"TO ΒΛΟΓΗΜΕΝΟ ΜΑΝΤΡΙ" - ΤΟΥ ΦΩΤΗ ΚΟΝΤΟΓΛΟΥ


Κάθε χρόνο ο Άγιος Βασίλης τις παραμονές της Πρωτοχρονιάς γυρίζει από χώρα σε χώρα κι από χωριό σε χωριό, και χτυπά τις πόρτες για να δει ποιος θα τον δεχτεί με καθαρή καρδιά. Μια χρονιά λοιπόν, πήρε το ραβδί του και τράβηξε. Ήτανε σαν καλόγερος ασκητής, ντυμένος με κάτι μπαλωμένα παλιόρασα, με χοντροπάπουτσα στα ποδάρια του και μ’ ένα ταγάρι περασμένο στον ώμο του. Γι αυτό τον παίρνανε για διακονιάρη και δεν τ’ ανοίγανε την πόρτα. Ο Άγιος Βασίλης έφευγε λυπημένος, γιατί έβλεπε την απονιά των ανθρώπων και συλλογιζότανε τους φτωχούς που διακονεύουνε, επειδής έχουνε ανάγκη, μ’ όλο που αυτός ο ίδιος δεν είχε ανάγκη από κανέναν, κι ούτε πεινούσε, ούτε κρύωνε.

Αφού βολόδειρε(1) από δω κι από κει, κι αφού πέρασε από χώρες πολλές κι από χιλιάδες χωριά και πολιτείες, έφταξε στα ελληνικά τα μέρη, πού ’ναι φτωχός κόσμος. Απ’ όλα τα χωριά πρόκρινε τα πιο φτωχά, και τράβηξε κατά κει, ανάμεσα στα ξερά βουνά που βρισκόντανε κάτι καλύβια, πεινασμένη λεμπεσουριά(2).

Περπατούσε νύχτα κι ο χιονιάς βογκούσε, η πλάση ήτανε πολύ άγρια. Ψυχή ζωντανή δεν ακουγότανε, εξόν από κανένα τσακάλι που γάβγιζε.

Αφού περπάτηξε κάμποσο, βρέθηκε σ’ ένα απάγκιο που έκοβε ο αγέρας από ’να μικρό βουνό, κι είδε ένα μαντρί κολλημένο στα βράχια. Άνοιξε την αυλόπορτα που ήτανε κανωμένη από άγρια ρουπάκια(3) και μπήκε στη μάντρα. Τα σκυλιά ξυπνήσανε και πιάσανε και γαβγίζανε. Πέσανε απάνω του να τον σκίσουνε˙ μα, σαν πήγανε κοντά του, σκύψανε τα κεφάλια τους και σερνόντανε στα ποδάρια του, γλείφανε τα χοντροπάπουτσά του, γρούζανε φοβισμένα και κουνούσανε παρακαλεστικά τις ουρές τους.

Ο Άγιος σίμωσε στο καλύβι του τσομπάνου και χτύπησε την πόρτα με το ραβδί του και φώναξε:

«Ελεήστε με, χριστιανοί, για τις ψυχές των αποθαμένων σας! Κι ο Χριστός μας διακόνεψε σαν ήρθε σε τούτον τον κόσμο!».

Η πόρτα άνοιξε και βγήκε ένας τσομπάνης, παλικάρι ως εικοσιπέντε χρονώ, με μαύρα γένια˙ και δίχως να δει καλά καλά ποιος χτυπούσε την πόρτα, είπε στο γέροντα:

«Πέρασε μέσα στ’ αρχοντικό μας να ζεσταθείς! Καλή μέρα και καλή χρονιά!».

Αυτός ο τσομπάνης ήτανε ο Γιάννης ο Μπάικας, που τον λέγανε Γιάννη Βλογημένον, άνθρωπος αθώος σαν τα πρόβατα που βόσκαγε, αγράμματος ολότελα.

Μέσα στην καλύβα έφεγγε με λιγοστό φως ένα λυχνάρι. Ο Γιάννης, σαν είδε στο φως πως ο μουσαφίρης ήτανε γέροντας καλόγερος, πήρε το χέρι του και τ’ ανασπάστηκε και τό ’βαλε απάνω στο κεφάλι του. Ύστερα φώναξε και τη γυναίκα του, ως είκοσι χρονώ κοπελούδα, που κουνούσε το μωρό τους μέσα στην κούνια. Κι εκείνη πήγε ταπεινά και φίλησε το χέρι του γέροντα, κι είπε:

«Κόπιασε, παππού, να ξεκουραστείς».

Ο Άγιος Βασίλης στάθηκε στην πόρτα και βλόγησε το καλύβι κι είπε:

«Βλογημένοι νά ’σαστε, τέκνα μου, κι όλο το σπιτικό σας! Τα πρόβατά σας να πληθαίνουν ως του Ιώβ μετά την πληγήν και ως του Αβραάμ και ως του Λάβαν! Η ειρήνη του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να είναι μαζί σας!».

Ο Γιάννης έβαλε ξύλα στο τζάκι και ξελόχισε(4) η φωτιά. Ο Άγιος απίθωσε σε μια γωνιά το ταγάρι του, ύστερα έβγαλε το μπαλωμένο το ράσο του κι απόμεινε με το ζωστικό του. Τον βάλανε κι έκατσε κοντά στη φωτιά, κι η γυναίκα τού ’βαλε και μια μαξιλάρα ν’ ακουμπήσει.

Ο Άγιος Βασίλης γύρισε κι είδε γύρω του και ξανάπε μέσα στο στόμα του:

«Βλογημένο νά ’ναι τούτο το καλύβι!».

Ο Γιάννης μπαινόβγαινε, για να φέρει τό ’να και τ’ άλλο. Η γυναίκα του μαγείρευε. Ο Γιάννης ξανάριξε ξύλα στη φωτιά.

Μονομιάς φεγγοβόλησε το καλύβι με μιαν αλλιώτικη λάμψη και εφάνηκε σαν παλάτι. Τα δοκάρια σαν νά ’τανε μαλαμοκαπνισμένα, κι οι πυτιές(5) που ήτανε κρεμασμένες σαν να γινήκανε χρυσά καντήλια, και τα τυροβόλια κι οι καρδάρες και τ’ άλλα τα σύνεργα που τυροκομούσε ο Γιάννης, λες κι ήτανε διαμαντοκολλημένα. Και τα ξύλα που καιγόντανε στη φωτιά ευωδιάζανε σαν μοσκολίβανο και δεν τρίζανε, όπως τρίζανε τα ξύλα της φωτιάς, παρά ψέλνανε σαν τους αγγέλους πού ’ναι στον Παράδεισο.

Ο Γιάννης ήτανε καλός άνθρωπος, όπως τον έφτιαξε ο Θεός.

Φτωχός ήτανε, είχε λιγοστά πρόβατα, μα πλούσια καρδιά : «Τη πτωχεία τα πλούσια!». Ήτανε αυτός καλός, μα είχε και καλή γυναίκα. Κι όποιος τύχαινε να χτυπήσει την πόρτα τους, έτρωγε κι έπινε και κοιμότανε. Κι αν ήτανε και πικραμένος, έβρισκε παρηγοριά. Γι αυτό κι ο Άγιος Βασίλης κόνεψε στο καλύβι τους, ξημερώνοντας Πρωτοχρονιά, παραμονή της χάρης του, κι έδωσε την ευλογία του.

Κείνη τη νύχτα τον περιμένανε όλες οι πολιτείες και τα χωριά της οικουμένης, αρχόντοι, δεσποτάδες κι επίσημοι ανθρώποι, πλην εκείνος δεν πήγε σε κανέναν τέτοιον άνθρωπο, παρά πήγε στο μαντρί του Γιάννη του Βλογημένου.

Σαν βολέψανε τα πρόβατα, μπήκε μέσα ο Γιάννης και λέγει στο γέροντα:

«Γέροντα, μεγάλη χαρά έχω απόψε που ήρθες, ν’ ακούσουμε κι εμείς κανένα γράμμα, γιατί δεν έχουμε εκκλησία κοντά μας, μήτε καν ρημοκλήσι. Εγώ αγαπώ πολύ τα γράμματα της θρησκείας μας, κι ας μην τα καταλαβαίνω, γιατί είμαι ξύλο απελέκητο. Μια φορά μας ήρθε ένας γέροντας Αγιονορίτης και μας άφησε τούτη την αγιωτική φυλλάδα, κι αν λάχει να περάσει κανένας γραμματιζούμενος καμιά φορά, τον βάζω και τη διαβάζει. Εγώ όλα όλα τα γράμματα που ξέρω είναι τρία λόγια που τά ’λεγε ένας γραμματιζούμενος, που έβγαζε λόγο στο χωριό, δυό ώρες από δω, κι από τις πολλές φορές που τά ’λεγε, τυπωθήκανε στη θύμησή μου. Αυτός ο γραμματικός έλεγε και ξανάλεγε : “Σκώνιτι ου μήτηρ του κι τουν ανισπάζιτι κι του λέγ’ : Τέκνου μου! Τέκνου μου!”. Αυτά τα γράμματα ξέρω…».

Ήτανε μεσάνυχτα. Ο αγέρας βογγούσε. Ο Άγιος Βασίλης σηκώθηκε απάνου και στάθηκε γυρισμένος κατά την ανατολή κι έκανε το σταυρό του τρεις φορές. Ύστερα έσκυψε και πήρε από το ταγάρι του μια φυλλάδα κι είπε:

«Ευλογητός ο Θεός ημών πάντοτε, νυν και αει και εις τους αιώνας των αιώνων!».

Ο Γιάννης πήγε και στάθηκε από πίσω του και σταύρωσε τα χέρια του. Η γυναίκα του βύζαξε το μωρό και πήγε κι εκείνη και στάθηκε κοντά στον άντρα της.

Κι ο γέροντας είπε το «Θεός Κύριος» και τ’ απολυτίκιο της Περιτομής «Μορφήν αναλλοιώτως ανθρωπίνην προσέλαβες», χωρίς να πει και το δικό του τ’ απολυτίκιο, που λέγει : «Εις πάσαν την γην εξήλθεν ο φθόγγος σου». Έψελνε γλυκά και ταπεινά, κι ο Γιάννης κι η Γιάνναινα τον ακούγανε με κατάνυξη και κάνανε το σταυρό τους. Κι είπε ο Άγιος Βασίλης τον όρθρο και τον κανόνα της εορτής «Δεύτε λαοί, άσωμεν», χωρίς να πει το δικό του κανόνα «Σου την φωνήν έδει παρείναι, Βασίλειε». Κι ύστερα είπε όλη τη λειτουργία κι έκανε απόλυση.

Καθίσανε στο τραπέζι και φάγανε, ο Άγιος Βασίλειος ο Μέγας, ο Γιάννης ο Βλογημένος, η γυναίκα του κι ο μπάρμπα - Μάρκος ο Βουβός, που τον είχε συμμαζέψει ο Γιάννης και τον βοηθούσε.

Και, σαν αποφάγανε, έφερε η γυναίκα τη βασιλόπιτα και την έβαλε απάνω στο σοφρά. Κι ο Άγιος Βασίλης πήρε το μαχαίρι και σταύρωσε τη βασιλόπιτα κι είπε:

«Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος!».

Κι έκοψε το πρώτο το κομμάτι κι είπε: «του Χριστού», έκοψε το δεύτερο κι είπε: «της Παναγίας», κι ύστερα έκοψε το τρίτο και δεν είπε: «του Αγίου Βασιλείου», αλλά είπε: «του νοικοκύρη του Γιάννη του Βλογημένου!».

Πετάγεται ο Γιάννης και του λέγει:

«Γέροντα, ξέχασες τον Αι-Βασίλη!».

Του λέγει ο Άγιος:

«Αλήθεια, τον ξέχασα!».

Κι έκοψε ένα κομμάτι κι είπε:

«Του δούλου του Θεού Βασιλείου!».

Ύστερα έκοψε πολλά κομμάτια, και σε κάθε ένα που έκοβε έλεγε: «της νοικοκυράς», «του μωρού», «του δούλου του Θεού Μάρκου του μογιλάλου(6)», «του σπιτιού», «των ζωντανών», «των φτωχών».

Λέγει πάλι ο Γιάννης στον Άγιο:

«Γέροντα, γιατί δεν έκοψες για την αγιοσύνη σου;».

Του λέγει ο Άγιος:

«Έκοψα, ευλογημένε!».

Μα ο Γιάννης δεν κατάλαβε τίποτα, ο καλότυχος!

Έστρωσε η γυναίκα, για να κοιμηθούνε. Σηκωθήκανε να κάνουνε την προσευχή τους. Ο Άγιος Βασίλης άνοιξε τις απαλάμες του κι είπε την δική του την ευχή, που τη λέγει ο παπάς στη λειτουργία:

«Κύριος ο Θεός μου, οίδα ότι ουκ ειμι άξιος, ουδέ ικανός, ίνα υπό την στέγην εισέλθης του οίκου της ψυχής μου…».

Σαν τελείωσε την ευχή κι ετοιμαζόντανε να πλαγιάσουνε, του λέγει ο Γιάννης :

«Εσύ, γέροντα, που ξέρεις τα γράμματα, πες μας σε ποιά παλάτια άραγες πήγε απόψε ο Αι-Βασίλης; Οι αρχόντοι κι οι βασιλιάδες τί αμαρτίες μπορεί νά ’χουνε; Εμείς οι φτωχοί είμαστεν αμαρτωλοί και κακορίζικοι, επειδής η φτώχεια μας κάνει να κολαζόμαστε!».

Ο Άγιος Βασίλης δάκρυσε. Σηκώθηκε πάλι απάνω, άπλωσε τις απαλάμες του και ξαναείπε την ευχή αλλιώτικα:

«Κύριε ο Θεός μου, οίδας ότι ο δούλος Ιωάννης ο απλούς εστιν άξιος και ικανός, ίνα υπό την στέγην αυτού εισέλθης, ότι νήπιος υπάρχει, και των τοιούτων εστίν η βασιλεία των ουρανών…».

Και πάλι δεν κατάλαβε τίποτα ο Γιάννης ο καλότυχος, ο Γιάννης ο Βλογημένος.

_________________________________________________

Λεξιλόγιο

1. Βολοδέρνω - βασανίζομαι γυρνώντας από δω κι από κει

2. Λεμπεσουριά - φτωχολογιά

3. Ρουπάκι - αγριοβελανιδιά

4. Ξελοχίζω - ζωηρεύω τη φωτιά

5. Πυτιά (η) - μαγιά απ’ την οποία γίνεται το τυρί

6. Μογιλάλος - βουβός 

Πηγή : myriobiblos.gr/texts/greek/kontoglou_madri.html 

Πέμπτη 27 Δεκεμβρίου 2012

ΝΥΧΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΩΝ – ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ (+) ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΚΟΝΙΤΣΗΣ ΚΥΡΟΥ ΣΕΒΑΣΤΙΑΝΟΥ




Την ιστορία που ακολουθεί μου την απέστειλε μαζί με Χριστουγεννιάτικες ευχές ο πολύ καλός μου φίλος Νίκος Α. Πρόκειται για μια ραδιοφωνική διήγηση από το βίο του Αγίου Ιερώνυμου, την οποία έκαμε ο μακαριστός Μητροπολίτης Κονίτσης κυρός Σεβαστιανός :

«Νύχτα Χριστουγέννων. νας γιος κα σοφς σκητς προσεύχεται π ρα γονατιστς μέσα στ γιο Σπήλαιο, στ Βηθλεέμ. Στ σπήλαιο πο πρν π περίπου 400 χρόνια εχε φιλοξενήσει τν νεογέννητο Χριστό μας. σκητς δν εναι λλος π τν μεγάλο Πατέρα τς κκλησίας μας, τν γιο ερώνυμο, πο κατέγραψε κα τ σα συνέβησαν κε.

κείνη τ νύχτα σιος εχε φήσει τ σκητήριο του, πο ταν κοντ στ γιο Σπήλαιο, κα εχε ποφασίσει ν τν περάσει ξάγρυπνος κα προσευχόμενος μπροστ στν γία Φάτνη.

καρδιά του ταν γεμάτη εγνωμοσύνη γι τ μεγάλη δωρε το Θεο: ν λθει διος στ γ, ν γίνει νθρωπος, γι ν μς γλυτώσει π τ δουλεία τς μαρτίας, π τν τυραννία το διαβόλου κα τ νύχια το θανάτου!

πόλυτη σιωπ πικρατοσε μέσα στ νύχτα στν ερ χρο...
Ξαφνικ κούστηκε ν προφέρει τ νομά του μι γλυκι φωνή :

ερώνυμε! Ξαφνιάστηκε σιος... Κοίταξε παραξενεμένος γύρω του... Τίποτε... Δν πρχε κανείς.

ερώνυμε! ξανακούστηκε φωνή... Ναί! ρχόταν π τν γία Φάτνη... κα κανε τν καρδιά του ν τρέμει συγκλονισμένη.

ερώνυμε, τί δρο θ μο κάνεις πόψε στ γιορτή μου;

  ταν πράγματι γλυκι φων το ησο.
Κύριε, τ ξέρεις τι γι Σένα τ φησα λα: τ παλάτι το ατοκράτορα, τ μεγαλεα τς Ρώμης, τς νέσεις. καρδιά μου, σκέψη μου, λα σ Σένα εναι στραμμένα! Τί λλο μπορ ν Σο προσφέρω; Δν χω τίποτε!

–Κα μως, ερώνυμε, χεις κάτι κόμα πο μπορες κα πρέπει ν μο τ προσφέρεις... Ατ θ μ εχαριστήσει πι πολ π λα τ λλα, κα ατ θέλω...

πεσε σ συλλογ σιος... Πέρασαν λίγα λεπτ κα μετ τόλμησε ν ψελλίσει:
–Κύριε, δν βρίσκω κάτι... Πές μου, τί θ μποροσα κόμη ν Σο προσφέρω κα δν μπορ ν τ σκεφτ;
Μεσολάβησε μικρ διάστημα σιγς κα φων το Χριστο ξανακούστηκε:
ερώνυμε, τς μαρτίες σου θέλω. Δσε μου τς μαρτίες σου!

ς μαρτίες μου; Τί ν τς κάνεις, Κύριε, τς μαρτίες μου;

–Θέλω τς μαρτίες σου γι ν σο τς συγχωρήσω, φο γι᾿ ατ ρθα στν κόσμο, πάν­τησε ησος κα πικράτησε βαθι σιωπή.

Συγκλονισμένος γιος ερώνυμος ­­­φησε τ δάκρυά του, δάκρυα εγνωμοσύνης, ν πλημμυρίσουν τν ερ χρο λη τ νύχτα.

φησε κα σ μς τν μπρακτη παραγγελία ν μ λησμονομε κάθε Χριστούγεννα τ ραιότερο δρο πρς τν Σωτήρα μας, τ μετάνοιά μας γι τς μαρτίες μας. Ατς εναι καλύτερος ορτασμς τς μεγάλης ορτς...».

Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

ΓΙΑΤΙ ΓΕΝΝΗΘΗΚΕ Ο ΧΡΙΣΤΟΣ ; - ΤΟΥ ΜΑΚΑΡΙΣΤΟΥ (+) ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ ΦΛΩΡΙΝΗΣ ΚΥΡΟΥ ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΚΑΝΤΙΩΤΗ




Άρθρο μας στην ομογενειακή εφημερίδα Hellas News (σελ. 32) στις 22 Δεκεμβρίου ε.ε. :

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ, αγαπητοί μου, όταν έρχεται στον κόσμο, γεννιέται σε κάποιο χρόνο και κάποιο τόπο. Έκτος χρόνου και τόπου δεν υπάρχει άνθρωπος. Από τον κανόνα αυτόν δεν εξαιρέθηκε ούτε ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός. Ενώ ως Θεός είναι άχρονος και άναρχος, ως άνθρωπος γεννήθηκε σε ορισμένο χρόνο και τόπο. 'Ως προς το χρόνο, είναι ιστορικώς βεβαιωμένο από τις αρχαίες πηγές, ότι o Χριστός γεννήθηκε επί Καίσαρος Οκταβιανού Αυγούστου (31 π.Χ. - 14 μ.Χ.). Ως προς δε τον τόπο, γεννήθηκε όχι σε κάποιο από τα μεγάλα αστικά κέντρα του αρχαίου κόσμου (Αθήνα, Ρώμη, Αλεξάνδρεια, κ.ά.), αλλά σε μία πολίχνη, ένα μικρό χωριό, πού υπάρχει μέχρι σήμερα σε μικρή απόσταση έξω από τα Ιεροσόλυμα, τη Βηθλεέμ. Πώς βρέθηκε στη Βηθλεέμ ή παναγία Θεοτόκος; Όταν ο Αύγουστος Καίσαρ μετά από σκληρούς αγώνες εξόντωσε όλους τους αντιπάλους και ανακηρύχθηκε μονάρχης, θέλησε, όπως ο βοσκός μετράει τα πρόβατα του, να μέτρηση και αυτός την απέραντη μάνδρα του, πού έφτανε από τη Γαλλία μέχρι την Αίγυπτο και τη Βαβυλώνα. Ήτο μονοκράτωρ. Διέταξε λοιπόν απογραφή σε όλο το κράτος. Αυτό είναι γεγονός ιστορικώς εξακριβωμένο. Ή διαταγή έλεγε, ότι πρέπει ο καθένας να βρεθεί στον τόπο της καταγωγής του και εκεί ν' απογραφή. Έτσι και ή Παναγία, πού ζούσε στη Ναζαρέτ της Γαλιλαίος, αναγκάστηκε να ξεκινήσει, να διανύσει περίπου 150 χιλιόμετρα μαζί με τον Ιωσήφ, τον φύλακα και προστάτη, για να φθάσει στη Βηθλεέμ. Ήταν χειμώνας, κρύο. Νύχτα πλησίαζε. Ή σπίτι δεν άνοιξε να δεχθεί μέσα την επίτοκο μητέρα. Φάνηκαν σκληροί οι Βηθλεεμίται. Ή Παναγία αναγκάστηκε να βγει έξω από τη Βηθλεέμ και να ζήτηση κατάλυμα σε μια σπηλιά από αυτές πού άφθονες υπάρχουν στην Παλαιστίνη, μια σπηλιά πού χρησίμευε στους βοσκούς σαν στάβλος. 'Εκεί λοιπόν, σ' ένα βρωμερό στάβλο, πάνω σε μια φάτνη πού θέρμαιναν μόνο οι αναπνοές των ζώων, έγεννήθη ο Σωτήρ. Ω συγκατάβασις, ω μυστήριο, ω ανερμήνευτο θαύμα! Μακάριος όποιος σκύβει στη φάτνη και προσκυνεί τον γεννηθέντα Σωτήρα του κόσμου με πίστη και ειλικρίνεια. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες γεννήθηκε ο Χριστός. Τίνος άλλου ή γέννησις έγινε σε τόσο ταπεινές συνθήκες; Μόνο όταν ήρθαν οι πρόσφυγες στην Ελλάδα, ίσως τότε κάποιοι γεννήθηκαν μέσα στα πλοία πού τους μετέφεραν κατάφορτα στην πατρίδα· με τις γεννήσεις κατά το δράμα εκείνο μπορεί λίγο να παραβληθεί ή γέννησης του Σωτήρος. Και ενώ ο Χριστός εγεννάτο στη φάτνη ενός στάβλου, όποιος στα Ιεροσόλυμα τη νύχτα εκείνη περνούσε έξω από τα ανάκτορα του Ήρώδου, θα άκουγε φωνές ανδρών και γυναικών πού διασκέδαζαν. Δεν θα άκουγε εκεί τον αγγελικό ύμνο πού άκουσαν οι ποιμένες. Τι αντίθεση μεταξύ φάτνης και ανακτόρων ! Γιατί γεννήθηκε ο Χριστός ; Για μας, αγαπητοί μου, για μας τους ανθρώπους και για τη σωτηρία τη δική μας ο Υιός και Λόγος του Θεού κατέβηκε από τους ουρανούς, «εκ Πνεύματος αγίου και Μαρίας της παρθένου», και ενανθρώπησε. Αυτή είναι η απάντηση του πιστού στο ερώτημα, και αυτό βροντοφωνεί η Εκκλησία διά του Συμβόλου της πίστεως (άρθρο 3). Μέγα το μυστήριο ! Ποιός ποτέ θα μπορέσει να καταλάβει σε όλο το βάθος και το πλάτος το υπερφυέστατο γεγονός ότι ένας Θεός σαρκώνεται, γίνεται άνθρωπος, για να σώσει την ανθρωπότητα ; Εδώ και οι μεγαλύτερες διάνοιες, χωρίς τη βοήθεια της πίστεως, συντρίβονται. Μικρός εμπρός στο Θεό ο άνθρωπος, ας είναι κ΄ ένας Σωκράτης. Θα ομολογήσει την άγνοια και την αδυναμία του εμπρός στο μυστήριο. Μικρός ο άνθρωπος, μεγάλος ο Θεός ! Μόνο η πίστη ρίχνει φως στο μυστήριο. Ο πιστός το αισθάνεται, το βλέπει, το ζει, και δεν βρίσκει λέξεις για να εξωτερικεύσει την υπερκόσμια αγαλλίαση που δοκιμάζει όταν ακούει να ψάλλεται το «Χριστός γεννάται, δοξάσατε…… (καταβασία Χριστουγέννων ωδή α΄). Νομίζει ότι δεν πατάει στη γη, αλλά μεταφέρεται στον ουρανό, στη χώρα των αγγέλων, κι ακούει τις υμνωδίες τους. Ο άπιστος ζει και περιπλανάται στο σκοτάδι. Δεν μπορεί να βρει μόνος του το δρόμο που οδηγεί στη Βηθλεέμ, εκεί που λάμπει το άστρο, το φως της αιωνίου αληθείας. Άπιστοι, αποκαλυφθείτε εμπρός στο μυστήριο της φάτνης, καταθέστε την πανοπλία του εγωισμού σας. Άλλα εφόδια χρειάζονται για να νιώσετε το μυστήριο. Πάρτε μαζί σας την ταπείνωση των αγραυλούντων ποιμένων, την πίστη των μάγων, την αθωότητα των σφαγιασθέντων νηπίων, και τότε θα βρείτε το δρόμο, θα συναντήσετε το Χριστό, και θα ομολογήσετε ότι στη Βηθλεέμ της Ιουδαίας πριν δυό χιλιάδες χρόνια έγινε το μεγαλύτερο θαύμα, που κατέγραψε στις σελίδες της η ιστορία ως το σπουδαιότερο γεγονός αφ΄ ότου έγινε ο κόσμος. Ποιό το γεγονός ; ότι «εγεννήθη Παιδίον νέον ο προ αιώνων Θεός» (Κοντάκιο). Μέγα το μυστήριο ! Το σπασμένο άγαλμα συναρμολογείται. Ένα παράδειγμα, για να πάρουμε μια αμυδρή ιδέα του μυστηρίου. Υποθέστε, αγαπητοί μου, ότι στο κέντρο μιας πόλεως έχει στηθεί ένα άγαλμα. Είναι θαυμάσιο και ως σύλληψη και ως εκτέλεση. Όλα του συμμετρικά, κανείς δεν μπορεί να βρει μια ατέλεια. Όλοι το θαυμάζουν αλλά οι σοφότεροι θαυμάζουν περισσότερο τον άγνωστο εκείνο γλύπτη, που είχε τέτοια δύναμη τέχνης, ώστε από ένα άμορφο μαρμάρινο όγκο να βγάλει ένα τέτοιο αριστούργημα. Κανείς δεν υπάρχει που να πει, ότι το άγαλμα αυτό βρέθηκε τυχαία, ότι έτσι μόνο του ξεφύτρωσε ένα πρωί από τα σπλάχνα του λατομείου της Πεντέλης ή της Πάρου κι ότι έτσι μόνο του στήθηκε εκεί. Το άγαλμα, δημιούργημα άριστου τεχνίτη, λάμπει στη θέση του. Πόσο ωραίο είναι ! Το βλέπεις και νομίζεις πως θα σου μιλήσει. Εκείνα τα χείλη, εκείνη η έκφραση, εκείνο το χαμόγελο στο πρόσωπο. τί θαύμα ! Αλλ΄ αναπάντεχα – ω συμφορά ! – μια νύχτα κάποιος, που ζήλεψε φαίνεται τη δόξα του Ηροστράτου, αποφάσισε να το καταστρέψει. Πλησιάζει λοιπόν, τοποθετεί στη βάση του δυναμίτη, ανάβει το φυτίλι, κι ο κακούργος απομακρύνεται. Κρυμμένος σε μια γωνιά του σύμπαντος περιμένει το αποτέλεσμα. Σε λίγο ένας δαιμονιώδης κρότος ακούγεται. Το έδαφος σείεται. Οι κάτοικοι της ευτυχισμένης πόλης ξυπνούν, ανάβουν φώτα, και τί να δουν ; Το άγαλμα, το καύχημα της πόλεως που προσήλκυε περιηγητάς απ΄ όλα τα μέρη, αυτό το αριστούργημα, δεν υπάρχει πια. Τι λέω, δεν υπάρχει ; Υπάρχει, αλλ΄ όχι ως ομορφιά. υπάρχει ως ερείπια. Ο δυναμίτης το΄ κανε χίλια συντρίμμια σκορπισμένα εδώ κ΄ εκεί. Όλοι κλαίνε και καταριόνται το δράστη του εγκλήματος. Τα χρόνια περνούν, οι αιώνες διαβαίνουν. Αλλά η ομορφιά του αγάλματος δεν ξεχνιέται. Οι γέροι διηγούνται τα παιδιά τη δόξα του. Ο πόθος όλων εκφράζεται με μια ευχή, μια κρυφή ελπίδα. Ω και να ήταν δυνατόν να διορθωθεί το κακό και να στηθεί πάλι στη μέση της πλατείας το άγαλμα όπως ήταν στην αρχή !...... Και να ο κοινός μύχιος πόθος εκπληρώνεται ! Έρχεται κάποιος. Είναι εκείνος που κατασκεύασε το άγαλμα. Λυπήθηκε για την καταστροφή του καλύτερου έργου που βγήκε απ΄ το εργαστήριό του. Γιατί ποιός τεχνίτης δεν πονάει το έργο του ; Το πόνεσε λοιπόν και αυτός. Είδε τα συντρίμματα. Τα μαζεύει ένα - ένα και μέσα στο εργαστήριό του τα συναρμολογεί όλα. Και ξαφνικά μια μέρα ευλογημένη, ενώ θαυμάζουν όλοι, άγγελοι και άνθρωποι, το άγαλμα τοποθετείται και πάλι στη μέση της πόλεως, όπως ήταν και ακόμη ωραιότερο. Το έμψυχο άγαλμα αναστηλώνεται. Παραβολικός μέχρι εδώ είναι ο λόγος. Θέλετε τώρα την ερμηνεία του παραδείγματος ; Ακούστε. Το άγαλμα, το έμψυχο άγαλμα, είναι ο άνθρωπος. Όταν δημιουργήθηκε από το Θεό, οι άγγελοι θαύμασαν τον άνθρωπο ως το τελειότερο δημιούργημα. Γιατί ο άνθρωπος βγήκε από το θεϊκό εργαστήριο ωραίος, «καλός λίαν», αγαθός, άκακος, αθώος. Μια αρμονία και ειρήνη βασίλευε στη φύση και την καρδιά του. Αλλά ξαφνικά – τί συμφορά ! – ο άνθρωπος έπεσε. Σατανική δύναμη συνέτριψε το θεϊκό κάλλος. Ποιός μπορεί να το αρνηθεί ; Από τότε η ειρήνη φυγαδεύθηκε, πόλεμος αόρατος άρχισε. Μέσα στα βάθη της ανθρώπινης ψυχής μάχονται δύο αντίθετες δυνάμεις, «άγγελος και σατανάς γρονθοκοπούναι». Και κάτω από τη δύναμη του κακού ο άνθρωπος γίνεται ένα ηθικό ερείπιο, διασπάται η ψυχική του ενότητα, γίνεται αγνώριστος. Ιδέστε τον. κλέφτης, ψεύτης, πλαστογράφος, πλεονέκτης, μωροφιλόδοξος, μοιχός, πόρνος, βλάστημος, φονιάς, εμπρηστής, προδότης, θηρίο μάλλον παρά άνθρωπος. Θεέ μου, που κατήντησε το έμψυχο άγαλμα ! πεσμένο σε συντρίμμια, σε ερείπια. Ποιός τώρα θα τον σώσει ; Και ενώ οι φιλόσοφοι σαν απλοί θεατέ παρακολουθούσαν το δράμα του ανθρώπου που κυλούσε στην κατηφόρα του ηθικού ολέθρου, ξαφνικά ένα πρωτοφανές άστρο φωτίζει τον κόσμο, σμήνη αγγέλων πετούν πάνω απ΄ τη Βηθλεέμ, θεία μουσική αντηχεί, ακούγεται το εμβατήριο «Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη, εν ανθρώποις ευδοκία» (Λουκ. 2, 14). Τί συμβαίνει ; Μέγα μυστήριο εκτυλίσσεται. Ο Θεός σπλαχνίσθηκε το πλάσμα των χειρών του. Άκουσε τους στεναγμούς, είδε τα ηθικά του ερείπια και συντρίμμια, και αποφάσισε να σώσει τον άνθρωπο. Ω θαύμα θαυμάτων ! Κλίνει ουρανούς και κατεβαίνει. Σαρκώνεται από τα αίματα της πανάγνου κόρης. Γίνεται άνθρωπος, χωρίς να παύσει να είναι Θεός, για να κάνει Θεό τον άνθρωπο. Με την όλη ένσαρκη οικονομία ο ενανθρωπήσας Θεός Λόγος ανορθώνει το πεσμένο ανθρώπινο πρόσωπο, αναστηλώνει το κατεστραμμένο έμψυχο άγαλμα, αποκαθιστά το πλάσμα του στο αρχικό κάλλος του κι ακόμη ανώτερα. Περιμένετε ! Η διδασκαλία, που θα κηρύξει το Νήπιο της Βηθλεέμ, τα θαύματα που θα κάνει, η αγία ζωή που θα ζήσει, και προ παντός το τίμιο αίμα του με το οποίο θα βάψει το λόφο του Γολγοθά και μάλιστα η ένδοξη ανάστασή του με την οποία θα νικήσει το θάνατο, αυτά θα σώσουν, θα λυτρώσουν, θα ωραΐσουν, θα θεώσουν τον άνθρωπο. Και μόνο όσοι θα μείνουν μακριά του, μόνο όσοι θα τον αρνηθούν και θα τον σταυρώσουν, αυτοί θα χαθούν. Η ζωή του ανθρώπου, αγαπητοί μου, είναι ολόκληρο δράμα. Μακριά απ΄ το Χριστό η ζωή μας γίνεται ή τραγωδία ή κωμωδία. Μύρια σύγχρονα παραδείγματα πιστοποιούν την αλήθεια αυτή. Μόνο διά του Χριστού επέρχεται η λύσις του δράματός μας. Χριστιανοί ! Μη περιπλανάσθε μακριά, μη ζητάτε άλλα φώτα. Στραφείτε με πίστη προς το άστρο της Βηθλεέμ. Το άστρο αυτό φέρνει ειρήνη, αγάπη, δικαιοσύνη, αλήθεια. Αργά ή γρήγορα όλοι θα καταλάβουμε, ότι ο άνθρωπος μόνο διά του Χριστού εξευγενίζεται, εξωραΐζεται ηθικά, γίνεται έμψυχο άγαλμα αρετής, ηθική προσωπικότης, για την οποία οι αρχαίοι προγονοί μας έλεγαν. «Ως χαρίεν εστ΄ άνθρωπος, όταν άνθρωπος η» (= πόσο χαριτωμένο πλάσμα είναι ο άνθρωπος όταν είναι πράγματι άνθρωπος). Μόνο διά του Ιησού ο άνθρωπος επανέρχεται στη θεία μακαριότητα από την οποία είχε εκπέσει, φτάνει στο «καθ΄ ομοίωσιν» Θεού (Γεν. 1, 26), γίνεται μικρός θεός, θεός κατά χάριν. Ας ψάλουμε λοιπόν με αγαλλίαση. «Χριστός γεννάται, δοξάσατε. Χριστός εξ ουρανών, απαντήσατε. Χριστός επί γης, υψώθητε. Άσατε τω Κυρίω, πάσα η γη, και εν ευφροσύνη ανυμνήσατε, λαοί, ότι δεδόξασται». (+) επίσκοπος Αυγουστίνος



Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

ΨΗΓΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗ ΧΘΕΣΙΝΗ ΕΚΤΑΚΤΗ ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΗ ΕΚΠΟΜΠΗ ΤΟΥ κ. ΙΩΑΝΝΗ ΤΣΕΛΕΠΙΔΑΚΗ – «ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ – ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟΙ ΑΠΟΗΧΟΙ» - ΣΤΟ «ΔΙΑΣΠΟΡΑ FM»




Στην χθεσινή έκτακτη πανηγυρική του εκπομπή, ο δημοσιογράφος κ. Ιωάννης Τσελεπιδάκης ομίλησε για το νόημα της υπερφυούς εορτής των Χριστουγέννων, τόνισε τον τρόπο με τον οποίον πρέπει να εορτάζουν και να συμμετέχουν οι Χριστιανοί πνευματικά σε αυτήν, ενώ συνέδεσε το πάθος του Κυρίου μας με την εορτή επικεντρώνοντας στο μήνυμα της αγάπης του Χριστού μας. Ακολούθως, αναφέρθηκε στη προσφορά του Ελληνικού πολιτισμού και της Ελληνικής γλώσσας στην ανθρωπότητα, στην δημιουργική δύναμη του Ελληνισμού, πάνω στον οποίον στηρίχθηκε όλο το οικοδόμημα του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα ήταν η αναφορά του στην αυτοκρατορία του Μεγάλου Αλεξάνδρου και στο εκπολιτιστικό έργο που επιτέλεσε κάνοντας παγκόσμια την Ελληνική γλώσσα στη τότε Οικουμένη, προκειμένου να δι΄ αυτής να κηρύξουν οι Απόστολοι το Ευαγγέλιο του Χριστού μας σε όλη την οικουμένη, όπως επίσης και οι σοφές ρήσεις Ελλήνων Φιλοσόφων και Επιστημόνων της αρχαιότητας. Την εκπομπή συνεπλήρωσε η παρέμβαση του ιδιοκτήτη του “Διασπορά FM”, του κ. Θανάση Κουρτέση, ο οποίος αναφέρθηκε στον αγώνα που γίνεται μέσω της εφημερίδας του Hellas Νews όπως και του Ρ/Σ, προκειμένου να στηριχθεί ο Ελληνισμός της Αμερικής. Θερμά συγχαρητήρια και στους δύο καθότι αναζωπυρώνουν το εκκλησιαστικό και το εθνικό φρόνημα του εκεί Ελληνισμού, στηρίζουν τις παραδόσεις, ξυπνούν υπνωτούσες συνειδήσεις και προσπαθούν να διατηρήσουν αλώβητη την ενότητα των αποδήμων πάνω στην ατράνταχτη βάση της παράδοσης μας.