ διαλογιζομένων πάντων ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν περὶ τοῦ Ἰωάννου, μήποτε αὐτὸς εἴη ὁ Χριστός...» (Λουκ. 3, 15). Ἔτσι ὁ ἐρχομὸς τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ στὸν Ἰωάννη, στὸν Ἰορδάνη, ἦταν ἡ ἐμφάνιση τοῦ «ἐπηγγελμένου» καὶ «προοραθέντος», ἡ ὁλοκλήρωση καὶ ἐκπλήρωση ὅλων τῶν προφητειῶν ποὺ ἀφοροῦσαν τὸν Σωτήρα. [...]

Τὸ τρίτο νῆμα εἶναι βάπτιση τοῦ Χριστοῦ, κατάδυσή Του στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη ἀπὸ τὸν Ἰωάννη. Ἂν ὅμως Αὐτὸς εἶναι Σωτήρας, γιατί χρειάζεται νὰ βαπτισθεῖ ; Δὲν εἶναι τὸ βάπτισμα σύμβολο μετανοίας καὶ ἐξαγνισμοῦ ; Ὅταν ὅμως Ἰωάννης ἐκφράζει αὐτὲς τὶς ἀμφιβολίες, Ἰησοῦς ἀπαντᾶ μὲ τὴ σταθερὴ ἀπαίτηση νὰ βαπτισθεῖ, καὶ Ἰωάννης συναινεῖ. Γιὰ αἰῶνες τώρα Ἐκκλησία θεολογεῖ πάνω σαὐτὴ τὴν κάθοδο, στὴν αὐτοκένωση Αὐτοῦ ποὺ ἀναγνωρίζει ὡς Σωτήρα καὶ Θεό, θεολογεῖ πάνω στὸ νόημα τῆς συγκατάβασής Του γιὰ τὸν κόσμο, τὸ ἀνθρώπινο γένος καὶ γιὰ τὸν καθένα ἀπὸ μᾶς. Τὸ τέταρτο καὶ τελευταῖο νῆμα ἀρχίζει ἀκριβῶς μετὰ τὴ βάπτιση, μὲ τὴ σκοτεινή, μεταφορικὴ περιγραφὴ ἑνὸς περιστεριοῦ ποὺ μυστηριωδῶς ἐμφανίζεται πάνω στὸ Χριστὸ καθὼς Αὐτὸς ἐξέρχεται ἀπὸ τὸ νερό, τὴ φωνὴ ἀπὸ τὸν οὐρανό, καὶ τὰ λόγια: «καὶ ἰδοὺ ἀνεώχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί» (Ματθ. 3,16). Βλέπουμε πὼς ὄχι ἕνα, ἀλλὰ τέσσερα τουλάχιστον θέματα, τέσσερις διαστάσεις τοῦ εὐαγγελικοῦ γεγονότος ἑνώνονται σ’ αὐτὴ τὴ χαρμόσυνη ἑορτὴ τῆς βάπτισης τοῦ Κυρίου. Θὰ τὰ δοῦμε ὅλα αὐτὰ ἀναλυτικότερα στὶς ἑπόμενες παραγράφους.

Γιατί ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ, ποὺ ἦρθε στὸν κόσμο νὰ θεραπεύσει τὴν ἁμαρτία μὲ τὴν ἀναμαρτησία Του καὶ νὰ ὁδηγήσει τοὺς ἀνθρώπους σὲ κοινωνία μὲ τὴ θεία ζωή, ἐπιθύμησε καὶ ἀπαίτησε νὰ βαπτισθεῖ ἀπὸ τὸν Ἰωάννη ; Γνωρίζουμε ἀπὸ τὸ εὐαγγέλιο πὼς τὸ ἴδιο ἐρώτημα βρισκόταν στὸ κέντρο τῆς καρδιᾶς τοῦ Ἰωάννη. «Ἐγὼ χρείαν ἔχω ὑπὸ σοῦ βαπτισθῆναι, καὶ σὺ ἔρχῃ πρός με;» (Ματθ. 3, 14). ἀπάντηση τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἑξῆς : Χριστὸς δεχόμενος τὸ βάπτισμα ταυτίζεται μὲ τοὺς ἀνθρώπους, μὲ ὅλους τοὺς ἁμαρτωλοὺς ἀνεξαιρέτως. Ταυτίζεται μὲ κάθε ἁμαρτωλὸ ποὺ χρειάζεται συγχώρηση, σωτηρία καὶ ἀναγέννηση... Ταυτίζεται μὲ ὅλους καὶ μὲ τὸν καθένα μας. Μὲ τὸ βάπτισμά Του δείχνει πὼς δὲν ἦρθε γιὰ νὰ κρίνει ἢ νὰ καταδικάσει, οὔτε γιὰ νὰ φέρει ἀντικειμενικοὺς νόμους καὶ κανόνες, ἀπὸ τὸ ὕψος τῆς τελειότητας καὶ θεότητάς Του, ἀλλὰ γιὰ νὰ ἑνωθεῖ μαζί μας ἔτσι, ὥστε γινόμενος ἕνας ἀπὸ μᾶς νὰ μᾶς καταστήσει μετόχους τῆς τέλειας καὶ ἀναμάρτητης ζωῆς Του. Ὁ Ἰωάννης ὁ Βαπτιστὴς ἔλεγε γι’ Αὐτόν, «ἴδε ὁ ἀμνὸς τοῦ Θεοῦ ὁ αἴρων τὴν ἁμαρτίαν τοῦ κόσμου!» ( Ἰωάν. 1, 29). Ὁ Χριστὸς εἰσῆλθε στὸν κόσμο μας ὡς παιδί, καὶ μὲ τὴ γέννησή Του ἀνέλαβε καὶ οἰκειώθηκε τὴν ἀνθρώπινη φύση. Ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ ἔγινε Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου. Καὶ τὸ ἔκανε αὐτὸ ὄχι γιὰ τοὺς δικαίους, ἀλλὰ γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, γιὰ τοὺς ἀπολωλότες. Τοὺς ἀγαπᾶ μὲ θυσιαστικὴ ἀγάπη, τοὺς προσφέρει τὸν Ἑαυτό Του καὶ ὁλόκληρη τὴ ζωή Του. Ἐδῶ στὸ βάπτισμα τοῦ Ἰωάννου, Αὐτός, ὁ ἀναμάρτητος ἑνώνεται μ’ ἐμᾶς τοὺς ἁμαρτωλούς· Αὐτός, ὁ Σωτήρας, ἑνώνεται μὲ τοὺς χαμένους, ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει καμιὰ ἁμαρτία ποὺ μπορεῖ νὰ ὑπερβεῖ τὴν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ γιὰ μᾶς. Μὲ τὸ βάπτισμά Του ἑνώνεται μὲ τὴ ζωὴ τῶν ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων, ὅπως ἀκριβῶς ἀργότερα, στὸ τέλος Αὐτός, ὁ ἀθάνατος, ἑνώνεται ἐπίσης ἐλεύθερα μὲ τοὺς ἀνθρώπους στὸ θάνατο. Ὅλα αὐτὰ μαρτυροῦν πὼς ὁ Χριστὸς ἐπιθυμεῖ νὰ μᾶς σώσει μὲ τὴν ἀγάπη· ἀγάπη ὅμως πάνω ἀπὸ ὅλα σημαίνει ἕνωση μ’ αὐτὸν ποὺ ἀγαπᾶς. Σύμφωνα μὲ τὸν προφήτη Ἠσαΐα, «οὗτος τὰς ἁμαρτίας ἡμῶν φέρει καὶ περὶ ἡμῶν ὀδυνᾶται... τῷ μώλωπι αὐτοῦ ἡμεῖς ἰάθημεν» ( Ἠσ. 53, 4-5).

Ὑπάρχει ὡστόσο κι ἕνα δεύτερο ἀκόμη βαθύτερο καὶ πιὸ χαρούμενο νόημα στὸ βάπτισμα τοῦ Κυρίου καὶ Σωτῆρος στὰ νερὰ τοῦ Ἰορδάνη. Μετὰ τὴν ἀκολουθία τῶν Θεοφανείων οἱ πιστοὶ ἀφήνουν τὴν ἐκκλησία καὶ πηγαίνουν νὰ ἁγιάσουν τὰ ὕδατα. Τὰ θριαμβικὰ καὶ δοξαστικὰ λόγια τοῦ ψαλμοῦ ἀντηχοῦν: «Φωνὴ Κυρίου ἐπὶ τῶν ὑδάτων» (Ψαλμ. 28, 3), καὶ μᾶς φανερώνεται τὸ νόημα καὶ ἡ σημασία τοῦ νεροῦ ὡς εἰκόνα τῆς ζωῆς, ὡς εἰκόνα τοῦ κόσμου καὶ ὅλης τῆς δημιουργίας. Καὶ αὐτὸς ποὺ κατέρχεται στὸ νερό, ποὺ καταδύεται στὸ νερό, ποὺ ἑνώνεται μαζί του ἐρχόμενος στὸν κόσμο γιὰ τὴ σωτηρία καὶ ἀναγέννησή του, αὐτὸς εἶναι ὁ Θεός. Ὁ κόσμος ἀποκομμένος ἀπὸ τὸ Θεό, Τὸν ξέχασε, σταμάτησε νὰ Τὸν βλέπει, καὶ καταδύθηκε στὴν ἁμαρτία, στὸ σκοτάδι καὶ στὸ θάνατο. Ὁ Θεὸς ὅμως δὲν ξέχασε τὸν κόσμο. Στὸ βάπτισμά Του ὁ Θεός μας ἐπιστρέφει τὸν κόσμο, νὰ λάμπει ἀπὸ τὴ δόξα τῶν ἀστέρων καὶ τὴν ὀμορφιὰ ποὺ εἶχε τὴν πρώτη ἡμέρα τῆς δημιουργίας. «Ἐάν τις διψᾷ, ἐρχέσθω πρός με καὶ πινέτω. ὁ πιστεύων εἰς ἐμέ... ποταμοὶ ἐκ τῆς κοιλίας αὐτοῦ ρεύσουσιν ὕδατος ζῶντος» (Ἰωάν. 7, 37-38). Τὸ καθετὶ σ’ αὐτὸν τὸν κόσμο, μαζὶ καὶ ἡ ὕλη, ἡ ἴδια ἡ οὐσία του, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ γίνεται δρόμος γιὰ τὸ Θεό, κοινωνία μαζί Του, ἀνάπτυξη μέσα στὴν πλησμονὴ τῆς αἰώνιας ζωῆς. Αὐτὸ ποὺ γιορτάζουμε τὴ χαρμόσυνη καὶ λαμπρὴ ἡμέρα τῶν Θεοφανείων εἶναι ὁ ἐρχομὸς τοῦ Θεοῦ στὴ δημιουργία Του· «καὶ ἰδοὺ ἀνεώχθησαν αὐτῷ οἱ οὐρανοί» (Ματθ. 3, 16). Δὲ γνωρίζουμε τί ἀκριβῶς ἔνιωσε ὁ Ἰωάννης ὅταν τὰ χέρια του ἀκούμπησαν τὸ Σωτήρα, ἢ πῶς εἶδε τοὺς οὐρανοὺς νὰ ἀνοίγουν, ἢ πῶς ἄκουσε τὴ φωνή. Ἡ στιγμὴ αὐτὴ ὅμως ἦταν ἀναμφίβολα γι’ αὐτὸν μιὰ στιγμὴ ἐκτυφλωτικοῦ φωτός, ὅταν τὰ πάντα ἄστραψαν καὶ πῆραν φωτιὰ μὲ τὴ χαρὰ τῆς ἀρχικῆς ὀμορφιᾶς τῆς δημιουργίας, καθὼς ὁ κόσμος γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀποκαλύφθηκε ὡς κόσμος τοῦ Θεοῦ, ἐξαγνισμένος, καθαρός, ἀναγεννημένος, πλήρης δόξας καὶ εὐχαριστίας.

«Ὁ Χριστὸς ἦρθε γιὰ νὰ ἀνακαινίσει ὅλη τὴν κτίση». Γιορτάζουμε τὴν ἀνακαίνιση ὅταν βλέπουμε τὸν ἱερέα νὰ ραντίζει τὴν ἐκκλησία, ἐμᾶς, τὰ σπίτια μας, τὴ φύση καὶ ὅλο τὸν κόσμο μὲ τὸ καινούριο, τὸ ἅγιο, τὸ θεϊκὸ νερό· καὶ ὅταν βλέπουμε τοὺς ἀνθρώπους νὰ στριμώχνονται γιὰ νὰ μετάσχουν σαὐτὸ τὸ «ζῶν ὕδωρ» ποὺ ρέει στὴν αἰώνια ζωή. Ἔτσι ὅποιος διψᾶ, ἂς ἔρθει σ’ Αὐτὸν γιὰ νὰ λάβει τὸ δῶρο τοῦ «ζῶντος ὕδατος», τὸ δῶρο τῆς νέας ζωῆς, καθαρὸς καὶ ἀναγεννημένος.

ΠΗΓΗ : Ἑορτολόγιο, ἐκδ. Ἀκρίτας, 1997.

Σάββατο 3 Ιανουαρίου 2015

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΑΓΙΑΣΜΟΥ ΤΩΝ ΘΕΟΦΑΝΕΙΩΝ – ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΦΟΥΝΤΟΥΛΗ

Ασημένια λεκάνη Αγιασμού - Μουσείο Μπενάκη. 
Ἡ ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων τελεῖται κατὰ τὴν σημερινὴ τάξι δύο φορές, τὴν παραμονὴ τῆς ἑορτῆς μετὰ τὸ τέλος τῆς λειτουργίας τοῦ Μεγάλου Βασιλείου καὶ τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, κατὰ μὲν τὰ μοναστηριακὰ τυπικὰ καὶ τὰ ἔντυπα μετὰ τὴν ἀπόλυσι τοῦ ὄρθρου, κατὰ δὲ τὴν ἐνοριακὴ πράξι μετὰ τὸ τέλος τῆς θείας λειτουργίας. Καὶ στὶς δύο περιπτώσεις τελεῖται ἡ ἰδία ἀκριβῶς ἀκολουθία μὲ μόνη τὴν διαφορὰ ὅτι ὁ «πρόλογος» τῆς μεγάλης καθαγιαστικῆς εὐχῆς, δηλαδὴ ἀπὸ τὸ «Τριὰς ὑπερούσιε…» μέχρι τὸ «συνεχόμενος φόβῳ ἐν κατανύξει βοῶ σοι», ἀναγινώσκεται μόνο κατὰ τὴν ἡμέρα τῶν Θεοφανείων, ἐνῷ κατὰ τὴν παραμονὴ ἡ εὐχὴ ἀρχίζει ἀπὸ τὸ «Μέγας εἶ, Κύριε…». Ἡ παράλειψις αὐτὴ τοῦ «προλόγου» δὲν προβλέπεται μὲν ἀπὸ τὰ ἔντυπα (τὸ «λέγεται μυστικῶς», ποὺ σημειώνεται ἀπὸ ὡρισμένα Τυπικὰ ἀποτελεῖ προσπάθεια συμβιβασμοῦ ἢ συγκαλύψεως τοῦ πράγματος), γίνεται ὅμως κατὰ ἄγραφο παράδοσι, ποὺ εἶναι παλαιοτέρα ἀπὸ τὴν τάξι ποὺ κατεγράφη στὰ ἔντυπα, γιατὶ δὲν περιέχεται σὲ πάρα πολλὰ ἀρχαῖα χειρόγραφα. Ὁ «πρόλογος» δὲ αὐτὸς δὲν εἶναι κἂν εὐχή, ἀλλὰ πανηγυρικὸ ἐγκώμιο τῆς ἑορτῆς, ποὺ πῆρε τὴν σημερινὴ μορφὴ μετὰ ἀπὸ πολλὲς τροποποιήσεις καὶ προσθαφαιρέσεις καὶ ποὺ κατ’ ἀρχὰς ἐλέγετο μόνο κατὰ τὴν παραμονή, τελικὰ δὲ καλῶς ἐπεκράτησε νὰ λέγεται μόνο κατὰ τὴν ἡμέρα τῆς ἑορτῆς. Ἡ προσθήκη τοῦ ἐγκωμίου αὐτοῦ κάμνει μὲν πανηγυρικωτέρα τὴν ἀκολουθία, ἀλλὰ δὲν ἀλλοιώνει καθόλου τὴν οὐσία της, στὴν ὁποία, καθὼς εἴδαμε, ἀποτελεῖ μεταγενέστερο καὶ ἐμβόλιμο στοιχεῖο. Ἑπομένως καὶ τῆς παραμονῆς καὶ τῆς ἑορτῆς ὁ ἁγιασμὸς εἶναι ἀκριβῶς ὁ ἴδιος, «μέγας ἁγιασμός» καὶ στὶς δύο περιπτώσεις. Ἱστορικῶς δὲ καὶ λειτουργικῶς οἱ δύο αὐτὲς ἀκολουθίες εἶναι μία καὶ ἡ αὐτή, ποὺ ἐπενοήθη ἤδη ἀπὸ τὸ Ε΄ αἰώνα νὰ ἐπαναλαμβάνεται καὶ κατὰ τὴν παραμονὴ γιὰ νὰ ἐξυπηρετοῦνται οἱ πιστοί. Ἀρχικῶς δηλαδὴ ὁ μέγας ἁγιασμὸς ἐτελεῖτο εἰς ἀνάμνησιν τοῦ βαπτίσματος τοῦ Κυρίου κατὰ τὴν παννυχίδα τῆς ἑορτῆς τῶν Θεοφανείων ἀμέσως μετὰ τὴν ἀκολουθία τοῦ ὄρθρου, ἀντλοῦσαν οἱ πιστοὶ ὕδωρ, ἔπιναν καὶ ἐρραντίζοντο καὶ ἐν συνεχείᾳ ἐβαπτίζοντο σ’ αὐτὸ οἱ κατηχούμενοι. Στὴν λειτουργία τῆς ἑορτῆς, ποὺ ἐτελεῖτο εὐθὺς ἀμέσως, παρίσταντο καὶ οἱ νεοφώτιστοι, γι’ αὐτὸ καὶ μέχρι σήμερα ψάλλεται κατ’ αὐτὴν ἀντὶ τοῦ τρισαγίου τὸ «Ὅσοι εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε…». Κατ’ οὐσίαν ὁ μέγας ἁγιασμὸς εἶναι εὐλογία τοῦ ὕδατος τοῦ βαπτίσματος, μὲ τὴν ὁποία μέχρι σήμερα παρουσιάζει τόσα κοινά. Ὁ Πατριάρχης Ἀντιοχείας Πέτρος Γναφεὺς (465-475) πρῶτος ἐσκέφθη νὰ διευκολύνη τοὺς χριστιανοὺς καὶ ὥρισε νὰ τελῆται ὁ ἁγιασμὸς καὶ κατὰ τὴν παραμονὴ «ἐν τῇ ἑσπέρᾳ». Πόσο δὲ ἦταν ἀναγκαία καὶ ἐπιβαλλομένη ἡ εἰσαγωγὴ τοῦ νεωτερισμοῦ αὐτοῦ φαίνεται ἀπὸ τὴν ταχυτάτη ἐπικράτησι τῆς πράξεως αὐτῆς. Κατ’ ἀρχὰς ὑπῆρχαν μικρὲς διαφορὲς μορφῆς μεταξὺ τῶν δύο ἀκολουθιῶν, ὕστερα ὅμως μὲ ἀμοιβαῖες ἐπιδράσεις ἐξωμοιώθηκαν πλήρως. Γιὰ νὰ χρησιμοποιήσωμε δὲ μία σύγχρονο παρομοίωσι, συνέβη μὲ τὸν μέγα ἁγιασμὸ ὅ,τι ἀκριβῶς γίνεται στὴν ἐποχή μας μὲ τὶς δύο λειτουργίες, ποὺ τελοῦνται στοὺς μεγάλους ναοὺς τῶν πόλεων τὴν ἰδία ἡμέρα γιὰ τὴν ἐξυπηρέτησι τῶν ἀναγκῶν τῶν πιστῶν.

Μὰ γιατί τότε νηστεύουμε μόνο τὴν παραμονὴ τῶν Θεοφανείων ; Σκοπὸς τῆς νηστείας αὐτῆς κοινῶς θεωρεῖται ἡ προπαρασκευὴ διὰ τὴν προσέλευσι στὴν μετάληψι τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ τῆς ἡμέρας τῆς ἑορτῆς. Ἂν ὅμως ἡ παραμονὴ εἶναι Σάββατον ἢ Κυριακή, ἑπομένως ἡμέρα ποὺ δὲν ἐπιτρέπεται ἡ νηστεία, τότε πῶς θὰ κοινωνήσωμε τοῦ ἁγιασμοῦ κατὰ τὴν ἑπομένη ; Καὶ πάλι ἂν ὁ ἁγιασμὸς τῆς παραμονῆς καὶ τῆς ἑορτῆς εἶναι ὁ αὐτὸς μέγας ἁγιασμός, καὶ ἀφοῦ προϋπόθεσις γιὰ τὴν μετάληψί του εἶναι ἡ νηστεία, δὲν μποροῦμε νὰ κοινωνήσουμε ἀπὸ τὸν ἁγιασμὸ τῆς παραμονῆς, ἐφ’ ὅσον δὲν νηστεύσαμε κατὰ τὴν προηγουμένη, ποὺ εἶναι ἡμέρα καταλύσιμος εἰς πάντα. Οἱ ἀνωτέρω ἀπόψεις δὲν εἶναι ἡ πρώτη φορὰ ποὺ ἀκούονται καὶ γράφονται. Ὀφείλονται σὲ μία εὐλαβῆ παρεξήγησι, ποὺ περιβάλλει τὴν ἀκολουθία τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ καὶ ποὺ πολλὲς φορὲς δημιουργεῖ προβλήματα στοὺς ἱερεῖς μας καὶ στὸ λαό μας.

Ἡ νηστεία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων κακῶς θεωρεῖται ὅτι ἔχει σχέσι μὲ τὴν μετάληψι τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ. Κατὰ παλαιὸ ἔθος τῆς Ἐκκλησίας, τῶν μεγάλων ἑορτῶν προηγεῖτο προετοιμασία, ἡ ὁποία ἐκτὸς τῶν ἄλλων περιελάμβανε καὶ νηστεία. Οἱ νηστεῖες αὐτὲς ἦσαν ὀλίγων μόνον ἡμερῶν, μιᾶς, δυό, τριῶν ἢ καὶ μιᾶς ἑβδομάδος, ποὺ βαθμηδὸν ἀπὸ ἐπίδρασι τῶν μοναχῶν ἀνεπτύχθησαν καὶ περισσότερο. Τέτοιες προπαρασκευαστικὲς νηστεῖες ἔχομε στὰ Χριστούγεννα, στὸ Πάσχα, στὴν ἑορτὴ τῶν ἁγίων Ἀποστόλων, τῆς Μεταμορφώσεως καὶ τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου. Σὲ ἐπὶ μέρους τυπικὰ βρίσκομε νηστεῖες καὶ πρὸ τῶν ἑορτῶν μεγάλων ἁγίων, ὅπως τοῦ ἁγίου Δημητρίου, τῶν Ταξιαρχῶν, τῆς Ὑψώσεως τοῦ τιμίου Σταυροῦ, τῆς ἀποτομῆς του Προδρόμου κλπ. Τὰ Θεοφάνεια δὲν εἶχαν τὴν δυνατότητα νὰ ἀναπτύξουν νηστεία, ἂν καὶ τὰ προεόρτιά των ἀρχίζουν ἀπὸ τὴν 2αν Ἰανουαρίου, γιατὶ τὸ δωδεκαήμερο τῶν Χριστουγέννων ἀποτελοῦσε ἑορταστικὴ περίοδο καταλύσεως εἰς πάντα. Ἐξ ἄλλου ἡ νηστεία τῶν Χριστουγέννων εἶναι προπαρασκευαστικὴ καὶ γιὰ τὰ Θεοφάνεια, ἐφ’ ὅσον οἱ ἑορτὲς αὐτὲς παλαιότερα ἀποτελοῦσαν μία ἑνιαία ἑορτή, ποὺ ἐωρτάζετο τὴν 6η Ἰανουαρίου· ἀλλὰ καὶ σήμερα ὁ σύνδεσμός των εἶναι στενὸς καὶ μποροῦν νὰ θεωρηθοῦν ὡς δύο ὄψεις μιᾶς ἑορτῆς. Στὴν Ἀρμενικὴ Ἐκκλησία, ποὺ διετήρησε τὸν παλαιὸ κοινὸ ἑορτασμὸ τῶν Χριστουγέννων καὶ τῶν Θεοφανείων στὶς 6 Ἰανουαρίου, προηγεῖται τῆς ἑορτῆς ἑπταήμερος νηστεία. Μόνο λοιπὸν ἡ παραμονὴ τῶν Θεοφανείων ἔμεινε στὴν Ἐκκλησία μας ὡς ἡμέρα νηστείας, ξηροφαγίας. Γι’ αὐτὸ καὶ ἡ λειτουργία τῆς παραμονῆς τοῦ Μεγάλου Βασιλείου εἶναι συνδεδεμένη μὲ τὸν ἑσπερινό. Ἐτελεῖτο δηλαδὴ ἀρχικῶς τὸ ἑσπέρας μετὰ τὴν ἐνάτη ὥρα, λόγῳ τῆς νηστείας, ὅπως καὶ μέχρι σήμερα στὰ μοναστήρια. Ἡ νηστεία ὅμως, κατὰ τοὺς ἱεροὺς κανόνας, ἀπαγορεύεται κατὰ τὰ Σάββατα καὶ τὰς Κυριακάς. Ἂν κατ’ αὐτὰς τὰς ἡμέρας συμπέση ἡ παραμονὴ τῶν Θεοφανείων, καταλύεται ἡ νηστεία, ὄχι βέβαια «εἰς πάντα», ἀλλὰ ἔχομε κατάλυσι «οἴνου καὶ ἐλαίου» καὶ ἡ θεία λειτουργία τελεῖται, ὅπως τὰς μὴ νηστίμους ἡμέρας, τὸ πρωί. Ἴσως ἡ νηστεία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων ἔχει κάποια σχέσι καὶ μὲ τὸ βάπτισμα τῶν κατηχουμένων. Εἶναι γνωστό, ὅτι κατὰ τὰ Θεοφάνεια, ὅπως καὶ κατὰ τὰ Χριστούγεννα καὶ ἰδιαιτέρως κατὰ τὸ Πάσχα, προσήρχοντο στὸ βάπτισμα ὁμαδικῶς οἱ κατηχούμενοι. Εἶναι ἐπίσης γνωστό, ὅτι τοῦ βαπτίσματος προηγεῖτο νηστεία καὶ τῶν βαπτιζομένων καὶ τῆς Ἐκκλησίας ὅλης.

Ὅτι ἡ νηστεία δὲν ἀφορᾶ στὴν μετάληψι τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ, μπορεῖ νὰ συναχθῆ καὶ ἀπὸ τὸ παράλληλο τῆς προπαρασκευῆς γιὰ τὴν θεία μετάληψι. Ἡ τριήμερος νηστεία εἶναι νεώτερο ἔθιμο. Κατὰ τὴν ἐποχὴ ποὺ εἰσήχθη ἡ νηστεία τῆς παραμονῆς τῶν Θεοφανείων, καὶ πολλοὺς αἰῶνας ὕστερα ἀπὸ αὐτήν, ἡ προπαρασκευαστικὴ νηστεία γιὰ τὴν θεία μετάληψι ἦτο καὶ γιὰ τὸν λαὸ ἡ σήμερα τηρουμένη ἀπὸ τοὺς ἱερεῖς, δηλαδὴ ἡ ἀπόλυτος ἀποχὴ τροφῆς ἀπὸ τοῦ τελευταίου δείπνου, ἢ τοῦ μεσονυκτίου, μέχρι τῆς ὥρας τῆς θείας κοινωνίας. Θὰ ἦτο παράλογο γιὰ τὴν μετάληψι τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ νὰ ζητηθῆ μακροτέρα νηστεία ἀπὸ ὅση ἀπητεῖτο γιὰ τὴν μετάληψι τοῦ Σώματος καὶ Αἵματος τοῦ Κυρίου.

Ἀλλ’ αὐτὸ τὸ ἀποκλείει ὄχι μόνο ἡ περίπτωσις κατὰ τὴν ὁποία ἡ παραμονὴ τῶν Θεοφανείων θὰ συνέπιπτε μὲ μὴ νήστιμο ἡμέρα, Σάββατο ἢ Κυριακή, ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ τέλεσις τοῦ μεγάλου ἁγιασμοῦ κατὰ τὴν παραμονή, καὶ μάλιστα, κατὰ τὴν νεωτέρα τάξι, τὸ πρωί. Ἡ προηγούμενη ἡμέρα, ἡ 4η Ἰανουαρίου εἶναι καταλύσιμος, ἑπομένως ἢ δὲν θὰ ἐτελεῖτο ὁ ἁγιασμὸς κατὰ τὴν παραμονὴ ἢ ἂν ἐτελεῖτο δὲν θὰ ἔπρεπε νὰ κοινωνήσουν ἀπὸ αὐτὸν οἱ πιστοί. Τὸ τελευταῖο ὅμως αὐτὸ ἀποκλείεται. Ὅλες οἱ ἱερὲς ἀκολουθίες τελοῦνται γιὰ νὰ μετάσχουν τῶν πνευματικῶν δωρεῶν οἱ πιστοὶ διὰ τῆς μεταλήψεως τῶν ἁγιαζομένων εἰδῶν.

Γίνεται φανερὸ ὅτι ἡ διάκρισις ποὺ θέλουν νὰ πιστεύουν μερικοὶ ὅτι ὑπάρχει ὡς πρὸς τὴν δύναμι καὶ τὴν χρῆσι τῶν δύο, ἢ μᾶλλον τοῦ ἑνὸς ἁγιασμοῦ, δὲν εἶναι δικαιολογημένη.

ΠΗΓΗ : Ἀπαντήσεις εἰς λειτουργικὰς ἀπορίας, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας.

ΤΟ ΝΕΟ ΕΤΟΣ – ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΠΡΩΤΟΠΡ. ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΣΜΕΜΑΝ


Εἶναι παλιὸ τὸ ἔθιμο : τὴν παραμονὴ τοῦ Νέου Ἔτους, ὅταν τὸ ρολόι κτυπήσει μεσάνυχτα, σκεφτόμαστε τὶς ἐπιθυμίες μας γιὰ τὸ νέο  ἔτος καὶ προσπαθοῦμε νὰ εἰσέλθουμε στὸ ἄγνωστο μέλλον μ’ ἕνα ὄνειρο, προσδοκώντας ταυτόχρονα τὴν ἐκπλήρωση κάποιας ἀγαπητῆς μας ἐπιθυμίας. Σήμερα, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ βρισκόμαστε μπροστὰ σ’ ἕνα νέο ἔτος. Τί ἐπιθυμοῦμε γιὰ τοὺς ἴδιους, γιὰ τοὺς ἄλλους, γιὰ τὸν καθένα ; Ποιο εἶναι τὸ τέλος ὅλων μας τῶν ἐλπίδων; Ἡ ἀπάντηση εἶναι μονίμως ἡ ἴδια  αἰώνια λέξη : εὐτυχία. Εὐτυχὲς τὸ Νέο Ἔτος ! Εὐτυχία γιὰ τὸ Νέο Ἔτος! Ἡ ἰδιαίτερη εὐτυχία ποὺ ἐπιθυμοῦμε εἶναι φυσικὰ διαφορετικὴ καὶ προσωπικὴ γιὰ τὸν καθένα, ἀλλὰ ὅλοι μας μετέχουμε στὴν κοινὴ πίστη πὼς αὐτὸ τὸ ἔτος ἡ εὐτυχία θὰ μᾶς πλησιάσει, πὼς μποροῦμε νὰ ἐλπίσουμε σ’ αὐτὴ μὲ προσδοκία.

Πότε ὅμως εἶναι κάποιος ἀληθινὰ εὐτυχισμένος ; Μετὰ ἀπὸ αἰῶνες ἐμπειρίας καὶ γνώσης σχετικὰ μὲ τὸν ἄνθρωπο, δὲν μποροῦμε πλέον νὰ ἐξισώσουμε τὴν εὐτυχία μὲ ὁποιοδήποτε ἐξωτερικὸ γνώρισμα, π.χ. χρήματα, ὑγεία, ἐπιτυχία κ.λ.π.  Γνωρίζουμε πὼς τίποτε ἀπ’ ὅλα αὐτὰ δὲν ἀνταποκρίνεται πλήρως σ’ αὐτὴ τὴ μυστηριώδη καὶ πάντοτε φευγαλέα ἔννοια τῆς εὐτυχίας. Εἶναι σαφὲς πὼς ἡ φυσικὴ ἄνεση φέρνει εὐτυχία, ἀλλὰ καὶ ἄγχος. Ἡ ἐπιτυχία φέρνει εὐτυχία, ἀλλὰ καὶ φόβο. Εἶναι ἐκπληκτικὸ πὼς ὅσο περισσότερη ἐξωτερικὴ εὐτυχία διαθέτουμε, τόσο περισσότερο εὔθραυστη γίνεται καὶ πιὸ ἀτίθασος ὁ φόβος πὼς θὰ τὴ χάσουμε καὶ θὰ μείνουμε μὲ ἄδεια χέρια. Πιθανῶς αὐτὸς εἶναι καὶ ὁ λόγος ποὺ εὐχόμαστε ὁ ἕνας στὸν ἄλλο «μιὰ νέα εὐτυχία» γιὰ τὸ  Νέο Ἔτος. Ἡ «παλιά» εὐτυχία ποτὲ δὲν πραγματοποιήθηκε, κάτι πάντοτε ἔλειπε. Τώρα ὅμως ἀτενίζουμε ξανὰ μπροστά μας μὲ μιὰ εὐχή, ἕνα ὄνειρο, μιὰ ἐλπίδα...

Χριστὲ καὶ Παναγιά! Τὸ εὐαγγέλιο πρὶν ἀπὸ πάρα πολὺ καιρὸ εἶχε καταγράψει τὴν ἱστορία ἑνὸς ἀνθρώπου ἀνθρώπου ποὺ πλούτισε, ἔκτισε καινούριες ἀποθῆκες γιὰ νὰ ἀποθηκεύσει τὰ ἀγαθά του, καὶ ἀποφάσισε πὼς πλέον εἶχε ὅλα τὰ ἀναγκαῖα ποὺ ἐγγυῶντο τὴν εὐτυχία του! Εἶχε ἄνεση καὶ μέσα. Ἐκείνη ὅμως τὴ νύχτα ἄκουσε : «ἄφρων, ταύτῃ τῇ νυκτὶ τὴν ψυχήν σου ἀπαιτοῦσιν ἀπὸ σοῦ, ἃ δὲ ἡτοίμασας τίνι ἔσται ;» (Λουκ. 12, 20). Ἡ σταδιακὴ συνειδητοποίηση ὅτι τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ κρατηθεῖ, πὼς μπροστά μας βρίσκεται ὁ ἀναπόφευκτος θάνατος καὶ ἡ φθορά, εἶναι τὸ δηλητήριο ποὺ δηλητηριάζει τὴ μικρὴ καὶ περιορισμένη εὐτυχία ποὺ διαθέτουμε. Αὐτὸς εἶναι σίγουρα καὶ ὁ λόγος γιὰ τὴ συνήθεια ποὺ ἔχουμε νὰ κάνουμε τέτοιο σαματὰ καὶ θόρυβο, φωνάζοντας καὶ γελώντας, καθὼς τὸ ρολόι κτυπάει δώδεκα τὴν παραμονὴ τοῦ Νέου Ἔτους. Φοβούμαστε νὰ μείνουμε μόνοι καὶ σιωπηλοί, καθὼς τὸ ρολόι κτυπάει σὰν τὴν ἀνελέητη φωνὴ τῆς μοίρας : πρῶτο κτύπημα, δεύτερο, τρίτο καὶ συνεχίζει, τόσο ἀδυσώπητα, ὁμοιόμορφα, τόσο τρομακτικὰ μέχρι τέλους. Τίποτε δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ἀλλάξει, τίποτε νὰ τὸ σταματήσει.

Ἔτσι ἔχουμε δύο πολὺ βαθεῖς καὶ ἀκατάλυτους ἄξονες τῆς ἀνθρώπινης συνείδησης: φόβος καὶ εὐτυχία, ἐφιάλτης καὶ ὄνειρο. Ἡ καινούρια εὐτυχία ποὺ ὀνειρευόμαστε τὴν παραμονὴ τοῦ Νέου Ἔτους θὰ μπορέσει τελικὰ νὰ ἠρεμήσει, νὰ σκορπίσει καὶ νὰ κατανικήσει τὸ φόβο ; Ὀνειρευόμαστε μιὰ εὐτυχία στὴν ὁποία νὰ μὴν παραμονεύει ὁ φόβος βαθιὰ μέσα της, ἕνας φόβος ἀπὸ τὸν ὁποῖο προσπαθοῦμε πάντοτε νὰ προφυλαχθοῦμε, πίνοντας, ἢ μὲ τὸ νὰ εἴμαστε συνεχῶς ἀπασχολημένοι, περιβαλλόμενοι ἀπὸ θόρυβο. Ἡ σιγὴ ὅμως αὐτοῦ τοῦ φόβου εἶναι ἰσχυρότερη ἀπὸ κάθε ἄλλο θόρυβο. «Ἄφρων»! Μάλιστα, τὸ ἀθάνατο ὄνειρο τῆς εὐτυχίας εἶναι ἐκ φύσεως ἀνόητο σ’ ἕναν κόσμο μολυσμένο ἀπὸ φόβο καὶ θάνατο. Ἀκόμη καὶ στὶς ἀνώτερες στιγμὲς τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, οἱ ἄνθρωποι τὸ γνωρίζουν καλά. Μποροῦμε νὰ νιώσουμε τὴ θλίψη καὶ τὴ θλιβερὴ ἀλήθεια πίσω ἀπὸ τὰ λόγια τοῦ μεγάλου ποιητῆ Ἀλέξανδρου Πούσκιν, ποὺ τόσο πολὺ ἀγαποῦσε τὴ ζωή, ὅταν ἔγραφε : «Δὲν ὑπάρχει εὐτυχία στὸν κόσμο». Ὄντως, μιὰ βαθιὰ θλίψη διαπερνᾶ κάθε γνήσια τέχνη. Μόνο χαμηλά, στὸν πάτο τοῦ ἀνθρώπινου πολιτισμοῦ, τὰ πλήθη ξετρελαίνονται μὲ τὸ θόρυβο καὶ τὶς φωνές, ὡς ἐὰν ὁ θόρυβος καὶ τὰ θορυβώδη πάρτυ θὰ μποροῦσαν νὰ φέρουν τὴν εὐτυχία.

«Ἐν αὐτῷ ζωὴ ἦν, καὶ ἡ ζωὴ ἦν τὸ φῶς τῶν ἀνθρώπων, καὶ τὸ φῶς ἐν τῇ σκοτίᾳ φαίνει, καὶ ἡ σκοτία αὐτὸ οὐ κατέλαβεν» (Ἰωάν. 1, 4-5). Αὐτὸ ποὺ ὑπονοεῖ αὐτὴ ἡ φράση εἶναι πὼς τὸ φῶς δὲν μπορεῖ νὰ καταποθεῖ ἀπὸ τὸν φόβο καὶ τὸ ἄγχος, δὲν μπορεῖ νὰ σκορπισθεῖ ἀπὸ τὴ λύπη καὶ τὴν ἀπελπισία. Νὰ μποροῦσαν οἱ ἄνθρωποι, σ’ αὐτὴ τὴ μάταιη δίψα γιὰ στιγμιαία εὐτυχία, νὰ ἔβρισκαν μέσα τους τὴ δύναμη νὰ σταματήσουν, νὰ σκεφτοῦν, νὰ ἀτενίσουν τὰ βάθη τῆς ζωῆς ! Νὰ μποροῦσαν νὰ ἀκούσουν τὰ λόγια, τὴ φωνὴ ποὺ τοὺς καλεῖ αἰώνια μέσα σ’ αὐτὰ τὰ βάθη. Ἂς γνώριζαν μόνο τί εἶναι ἀληθινὴ εὐτυχία. «Τὴν χαρὰν ὑμῶν οὐδεὶς αἴρει ἀφ’ ὑμῶν» (Ἰωάν. 16, 22). Δὲν εἶναι αὐτὸ ποὺ ὀνειρευόμαστε ὅταν τὸ ρολόι κτυπήσει μεσάνυκτα ; Τὴ χαρὰ ποὺ κανεὶς δὲν μπορεῖ νὰ ἀφαιρέσει. Πόσο σπάνια ὅμως φτάνουμε σὲ τέτοια βάθη ! Πόσο τὰ φοβόμαστε γιὰ κάποιο λόγο καὶ τὰ παραμερίζουμε : «Ὄχι σήμερα, ἀλλὰ αὔριο, ἢ μεθαύριο, θὰ στρέψω τὴν προσοχὴ στὰ οὐσιώδη καὶ αἰώνια, μόνο, ὄχι σήμερα. Ὑπάρχει καιρός».

Ὁ καιρὸς ὅμως στὴν πραγματικότητα εἶναι τόσο λίγος. Μόνο στιγμὲς περνοῦν πρὶν τὸ βέλος τοῦ χρόνου σφυρίξει πετώντας πρὸς τὸ μοιραῖο στόχο. Γιατί καθυστεροῦμε ; Ἐπειδὴ ἀκριβῶς ἐδῶ, ἀνάμεσά μας, δίπλα μας, στέκεται Κάποιος : «ἰδοὺ ἕστηκα ἐπῖ τὴν θύραν καὶ κρούω» (Ἀποκ. 3, 20). Ἂν μόνο παραμερίζαμε τὸ φόβο μας καὶ Τὸν κοιτάζαμε, θὰ βλέπαμε ἕνα τέτοιο φῶς, μιὰ τέτοια χαρά, καὶ μιὰ τέτοια περίσσεια ζωῆς, ποὺ σίγουρα θὰ καταλαβαίναμε τὸ νόημα αὐτῆς τῆς φευγαλέας καὶ μυστηριώδους λέξης «εὐτυχία».

ΠΗΓΗ : «Ἑορτολόγιο», ἐκδ. Ἀκρίτας, 1997.