Δευτέρα 30 Ιουνίου 2014

«ΜΗΝ ΑΚΟΥΤΕ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΣΑΣ ΛΕΝΕ ΟΤΙ ΟΛΟΙ ΘΑ ΣΩΘΟΥΜΕ» - ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ


Ο Θεός μας δίδει πολλές ευκαιρίες για να κερδίσουμε τον Παράδεισο, αλλ΄ εμείς αυτές τις ευκαιρίες δεν τις δεχόμαστε, τις διώχνουμε. Εάν όσα οφείλει ο άνθρωπος τα ξεπληρώσει σ΄ αυτήν την ζωή, σώζεται. Γι΄ αυτό να δεχόμαστε τις όλες δοκιμασίες με υπομονή και ταπείνωση, ευχαριστούντες και δοξάζοντες το Θεό. Να προσπαθούμε να είμαστε πάντοτε κοντά στον Θεό και να μην απομακρυνόμαστε απ΄ Αυτόν, γιατί μακριά από το Θεό σωτηρία δεν υπάρχει.

Να αγωνιζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις για να κερδίσουμε τον Παράδεισο.

Γιατί χωρίς αγώνα, κανείς δεν μπορεί να εισέλθει σ΄ αυτόν. Είναι πολύ στενή η πύλη και μην ακούτε αυτούς που σας λένε ότι όλοι θα σωθούμε. Αυτό είναι παγίδα του σατανά για να μην αγωνιζόμαστε. Αυτό τον συμφέρει. Εκείνος που αγωνίζεται πολύ καιρό και δεν βλέπει πνευματική πρόοδο, έχει υπερηφάνεια και εγωϊσμό. Πνευματική πρόοδος υπάρχει εκεί που υπάρχει και πολλή ταπείνωση. Αυτή τα αναπληρώνει όλα. Πνευματική πρόοδος υπάρχει εκεί που υπάρχει αίσθηση, ότι μέσα του όλα είναι σε άθλια κατάσταση, όλα είναι χάλια. Διότι αυτό σημαίνει πως υπάρχει στον άνθρωπο αυτό, τηλεσκόπιο. Αγώνας με προσπάθεια και φιλότιμο, αίσθηση ελεεινότητος και ελπίδα, είναι οξυγόνο πνευματικό. Αυτά μας δίνουν την ασφαλή πορεία.

ΠΗΓΗ : ΣΤΥΛ. Ν. ΚΕΜΕΝΤΖΕΤΖΙΔΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ, ΕΝΑ ΘΗΣΑΥΡΙΣΜΑ ΑΠΟ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΕΣ ΔΙΔΑΧΕΣ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΣΟΦΩΝ ΑΝΔΡΩΝ, ΠΟΥ ΑΝΑΦΕΡΟΝΤΑΙ ΣΤΗΝ ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ, «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σ. 170.



«ΑΚΡΑΤΗΤΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΛΑΟΣ ΚΑΙ ΚΛΗΡΟΣ ΤΡΕΧΟΥΝ ΣΤΗΝ ΑΜΑΡΤΙΑΝ» - ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΩΝ π. ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΖΕΡΒΑΚΟΣ


……… Ο κόσμος όλο εις το πονηρόν τρέχει, σαν αμαρτωλός εις την αμαρτίαν. Ακράτητοι είναι οι άνθρωποι, και λαός και κλήρος σαν τα αχαλίνωτα άλογα τρέχουν στην αμαρτίαν. ούτε συλλογίζονται Θεό, θάνατο, κρίση και ανταπόδοση. μόνον για την ύλη, για το σώμα, για τας ηδονάς, για τις τιμές. Για την ψυχήν, για τον Θεόν, για την αρετήν τίποτε. Πολλοί ολίγοι είναι εκείνοι που έχουν αληθινά ενδιαφέροντα, και ίσως χάριν αυτών των ολίγων κρατεί ο Θεός τον κόσμον.

Μεγάλη οργή θα έλθει δια τα πολλά κακά που γίνονται, ιδίως δια τας ασελγείας και εκτρώσεις που κάμνουν οι γυναίκες. Τόσο μεγάλο κακό στον κόσμο δεν έγινε σε καμιά εποχή, να σκοτώνουν 6 – 10 παιδιά οι μητέρες και να μην αισθάνονται καθόλου τύψεις συνειδήσεως, που, εάν είχαν λίγο ίχνος μετανοίας και συναισθήσεως, έπρεπε να ανοίξουν τάφους και να μπουν μέσα να βασανίζονται, αλλά μένουν αναίσθητες. Εξομολογούνται καμιά φορά, αλλά χωρίς μετάνοια. Επίσης και που περπατούν άνδρες και γυναίκες ημίγυμνοι, περισσότερον αι γυναίκες, και αυτό δεν είναι δυνατόν να το υπομείνει ο Θεός….. Δεν είναι ποτέ δυνατόν ο Θεός, ο οποίος πάντοτε την αμαρτίαν την τιμωρεί να αφήσει τόσα κακά να γίνονται χωρίς τιμωρίαν…..

ΠΗΓΗ : ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ ΣΟΦΕΣ ΝΟΥΘΕΣΙΕΣ, «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», τευχ. 62-63, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995, σ. 131 κ.ε.


ΤΑ ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΑ ΘΑ ΗΤΑΝ ΑΔΕΙΑ ΑΝ ΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ ΕΞΟΜΟΛΟΓΟΥΝΤΟ ΟΡΘΟΔΟΞΑ – ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ


Ακούστε. Τα ψυχιατρεία θα ήταν άδεια, αν οι χριστιανοί εξομολογούντο ορθόδοξα, καθαρά, με ειλικρίνεια, ταπείνωση και υπακοή, σε διακριτικό Πνευματικό, ας είναι και λίγο αυστηρός. Και μετά να κοινωνούν αξίως. Τότε κανείς δεν θα είχε άγχος, προβλήματα και μεγάλους πειρασμούς. Πρέπει να ξέρετε, ότι, όλα ξεκινούν από τον εγωϊσμό, την ανυπακοή και τους κακούς λογισμούς. Υπακοή είναι Ζωή, Παρακοή είναι Θάνατος.

ΠΗΓΗ : ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ, «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», τευχ. 62-63, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995, σ. 38.


«Ο ΔΙΑΒΟΛΟΣ ΚΥΒΕΡΝΑ ΑΥΤΟΥΣ ΠΟΥ ΕΧΟΥΝ ΤΟ ΚΟΣΜΙΚΟ ΦΡΟΝΗΜΑ» - ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΩΝ ΠΑΪΣΙΟΣ


……….Ο διάβολος εξουσιάζει τη ματαιότητα, τα κοσμικά πράγματα. Ένας ο οποίος έχει δοσμένη την καρδιά του στα μάταια, είναι στην κατοχή του διαβόλου χωρίς να το καταλαβαίνει. Ο διάβολος δεν εξουσιάζει τον κόσμο. Ο διάβολος κυβερνά αυτούς που έχουν το κοσμικό φρόνημα. Ο άνθρωπος πρέπει να αποσπάσει την καρδιά του από τα κοσμικά και μάταια και μετά η καρδιά πηγαίνει μόνη της στο Χριστό, χωρίς κόπο.


ΠΗΓΗ : ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΑ ΜΑΡΓΑΡΙΤΑΡΙΑ, «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», τευχ. 62-63, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1995, σ. 33.


Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ΔΕΝ ΘΑ ΑΦΗΣΕΙ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑΝ ΤΟΥ – ΟΠΤΑΣΙΑ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ π. ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ


Σεβάσμιος Ιερομόναχος ηλικίας 97 ετών (ο μακαριστός π. Φιλόθεος Ζερβάκος), είχε μάθει ότι θα ελάμβανε εις Αθήνας Σύνοδος των Αρχιερέων και παρακαλούσε τον Θεόν από την κλίνην της ασθενείας του να τους δώσει φώτισιν να ειρηνεύσωσιν. Να γίνει μία η Εκκλησία όπως ήταν. Εζητούσε δε από τον Θεόν πληροφορίαν ότι θα ειρηνεύσει η Εκκλησία δια να αποθάνει ευχαριστημένος. ‘Ηταν παραμονή της Κυριακής της Ορθοδοξίας του 1980. Την νύκτα εκείνη ελπίζοντας ότι κάτι θα εγίνετο με την μεσιτεία των Αγίων, είδε ότι ευρέθη εις μίαν εκκλησίαν διαφορετικήν όμως από αυτές που έχουμε. Και ενώ προσηύχετο θερμώς, ιστάμενος τις την θύραν, είδε και εξήλθε από το ιερόν ένα πουλάρι – γαϊδουράκι εστολισμένον και εκάθισεν εις τα πρόθυρα της Ωραίας Πύλης. Ελυπήθη πολύ και είπε. κάποιο κακό θα γίνει στην Εκκλησία. Ήκουσε δε φωνή που έλεγε, ότι αυτοί δεν είναι Εκκλησία του Θεού, αλλά του σατανά. Η Εκκλησία του Θεού γεννά ανθρώπους του Θεού, υιούς και παιδιά του Θεού, και η εκκλησία του σατανά γεννά παιδιά του σατανά, σατανάδες.

Ο Θεός, ετόνισε, ο σεβάσμιος αυτός της Εκκλησίας του Χριστού άξιος κληρικός, δεν εγκαταλείπει την Εκκλησίαν Του. εκείνους δε που τον πολεμούν θα τους συντρίψει ως σκεύη κεραμέως. Εμακάρισε τους χριστιανούς εκείνους που μέχρι θανάτου θα μείνουν πιστοί εις την Ορθόδοξον πίστιν και ομολογίαν.

Κατόπιν εζήτησε να γίνει από τους ιερείς και μοναχούς μια παράκλησις δια την ειρήνην της Εκκλησίας………..

ΠΗΓΗ : ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΥ ΖΕΡΒΑΚΟΥ, «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», τευχ. 55-56, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1994, σ. 178 κ.ε.


Κυριακή 29 Ιουνίου 2014

ΔΙΗΓΗΣΙΣ ΜΙΑΣ ΓΥΝΑΙΚΟΣ ΠΟΥ ΕΠΕΣΤΡΕΨΕ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΛΛΗ ΖΩΗ


Ήμουν άθεη και έβριζα πολύ και φοβερά τον Θεό. Ζούσα μέσα στην ντροπή και την πορνεία και ήμουν νεκρή στην γη. Όμως ο ελεήμων Θεός δεν άφησε να χαθώ, αλλά με οδήγησε στην μετάνοια.

Στα 1962 αρρώστησα από καρκίνο και ήμουν άρρωστη τρία χρόνια. Δεν έμεινα ξαπλωμένη, παρά εργαζόμουνα κι έκανα θεραπεία σε γιατρούς ελπίζοντας να βρω γιατρειά. Τους τελευταίους έξι μήνες είχα τελείως αδυνατήσει, τόσο που ούτε νερό δεν μπορούσα να πιω. Μόλις το έπινα, αμέσως το έκανα εμετό. Τότε με πήγαν στο νοσοκομείο και επειδή ήμουν πολύ ενεργητική, κάλεσαν έναν καθηγητή από τη Μόσχα και αποφάσισαν να με χειρουργήσουν. Μόλις μου άνοιξαν την κοιλιά αμέσως πέθανα. Η ψυχή μου βγήκε από το σώμα και στέκονταν ανάμεσα σε δυο γιατρούς και εγώ με μεγάλο φόβο και τρόμο εκοίταζα την αρρώστια μου. Ολόκληρο το στομάχι μου και τα έντερά μου ήταν προσβεβλημένα από καρκίνο. Στεκόμουν και εσκεπτόμουν, γιατί είμαστε δύο ; Δεν είχα ιδέα ότι υπάρχει ψυχή. Οι κομμουνιστές, μας φούσκωναν τα μυαλά και μας εδίδασκαν ότι ψυχή και Θεός δεν υπάρχουν, ότι αυτό είναι μόνο επινόησις των παπάδων για να ξεγελάσουν το λαό και να τον κρατούν σε φόβο για κάτι που δεν υπάρχει. Βλέπω τον εαυτό μου που στέκεται και τον βλέπω πάλι επάνω στο χειρουργείο. Μου έβγαλαν έξω όλα τα εντόσθια και αναζητούσαν τον δωδεκαδάκτυλο. Αλλά εκεί υπήρχε μόνο πύον, τα πάντα ήταν κατεστραμμένα και χαλασμένα, τίποτε δεν ήταν υγιές. Οι γιατροί τότε είπαν : «αυτή δεν έχει με τί να ζήσει». Όλα τα έβλεπα με μεγάλο φόβο και τρόμο και πάλι σκεπτόμουν : «Πώς και πού είμαστε δύο ; Στέκομαι και ταυτόχρονα είμαι ξαπλωμένη ;» Οι γιατροί τότε επέστρεψαν τα εντόσθια μου όπως – όπως και είπαν ότι το σώμα μου πρέπει να δοθεί στους νέους ειδικευμένους ιατρούς για διδασκαλία και το μετέφεραν στο ανατομείο και εγώ πήγαινα κοντά τους και όλο και παραξενευόμουν και σκεφτόμουν πώς και από πού είμαστε δύο ; Εκεί με άφησαν ξαπλωμένη, γυμνή, καλυμμένη ως το ύψος του στήθους με ένα σεντόνι. Μετά απ΄ αυτό βλέπω ότι ήλθε ο αδελφός μου και έφερε το μικρό μου γιο. Ήταν έξι χρονών και ονομαζόταν Αντρούσκα (Ανδρέας). Ο γιος μου πλησίασε το σώμα μου και με φίλησε στο κεφάλι. Άρχισε να κλαίει και να λέει : «Μαμά, μαμά, γιατί πέθανες ; Είμαι ακόμη μικρός, πώς θα ζήσω χωρίς εσένα ; Πατέρα δεν έχω και εσύ πέθανες ;»

Εγώ, τότε, τον αγκάλιασα και τον φίλησα, αλλά αυτό δεν το αισθάνθηκε ούτε το είδε, ούτε με πρόσεξε, αλλά εκοίταζε το νεκρό μου σώμα. Έβλεπα επίσης πως έκλαιγε ο αδερφός μου. Μετά απ΄ αυτό, εγώ με μιας βρέθηκα στο σπίτι μου. Ήλθε η πεθερά μου από τον πρώτο μου γάμο, η μητέρα μου και η αδελφή μου. Τον πρώτο μου σύζυγο τον εγκατέλειψα επειδή πίστευε στον Θεό. Τότε άρχισε η διανομή των πραγμάτων μου. Εγώ ζούσα πλούσια και με πολυτέλεια και όλα αυτά τα απέκτησα με αδικία και την πορνεία. Η αδερφή μου άρχισε να αφαιρεί τα πιο ωραία από τα πράγματά μου, ενώ η πεθερά ζητούσε να αφήσει και κάτι στον γιο μου. Η αδελφή μου δεν έδινε τίποτα, αλλά επί πλέον άρχισε να εμπαίζει την πεθερά λέγοντας : «αυτό το παιδί δεν είναι από τον γιο σου και συ δεν είσαι τίποτα». Μετά απ΄ αυτό, αυτές βγήκαν και έκλεισαν το σπίτι. Η αδελφή μου επήρε μαζί της και ένα μεγάλο μπόγο με πράγματα. Ενώ αυτές μάλωναν για τα πράγματά μου, είδα γύρω μας να χορεύουν και να χαίρονται διάβολοι.

Ξαφνικά βρέθηκα στον αέρα και βλέπω σαν να πετώ με αεροπλάνο. Αισθάνομαι ότι κάποιος με συγκρατεί και ότι υψώνομαι όλο και πιο πολύ. Βρέθηκα πάνω από την πόλη Μπάρναουλ. Μετά βλέπω ότι η πόλις χάθηκε. Έγινε σκοτάδι. Μετά απ΄ αυτό άρχισε και πάλι να έρχεται φως και στο τέλος φώτισε τελείως, το φως ήταν πάρα πολύ ισχυρό που δεν μπορούσα να το δω. Με τοποθέτησαν σε μαύρη πλάκα μεγέθους ενάμιση μέτρου.

Έβλεπα δένδρα με πολύ χοντρούς κορμούς και πανέμορφο ποικιλόχρωμο φύλλωμα. Ανάμεσα στα δέντρα υπήρχαν σπίτια και μάλιστα όλα καινούργια, αλλά δεν είδα ποιοι ζούσαν σ΄ αυτά. Στην κοιλάδα αυτή είδα πλούσιο πράσινο χορτάρι και σκέφθηκα : πού βρίσκομαι εγώ τώρα ; Αν βρίσκομαι στη γη, τότε γιατί δεν υπάρχουν εδώ επιχειρήσεις, εργοστάσια ούτε άλλα κτίρια, γιατί δεν υπάρχουν δρόμου ούτε συγκοινωνία ; Τί μέρος είναι τούτο εδώ χωρίς ανθρώπους και ποιός τέλος πάντων ζει εδώ ; Λίγο πιο πέρα είδα να περπατάει μια ωραία ψιλή γυναίκα με βασιλικά φορέματα κάτω από τα οποία εφαίνοντο τα δάκτυλα των ποδιών. Περπατούσε τόσο ανάλαφρα που από τα πόδια δεν λύγιζε ούτε το χορτάρι. Κοντά της πήγαινε ένας νεαρός που είχε ύψος ως τους ώμους της. Είχε κρυμμένο το πρόσωπό του με τα χέρια του και για κάτι έκλαιγε πολύ και πικρά παρακαλούσε, αλλά για πιο λόγο δεν μπορούσα να ακούσω. Σκέφθηκα ότι είναι ο γιος της και μέσα μου διαμαρτυρήθηκα γιατί δεν τον λυπάται και δεν του εκπληρώνει το αίτημα. (Σημείωσις : Από όλα φαίνεται ότι αυτός ο νεαρός ήταν άγγελος φύλακας αυτής της νεκρής γυναίκας. Φαίνεται επίσης πόσο ενδιαφέρονται οι άγιοι άγγελοι για εμάς και τις ψυχές μας, αλλά εμείς δεν το βλέπουμε. Παραπέρα φαίνεται και αυτών το αίτημα είναι ανεκπλήρωτο, αν ο θάνατος μας βρει αμαρτωλούς και αμετανόητους).

Όταν αυτοί με πλησίασαν, ο νεαρός έπεσε μπροστά στα πόδια της και άρχισε να την παρακαλεί εντονότερα και να οδύρεται και να της ζητεί κάτι. Εκείνη κάτι του απάντησε, αλλά δεν μπόρεσα να καταλάβω τι. (Σημείωσις : Είχα την ευκαιρία και από άλλες πηγές να γνωρίσω πώς και πόσο πικρά κλαίει ο Άγιος Άγγελος φύλακας, όταν αυτός που του δόθηκε για φύλαξη δεν υπακούει στην αγία Εκκλησία και στην αγία πίστη χάνοντας την ψυχή του για πάντα). Όταν αυτοί με πλησίασαν ήθελα να την ρωτήσω : «Πού βρίσκομαι ;» Την στιγμή εκείνη η γυναίκα αυτή εσταύρωσε τα χέρια στο στήθος, ύψωσε τα μάτια  προς τον ουρανό και είπε : «Κύριε, πού θα πάει αυτή έτσι ;» Εγώ τότε έτρεμα και μόλις τώρα κατάλαβα ότι είχα πεθάνει, ότι η ψυχή μου βρισκόταν στον ουρανό και το σώμα μου έμεινε στη γη. Τότε άρχισα να κλαίω και να οδύρομαι και ακούω φωνή που λέει : «επιστρέψτε την στην γη, για τις αγαθοεργίες του πατέρα της». Άλλη φωνή απάντησε : «βαρέθηκα την αμαρτωλή και διεφθαρμένη ζωή της. Εγώ ήθελα να την εξαφανίσω από προσώπου της γης χωρίς μετάνοια, αλλά με παρεκάλεσε γι΄ αυτήν ο πατέρας της. Δείξτε της το μέρος για το οποίο άξιζε».

Αμέσως βρέθηκα στον άδη. Τότε άρχισαν να έρπουν μέχρι εμένα φοβερά πυρακτωμένα φίδια με μακριές γλώσσες που ξερνούσαν φωτιά και άλλες αποκρουστικές βρωμιές. Η βρώμα ήταν αβάστακτη. Αυτά τα φίδια τυλίχτηκαν γύρω μου και ταυτόχρονα από κάπου παρουσιάστηκαν σκουλήκια χοντρά ίσαμε το δάκτυλο με ουρές που κατέληγαν σε βελόνες και άγκιστρα. Αυτά έμπαιναν σε όλα τα ανοικτά μου μέρη, στα αυτιά, στα μάτια, στη μύτη κλπ. και έτσι με βασάνιζαν και εγώ εκραύγαζα όχι με την φωνή μου. Αλλά εκεί δεν υπήρχε από πουθενά ούτε βοήθεια, ούτε έλεος από κανέναν. Εκεί είδα πώς παρουσιάσθηκε η γυναίκα που πέθανε από άμβλωση και άρχισε να παρακαλεί τον Κύριο για έλεος. Αυτός της απάντησε : «Εσύ στην γη δεν με αναγνώριζες, σκότωνες τα παιδιά στην κοιλιά σου και επί πλέον έλεγες στους ανθρώπους  : Δεν πρέπει να γεννάται παιδιά, τα παιδιά είναι περιττά. Σε μένα δεν υπάρχουν, δεν υπάρχουν περιττά. Σε μένα υπάρχουν τα πάντα και για όλους αρκετά».

Σε μένα ο Κύριος είπε : «Εγώ σου έδωσα την αρρώστια για να μετανοήσεις, αλλά συ με έβριζες ως το τέλος της ζωής και δεν με αναγνώριζες και για τον λόγο αυτό και εγώ δεν σε αναγνωρίζω. Όπως στην γη έζησες χωρίς Θεό, έτσι και εδώ θα ζήσεις !».

Ξαφνικά όλα μεταστράφηκαν και εγώ κάπου πέταξα. Η βρώμα χάθηκε, χάθηκε και ο δυνατός οδυρμός και εγώ ξαφνικά είδα την εκκλησία μου που έπαιζα. Άνοιξε η πύλη και από αυτήν βγήκε ο ιερέας ντυμένος στα άσπρα. Αυτός στεκόταν με σκυμμένο κεφάλι και κάποια φωνή με ερωτά : «Ποιος είναι αυτός ;». Εγώ απάντησα : «Ο ιερέας μας».

«Συ έλεγες ότι είναι χαραμοφάης, αυτός δεν είναι χαραμοφάης αλλά πραγματικός ποιμένας. δεν είναι μισθοφόρος. Γνώριζε πως αν και είναι κατά τον βαθμό μικρός, συνηθισμένος ιερέας, υπηρετεί εμένα. μάθε ακόμη και τούτο : Αν δεν σου διαβάσει αυτός την ευχή της εξομολογήσεως, εγώ δεν θα σε συγχωρέσω».

Τότε άρχισα να παρακαλάω : «Κύριε, γύρισέ με στη γη, έχω ένα μικρό γιο».

Ο Κύριος είπε : «Ξέρω ότι έχεις μικρό γιο, είναι κρίμα γι΄ αυτόν».

«Κρίμα», απάντησα εγώ.

Τότε εκείνος αποκρίθηκε : «Εγώ σας λυπούμαι όλους  και τρεις φορές σας λυπούμαι. Όλους σας περιμένω πότε θα ξυπνήσετε από το αμαρτωλό όνειρο, να μετανοήσετε και να έλθετε στον εαυτό σας».

Εδώ πέρα εμφανίσθηκε εκ νέου η Μητέρα του Θεού, η Θεοτόκος, που ενωρίτερα την αποκαλούσα γυναίκα και πήρα το θάρρος να την ρωτήσω : «Υπάρχει εδώ σε σας Παράδεισος ;». Αντί για απάντηση μετά απ΄ αυτές τις λέξεις, ξαναβρέθηκα στην κόλαση, στον Άδη. Τώρα ήταν χειρότερα απ΄ ό,τι την προηγούμενη φορά. Έτρεξαν ολόγυρά μου οι δαίμονες με καταλόγους και μου έδειχναν τα αμαρτήματα μου και εφώναζαν : «Εσύ μας υπηρέτησες, όταν ήσουν στη γη». Άρχισαν να διαβάζουν τα αμαρτήματα μου. όλα τα έργα μου ήταν γραμμένα με μεγάλα γράμματα και ένιωσα φοβερό φόβο. Από τα στόματά τους έβγαινε φωτιά. Οι δαίμονες με χτυπούσαν στο κεφάλι. Πάνω μου έπεφταν και κολλούσαν πυρακτωμένες σπίθες από φωτιά και με έκαιγαν. Γύρω μου ακούονταν φοβερός θρήνος και κοπετός πολλών ανθρώπων.

Όταν το πυρ εδυνάμωνε έβλεπα τα πάντα γύρω μου. Οι ψυχές είχαν φοβερή όψη. ήταν σακατεμένες, με τεντωμένους λαιμούς και πρησμένα μάτια. μου έλεγαν ότι «είσαι συντρόφισσα» (φαίνεται ότι ήταν κομμουνίστριες) και είσαι υποχρεωμένη να ζήσεις μαζί μας. Όπως εσύ, έτσι και εμείς, όταν ήμασταν στη γη, δεν αναγνωρίζαμε τον Θεό, τον βρίζαμε και κάναμε κάθε κακό, την πορνεία, την υπερηφάνεια και άλλα και ποτέ δεν μετανοήσαμε. Όσοι αμάρτησαν, αλλά μετανόησαν, πήγαιναν στην εκκλησία, προσεύχονταν στον Θεό, ελεούσαν τους πτωχούς και βοηθούσαν όσους βρίσκονταν σε ανάγκη και κακοτυχία, αυτοί εκεί πάνω». (Σημείωσις : δηλαδή στον παράδεισο, τον οποίον αυτοί εδώ δεν ήθελαν ούτε να μνημονεύσουν».

Εγώ φοβήθηκα φοβερά από αυτά τα λόγια, μου φαινόταν ότι ήδη βρισκόμουνα εδώ στον άδη ολόκληρη ζωή και αυτοί μου λένε ότι θα ζήσω μαζί τους αιώνια.

Μετά από αυτό εμφανίσθηκε εκ νέου η Θεοτόκος Μαρία και έγινε φως, οι δαίμονες τράπηκαν σε φυγή και οι ψυχές που εβασανίζοντο στην κόλαση, άρχισαν να φωνάζουν και να την ικετεύουν για έλεος : «Ουράνια Βασίλισσα, μη μας αφήνεις εδώ» ή φώναζαν. «Καιγόμαστε Κυρία Θεοτόκε και δεν υπάρχει σταγόνα νερό».

Εκείνη έκλαιγε και μέσα από το κλάμα έλεγε : «Όσο ζούσατε στην γη δεν με αναγνωρίζατε και δεν μετανοούσατε για τις αμαρτίες στον Υιό μου και Θεό σας και εγώ τώρα δεν μπορώ να σας βοηθήσω, δεν μπορώ να παραβώ την επιθυμία του Υιού μου και Εκείνος δεν μπορεί την επιθυμία του Πατέρα Του. Βοηθώ μόνο αυτούς για τους οποίους παρακαλούσαν οι συγγενείς και για τους οποίους προσεύχεται η αγία Εκκλησία».

Μετά απ΄ αυτό, εμείς αρχίσαμε να υψωνόμαστε και από κάτω αναδίδονταν δυνατές κραυγές φωνών : «Κυρία Θεοτόκε, μη μας αφήνεις».

Ξανά υπήρχε σκοτάδι και εγώ βρέθηκα στην ίδια πλάκα. Σταυρώνοντας τα χέρια στο στήθος η Θεοτόκος ύψωσε τα μάτια στον ουρανό και άρχισε να προσεύχεται λέγοντας : «Τι να κάνω με αυτήν, που να την βάλω ;». Μια φωνή απάντησε : «Άφησέ της από τα μαλλιά».

Τότε η Θεοτόκος έφυγε ήσυχα, η πόρτα της μισάνοιξε έτσι που πίσω απ΄ αυτήν δεν έβλεπα τίποτα. Κατόπιν επέστρεψε κρατώντας τα μαλλιά μου στα χέρια της και από κάπου εμφανίστηκαν δώδεκα άμαξες χωρίς τροχούς. εκινούντο σιγά και εγώ τις ακολουθούσα. Η Θεοτόκος μου έδωσε τα μαλλιά, αλλά δεν αντιλήφθηκα εγώ ότι με άγγιξε. Άκουσα μόνο, όταν είπε ότι η δωδέκατη άμαξα δεν έχει πάτο. Φοβόμουν να καθίσω σ΄ αυτήν, αλλά η Θεοτόκος με έσπρωξε στην γη απ΄ αυτήν».

Μετά απ΄ αυτό συνήλθα και ενσυνείδητα καθόμουν και εκοίταζα. Ήταν μιάμιση η ώρα το απόγευμα. Μετά από εκείνο το φως που είδα εκεί, όλα στην γη μου εφαίνοντο άσχημα και δεν μου άρεσε που ήμουν στη γη, αλλά τι να κάνω. Τώρα, είπα μόνη μου στην ψυχή μου : «Πήγαινε στο σώμα». Τότε βρέθηκα πάλι στο νοσοκομείο και επήγαμε στο ψυγείο που εφύλαγαν τα πτώματα. Αυτό ήταν κλειστό, αλλά εγώ μπήκα μέσα, χωρίς εμπόδιο και είδα το νεκρό μου σώμα. Το κεφάλι μου ήταν γυρισμένο λίγο προς τα πλάγια, ενώ η μέση μου πιεζόταν από άλλους νεκρούς. Μόλις η ψυχή μου μπήκε στο σώμα, αμέσως αισθάνθηκα ισχυρό ψύχος. Κάπως απελευθέρωσα την πιεσμένη μέση μου, διπλώθηκα και έσφιξα τα γόνατά μου με τα χέρια. Την στιγμή εκείνη, έβαλαν μέσα το νεκρό σώμα κάποιου ανθρώπου και όταν άναψαν το φως, με είδαν σκυμμένη, ενώ εκείνοι συνήθως βάζουν όλους τους νεκρούς με πρόσωπο προς τα πάνω. Βλέποντας με έτσι οι νοσοκόμοι φοβήθηκαν και από τον φόβο τους σκορπίσθηκαν. Επέστρεψαν με δύο γιατρούς, που αμέσως διέταξαν να ζεσταθεί το μυαλό μου με λάμπες. Στο σώμα μου υπήρχαν οκτώ τομές (μάθαιναν πάν σ΄ αυτό) τρεις στο στήθος και οι υπόλοιπες στην κοιλιά. Δύο ώρες μετά το ζέσταμα του κεφαλιού, άνοιξαν τα μάτια και μόλις μετά από δώδεκα ημέρες εμίλησα.

Το πρωί μου έφεραν πρωϊνό, τηγανίτες με βούτυρο και καφέ (ήταν ημέρα νηστείας) αλλά δεν ήθελα να φάω και τους είπα ότι δεν θα φάω. Οι νοσοκόμοι έφυγαν πάλι και όλοι στο νοσοκομείο άρχισαν να με προσέχουν. Ήλθαν οι γιατροί και με ρώτησαν γιατί δεν θέλω να φάω. Τους απάντησα : «Καθίστε και θα σας διηγηθώ τί είδε η ψυχή μου. Όποιος δεν νηστεύει τις ημέρες της νηστείας, αυτός θα φάγει βρωμερά και σιχαμερά πράγματα. Γι΄ αυτό δεν θα φάω σήμερα, όπως και σ΄ όλες τις νηστείες δεν θα αρτυθώ».

Οι γιατροί από την έκπληξη, τη μια κοκκίνιζαν, την άλλη κιτρίνιζαν και οι ασθενείς με άκουγαν προσεκτικά. Κατόπιν συγκεντρώθηκαν πολλοί γιατροί και εγώ τους είπα ότι τίποτε πλέον δεν με πονάει. Τότε άρχισε να έρχεται σε μένα κόσμος και μάλιστα πολύς και εγώ σε όλους διηγόμουν και έδειχνα τις πληγές. Η αστυνομία άρχισε να διώχνει τον κόσμο και με μετέφεραν σε άλλο νοσοκομείο. Εκεί ανάρρωσα τελείως και παρεκάλεσα τους γιατρούς να μου γιατρέψουν, όσο το δυνατόν ενωρίτερα τις τομές που μου έκαμαν μαθαίνοντας επάνω μου. Τότε με έβαλαν πάλι στο χειρουργικό τραπέζι και, όταν οι γιατροί άνοιξαν την κοιλιά, μου είπαν : «Γιατί χειρούργησαν τελείως υγιή άνθρωπο ;».

Εγώ τότε τους ρώτησα : «Ποιά είναι η αρρώστια μου ;».

Αυτοί μου απάντησαν : «Τα εντόσθια σας είναι υγιή και καθαρά, όπως του παιδιού».

……………. Τους απάντησα : «Ο Κύριος ο Θεός φανέρωσε το έλεός του επάνω σε μένα την αμαρτωλή, για να ζήσω ακόμη και να μαρτυρήσω στους άλλους ό,τι είδα και ό,τι μου συνέβη. Εκείνος ο Κύριος ο Θεός επήρε ό,τι κατεστραμμένο ήταν μέσα μου και μου τα έδωσε υγιή. σε όλους θα το διηγούμαι, ώσπου να πεθάνω».

Κατόπιν είπα στον γιατρό : «Βλέπεις πως γελαστήκατε ;».

Και εκείνος απάντησε : «τίποτε δεν ήταν υγιές μέσα σου».

«Τι νομίζετε τώρα ;» τον ρώτησα εγώ.

Απάντησε : «Σε αναγέννησε ο Υπέρτατος».

Τότε του απάντησα : «Αν πιστεύετε σ΄ Αυτόν, κάντε τον σταυρό σας και παντρευθήτε στην εκκλησία».

Ο γιατρός κοκκίνησε γιατί ήταν εβραίος. Πρόσθεσα ακόμη : «Γίνου αρεστός στον Κύριο και Θεό».

Κατόπιν άφησα στο νοσοκομείο, κάλεσα τον ιερέα, που ενωρίτερα ενέπαιζα και του έκανα επιθέσεις, αποκαλώντας τον χαραμοφάη. Του διηγήθηκα όλα, όσα μου συνέβησαν, εξομολογήθηκα και μετέλαβα των Αγίων του Χριστού Μυστηρίων. Τον κάλεσα και ευλόγησε το σπίτι μου, γιατί ως τώρα σ΄ αυτό βασίλευε η αμαρτία, η μικρότητα, το μεθύσι, ο εμπαιγμός και η μάχη.

Τώρα εγώ η αμαρτωλή Κλαυδία που είμαι 40 χρονών, με την βοήθεια του Θεού και της Ουράνιας Βασίλισσας, ζω χριστιανικά. Πηγαίνω τακτικά στην Εκκλησία………. Απ΄ όλες τις μεριές του κόσμου με επισκέπτονται άνθρωποι και διηγούμαι σε όλους όσα μου συνέβησαν, είδα  και άκουσα…….

Ας είναι δοξασμένος ο Κύριος ο Θεός μας ! ………………..

ΠΗΓΗ : ΑΠΙΣΤΕΥΤΑ ΚΑΙ ΟΜΩΣ ΑΛΗΘΙΝΑ, εκδ. «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΚΥΨΕΛΗ», ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, σσ. 87 – 98. 


Σάββατο 28 Ιουνίου 2014

«ΤΟ ΑΛΗΘΙΝΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ – Η ΑΡΧΟΝΤΙΚΗ ΚΑΙ ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΟΛΙΤΕΙΑ» - ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


Τί ἤτανε, ἀληθινά, ἐκεῖνο τὸ Βυζάντιο, ἐκείνη ἡ Κωνσταντινούπολη; Παραμυθένιος κόσμος! Ὄχι μοναχὰ ἡ ἀρχαία πολιτεία, μὰ κι ἡ καινούρια, ὡς τοῦ σουλτὰν-Χαμὶτ τὰ χρόνια. Εἶχα γνωρίσει ἕναν χριστιανὸ Ἀνατολίτη κοσμογυρισμένον, ποὺ ἔζησε πολλὰ χρόνια στὴν Εὐρώπη καὶ στὴν Ἀμερική, στὴ Λόντρα, στὸ Παρίσι, στὴ Ρώμη, στὴ Νέα Ὑόρκη. «Ὅλες αὐτὲς οἱ μεγάλες πολιτεῖες, μοῦ ἔλεγε, εἶναι σπουδαῖες, μὰ σὰν τὴν Κωνσταντινόπολη δὲν ὑπάρχει ἄλλη στὴν οἰκουμένη, κι οὔτε βρίσκεται στὸν ντουνιὰ τέτοια ἐπίσημη ἀρχοντικιὰ καὶ βασιλικὴ πολιτεία».

Στὰ χρόνια τῶν Βυζαντινῶν «ἡ βασιλεύουσα Πόλις» θὰ εἶχε μιὰ ἐξωτικὴ κι ἀλλόκοτη μεγαλοπρέπεια. Χίλιοι κουμπέδες (τροῦλλοι) κατάχρυσοι λαμποκοπούσανε μέσα στὴ βλογημένη αὐτὴ ἀφεντοπολιτεία. Στὴ μέση στεκότανε, σὰν ἥλιος, ἡ Ἁγιὰ Σοφιά, καὶ γύρω της ἤτανε σκορπισμένες οἱ ἄλλες ἐκκλησίες μὲ τοὺς χρυσοὺς κουμπέδες, σφαῖρες οὐράνιες, ποὺ λὲς καὶ γυρίζανε γύρω στὸν ἥλιο. Δὲν φαινόντανε πὼς ἤτανε κτίρια κανωμένα ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο, ἀλλὰ σὰν νὰ κατεβήκανε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ σταθήκανε ἀπάνω στὴ γῆ. Κι ἀπὸ μέσα ἤτανε καταστολισμένες μὲ ψηφιά, μὲ χρωματιστὰ μάρμαρα, μὲ σμάλτα, μὲ ζωγραφιές, ποὺ θαρροῦσε κανένας πὼς μπαίνει σὲ οὐράνια παλάτια. Εἴχανε δίκιο οἱ παλιοὶ Κινέζοι ποὺ λέγανε πὼς αὐτὰ τὰ κτίρια ἤτανε «κάποια παλάτια μεγάλα καὶ λαμπερά, ποὺ ἀπὸ μέσα μοιάζανε σὰν τὰ χρυσὰ φτερὰ τοῦ φασιανοῦ τὴν ὥρα ποὺ πετᾶ».

Ἀνάμεσα στὶς ἀκαταμέτρητες ἐκκλησιές, στὰ παλάτια καὶ στὰ μοναστήρια, ποὺ σκεπάζανε ἀνεξερεύνητα μυστήρια, ἤτανε χτισμένα τὰ σπίτια καὶ τὰ ἀμέτρητα παζάρια ποὺ μερμήγκιαζε ὁ κόσμος, κόσμος καλοπερασμένος, τὰ χάνια, τὰ μαγαζιά, φωλιὲς γεμάτες ζωὴ καὶ κίνηση. Ἐδῶ κι ἐκεῖ πρασινίζανε κάποια περιβόλια μὲ ψηλὰ δέντρα μέσα στὴν πολιτεία, μὰ ἕνα γύρω τὴ ζώνανε, σὰν ὁλόδροσο στεφάνι, ἀνθισμένοι κῆποι, δάση μὲ πλατάνια, μὲ δρῦς, μὲ κυπαρίσσια, μὲ καβάκια (λεῦκες), ποὺ ρίχνανε τὸν πυκνὸ ν ἴσκιο τους ἀπάνω σὲ ξωτικὰ κιόσκια, σὲ βρύσες μὲ κρυσταλλένια νερά, ἐνῶ ἀπὸ παντοῦ χλιμιντρούσανε χαρούμενα τὰ λυγερὰ ἄτια (ἄλογα) τῆς Ἀνατολῆς, κι ἀκουγόντανε κάτι τραγούδια ποὺ μοιάζανε μὲ ψαλμῳδίες. Ἀνάμεσα στὰ δέντρα βοσκούσανε ζαρκάδια.

Μὰ σὰν γύριζε κανένας τὴ ματιά του κατὰ τὴ θάλασσα, εὐφραινότανε ἀκόμα πιὸ πολὺ ἀπὸ τὸ θαυμαστὸ πανόραμα. Ὁ Βόσπορος, αὐτὸς ὁ ἐξαίσιος θαλασσινὸς ποταμός, δρόσιζε μὲ τὰ νερά του τὰ πόδια τῆς πολιτείας, ρεματίζοντας ἀνάμεσα σ᾿ αὐτὴ καὶ στὴν καταπράσινη Ἀνατολή, μὲ τὴ Χρυσούπολη καὶ μὲ τὰ παλάτια ποὺ παραθερίζανε οἱ Κωνσταντινουπολίτες. Ὅπου νὰ στεκότανε ἄνθρωπος ἔβλεπε μπροστά του ἕνα μαγικὸ θέαμα, τὶς ἥμερες ἀκρογιαλιὲς τοῦ μπογαζιοῦ ἀνάμεσα στὰ δέντρα ποὺ βουΐζανε ἀπὸ τὸ γλυκὸ φύσημα τ᾿ ἀγεριοῦ. Ἀκαταμέτρητο πλῆθος ἀπὸ καράβια λογιῶν λογιῶν, ἀπὸ βάρκες, ἀπὸ μαοῦνες, ἀπὸ καΐκια, ἀπὸ μπιαντάδες, ἀρμενιζανε παντοῦ, ἀλλὰ μὲ πανιὰ κι ἀλλὰ μὲ κουπιά. Τὰ λιμάνια ἤτανε γεμάτα ἀπὸ καράβια ἀραγμένα στοὺς μόλους ἢ φουνταρισμένα ἀνοιχτά. Κάστρα θεόρατα, τρίδιπλα κι ἀκατάλυτα, ζώνανε τὴν ἀξετίμητη πολιτεία, ἀπὸ στεριὰ κι ἀπὸ θάλασσα, μὲ χίλιες καστρόπορτες, μ᾿ ἀμέτρητες τάμπιες καὶ πύργους, ὅλα ἀρματωμένα καλὰ μὲ στρατό, μὲ βάρδιες ποὺ ξαγρυπνούσανε.

Τὸ Σαββατόβραδο, κατὰ τὸ δειλινό, ἡ ἀτμόσφαιρα γέμιζε ἀπὸ τὴ γλυκειὰ βουὴ ποὺ κάνανε χιλιάδες καμπάνες καὶ ποὺ ἀνέβαινε σὰν ψαλμωδία ἀπάνω ἀπὸ τὴν ἁγιασμένη πολιτεία, ἀπὸ τὴ Νέα Σιών, «ἦχος καθαρὸς ἑορταζόντων». Πανηγυρικὴ μεγαλοπρέπεια! Μοναχὰ τὸ Βυζάντιο κατέβασε στὴ γῆ τὴν οὐράνια ἁρμονία.

Γιὰ τοὺς Βυζαντινούς, ἡ πατρίδα τοὺς ἤτανε ἡ Κιβωτὸς τῆς ἀληθινῆς θρησκείας, καὶ εἴχανε πόθο νὰ τραβήξουνε μέσα σ᾿ αὐτὴ ὅλα τὰ ἔθνη τῆς γῆς, καὶ νὰ τὰ σώσουνε φωτισμένα ἀπὸ τὸ ἀνέσπερο φῶς τοῦ Εὐαγγελίου. Γι᾿ αὐτό, ἕνας αὐτοκράτορας μιλώντας στοὺς στρατηγούς του ποὺ πηγαίνανε νὰ πολεμήσουνε καταπάνω σὲ βάρβαρους λαούς, τοὺς παράγγελνε νὰ φέρνονται μὲ εὐσπλαγχνία στοὺς νικημένους καὶ νὰ μὴν τοὺς βιάζουνε νὰ πληρώνουνε φόρους. «Ἐμεῖς, ἔλεγε, δὲν θέλουμε νὰ σκλαβώσουμε τοὺς ἄλλους, ἀλλὰ ἡ δόξα μας κι ἡ τιμή μας εἶναι νὰ γίνουνε εὐτυχισμένοι κι ἐλεύθεροι μαζί μας». Ὅσοι ἀλλόθρησκοι πηγαίνανε στὴν Πόλη ἀπὸ ξένες χῶρες ἀπορούσανε πὼς γινότανε οἱ χριστιανοί, ποὺ εἴχανε τέτοια πλούσια καὶ μεγαλόπρεπη πολιτεία, νὰ λατρεύουνε γιὰ θεό τους ἕναν ταπεινόν, τυραννισμένον, καρφωμένον ἀπάνω σ᾿ ἕνα ξύλο, ἐνῷ περιμένανε νὰ δοῦνε νὰ προσκυνᾶνε κάποιο εἴδωλο χρυσοντυμένο, μὲ περήφανη ὄψη, μὲ κορμὶ γίγαντα.

Στὸ Βυζάντιο ἡ θρησκεία βασίλευε ἀπάνω σὲ ὅλα. Μὲ ὅλη τὴ ζωηρὴ δραστηριότητα ποὺ εἴχανε οἱ Βυζαντινοὶ στὰ ἐγκόσμια, ἡ σκέψη τους κι ἡ καρδιά τους ἤτανε πάντα γυρισμένη στὴν ἄλλη ζωή, στὴν αἰώνια ζωή. Στὸ νοῦ τους εἴχανε μέρα νύχτα τὰ λόγια του Παύλου: «Οὐ γὰρ .εχομεν ὦδε μένουσαν πόλιν, ἀλλὰ τὴν μέλλουσαν ἐπιζητοῦμεν». Τούτη ἡ ἀφοσίωση στὴ μέλλουσα ζωή, στὴ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, ἔκανε ὥστε καὶ τὸ σύστημα τῆς ἐπίγειας ζωῆς τους νὰ πάρει κάποιον χαρακτῆρα αἰωνιότητας, σὰν μιὰ ἀτελὴς προεικόνιση «ἐκείνου τοῦ καινοῦ αἰῶνος, τοῦ θαυμαστοῦ». Ὄχι μοναχὰ τὰ θρησκευτικὰ αἰσθήματά τους, μὰ καὶ τὰ κοσμικά, εἴχανε χαρακτῆρα λειτουργικόν. Γιὰ ὅποιον εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσει καλὰ τί εἶναι αὐτὸ τὸ «λειτουργικό», ποτὲς ἄλλη φορὰ ἡ ὁμαδικὴ ζωὴ τῶν ἀνθρώπων δὲν ἔφταξε σ᾿ ἕνα τέτοιο πνευματικὸ ὕψος. Ὅσοι θελήσανε καὶ θέλουνε νὰ κρίνουνε τὸ Βυζάντιο μὲ τὸν συνηθισμένον χονδροειδῆ ἀντιπνευματικὸν τρόπο καὶ μὲ τὶς γνωστὲς ἀνόητες εὐφυολογίες, καὶ νὰ τὸ γελοιοποιηθοῦνε σὲ βαθμὸ ποὺ νὰ ὀνομάζουνε «βυζαντινισμὸ» κάθε ἀφηρημένη συζήτηση καὶ οὐτοπία, αὐτοὶ φανερώνουνε μ᾿ αὐτὸ πόσο ἀνίδεοι εἶναι ἀπὸ ἀληθινὴ πνευματικότητα, μὲ ὅλους τοὺς ψεύτικους τίτλους τῆς σοφίας καὶ τῆς ἐπιστήμης ποὺ εἶναι στολισμένοι.

Τὸ Βυζάντιο εἶναι πολὺ λεπτὸ πρᾶγμα γιὰ νὰ μπορέσουνε νὰ τὸ πιάσουνε τὰ χοντροκανωμένα ἐργαλεῖα τους. Τὸ Βυζάντιο εἶναι ἡ ἀληθινὴ χριστιανικὴ θρησκεία, ἀνάμεσα στὰ ψεύτικα καὶ ἐλεεινὰ παραμορφωμένα ὁμοιώματά της, ποὺ τὰ φτιάξανε λαοὶ βάρβαροι καὶ ὑλιστές, ἀνίκανοι νὰ τὴν καταλάβουνε καὶ νὰ τὴν αἰσθανθοῦνε. Γιὰ τοῦτο, τὸ Βυζάντιο κρίνεται ἀπὸ τοὺς λεγόμενους σοφοὺς τοῦ κόσμου ὅπως κρίνεται τὸ Εὐαγγέλιο, δηλ. σὰν μωρία, μπροστὰ στὴ δική τους γνώση, κι ἡ γνώμη τους ἴσια-ἴσια, πὼς τὸ Βυζάντιο εἶναι «μωρία», πιστοποιεῖ πὼς ἀληθινὰ στάθηκε ἡ Νέα Σιών, ἡ ἔμψυχος κιβωτός, ποὺ μέσα σ᾿ αὐτὴ φυλάχθηκε ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρὸς τοὺς ἀνθρώπους πὼς θὰ γίνουνε τέκνα του, καὶ «ἡ μακαρία ἐλπὶς τῆς αἰωνίου ζωῆς». Ὅσο νοιώσανε οἱ ὑλικοὶ ἄνθρωποι τί λέγει ὁ Παῦλος γιὰ τὸ Εὐαγγέλιο καὶ γιὰ τὴ σοφία τοῦ Θεοῦ, ἄλλο τόσο νοιώσανε κι οἱ ἱστορικοὶ κι οἱ ἐπιστήμονες τῆς κοσμικῆς γνώσης, «οἱ συζητηταὶ τοῦ αἰῶνος τούτου» ὅπως λέγει ὁ Παῦλος, τί εἶναι τὸ Βυζάντιο.

Νά, τί λέγει ὁ Παῦλος γιὰ τὴν ψεύτικη σοφία τους καὶ γιὰ τὴν ἀληθινή του Θεοῦ: «Οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ Θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Ἐπειδὴ γὰρ ἐν τῇ σοφίᾳ τοῦ Θεοῦ οὐκ ἔγνω ὁ κόσμος διὰ τῆς σοφίας τὸν Θεόν, εὐδόκησεν ὁ Θεὸς διὰ τῆς μωρίας τοῦ κηρύγματος σῶσαι τοὺς πιστεύοντας. Ἐπειδὴ καὶ Ἰουδαῖοι σημεῖον αἰτοῦσι, καὶ Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δὲ κηρύσσομεν Χριστὸν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μὲν σκάνδαλον, Ἕλλησι δὲ μωρίαν, αὐτοῖς δὲ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καὶ Ἕλλησι, Χριστὸν Θεοῦ δύναμιν καὶ Θεοῦ σοφίαν». «Τὰ μωρὰ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα τοὺς σοφοὺς καταισχύνῃ, καὶ τὰ ἀσθενῆ τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεὸς ἵνα καταισχύνῃ τὰ ἰσχυρά, καὶ τὰ ἀγενῆ τοῦ κόσμου καὶ τὰ ἐξουθενωμένα ἐξελέξατο ὁ Θεὸς καὶ τὰ μὴ ὄντα (τὶς οὐτοπίες καὶ τὶς θρησκοληψίες), ἵνα τὰ ὄντα (τὶς θετικὲς ἐπιστῆμες, τὸν ὀρθολογισμό, καὶ τὴν ἐμπειρικὴ γνώση) καταργήσῃ». «Σοφίαν δὲ λαλοῦμεν ἐν τοῖς τελείοις, σοφίαν δὲ οὐ τοῦ αἰῶνος τούτου, οὐδὲ τὸν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου, τῶν καταργουμένων. Ἀλλὰ λαλοῦμεν σοφίαν τοῦ θεοῦ ἐν μυστηρίῳ, τὴν ἀποκεκρυμμένην, ἣν προώρισεν ὁ Θεὸς πρὸ τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν, ἣν οὐδεὶς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν». (Νομίζει κανεὶς πὼς αὐτὰ τὰ λόγια τὰ λέγει τὸ Βυζάντιο). «Μηδεὶς ἑαυτὸν ἐξαπατάτω. Εἴ τις δοκεῖ σοφὸς εἶναι, μωρὸς γενέσθω, ἵνα γένηται σοφός. Ἡ γὰρ σοφία τοῦ κόσμου τούτου, μωρία παρὰ τῷ Θεῷ ἐστιν». «Ἡμεῖς μωροὶ διὰ Χριστόν, ὑμεῖς δὲ φρόνιμοι ἐν Χριστῷ. Ἡμεῖς ἀσθενεῖς, ὑμεῖς δὲ ἰσχυροί. Ὑμεῖς ἔνδοξοι, ἡμεῖς δὲ ἄτιμοι».

Ἀπάνω στὸ Βυζάντιο ἤτανε γραμμένος ὁ λόγος τοῦ Παύλου: «ὁ καυχώμενος, ἐν Κυρίω καυχάσθω». Ὅλες οἱ καρδιές, ἀπὸ τὸν βασιλιᾶ ὡς τὸν πιὸ φτωχὸν καντηλανάφτη ἡ βαρκάρη, ἡ στρατιώτη ἢ ξωχάρη, αὐτὰ τὰ λόγια εἴχανε μέσα. Ἡ προσευχὴ ἤτανε ἡ ζωή τους. Κι ἡ τυπικὴ ἀκόμα εὐσέβεια σὲ κάποιους αὐτοκράτορες ἢ ἄρχοντες, δείχνει πὼς ὑποταζόντανε στὸν πνευματικὸ νόμο τῆς θρησκείας κι ἐκεῖνοι ποὺ δὲν ἤτανε σὲ θέση νὰ τὸν νοιώσουνε καὶ νὰ εὐφρανθοῦνε ἀπὸ τὴ γλυκύτητα «τοῦ ζῶντος ὕδατος τοῦ ἁλλομένου εἰς ζωὴν αἰώνιον». Ἀκόμα κι ἐκεῖνοι ποὺ δὲ μπορούσανε νὰ νικήσουνε τὴ φυσικὴ κακία τους, ἤτανε εὐλαβεῖς, ἕνα πρᾶγμα παράδοξο.

Ὁ Νικηφόρος Φωκᾶς ἔκανε κάθε μέρα τὴν προσευχή του, καὶ στὸν πόλεμο φοροῦσε ἀπὸ μέσα, κάτω ἀπὸ τὸν θώρακά του ἕνα παλιόρασο τοῦ θείου του ἀσκητῆ Γεωργίου τοῦ ἐν τῷ Μαλεῷ ποὺ εἶχε ἁγιάσει, γιὰ νὰ τὸν φυλάγει. Ὁ Ἀλέξιος Κομνηνὸς ὅποτε ἤτανε νὰ πάγει σὲ καμμιὰ ἐκστρατεία, ἔβαζε τὰ πολεμικὰ σχέδιά του κάτω ἀπὸ τὴν ἁγία Τράπεζα, κι ὅλη τὴ νύχτα προσευχότανε γονατιστὸς ἀπάνω στὰ σκαλοπάτια τοῦ ἱεροῦ, καὶ τὸ πρωὶ ἔπαιρνε τὸ σχέδιο ποὺ ἔβγαινε κάτω ἀπὸ τὸ σκέπασμα τῆς ἁγίας Τράπεζας, γιατὶ πίστευε πὼς τοῦ τὸ ἔδινε ὁ ἀρχάγγελος Μιχαήλ. Ὁ Ἰωάννης Τσιμισκὴς γονάτιζε σὰν παιδὶ μπροστὰ στὴν ἁγία Τράπεζα τῆς Ἁγίας Σοφίας παρακαλώντας μὲ δάκρυα νὰ τοῦ δώσει ὁ θεὸς ἕναν ἄγγελο φύλακα ποὺ νὰ τὸν φωτίζει κατὰ τὸν πόλεμο.

Ὅσο σφίγγεται τὸ Βυζάντιο ἀπὸ τοὺς βαρβάρους, κι ὅσο ἡ ψυχὴ ὑποφέρνει καὶ πονᾷ, τόσο γυρίζει τὰ μάτια του κατὰ τὸν οὐρανό. Ὁ βασιλιὰς Θεόδωρος Δούκας ὁ Λάσκαρις σύνθεσε τὸν Μέγαν Παρακλητικὸν Κανόνα στὴν Παναγία, ποὺ εἶναι γεμάτος ἀπὸ συντριβή, ταπείνωση καὶ πίστη. Ὁ Λέων ὁ Σοφὸς ἐποίησε τὰ ἐξαίσια Ἑωθινὰ ποὺ τὰ ψέλνουνε στὸν Ὄρθρο κάθε Κυριακὴ κι ὁ γυιός του Κωνσταντῖνος φιλοτέχνησε τὰ Ἐξαποστειλαρια. Κι ἄλλοι πολλοὶ βασιλιάδες ψέλνανε ἢ ὑμνογραφούσανε. Ἄλλα κι οἱ ὁμιλίες ποὺ κάνανε στοὺς στρατιῶτες καὶ στὸν λαό, εἴχανε κι ἐκεῖνες ὕφος θρησκευτικὸ κι ἤτανε γεμάτες εὐλάβεια καὶ πίστη. Ὁ πικραμένος λόγος ποὺ ἔβγαλε ὁ τελευταῖος βασιλιὰς τοῦ Βυζαντίου, Κωνσταντῖνος ὁ Παλαιολόγος, ἤτανε σὰν νεκρώσιμο τροπάρι. Τὸ Βυζάντιο εἶναι ἡ προεικόνιση ἀπάνω στὴ γῆ τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν, ὅσο ἤτανε δυνατὸ νὰ πραγματοποιηθεῖ ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη ἀτέλεια μέσα στὸν κόσμο τῆς φθορᾶς.

Σὰν μπήκανε οἱ Σταυροφόροι σ᾿ αὐτὴ τὴν πολιτεία τοῦ Χριστοῦ, δὲν καταλάβανε τίποτα ἀπὸ τὸν μυστικὸν πλοῦτο ποὺ ἔκλεινε μέσα της, μ᾿ ὅλο ποὺ λεγόντανε Χριστιανοί. Αὐτοὶ θαμπωθήκανε ἀπὸ «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηριοῦ καὶ τῆς παροψίδος», ἀπὸ τὰ κτίρια, ἀπὸ τὰ πλούτη της, ἀπὸ τὰ ὑλικὰ πράγματα ποὺ κρύβανε ἀπὸ κάτω τους τὰ πνευματικὰ μυστήρια, ὅπως ἡ στολὴ τοῦ ἀρχιερέως συμβολίζει, μὲ τὸ χρυσάφι καὶ τὶς πολύτιμες πέτρες, τὴν πνευματικὴ μεγαλοπρέπεια τῆς λατρείας. Ἐκεῖνοι οἱ βάναυσοι τυχοδιῶκτες κυττάζανε μὲ λαιμαργία τὰ ἀκριβὰ στολίσματα τῆς Πόλης, καὶ θέλανε νὰ τ᾿ ἁρπάξουνε γιὰ νὰ τὰ φᾶνε.

Ποῦ νὰ καταλάβουνε πὼς ἐκείνη ἡ μεγάλη ἐκκλησιὰ ἤτανε ἐκκλησιὰ τῆς Σοφίας τοῦ Θεοῦ. Κανωμένη κατὰ τὸν ναὸ τοῦ Σολομῶντος, ποὺ τὸν στόλισε μὲ ὅ,τι ἀκριβὸ καὶ θαυμαστὸ εἶχε ὁ ἄνθρωπος γιὰ νὰ τιμήσει τὸν Θεό. Ποῦ νὰ καταλάβουνε ἐκείνη τὴν ἀρχιτεκτονική, ἐκείνη τὴν ἁγιογραφία, τὰ σκεύη, τὴν ψαλμῳδία, τὴν ὑμνῳδία, ποὺ ὅλα ἤτανε ἦχοι ποὺ βγαίνανε ἀπὸ σάλπιγγες πνευματικές. Αὐτοὶ ἅρπαξανε τὰ μαλάματα, τὰ δισκοπότηρα, τ᾿ ἀρτοφόρια, τὰ ἄμφια, τὰ καπάκια ἀπὸ τὰ Εὐαγγέλια, ἀκόμα καὶ τὰ χρυσὰ ψηφιὰ ἀπὸ τοὺς τοὺς τοίχους. Τὰ βιβλία, ποὺ εἶχε μυριάδες, τὰ κυττάζανε μὲ ἀπορία, σὲ τί θὰ μπορούσανε νὰ χρειασθοῦνε, καὶ τὰ πετούσανε. Τὸ ἴδιο καὶ τὰ ἐξαίσια εἰκονίσματα, ἔργα ἀξετίμητα, τὰ καίγανε ἀπὸ φανατισμό, ἢ λιανίζανε κρέας ἀπάνω τους. Τέτοιος εἶχε καταντήσει ὁ Χριστιανισμὸς σ᾿ αὐτοὺς τοὺς ὑλόφρονες βαρβάρους, ποὺ καταβρωμίζανε τὴν πηγὴ ἀπ᾿ ὅπου τὸν πήρανε.

Ύστερα ἀπὸ αἰῶνες οἱ ἀπόγονοί τους ἡμερέψανε, χτίσανε μεγάλες πολιτεῖες, ἀνοίξανε πανεπιστήμια, κάνανε βιβλιοθῆκες, μουσεῖα, ἀκαδημίες. Μὰ μὲ ὅλα αὐτά, δὲν εἶναι σὲ θέση νὰ νοιώσουνε πάλι τί εἶναι τὸ Βυζάντιο, ὄχι στὴν ἐξωτερική του δψῆ, ἀλλὰ στὴ βαθειὰ οὐσία του, τὴν πνευματική. Γι᾿ αὐτοὺς εἶναι κεκλεισμένη ἡ Πύλη ἡ κατὰ Ἀνατολάς. Γιατὶ ἐργάζονται «διὰ τὴν βρῶσιν τὴν ἀπολλυμένην», ἐπειδή, κατὰ τὸν εὐαγγελιστὴ Ἰωάννη, «ὁ ὧν ἐκ τῆς γῆς, ἐκ τῆς γῆς ἐστι καὶ ἐκ τῆς γῆς λαλεῖ». Ἐρευνοῦν ἐξωτερικὰ μὲ «τὸν νοῦν τῆς σαρκὸς αὐτῶν», χωρὶς νὰ μποροῦνε νὰ πᾶνε πιὸ βαθειὰ ἀπ᾿ ὅ,τι νοιώθουνε οἱ σαρκικὲς αἰσθήσεις. Δὲν ἔχουνε «πνευματικὸν ὀφθαλμόν, οὔτε πνευματικὸν οὖς» καὶ «ψηλαφοῦσι τοῖχον ἐν τῷ σκότει». Οὔτε κὰν ὑποπτεύονται, μέσα στὴν ἀλαζονεία τους, πὼς ὑπάρχει τίποτα «τὸ τιμιώτατον», κάτω ἀπὸ τὴν ταφόπετρα ποὺ τὴν ψάχνουνε καὶ ποὺ τὴ μελετοῦνε μὲ τὸ ἐγκόσμιο σύστημά τους. Δὲν ἔχουνε αὐτὶ γιὰ νὰ ἀκούσουνε «τοὺς ἀλαλήτους στεναγμοὺς τοῦ Πνεύματος», ποὺ βγαίνουνε ἀπὸ τὰ νεκρὰ καὶ ξερὰ κόκκαλα ποὺ σκαλίζουνε σὰν τυμβωρῦχοι.

Ἕνας ἅγιος γράφει: «Αἰσχρόν ἐστι τοὺς φιλοσάρκους περὶ τῶν πνευματικῶν πραγμάτων ἐρευνῆσαι, ὥσπερ καὶ πόρνην περὶ σωφροσύνης λαλῆσαι. Οἱ ἔχοντες τὴν πεποίθησιν αὐτῶν ἐν τοῖς σαρκικοῖς, οἱ τοιοῦτοι ὡς ἐν νυκτομαχίᾳ διάγουσι, καὶ σκότος ψηλαφοῦσιν, ἔξωθεν ὄντες τῆς χώρας τῆς ζωῆς καὶ τοῦ φωτός. Ἐκείνη γὰρ ἡ χώρα τοῖς ἀγαθοῖς καὶ ταπεινόφροσι, καὶ τοῖς καθαρίσασι τὰς ἑαυτῶν καρδίας κεκλήρωται».

Τὸ Βυζάντιο εἶναι ὅπως «ἡ Ἱερουσαλὴμ καὶ ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ,ἡ ἐντὸς ἡμῶν κεκρυμμένη. Αὐτὴ ἡ χώρα νεφέλη ἐστὶ τῆς δόξης τοῦ θεοῦ, εἰς ἣν μόνον οἱ καθαροὶ τῇ καρδίᾳ εἰσελεύσονται τοῦ θεάσασθαι τὸ πρόσωπον τοῦ Δεσπότου καὶ καταυγασθῆναι τοὺς νόας αὐτῶν διὰ τῆς ἀκτῖνος καὶ λαμπηδόνος τοῦ φωτὸς Αὐτοῦ».

ΠΗΓΗ : ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΗΓΟΥΝ : ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΘΑΝΑΤΕΣ ΑΞΙΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΖΩΗΣ, εκδ. «ΑΣΤΗΡ», ΑΘΗΝΑΙ, σσ. 93-99.


«ΤΑ ΜΗΛΑ ΤΗΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ» - ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΣ ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ


«Μια φορά – διηγείται ο παππούς – ανεβαίνοντας κατά τον χειμώνα το χιονισμένο μονοπάτι, όταν κοντέψαμε στην Παναγία, είτε από δαιμονικήν ενέργειαν, είτε για να μας δοκιμάσει η Παναγία μας, έπιασε μια τόσο πυκνή ομίχλη, ώστε δεν βλέπαμε ούτε βήμα μπροστά μας. Μου λέει ο Γέροντας : “π. Αρσένιε, εδώ πάνω οι τόποι είναι επικίνδυνοι. Μπορεί να πέσουμε σε κανέναν γκρεμό. Καλύτερα ας διανυκτερεύσουμεν εδώ και το ίδιον είναι”. Tί να σας πω, βγάλαμε τόσο ωραίαν αγρυπνίαν, που δεν θα την ξεχάσω ! Το πρωί, μόλις έφεξε, τί να δούμε ; Ήμασταν έξω από την Παναγίαν. Ήταν κι αυτό δώρο της Παναγίας μας.

Ναι, αλλά μιάν άλλη φορά που ανεβήκαμε βράδυ εξαντλημένοι, παϊλντισμένοι, τί οικονόμησε η καλή Μητέρα μας ; Μπαίνοντας μέσα στον ναόν, μοσχοβολούσε η εκκλησία από δύο ολόφρεσκα μήλα, κολλημένα μπροστά από την εικόνα της. Ο Γέροντας πιο τολμηρός μου λέει : “π. Αρσένιε, αυτά τα μήλα θα τα φάμε. και θα τραβήξουμε κομποσχοίνι σ΄ αυτόν που τα αφιέρωσε. Για μας τ΄ άφησε, επειδή έχουμε ανάγκη”.

Μόλις όμως τα φάγαμε – και ήταν τόσο γλυκά, ώστε λέγαμε ότι είναι σαν παραδεισένια – τότε άνοιξε ο νους μας και κοιτούσαμε ο ένας τον άλλον. “Tί καιρός είναι τώρα π. Αρσένιε ;” Ήταν περίπου τέλη Φεβρουαρίου. “Πού βρεθήκαν τέτοια εποχή τόσο φρέσκα μήλα ;” Αμέσως τότε πέσαμε με δάκρυα μπροστά στην εικόνα κι ευχαριστούσαμε, για το ουράνιο αυτό δώρο, την Παναγία μας, που μας εφρόντιζε σαν σπλαχνική μανούλα. Την εποχήν εκείνην ούτε ψυχεία υπήρχαν. Γι΄ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία, ότι ήταν δώρο της Παναγίας μας».

ΠΗΓΗ : ΙΩΣΗΦ Μ.Δ., Ο ΓΕΡΩΝ ΑΡΣΕΝΙΟΣ Ο ΣΠΗΛΑΙΩΤΗΣ (1886 – 1983), ΣΥΝΑΣΚΗΤΗΣ ΓΕΡΟΝΤΟΣ ΙΩΣΗΦ ΤΟΥ ΗΣΥΧΑΣΤΟΥ, 2008, σ. 109 κ.ε.


ΚΥΡΙΑΚΗ Γ΄ ΜΑΤΘΑΙΟΥ – ΚΗΡΥΓΜΑ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ ΓΕΡΟΝΤΟΣ π. ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ – ΠΕΤΡΟΥ ΚΑΙ ΠΑΥΛΟΥ ΤΩΝ ΠΡΩΤΟΚΟΡΥΦΑΙΩΝ


Οι μεγάλοι ευεργέται

Και πάλι, αγαπητοί μου, η αγία μας Εκκλησία εορτάζει και πανηγυρίζει την εορτή των κορυφαίων αποστόλων Πέτρου και Παύλου. Δεν είναι εύκολο να μιλήσει κανείς για αυτούς. είναι άξιοι κάθε ευγνωμοσύνης.

Από τότε πού άφησαν την τελευταία τους πνοή έχουν περάσει αιώνες. Μέσα στο μακρό αυτό διάστημα πόσα δεν συνέβησαν, πόσα συστήματα και Ιδέες δεν άλλαξαν! Βασιλείς, αυτοκράτορες, στρατηγοί πέρασαν, και σήμερα τ' όνομα τους έχει λησμονηθεί. Σκόνη έγιναν τα σώματα τους. Όμως του Πέτρου του ψαρά και του Παύλου του σκηνοποιού τα ονόματα εξακολουθούν να συγκινούν τον χριστιανικό κόσμο. Γιατί; Διότι υπήρξαν ευεργέτες όλων.

Ευεργέτες; Ναι, ευεργέτες. Υποθέστε ότι ένας ξένος έρχεται στο μέρος σας, φωνάζει τον πρόεδρο της κοινότητος και του λέει• επειδή αγάπησα τον τόπο, σας δωρίζω χίλιες λίρες. Όλοι τότε, μικροί και μεγάλοι, θα πουν. Μπράβο, μεγάλη ευεργεσία! Θα τον τιμήσουν, θ' ανοίξουν τα σπίτια να τον υποδεχθούν, θα βάλουν τη φωτογραφία του στο γραφείο της κοινότητος, θα τον ανακηρύξουν μεγάλο ευεργέτη τους. Όποιος κάνει το καλό ονομάζεται ευεργέτης. Άλλα οι απόστολοι, θα ρωτήσετε, τί καλό έκαναν στον κόσμο; Προσέφεραν λεπτά ο Πέτρος και ο Παύλος; Πού να τα βρουν! Φτωχός ψαράς ο ένας, φτωχός σκηνοποιός ο άλλος. Λεφτά δεν είχαν, πορτοφόλι δεν είχαν, κτήματα δεν είχαν, σπίτι δεν είχαν. Φτωχοί και οι δυο σαν το Χριστό. Αφού λοιπόν δεν έδωσαν χρήματα, θα πει κάποιος, δεν έκαναν τίποτα σπουδαίο. Λάθος κάνεις, κύριε. Μπορεί να 'χεις του κόσμου τα χρήματα, και καλό να μην κάνης. Δεν κάνει κανείς καλό με τα λεφτά μόνο - όχι! Τα λεφτά, ως επί το πλείστον, είναι κατάρα, χολέρα της ανθρωπότητας. Οι απόστολοι δεν είχαν λεφτά. Αν έψαχνες τον Πέτρο και τον Παύλο, μια δραχμή δεν θα εύρισκες πάνω τους. Είχαν όμως κάτι πού αξίζει παραπάνω από τα λεφτά είχαν την αλήθεια της πίστεως και προσέφεραν τα λόγια του Θεού.

Πολλές φορές ένας καλός λόγος σώζει ένα σπίτι, ενώ μια κακή συμβουλή διαλύει ένα αντρόγυνο. Πολλές φορές ένας καλός λόγος σφάζει τον κόσμο, ενώ ένας κακός λόγος βάζει φωτιά σ' ένα χωριό και διαλύει τον κόσμο. Δεν είναι λοιπόν μόνο τα λεφτά. Παραπάνω από τα λεφτά είναι η διδασκαλία της αληθείας, ο λόγος του Θεού, το κήρυγμα του ευαγγελίου. Αυτά τα λόγια του Χριστού σκόρπισαν στον κόσμο οι άγιοι αυτοί απόστολοι, και για αυτό είναι μεγάλοι ευεργέτες.

Για να συνειδητοποιήσουμε την ευεργεσία τους, πρέπει ν' αναλογισθούμε τι ήταν ο κόσμος όταν αυτοί βγήκαν στο κήρυγμα, πώς ήταν ο κόσμος προτού να 'ρθη ο Χριστός. Ανοίξτε τα βιβλία και διαβάστε. τί πίστευαν οι προγονοί μας; Ο αρχαίος κόσμος ζούσε στο σκοτάδι της ειδωλολατρίας. τί θα πει ειδωλολατρία; Δεν πίστευαν στον αληθινό Θεό• πίστευαν στα είδωλα, στους ψεύτικους θεούς, δηλαδή στα κτίσματα. Βλέπανε παραδείγματος χάριν το ποτάμι να φουσκώνει και να κάνη πλημμύρα, και έλεγαν Το ποτάμι είναι Θεός!

Βλέπανε τη θάλασσα ν' αφρίζει με άγρια κύματα;

—Η θάλασσα είναι Θεός. Άκουγαν τη νύχτα το λιοντάρι να μουγκρίζει;

—Το λιοντάρι είναι Θεός. Θεός το ποτάμι, η θάλασσα, τα λιοντάρια, τα φίδια, τα ζώα. Θεός ακόμη - τί;

Απίστευτο• Θεός τα σκόρδα, τα κρεμμύδια! Θεός τα ποντίκια, οι γάτες! Μέχρι αυτού του σημείου είχε καταπέσει ο κόσμος. Αφάνταστα πράγματα... Και μόνο αυτά; Οι ειδωλολάτρες πολλές φορές υποχρέωναν ορισμένες οικογένειες το χρόνο να κάνουν - τί; Να θυσιάσουν τα αθώα παιδιά τους! Τα 'παιρναν οι μανάδες στην αγκαλιά, τα πήγαιναν στους ναούς, κ' εκεί οι Ιερείς των ειδώλων τα έσφαζαν με μαχαίρι σαν αρνιά. Αυτά συνέβαιναν τότε. Η γυναίκα ήταν ένα σκουπίδι, τα παιδιά περιφρονημένα, οι άντρες άγρια θηρία. Η ανθρωπότης στο σκοτάδι. Οι δαίμονες κυριαρχούσαν στον κόσμο.

Ποιός έδιωξε τα δαιμόνια; Ποιός ημέρωσε τον άντρα; Ποιός πήρε τη γυναίκα και την ύψωσε ψηλά; Ποιος πήρε το παιδί, το αγκάλιασε με αληθινή στοργή και το έκανε παιδί του Θεού; Ποιος έκανε το καλό αυτό στον κόσμο; Οι απόστολοι!

Πώς έκαναν την ευεργεσία αυτή οι απόστολοι; Ξεκίνησαν παίρνοντας τα λόγια του Χρίστου και τα σκόρπισαν σ' όλη τη γη. Και που δεν πήγαν. Όπως ο γεωργός παίρνει στις φούχτες το σπόρο και τον σκορπάει δεξιά κι αριστερά, άνω και κάτω, και δεν αφήνει καμιά γωνιά του χωραφιού του χωρίς να τη σπείρει, έτσι και οι σποριάδες αυτοί, οι απόστολοι, πήραν στα χέρια το σπόρο του ουρανού και τον έσπειραν σ' όλη την οικουμένη.

Και οι πρώτοι που πίστεψαν —το βεβαιώνει η ιστορία— είναι οι Έλληνες. Το λέει η αγία Γραφή εις μνημόσυνο αιώνιον της φυλής μας (βλ. Πράξ. 16,11 κ.ε.). Έξω από την Καβάλα ήταν τότε μια πόλις με 300.000 κόσμο που λεγόταν Φίλιπποι. Σώζονται ακόμη ερείπια, σώζεται και η φυλακή όπου είχαν φυλακίσει τον απόστολο Παύλο. Εκεί λοιπόν, στο ποταμάκι που τρέχει έξω από τους Φιλίππους, βαπτίσθηκαν οι πρώτοι Χριστιανοί της Ευρώπης. Κατόπιν ο Παύλος από την Καβάλα πήγε στη Θεσσαλονίκη, στη Βέροια, στη Νάουσα, στην Κατερίνη, στην Αθήνα, στην Κόρινθο, στην Πρέβεζα, στην Κύπρο, στην Κρήτη. Μπορεί αυτό να ενοχλεί κάποιους, αλλά πρέπει να σβήσουμε και να κάψουμε την αγία Γραφή για να διαγραφούν η τιμή και η δόξα που ανήκουν στην πατρίδα μας• οι Έλληνες πρώτοι πίστεψαν στο Χριστό δια του κηρύγματος του αποστόλου Παύλου.

Έπειτα ο Πέτρος. Όπως ο αετός πετάει με τα χρυσά του φτερά, έτσι και αυτός πέταξε και έφθασε μέχρι τη Ρώμη. Εκεί κήρυξε και εκεί σταυρώθηκε για το Χριστό.

Οι απόστολοι Πέτρος και Παύλος πέταξαν παντού και κήρυξαν το ευαγγέλιο του Χριστού. Για αυτό αυτοί οι δυο είναι μεγάλοι ευεργέτες του κόσμου. Μέρες και νύχτες, από χωριό σε χωριό, από λαγκαδιά σε λαγκαδιά, από θάλασσα σε θάλασσα, από φυλακή σε φυλακή, από μαρτύριο σε μαρτύριο, έως ότου άφησαν την τελευταία τους πνοή.

Αυτούς τους ευεργέτες τιμούμε σήμερα. Και πρέπει να τους δείχνουμε ευγνωμοσύνη και αγάπη με κάθε τρόπο. Πώς μπορούμε να τους δείξουμε την αγάπη μας; Όχι μόνο με λόγια. Όχι να τους θυμούμεθα μια φορά το χρόνο, στην εορτή τους, έτσι τυπικά. Πρέπει οι απόστολοι να μπουν στο σπίτι μας. Πώς θα μπουν στο σπίτι μας; Ο Παύλος έγραψε δεκατέσσερις επιστολές και ο Πέτρος δύο καθολικές. Τα λόγια τους είναι αθάνατα. Αν πάτε στη Μόσχα, παρ' όλο που ήταν άθεο το κράτος, έξω άπ' το Κρεμλίνο είχαν γράψει σε ταμπέλα με ρωσικά γράμματα τα λόγια του Παύλου «Όποιος δεν θέλει να δουλεύει, να μην τρώει» (Β' Θεσ. 3,10). τί είναι το Ευαγγέλιο! βόμβα ατομική είναι, ήλιος είναι, ψωμί είναι, νερό είναι, σίδερο και ξίφος είναι!

Λοιπόν, είσαι πατέρας; στο σπιτάκι σου άνοιξε την αγία Γραφή, μελέτησε τα λόγια των αποστόλων. Πετάξτε από τα σπίτια σας την τηλεόραση! Αυτό στην Αμερική το κατάλαβαν και μεγάλοι επιστήμονες ρίχνουν το σύνθημα• «Έξω από τα σπίτια οι τηλεοράσεις!». Προφήτευσε γι' αυτό ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός πριν διακόσα χρόνια και είπε• Όταν θα πλησιάζη το τέλος, θα προηγηθούν δύο πράγματα• θα δείτε τις γυναίκες γυμνές στο δρόμο και θα βγει ένα κουτί που θα τρελάνει τον κόσμο. Ήρθε το κουτί και τρέλανε μικρούς και μεγάλους• μπήκε ο διάβολος στο σπίτι.

Αδέρφια μου, σας μιλώ με πόνο. Πετάξτε τηλεοράσεις και ράδια! Ψευτιές και κακοήθειες μεταδίδουν. Θα καταστραφούν τα παιδιά σας, θα διαφθαρεί όλη η κοινωνία. Σας συνιστώ ανοίξετε ένα ράδιο και μια τηλεόραση. Ράδιο είναι το Ευαγγέλιο, τηλεόρασης είναι ο απόστολος Πέτρος και ο απόστολος Παύλος. Γονείς και παιδιά, μικροί μεγάλοι, ανοίξτε το Ευαγγέλιο! Διαβάστε το πρωί. Και το βράδυ, αντί να κάθεστε ώρες στην τηλεόραση, ανοίξτε τις επιστολές και διαβάστε τα λόγια του Παύλου και του Πέτρου. Και να είστε βέβαιοι, ότι τα λόγια αυτά σώζουν τον άνθρωπο, αυτά είναι ο λυτρωμός του κόσμου.

Έξω από το Ευαγγέλιο, έξω από την Εκκλησία, μακριά από το Θεό, δεν υπάρχει σωτηρία.

Κι αν εμείς το Χριστό τον αρνηθούμε, και οι πέτρες που πατούμε θα φωνάξουν «Εις άγιος, εις Κύριος, Ιησούς Χριστός, εις δόξαν Θεού Πατρός. αμήν» (Φιλ. 2,11 και θ. Λειτ.).


(+) Επίσκοπος Αυγουστίνος


29 Ιουνίου 2005


«ΑΚΑΡΙΑΙΩΣ ΒΡΕΘΗΚA ΚΙ ΕΓΩ ΜΑΖΙ ΤΟΥΣ…ΕΦΕΡΑ ΓΥΡΩ ΜΕ ΤΟΥΣ ΑΣΤΡΟΝΑΥΤΕΣ ΑΡΚΕΤΑ»


Όταν θα έδειχναν οι τηλεοράσεις όλου του κόσμου το κοσμοϊστορικό αυτό γεγονός, την προσελήνωση Αμερικανών αστροναυτών στην Σελήνη, όλος ο κόσμος σε πόλεις και χωριά, κλείστηκαν μέσα στα σπίτια τους για να δουν με ανυπομονησία στις τηλεοράσεις το γεγονός αυτό, που έγινε την 20 Ιουλίου του 1969. Το χωριό μας δεν είχε ηλεκτρικό ρεύμα, γι΄ αυτό και όλο το χωριό κατέβηκε στο κοντινό χωριό, την Ελαία. Με παρεκάλεσαν να πάω και εγώ μαζί τους. Δυστυχώς, τους είπα, δεν θα μπορέσω να έρθω γιατί έχουμε γιορτή αύριο και πρέπει να κάμω τον Εσπερινό μου. Τους ξεπροβόδισα και εγώ πήγα στην Εκκλησία μου αδιαφορώντας για το ιστορικό αυτό γεγονός. Μέσα στη νύκτα βλέπω και έρχεται ένα συνεργείο στρατιωτικών των Τ.Ε.Α., που έφερναν γύρω με ένα κινηματογράφον στο χωριό μας προς ψυχαγωγία των παραμεθορίων χωριών μας. Βάζουν ένα λευκό πανί στο πίσω μέρος της καρότσας και φωνάζουν με τα μεγάφωνα να έρθουν οι χωριανοί μας να δουν το ιστορικό γεγονός, το πάτημα των αστροναυτών στην Σελήνη. Τα είδα, όμως, όλα με τη μεγαλύτερη ακρίβεια από το κρεβατάκι μου χωρίς να βαρύνω κανέναν. Αναστέναξα και είπα, αχ να βρισκόμουν και εγώ μαζί τους ; Ακαριέως βρέθηκα και εγώ μαζί τους. Εγώ αντί για μάσκα είχα ένα μαντήλι στο στόμα σαν χειρούργος. Τι ελαφρό που ήταν το σώμα μου, αδελφοί μου, δεν φαντάζεσθε. Πουθενά δένδρο, πουθενά άλλη ζωή. Έφερα γύρω με τους Αστροναύτες αρκετά. Η περιέργεια με έκανε να κατεβάσω λίγο το μανδήλι, να δοκιμάσω και τον αέρα. Με την πρώτη μου αναπνοή με έπιασε ένας βήχας και ένα πνίξιμο και ξύπνησα, και δεν κατάλαβα πως προσεδαφίστηκα στο κρεβατάκι μου. Μεγάλη η Χάρι του Αγίου Ιωάννου και του προφήτου Ηλιού.

Την άλλη μέρα βγήκα στο μαγαζί και τους βλέπω κουτσοπίνουν. Τους παρακίνησα λέγοντας. παιδιά τί είδατε ; Άστα πάτερ, λέγαμε να μην τελειώσουν ποτέ. Κάθισε να σου τα πούμε. Επιτρέψατέ μου να σας τα πω εγώ πρώτα και αν κάνω λάθος να με διορθώσετε. Τα είπα όλα με την παραμικρή λεπτομέρεια. Καλά πού και πώς τα είδατε όλα αυτά ; Τους είπα όλη την αλήθεια και αποσβολώθηκαν, αλλά και γελάσαμε με την ψυχή μας.

ΠΗΓΗ : ΘΑΥΜΑΣΤΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΟΞΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ ΣΥΓΧΡΟΝΟΥ ΕΝΑΡΕΤΟΥ ΚΛΗΡΙΚΟΥ, «ΟΡΘΟΔΟΞΟΣ ΦΙΛΟΘΕΟΣ ΜΑΡΤΥΡΙΑ», Τευχ. 40-42, ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 1991, σ. 160.


Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014

ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒ. ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ κ.κ. ΒΑΡΝΑΒΑ, ΤΟΥ ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ κ. ΓΙΩΡΓΟΥ ΚΑΛΑΝΤΖΗ ΚΑΙ ΤΟΥ ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑ ΔΗΜ. ΕΡΓΩΝ κ. ΣΤΡΑΤΟΥ ΣΙΜΟΠΟΥΛΟΥ Η ΕΟΡΤΗ ΛΗΞΗΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΕΤΟΥΣ ΣΤΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΣΧΟΛΕΙΟ ΝΕΑΠΟΛΗΣ


Υπό τις ευλογίες του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ.κ. Βαρνάβα και την παρουσία δύο Γενικών Γραμματέων Υπουργείων. του Γενικού Γραμματέα Θρησκευμάτων κ. Γιώργου Καλαντζή και του Γενικού Γραμματέα Δημοσίων Έργων κ. Στράτου Σιμόπουλου, του Πρωτοσύγκελου της Ι. Μητροπόλεως Πανοσ. π. Διονύσιου, του Δήμαρχου των Αμπελοκήπων κ. Λάζαρου Κυρίζογλου, οι οποίοι χωρίς αμφιβολία λάμπρυναν και κόσμησαν με την τιμητική παρουσία τους την εκδήλωση,  Κληρικών, Σχολικών Συμβούλων, Γονέων και μαθητών, οι οποίο γέμισαν ασφυκτικά την αυλή του σχολείου, τελέστηκε σήμερα με λαμπρότητα η Εορτή για την λήξη του Σχολικού Έτους 2013 – 2014. Η έναρξη της εορτής έγινε από την χορωδία του σχολείου μας η οποία απέδωσε Βυζαντινούς Ύμνους υπό τον καθηγητή της Βυζ. Μουσικής κ. Χρήστο Χαλκιά. Στην συνέχεια ο Υποδιευθυντής της σχολικής μονάδας κ. Νικόλαος Ρεντάκης - εκπροσωπώντας την Διευθύντρια κ. Αικ. Γαλώνη η οποία απουσίαζε με αναρρωτική άδεια - ομίλησε για το σχολείο και τους στόχους του. Ακολούθησαν αναγνώσεις βραβευμένων ποιημάτων – δημιουργία των μαθητών μας, θεατρικά δρώμενα, παρουσιάσεις καινοτόμων δράσεων του σχολείου, χορευτικές εκδηλώσεις. Κάπου εκεί, η δυνατή βροχή προσπάθησε να ματαιώσει την εκδήλωση, όμως δεν κατάφερε να πτοήσει τους συμμετέχοντες και η Εορτή συνεχίστηκε στο Γυμναστήριο, όπου έγιναν οι χαιρετισμοί των επισήμων και οι απονομές των Βραβείων στους μαθητές. Ο μπουφές με τα κεράσματα προσφέρθηκε κάτω από το στέγαστρο του Γυμναστηρίου. Η φετινή καινοτομία της τοποθέτησης videowall, δεν πέρασε απαρατήρητη και σχολιάστηκε θετικά από όλους τους παρευρισκόμενους.



























Η ΑΘΕΪΑ ΤΟ ΚΑΥΧΗΜΑ ΤΗΣ ΕΠΟΧΗΣ ΜΑΣ – ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


Αθεΐα ! Τίτλος μεγάλος και καύχημα για τον σημερινό άνθρωπο. Όποιος τον αποχτήσει (και για να τον αποχτήσει, φτάνει να χειροτονηθεί μοναχός του άπιστος), γίνεται παρευθύς στα μάτια των άλλων σοφός, κι ας είναι αμόρφωτος, σοβαρός, κι ας είναι γελοίος, επίσημος, κι ας είναι αλογάριαστος, υπεράξιος κι ας είναι ανάξιος, επιστήμονας κι ας είναι κουφιοκέφαλος. 

Δεν μιλώ για τον άνθρωπο που έχει πόθο να πιστέψει, μα δεν μπορεί, με όλο που κατά βάθος πάντα η αιτία της απιστίας είναι η περηφάνια, αυτή η οχιά, που κρύβεται τόσο επιτήδεια στον άνθρωπο, που δε μπορεί να την καταλάβει

Όπως και νάναι, οι άνθρωποι που αγωνίζονται και πολεμάνε με τον άπιστο εαυτό τους, έχουνε όλη τη συμπόνεσή μας. Γι΄ αυτούς παρακαλούμε, όσοι πιστεύουμε, να τους βοηθήσει ο Θεός να πιστέψουνε, όπως έκανε σε κείνον τον πατέρα που είχε άρρωστο το παιδί του, και παρακαλούσε τον Χριστό να το γιατρέψει………………..

Οι άπιστοι, για τους οποίους μιλούμε, δεν είναι τέτοιοι. Όχι μονάχα δεν κλάψανε ποτέ, για να ανοίξουνε με τον πόνο και με τη συντριβή την κλεισμένη πόρτα, την πόρτα της μετανοίας, όπως έκανε εκείνος ο δυστυχισμένος πατέρας, που γράφει το Ευαγγέλιο, αλλά μήτε συγκινηθήκανε ποτέ τους, μήτε αισθανθήκανε καμιά πίκρα για την απιστία τους, μήτε νιώσανε πως έχουνε γι΄ αυτό καμία ευθύνη, κανένα φταίξιμο. Όλο το φταίξιμο είναι του Θεού, που δεν φανερώνεται μπροστά τους να τους πει : «Ελάτε, ψηλαφήστε με, πιάστε με, μιλήστε μαζί μου όπως μιλάτε μεταξύ σας…………».

Αυτοί οι αυτοτιτλοφορούμενοι άπιστοι, σε καιρό που επιδείχνουνε την εξυπνάδα τους, φουσκωμένοι από τον κούφιο αγέρα της περηφάνιας κι από την πονηρή ευστροφία του μυαλού τους, δεν είναι σε θέση οι δύστυχοι, να νιώσουνε πόσο ανόητοι και στενόψυχοι φαίνονται σε κείνους που πιστεύουνε. Γιατί, για να πιστέψουνε, ζητάνε κάποιες αποδείξεις που κάνουνε τον πιστό να τους ελεεινολογεί για την περιορισμένη αντίληψη που έχουνε για το πνεύμα και για τα πνευματικά ζητήματα. Ο πιστός ξέρει πολύ καλά ως που μπορούνε να φτάξουνε οι διαλογισμοί του άπιστου, γιατί κι αυτός, σαν άνθρωπος, τους έχει εκείνους τους λογισμούς, τους λογισμούς της σάρκας, τους λογισμούς τούτου του κόσμου. Ενώ ο άπιστος είναι ανύποπτος για όσα έχει μέσα του ο πιστός, και για ό,τι βρίσκεται παραπέρα από την πρακτική γνώση του, δηλαδή για τα μυστήρια που είναι κρυμμένα από τα μάτια του, και που γι΄ αυτό θαρρεί πως δεν υπάρχουνε. Κι από την ανοησία του κορδώνεται, και μιλά με καταφρόνηση για κείνους που είναι σε θέση να νιώσουνε τη βαθύτερη σύσταση του κόσμου, ενώ αυτός ο δυστυχής είναι τυφλός και κουφός, και θαρρεί πως τ΄ ακούει όλα και πως τα βλέπει όλα. Ο πιστός έχει πνευματικά μάτια και πνευματικά αυτιά, καθώς και κάποτε «υπέρ αίσθησιν». Ο άπιστος πώς να πάρει είδηση από κείνον τον μυστικό κόσμο μόνο με τα χονδροειδή μέσα που έχει, δηλαδή με τις σωματικές αισθήσεις ; Πώς να πιάσει τα λεπτά κι αλλόκοτα μηνύματα εκείνου του κόσμου, αφού ο δυστυχής δεν έχει τις κεραίες που χρειάζονται για να τα πιάσει ;

Ο Απόστολος Παύλος γράφει στην Α΄ προς Κορινθίους επιστολή του, με τον τρόπο που γνωρίζει μονάχα αυτός, για το τι είναι σε θέση να νιώσει ο πιστός, και τι μπορεί να νιώσει ο άπιστος : «Λαλούμε, λέγει, τη σοφία του Θεού που είναι μέσα σε μυστήριο, και που είναι κρυμμένη, τη σοφία που τη προόρισε ο Θεός, πριν από τους αιώνες, για δόξα δική μας, και που δεν τη γνώρισε κανένας από τους άρχοντες του κόσμου τούτου (δηλ. τους σοφούς της κοσμικής σοφίας), και που ξεσκεπάζει αυτά που, κατά τη Γραφή, δεν τα είδε μάτι, και που δεν τα άκουσε αυτί, και που δεν ανεβήκανε στην καρδιά κανενός ανθρώπου, εκείνα που ετοίμασε ο Θεός για κείνους που τον αγαπούνε. Αλλά σε μας τα φανέρωσε ο Θεός με το Πνεύμα του το άγιο. Επειδή, το άγιο Πνεύμα όλα τα ερευνά, και τα βάθη του Θεού. Γιατί, ποιός άνθρωπος γνωρίζει τα μέσα του ανθρώπου, παρά μοναχά το πνεύμα του ανθρώπου που είναι μέσα στον άνθρωπο ; Έτσι και τα μυστήρια του Θεού δεν τα γνωρίζει κανένας παρά μοναχά το Πνεύμα του Θεού. Κι εμείς δεν επήραμε το πνεύμα του κόσμου (δηλ. τη φιλοσοφία και την κοσμική γνώση), αλλά το Πνεύμα του Θεού, για να γνωρίσουμε όσα χάρισε σε μας ο Θεός. Κι αυτά (τα χαρίσματα) δεν τα εκφράζουμε με τα λόγια που διδάσκεται η ανθρώπινη σοφία, αλλά με λόγια που διδάσκει το άγιο Πνεύμα, μιλώντας σε πνευματικούς ανθρώπους με πνευματικό τρόπο. Πλην, ο άνθρωπος έχει τη σαρκική γνώση (τον ορθολογισμό), δεν παραδέχεται όσα διδάσκει το Πνεύμα του Θεού, γιατί τα νομίζει για ανοησίες, και δεν είναι σε θέση να καταλάβει πως ανακρίνεται πνευματικά. Ο πνευματικός όμως άνθρωπος, ανακρίνει κάθε άνθρωπο, ενώ αυτός από κανέναν δεν ανακρίνεται.

Η απιστία υπήρχε πάντα, μα σήμερα με την αποτρόπαια ματαιοδοξία που μας τρώγει, την επιδείχνουμε σαν να μας δίνει την μεγαλύτερη αξία. Όποιος έχει πίστη στον Θεό και στην αλήθεια που μας φανέρωσε, είναι καταφρονημένος, σαν στενόμυαλος κι ανόητος, και τραβά πάνω του όλα τα περιγελάσματα. Λογαριάζεται για «βλαμμένος» από τον πολύν κόσμο, μάλιστα από τον κόσμο που ξέρει να τα καταφέρνει στη ζωή, να «πετυχαίνει», να βγάζει λεφτά, να καλοπερνά, να μη δίνει πεντάρα για τίποτα……….. Για τούτο, χρειάζεται να έχει μεγάλος θάρρος και να περιφρονά την εκτίμηση του κόσμου και το υλικό συμφέρον του, όποιος λέγει πώς έχει πίστη στον θεό.

Ενώ εκείνον που καυχιέται πώς δεν πιστεύει σε τίποτα, α)Το έχει ο κόσμος σε μεγάλη υπόληψη και σεβασμό,…………… β)Όλα του έρχονται βολικά, και δεν σκοτίζεται, δεν στεναχωριέται για τίποτα. Δεν έχει ευθύνες και ζαλούρες ; Εδώ, λέγει, είναι ο Παράδεισος και η κόλαση…………..

Εξάλλου δεν υπάρχει πιο εύκολο πράγμα από το να κάνεις τον άπιστο ! Πατάς ένα μονάχα κουμπί, κι όλα σου έρχονται βολικά.

Λέγει λοιπόν ο έξυπνος : «Να κάθεσαι, ο άνθρωπος με τετρακόσια μυαλά, να χάνεις τον καιρό σου με χαζομάρες, σαν τις γριές, με θεούς, με κόλαση και με παράδεισο, με καντήλια………. Στην εποχή μας, που η επιστήμη στέλνει ανθρώπους στους πλανήτες ! Ακούς, φίλε μου, βλακεία που έχει αυτός ο κόσμος».

Αυτά λένε για τους πιστούς οι έξυπνοι και οι τιμημένοι τούτου του κόσμου, και τους χειροκροτούνε οι πολλοί, που τους έχουνε για φρόνιμους σε όλα…………….

Ναι ! Επιτυχαίνουνε (οι άπιστοι), γιατί, μ΄ έναν λόγο, η απιστία είναι «η πλατειά πύλη και ευρύχωρος οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την απώλειαν», όπως είπε ο Χριστός, αλλά «εις την επί γης ευδαιμονίαν». Ενώ η πίστη είναι «η στενή πύλη και τεθλιμμένη οδός», που δεν πιστεύουνε πως είναι «η απάγουσα εις την ζωήν», αλλά «εις την επί γης δυστυχίαν και περιφρόνησιν»………..

Όλοι οι άπιστοι λένε πώς αν βλέπανε ένα θαύμα, θα πιστεύανε. Μα η πίστη δεν έρχεται με την βία, αλλά με τη συγκατάθεση της ψυχής. Γι΄ αυτό, σε όσους ζητάνε θαύμα για να πιστέψουνε, δεν δίνεται, κατά τον λόγο που είπε ο Χριστός στους Φαρισαίους : «Γενεά πονηρά και μοιχαλίς, σημείον επιζητεί και σημείον ου δοθείσεται αυτήν».

Αλλά και θαύμα να δει ένας άπιστος, η περηφάνια δεν τον αφήνει να πιστέψει, για να μη φανεί ευκολόπιστος και καταφρονεθεί.

Πριν από καιρό έγραψα με συντομία πέντε – έξι άρθρα για τα θαύματα που γίνονται σ΄ ένα χωριό της Μυτιλήνης, με τον τίτλο «Φρικτά Μυστήρια». Πολλοί αναγνώστες συγκινηθήκανε στο έπακρο, ιδίως οι ταπεινοί κι αγράμματοι άνθρωποι…….. Οι έξυπνοι όμως κι οι τετραπέρατοι δεν δώσανε σημασία, και κάποιοι απ΄ αυτούς με περιγελάσανε και μου γράψανε πως λέγω ανοησίες.

Αλλά, «Θεός ου μυκτηρίζεται». Από τότε ως τα σήμερα τα θαύματα δεν πάψανε, κι ολοένα γίνονται πυκνότερα και τρομαχτικότερα. Οι άνθρωποι που τα βλέπουνε μου τα γράφουνε με όλα τα καθέκαστα………..

Μα, όπως και να είναι, με τη Χάρη του Θεού, «την τ΄ ασθενή θεραπεύουσαν και τα ελλείποντα αναπληρούσαν»……… θα θριαμβεύσει η ακατάλυτη πίστη μας, και θα ακουστεί ως τα πέρατα του άπιστου κόσμου η βροντερή φωνή  : «Τίς Θεός μέγας ως ο Θεός ημών ; Συ ει ο Θεός ο ποιών θαυμάσια μόνος !».

ΠΗΓΗ : ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ, ΜΥΣΤΙΚΑ ΑΝΘΗ, ΗΓΟΥΝ : ΚΕΙΜΕΝΑ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΑΘΑΝΑΤΕΣ ΑΞΙΕΣ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΗΣ ΖΩΗΣ, εκδ. «ΑΣΤΗΡ», ΑΘΗΝΑΙ, σσ. 215-219.